Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

"Μίτινγκ" με την ξινή

H “ξινή” κατέφτασε μπουρινιασμένη στο γραφείο. Ούτε σκέψη για μια "Καλημέρα". Σπανίως τη λέει και πάντα με σφιγμένο στόμα. Διέσχισε το διάδρομο με στρατιωτικό βηματισμό και χώθηκε στο λαγούμι της. Ξεφόρτωσε με θόρυβο τα τσαμασίρια της. Λάπτοπ, τροφοδοτικό, καφέ κι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο. Την παρακολουθούσα με προσοχή σκοπευτή που στοχεύει τον αντίπαλο. Δύσκολη μέρα ξεκίναγε κι είχα τη βεβαιότητα πως μου την είχε στημένη. Θα με φώναζε στο γραφείο της για μίτινγκ. Θα με πυροβολούσε με τις γουρλοματάρες της ορθάνοιχτες, πάνω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. "Τα νούμερα του μήνα είναι απογοητευτικά… Δεν υπάρχουν δικαιολογίες… Έπρεπε να το είχες προβλέψει… Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε δώσω στυγνά…" και άλλα πικρόχολα, πριν μου ρίξει τη χαριστική βολή.

Με φώναξε. Μπήκα στο γραφείο της, οπλισμένη σαν αστακός. Είχα ξενυχτήσει κατεβάζοντας αναφορές, νούμερα, πίνακες, μετρήσεις και πολύπλοκα γραφήματα με απεικονίσεις, ποσοστά και προϋπολογισμούς. Είχα προβλέψεις όλες τις πιθανές της ερωτήσεις και είχα προετοιμάσει αντίστοιχα τις απαντήσεις μου. Είχα προπονηθεί για στενό μαρκάρισμα και επιθετικό παιχνίδι. Όχι για να της πάω κόντρα. Για ν’ αποδείξω το αυτονόητο. Και να μην της επιτρέψω να μου κλέψει ούτε ένα δράμι απ’ την αξία μου.

Κοιταχτήκαμε με ύφος μονομάχων, λίγο πριν αρχίσουν το πιστολίδι. "Κάτσε!" μου είπε επιτακτικά. Κάθισα και την πυροβόλησα με μια μεγαλοπρεπή "Καλημέρα", νομίζοντας πως θα την αφοπλίσω και θα έρθει σε δύσκολη θέση. Πως θα αισθανθεί άσχημα για όλες τις καλημέρες που μου χρωστάει. "Έχεις το τηλέφωνο εκείνου του Μαστολόγου που μου έλεγες τις προάλλες; Πρέπει να πάω άμεσα. Και κοίτα… είναι και μια μαγνητική που πρέπει να κάνω. Κι όλο το αναβάλλω. Φοβάμαι πως δεν θα βγω ζωντανή από κείνο το μηχάνημα. Μαλακίες τώρα, ξέρεις… Με πιάσανε οι φοβίες μου πάλι…".

Την ώρα που την σάρωνε το μηχάνημα κι εγώ την παρατηρούσα πίσω απ’ το χοντρό τζάμι, προσπαθούσα να θυμηθώ τις ώρες που μεσολάβησαν απ’ το μίτινγκ στο γραφείο, ως το απόγευμα που ήρθαμε παρέα στο διαγνωστικό. Η ξινή με αιφνιδίασε πανηγυρικά για άλλη μια φορά. Νομίζω πως μου πέσανε τα χαρτιά απ’ τα χέρια, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, δαγκώθηκα, βούτηξα σε πελάγη ενοχών κι όταν έφυγε ο κόμπος απ’ το λαιμό μου, της ψιθύρισα με σπασμένη φωνή: "Άντε σήκω!... Πάμε παρέα. Αυτό το θέαμα, δεν το χάνω με τίποτα…". Η ξινή με κοίταξε απορημένη. "Ποιο θέαμα;". "Να σε βάζουν στο φούρνο κι εγώ να σου χαμογελάω από μακριά! Δεν ξέρεις πόσο την περίμενα αυτή τη στιγμή!...". "Είσαι ηλίθια!..." μου είπε φρενιασμένη. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Έκλαψε, τσαλακώθηκε, ξεφόρτωσε. Έβριζε χυδαία, με χτύπαγε στην πλάτη, άκουγα την καρδιά της να μουγκρίζει και να συσπάται. Λύγισα κι εγώ μαζί της, γίναμε ένα κουβάρι από δυο εύπλαστα σώματα που λίγο πριν, μοιάζανε ατσάλινα απ’ τον εγωισμό και την έπαρση.

"Θα είσαι απ’ έξω;", μου είπε λίγο πριν την φωνάξει ο χειριστής του μηχανήματος.

"Το καλό που σου θέλω, να βγεις καλά από κει μέσα! Δυο βράδια ετοίμαζα την παρουσίασή μου, δεν θα πάει χαράμι τόσος κόπος για μια κωλοεξέταση"...

"Κάτι πρηξίματα στις μασχάλες… μπορεί και να μην είναι ανησυχητικό, αλλά…"

Φώναξαν τ’ όνομά της. Μου άφησε την τσάντα και το παλτό της και μπήκε σκυφτή στη μεγάλη αίθουσα. Σε λίγα λεπτά άκουγα τα μαρσαρίσματα του τομογράφου να διαπερνάνε το κορμί της.

Α ρε ξινή!...
Χρειάστηκαν δυο μασχάλες πρησμένες, να μας προσγειώσουν ανώμαλα απ’ τη στρατόσφαιρα του γραφείου.
Άντε να μας δω τώρα, που πατήσαμε γήινο έδαφος.
Εσύ, ξαπλωμένη στο θολωτό κρεβάτι του τομογράφου.
Κι εγώ να σε περιμένω απ’ έξω και να φυλάω σα πιστό σκυλί, τα τιμαλφή σου.
Την αγωνία, το φόβο και τη μοναξιά σου.

Και να μην έχω βρει ακόμα το γαμημένο το κουράγιο να σου πω ένα "Ευχαριστώ". Που με διάλεξες για συνεπιβάτη σου στην κάψουλα προσγείωσης.

Κι ένα "Συγνώμη" που δεν σε φώναξα ποτέ με τ’ όνομά σου.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Καλό Παράδεισο ρε Σάκη...

Ρεζερβέ απόψε στο καφωδείο του Παραδείσου.
Ο Σάκης μας.
Πρεμιέρα με τους παλιόφιλους.
Με την Μαρία, τον Νικόλα, τον Μανώλη και τον Άσιμο.  
Μετά από  μια διαδρομή που την χαρακτήριζε πάντα η παρέα. Όχι η μαρκίζα.
Θα μπορούσε να στεγάσει την έκταση της φωνής του σε κάποιο μουσικό μέγαρο.
Ή να εξαργυρώσει την πορεία του στα κινήματα της αριστεράς και το πολιτικό τραγούδι, με διθυραμβικά αυτο-λιβανίσματα και εμπορική καριέρα. Όπως τόσοι…


"Δεν κάνω κριτική στους ανθρώπους, δεν λέω ότι «αυτός κάνει λάθος» και διάφορα τέτοια, γιατί δεν μπορείς να κρίνεις κάποιον από μακριά. Όλοι κάνουν συμβιβασμούς, αλλά το πόσους και τι συμβιβασμούς κάνεις, είναι αυτό που σε ορίζει τελικά. Να κάνεις αυτό που θέλεις, να προσπαθείς να γίνεις ευτυχισμένος από αυτά που κάνεις κι όχι να περιμένεις να σε κάνουν ευτυχισμένο αυτά που αποκτάς. Δεν είναι η γκλαμουριά και τα φώτα αυτά που μένουν. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να παιδεύουμε τους εαυτούς μας".
Είχε πει σε μια συνέντευξη. Το τήρησε.


Απανεμιά και Εσπερίδες στην οδό Θόλου. 60-70 άτομα κάθε βράδυ. Μυσταγωγία.
Σούσουρο, σε μια κατακόμβη με Άσιμο και Ζουγανέλη.
Αχ Μαρία στα Εξάρχεια, με Παπακωνσταντίνου, Ζουγανέλη, Σιδέρη, Βόσσου, Βαβούρα και Λάκη Παπαδόπουλο.
Κύτταρο στην οδό Ηπείρου και Ροντέο στην Πλατεία Βικτωρίας. Με Αφροδίτη Μάνου και Γιάννη Γιοκαρίνη.
Στο ζενίθ της Μεταπολίτευσης, τραγουδάει το θρυλικό «Ντικ» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, στην «Καντάτα για τη Μακρόνησο».
Συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο, συμμετέχοντας σε δύο μελοποιημένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, στο άλμπουμ «Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας».
Απίστευτα εκφραστικός στη «Μπαλάντα του Έμπορα», του Bertolt Brecht, σε μεταφρασμένους τίτλους απ’ τον Μάριο Πλωρίτη.
Συμμετέχει με φωνητικά στο «Ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω» στο άλμπουμ «Τσιμεντένια τραίνα» που υπογράφουν οι Τερμίτες.
Σε μελοποιημένη ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου και μουσική Μιχάλη Γρηγορίου, ερμηνεύει με την Αφροδίτη Μάνου τα «Ανεπίδοτα Γράμματα».
Συμμετέχει στους «Αχαρνής» του Δ. Σαββόπουλου, στο έργο «Λουκιανού Διάλογοι» ερμηνεύει με τον Νικόλα Παπάζογλου τους "Κήρυκες" και στο άλμπουμ «Νάμαστε πάλι εδώ Αντρέα» των Αντρέα Μικρούτσικου και Μανώλη Ρασούλη ερμηνεύει το «Λυχνάρι του Αλαντίν».
Στον δίσκο του Μιλτιάδη Πασχαλίδη, τραγουδάει με τον Γιάννη Ζουγανέλη τα «Ρεμάλια».


Κάποια απ’ αυτά που μπορώ να θυμηθώ. Η μνήμη υπολειτουργεί τέτοιες ώρες.
Η καρδιά έχει βάλει πατίνια και δυο ρουλεμάν και τρέχει με χίλια.
Στις στιγμές που ρίγησα ακούγοντας τη φωνή σου. Στα σολαρίσματά σου.
Στο «Caruso» του Lucio.  
Στον «Ντικ» του Ρίτσου.
Στη «Μπαλάντα του Έρωτα» του Μπρεχτ.
Στο «Παλιό μου παλτό» του Λάκη.

Σα να σε βλέπω. Την ώρα που θα αυτοσαρκάζεσαι και θα κάνεις καλαμπούρια με τους φίλους σου, ο Ύψιστος θα σου φωνάξει:
«Λάβε θέση για να πάρεις πάλι την πρωτιά…»




Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Λαϊκή Ελλάδας γεια σου!



Σ’ έναν πάγκο της λαϊκής αγοράς, ακούω τον νεαρό παραγωγό να τραγουδάει με στεντόρεια φωνή και να αυτοσχεδιάζει ανάλογα με την αγοραστική κίνηση της μέρας: «Και με πιάνουν τα κλάματα/ που δεν φεύγουν τα πράματα…». Οι περαστικοί σκάνε χαμόγελα και πλησιάζουν τον πάγκο με τα ζαρζαβατικά. Σε κάθε αγορά, δώρο κι ένα ματσάκι σέσκουλο ή λάπαθο. Προσφορά του καταστήματος. «Θα με βοηθήσεις να τα φορτώσω στο καρότσι;» τον ρωτάει μια ηλικιωμένη κυρία. «Για σας, θα τα πήγαινα ως την Κίνα!», απαντάει με μαλαγανιά ο νεαρός, ενώ της τακτοποιεί τα ψώνια. Ξαναρχίζει το ρεσιτάλ τραγουδιού, τακτοποιεί τις ντάνες με τα σπανάκια και τα σταμναγκάθια και ταυτόχρονα δίνει ρέστα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αν δεν φοβόμουν πως θα με πάρει στο ψιλό, θα του έδινα συγχαρητήρια για την πιστή εφαρμογή των βασικών τακτικών μάρκετινγκ που εφαρμόζει στην επιχείρησή του. Κι ας μην το έχει σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτοδίδακτος και σε απόλυτη επαφή με τη βασική αξία της αγοράς. Το μάρκετινγκ ξεκινάει, όταν έχει ήδη ψωνίσει ο πελάτης. Κι όχι πριν.

Αδιαμφισβήτητα, οι κορυφαίες ατάκες εμπνέονται και ερμηνεύονται απ’ τους πάγκους με τα ψάρια. Είναι μια μικρή παράταξη από μικρά καλοστημένα «ψαράδικα». Διακοσμημένα με ιδιαίτερο στυλ και φινέτσα. Στο λευκό του πάγου, ευθυγραμμισμένες τσιπούρες και χριστόψαρα, ανάμεσα σε γιρλάντες με χρωματιστές πιπεριές και μαρουλόφυλλα. Παραδίπλα, γλαστράκια με μαντζουράνες και βασιλικούς, ευγενική χορηγία του ανθοπώλη. Το εμπόρευμα πρέπει να ξεπουληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εδώ το μυαλό δουλεύει με χίλια. Αυτοσχεδιασμοί, διαγωνισμός καλύτερης ατάκας και τιμές που ολοένα γίνονται και πιο δελεαστικές. «Πρωινός ο γαύρος μου μαντάμ!... Να… δείτε! Με το μαγιό είναι ακόμα!...». «Βγάλ’τον φωτογραφία να τον στείλεις στα καλλιστεία ρε Μήτσο!...». Κι ο Μήτσος θα στραβοκοιτάξει τον ανταγωνιστή του, αλλά στο μεσημεριανό πρόχειρο τσιμπούσι που στήνουν πίσω απ’ τις ψαροκασέλες, θα τσουγκρίσουν τα πλαστικά ποτήρια και θα μοιραστούν το κολατσιό τους.

Κάποιοι έχουν μαζί και τα παιδιά τους, που εντρυφούν στα μυστικά της δουλειάς. Τις γυναίκες τους, ή και ολόκληρη την οικογένεια. Η επιχείρηση άλλωστε είναι οικογενειακή υπόθεση, αφού πολλοί απ’ αυτούς είναι παραγωγοί και πουλάνε απευθείας τα προϊόντα τους. Η κυρία Νίκη πουλάει φρέσκο μέλι, πλάϊ στο γιο της. Έμπειρος μελισσοκόμος, όπως μου εξηγεί με καμάρι. Ο νεαρός με την ευγενική φυσιογνωμία, αναλύει με προθυμία τα μυστικά του καλού μελιού και τα παράγωγα προϊόντα που φτιάχνουν. Σαπούνια, κρέμες και κεριά.

Στον πάγκο με τα λεμόνια, υπάρχουν τρεις γενιές παραγωγών και πωλητών. Ο παππούς, ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος κύριος, που αν έχεις χρόνο και όρεξη, σου διηγείται την ευεργετική αξία των λεμονιών σε σοβαρές ασθένειες. Πιο πίσω ο γιος του που εκτελεί χρέη τελάλη και παραδίπλα ο εγγονός που ξεσηκώνει τις ατάκες του μπαμπά του και αναμεταδίδει με την παιδική του φωνούλα τις τελευταίες λέξεις «… όλο ζουμί τα λεμόνια μας!». Κι ο παππούς να τον καμαρώνει και να του λέει στοργικά «Φόρα πουλάκι μου το μπουφάν σου. Κάνει κρύο»...

Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, τα ζαρζαβατικά δίνουν τη θέση τους στους πάγκους με τις κουρτίνες και τα βαμβακερά ρούχα. Ο νεαρός μελαμψός άντρας, με παροτρύνει να αγοράσω φόρμες και εσώρουχα, τονίζοντας με έμφαση και σε σπαστά ελληνικά «Ντεν είναι κινέζικα κυρία… όλα ελληνικά!». Αντίφαση και ρεαλισμός στο μεγαλείο τους!

Τους χαζεύω να στήνουν και να ξεστήνουν στο τέλος της μέρας τον μικρόκοσμό τους, να ξεκαλουπώνουν τις σιδεριές, να φορτώνουν τις τέντες και να σκοτώνουν το τελευταίο εμπόρευμα. Κάθε φορά, κλέβω λίγο απ’ το ζύγι τους. Μικροποσότητες αντοχής και αισιοδοξίας. Σε πείσμα του καιρού και των καιρών και κάτω απ’ τις συνεχείς ριπές των δελτίων ειδήσεων, διακινούν χαμόγελα, συνωμοτούν με κωδικοποιημένα μηνύματα και στήνουν επίσημα γεύματα στις μικρές γειτονιές τους. Πλαστικές καρέκλες, καφασοτράπεζα, ρεφενέ κρασί ή τσίπουρο και μεζεδάκια σε αλουμινόχαρτα. Κάτω απ’ τη σκιά μιας τέντας τα καλοκαίρια ή τυλιγμένοι σε χοντρά μπουφάν τους χειμώνες. Μ’ ένα ραδιοφωνάκι να παίζει στο φουλ το κλασσικό άσμα. Ζαγοραίος…”Έντε λα μαγκέτε Βοτανίκ…” Εδώ, δεν χωράει κατάθλιψη και γκρίνια. Βουλιάζεις μόνο στην υπέρβαση. Και σούρχεται να τους αποχαιρετίσεις μ’ ένα φιλί. Σα να’ναι δικοί σου άνθρωποι.

Ο Γιάννης με τους ξηρούς καρπούς και τις καραμέλες, ο μπάρμπα Γιώργος με το καβουράκι του που πουλάει κληματόφυλλα και χύμα κρασί, η Αντωνία με τα μπαχάρια, τα αλίπαστα και τους χοχλιούς κι ο «Κρητικός» με τα στιβάνια και το μαυρομάντηλο, που στρώνει στον ασκιανό μιας μουριάς τις γραβιέρες και τα ανθότυρα και κερνάει υποχρεωτικά ρακές και ρακόμελα.

"Δεν θέλω να πιω τέτοια ώρα ρε μπάρμπα. Κόψε λίγη γραβιέρα γιατί είμαι και βιαστική"…
"Άχνα! Δε γροικώ πράμα. Καλλιά τόχω να φύγεις. Παέ πέρα… αδέ τραταριστείς, δεν πουσουνίζεις πράμα!..."

Μπορεί να φταίει η ρακή, μπορεί και όχι. Κάθε φορά φεύγω τρεκλίζοντας απ’ τ’ αρώματα, τα χρώματα και το ακομπλεξάριστο αλισβερίσι με αυθεντικούς ανθρώπους. Χαιρετώντας τον Κρητίκαρο που γεμίζει ήδη τα πλαστικά ποτηράκια των επόμενων πελατών, παρατηρώ το υφαντό κιλίμι που έχει βάλει για ντεκόρ στο κινητό του μαγαζάκι:
"Να είσαι Κρητικός, είναι μεγάλο χρέος κι ευθύνη" γράφει.

Βλέποντας τις ορδές των πελατών να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, αναρωτιέμαι μήπως ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά την ευθύνη μας ως καταναλωτές. Και το χρέος μας να υποστηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις τον Έλληνα παραγωγό και το συνοικιακό μαγαζί, τιμωρώντας παραδειγματικά μεσάζοντες, πολυεθνικές και κυκλώματα. Η αντίσταση άλλωστε, ξεκινάει παραδοσιακά στους δρόμους. Όχι στα ράφια και στις βιτρίνες. Βενσερέμος!...




Για όσους θέλουν να ρίξουν μια ματιά στις δραστηριότητες και στους αναλυτικούς χάρτες των λαϊκών αγορών, εδώ είναι ο επίσημος ιστότοπος:
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

http://www.laikesagores.gr/

Πηγές φωτογραφιών: http://clipartradio.gr/?p=2858

https://elniplex.wordpress.com/

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Η πριγκίπισσα Ρούλα


Αν δεν φας το παραμύθι σου, θα έρθει ο δράκος να σε κάνει τας-κεμπάπ!
Κι αν το φάω;”  ρώτησα μια μέρα.
Θα έρθει ο πρίγκιπας καβάλα στ’ άσπρο του άλογο, να σε πάρει για  πριγκίπισσα στο παλάτι του!”
“Οκέϊ κατάλαβα! Φλόμωσέ με στο παραμύθι!...”

Για λόγους ασφαλείας, στο λύκειο διάλεξα δέσμη “Σταχτοπούτας” και ήμουν συνεπής στο ραντεβού μου με τον πρίγκιπα. Ήρθε καβάλα σε παπί, ένα βράδυ που είχαμε παραγγείλει πίτσες.  Ένας ξανθός, γαλανομάτης άγγελος  μου παρέδωσε τις πίτσες κι εγώ την καρδιά μου.
“Πώς σας λένε;” με ρώτησε την ώρα που έφευγε.
“Γρηγορία” του είπα. “Για λόγους συντομίας Ρούλα. Εσάς;”
“Τάκης απ’ το Παναγιώτης” μου απάντησε λάγνα.

Για λόγους συντομίας, πετσοκόψαμε ονόματα, όνειρα και αισθήσεις. Ερωτευτήκαμε,  παντρευτήκαμε και γίναμε γονείς, με το χρονόμετρο στο χέρι. Ο επόπτης-μπαμπάς έμεινε ευχαριστημένος απ’ τις επιδόσεις μας κι η μαμά δεν σταμάτησε στιγμή να με συμβουλεύει πώς να γίνω καλή μαγείρισσα, υποδειγματική νοικοκυρά, στοργική μάνα και παραχωρητική σύζυγος. Για λόγους συντομίας, παρέλειψε το κεφάλαιο “Γυναίκα”. Κάτι ροζ όνειρα που είχα εκείνη την εποχή, τσαλακώθηκαν  και κιτρίνισαν στο βάθος ενός συρταριού. Για λόγους ευρυθμίας.

 Άλλαξα ρόλο από κόρη σε μάνα με επισκληρίδιο αναλγησία, νομίζοντας πως θα γλυτώσω τις οδύνες της μητρότητας. Κανείς δεν μου είχε πει πως το παραμύθι τελείωνε, εκεί ακριβώς που άρχιζε η ζωή.  Στο μεταξύ, ο Πρίγκιπας-Τάκης έπιασε δεύτερη δουλειά και τα βράδια γύρναγε σπίτι κατάκοπος. Έτρωγε, γκρίνιαζε και κοιμόταν. Για λόγους πειθαρχίας, δεν παραπονέθηκα ποτέ για τίποτα. Το σιδερωμένο ρούχο, το γυαλισμένο παρκέ και το ζεστό φαί, ήταν οι στόχοι της νιότης μου. Το μικρό κορίτσι που κρυβόταν μέσα μου, μεγάλωσε παρέα με την κόρη μου. Τα βράδια έπαιζα κρυφά με τις κούκλες της.  Και τα πρωινά που έλειπε στο σχολείο, στόλιζα τα μαλλιά μου με τα κοκαλάκια της. Ίσως να είναι απ’ τα λίγα  κορίτσια που δεν δοκίμασαν ποτέ τις γόβες της μαμάς τους. Απ’ την αλάνθαστη παιδική της διαίσθηση, μου παραχώρησε κι αυτό το παιχνίδι της. Για λόγους ευαισθησίας.

Με λέγανε Γρηγορία νομίζω. Είμαι απροσδιορίστου ηλικίας, αφού έχασα το μέτρημα στην πορεία του παραμυθιού. Κάποιοι με φωνάζουν “Μικρομάνα”, κι άλλοι “Μεγαλοκοπέλα”. Ο μπαμπάς συνεχίζει να με φωνάζει “Κορίτσι του”. Κι η μαμά μοιράζεται μαζί μου τα μυστικά της, λες κι  είμαστε  φίλες. Ο πρίγκιπάς μου έχει παραδώσει το φωτοστέφανο της νιότης του, στην εκατόμβη της σχέσης μας. “Γερνάω” μου είπε προχτές. “Γερνάμε μαζί” του είπα. “Ζήσαμε ένα βολικό παραμύθι. Ίσως να ήταν ασφαλέστερο από μιαν άβολη αλήθεια”…

Η κόρη μου κουλουριάζεται δίπλα μου κάποια βράδια και κοιμάται γαλήνια στην αγκαλιά μου.
Της διηγούμαι ιστορίες με αλήθειες και δράκους.
Τη συμβουλεύω να αποφεύγει δια ροπάλου τα παραμύθια, γιατί έχουν πάρει στο λαιμό τους πολλά κορίτσια.
Και κάποια Σταχτοπούτα που υπήρχε μια φορά κι έναν καιρό, βρίσκεται ήδη σε προχωρημένη σήψη.


Βραβείο συμμετοχής στο 5ο παιχνίδι (2ου κύκλου)
"ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ"


Η Ρούλα και η ιστορία της βραβεύτηκαν στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας.
Οι υποχρεωτικές -πέντε- λέξεις του παιχνιδιού, είναι με κόκκινο χρώμα στο κείμενο.
Ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους και όλες που με τίμησαν με τη συντροφιά και την ανάγνωσή τους.

Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού