Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Σπύρος Μουστακλής: ένας άγνωστος ήρωας (1926-28 Απριλίου 1986)

Ο Σπύρος Μουστακλής ήταν αξιωματικός του στρατού με σημαντική αντιδικτατορική δράση. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1926 και σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.'Ελαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού.
Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του Ναυτικού ως ταγματάρχης και ήταν από τους λίγους αξιωματικούς του Στρατού που πήραν μέρος. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους.Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία αφού καταλάμβαναν, θα τον τοποθετούσαν ως διοικητή και θα σχημάτιζαν εκεί «εθνική κυβέρνηση». Το Κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν από την εκδήλωσή του, με αποτέλεσμα μεταξύ των αξιωματικών να συλληφθεί και ο ίδιος (22 Μαΐου 1973).Κρατήθηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για σαράντα επτά ημέρες όπου βασανίστηκε άγρια. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα προκάλεσε εγκεφαλικό, με αποτέλεσμα να διακομιστεί στο ΚΑΤ. Εκεί παρέμεινε δύο χρόνια. Το εγκεφαλικό του προκάλεσε ολική παραλυσία. Η τραγική κατάληξη του Μουστακλή, αλλά και η ηρωική του στάση παραμένουν ακόμη σύμβολα αντιδικτατορικής δράσης. Πέθανε στις 27 Απριλίου 1986 και κηδεύτηκε στο Μεσολόγγι με τιμές ήρωα.

Χριστίνα Μουστακλή: Περιμένω ακόμη μια συγγνώμη

«Του ζήτησαν να μαρτυρήσει / Δε μίλησε / Του τσάκισαν τα δόντια / Του τσάκισαν τα δάχτυλα / Του τσάκισαν τα πλευρά / Σιωπούσε / Του ‘καψαν το στήθος / Του’ καψαν τα πόδια / Του ‘καψαν την κοιλιά / Δε μαρτυρούσε / Του θραύσαν τις μασέλες / Του μάτωσαν τα νεφρά / Του συνθλίψαν τους όρχεις / Αυτός σιωπούσε / Κοίταζε μόνο / Αιώνες μακριά / Με τα μάτια / Του Ιησού»

Οι στίχοι είναι γραμμένοι από κάποιον άγνωστο, για το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή και την περιπέτειά του για δεκατρία ολόκληρα χρόνια και έχουν δημοσιευθεί στην «Ελευθεροτυπία». Καθώς τους διαβάζω στη Χριστίνα Μουστακλή, τη χήρα του Σπύρου Μουστακλή που βρίσκεται απέναντί ​​μου, τα μάτια της βουρκώνουν και ο πόνος για άλλη μία φορά αυλακώνει το όμορφο και ήρεμο πρόσωπό της.


Τρία μερόνυχτα βασάνιζαν τον Μουστακλή
Μια γυναίκα που ζει ακόμη και σήμερα τα ανελέητα βασανιστήρια που δέχτηκε το κορμί του ήρωα με τα ολοκάθαρα, γαλάζια μάτια.
«Τον γνώρισα στην Κομοτηνή, στο οδοντιατρείο του θείου μου Κωνσταντίνου Καρουζάκη, το 1957. Είχε έρθει ως ασθενής. Ήταν τότε λοχαγός. Μας συνέδεσε μια βαθιά φιλία. Βρεθήκαμε ξανά στην Αθήνα το 1960 ούσα πρωτοετής στο πανεπιστήμιο και συνδεθήκαμε στενότερα. Το 1967, στις 18 Ιουλίου παντρευτήκαμε. Ο Σπύρος ήταν ένας άνθρωπος ολοζώντανος, γεμάτος θέληση για ζωή. Δυνατός και υπερδραστήριος. Αξιαγάπητος…»



Η Χριστίνα Μουστακλή όταν μιλά για τον άνθρωπο Μουστακλή έχει να θυμάται πολλά, αλλά λέει: «Το να λέμε εμείς, οι απόλυτα δικοί του άνθρωποι για τον χαρακτήρα εκείνων που αγαπάμε δεν είναι αρκετό. Δείτε λοιπόν τι γράφει ο Ν.Γ. Φιλάρετος, πρώην δήμαρχος της Ερμούπολης που γνώρισε τον Σπύρο τη δεκαετία του ’50: “Η προσωπικότητα του Σπύρου Μουστακλή, κατά τη γνώμη μου, ήταν από τις σπάνιες. Τον χαρακτήριζαν η τιμιότητα, η ευθύτητα, η φιλανθρωπία, η υποστήριξη των αδυνάτων, το θάρρος, το πείσμα. Πίστευε θρησκευτικά στη δημοκρατία και το έδειχνε έμπρακτα, παρ ‘όλο που εκείνα τα δύσκολα χρόνια, ως αξιωματικός, φάνταζε με μοναδική ιδιαιτερότητα κάνοντας παρέα με εμάς, τους αριστερούς εκείνης της εποχής, απομονωμένους και πάντοτε καυτηρίαζε ανοιχτά τις διώξεις μας“».

Η Ζωή Του Βιβλίο
Η. Χριστίνα Μουστακλή έχει μαζέψει δηλώσεις φίλων και συναγωνιστών του για το πρόσωπο και τη δράση του άντρα Της. «Θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τη ζωή και το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή.Γιατί όσα έχουν γραφτεί για εκείνον, όσα έχουν ειπωθεί και όσα τον χαρακτήριζαν θέλουν πολλές σελίδες αφήγησης ».



- Δικαιώθηκαν ο αγώνας και η θυσία του Σπύρου Μουστακλή;
Σκύβει το κεφάλι και τα μάτια βουρκώνουν και πάλι. «Εμείς κάναμε το χρέος μας» μου λέει. «Έτσι έπρεπε να κάνουμε. Η δικτατορία και ό, τι ζήσαμε ήταν ολοκαύτωμα. Όσοι λένε ότι “μια χούντα μας χρειάζεται” δεν έχουν ζήσει την κτηνωδία των ανθρώπων που έφεραν τη δικτατορία στην Ελλάδα. Οι οποίοι αμετανόητοι και σκληροί ως απάνθρωποι, ούτε τότε, ούτε τώρα, ύστερα από 43 ολόκληρα χρόνια ζήτησαν ποτέ τους μια συγγνώμη. Όταν το 1973 ο Σπύρος Μουστακλής βρέθηκε στα χέρια των γιατρών του 401 “ένα κομμάτι συκώτι”, όπως τον χαρακτήρισε η κυρία Πολίτη που τον παρέλαβε, κανείς δεν τίμησε τον όρκο του στον Ιπποκράτη. Έκαναν ό,τι ήθελαν σε έναν άνθρωπο που είχε χάσει τα πάντα. Δεν ειδοποίησαν ποτέ κανέναν συγγενή του για την κατάστασή του και σαράντα επτά ολόκληρες μέρες έκρυβαν έναν ζωντανό νεκρό, συνωμοτώντας με τους δικτάτορες και καλύπτοντας του δήμιους των ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ούτε και εκείνοι ζήτησαν μια συγγνώμη όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ προσπάθησα να περισώσω ό, τι είχε απομείνει από τον άνδρα μου και να σταθώ δίπλα στην κόρη μας, τη Ναταλί, που ήταν τότε μόλις δεκαέξι μηνών. Προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να υπερασπιστώ τον αγώνα και τη θυσία του και δεν σας κρύβω ότι ο ίδιος πόνος που βίωνα τότε, ίδιος και απαράλλαχτος σφίγγει την καρδιά μου. Η κόρη μου έλεγε: “Μαμά, γιατί δεν χαμογελάς όπως η θεία; “Ηταν μικρό παιδί και βίωνε αυτή την τραγική κατάσταση. Καθώς μεγάλωσε ένιωθε περήφανη για τον πατέρα της, αλλά δεν έπαυε να έχει ζήσει μέσα στη θλίψη τα παιδικά της χρόνια ».

- Τους έχετε συγχωρέσει ποτέ αυτούς που σας έκαναν ένα τέτοιο κακό;
Εκείνοι δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη. Ίσως να μην ήθελαν να τους συγχωρεθεί τίποτε, γιατί ήταν πιστοί σε αυτό που έκαναν. Το θεωρούσαν καθήκον τους. Ήταν υπερασπιστές της δικτατορίας. Όταν πρωτοείδα τον Σπύρο μετά τα βασανιστήρια, στο 401, βρέθηκε με το όνομα Μιχαηλίδης, μου είπαν ότι είχε βρεθεί έπειτα από τροχαίο κοντά στον Ιππόδρομο. Φυσικά δεν τους πίστεψα. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Όμως έμεινα πιστή στα πιστεύω μου και υπερασπίστηκα όσο μπορούσα τον άνδρα μου. Πάλεψα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του συζύγου μου, αλλά και των άλλων ανθρώπων. Με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μου δεν σας κρύβω ότι προβληματίζομαι, πικραίνομαι, πονάω. Ο πόνος μου συνεχίζεται...



- Αξίζει να κοιτάμε το παρελθόν κυρία Μουστακλή;
Λένε πως για να ατενίσουμε το μέλλον πρέπει να στηριχθούμε στους ώμους των προγόνων μας. Αρα πρέπει να δούμε τις πράξεις τους. Υπάρχουν οι γραπτοί και οι άγραφοι νόμοι. Θα μπορούσαν αν ήθελαν να βρουν κάποιο τρόπο να ζητήσουν συγγνώμη.

Όσο ζούσε ο Σπύρος Μουστακλής ήταν για όλους αυτούς τους αίτιους και τους υπαίτιους ένα «καρφί». Περίμεναν τον θάνατό του; Άλλωστε ο Σπύρος μιλούσε με τη σιωπή του, έτσι δεν είναι;
Ο Σπύρος με κινήσεις και κάποιες ασυντόνιστες λέξεις μπορούσε να περιγράψει τι είχε υποστεί. Μάλιστα, ο χαράκτης Τάσσος φιλοτέχνησε το πορτρέτο του με στολή και οπλισμό στρατιώτη με φωτοστέφανο χωρίς να τον έχει δει ποτέ, μόνο και μόνο απ' όσα διάβαζε και άκουγε. Ο Σπύρος Μουστακλής πρέπει να σας πω ότι πίστευε και αγαπούσε πολύ τους νέους και ήλπιζε σε αυτούς, περίμενε πολλά από αυτούς. Ήταν ένας δημοκράτης αξιωματικός που πάσχιζε για την ελευθερία, για τον άνθρωπο. Κατά την περίοδο της δικτατορίας υπήρξαν και άλλοι που ταλαιπωρήθηκαν, που υπέστησαν βασανιστήρια. Ο αείμνηστος Λεντάκης, ο Μίκης Θεοδωράκης που με τα τραγούδια του κρατά νωπές τις μνήμες από τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και άλλοι συνάδελφοι του Σπύρου, όπως ο Μήνης, ο Παπάς, ο Βαρδάνης. Ο Σπύρος ήταν το τραγικότερο θύμα αυτής της θηριωδίας. Αυτό που συνέβη στον Σπύρο ήταν προμελετημένο. Έγινε τόσο γρήγορα και είχαν τελειώσει μαζί του σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Έξι και επτά άνθρωποι χτυπούσαν λυσσαλέα το κορμί του μπροστά στα μάτια των διοικητών Χατζηζήση και Σπανού.

- Ελπίσατε ποτέ σε ένα θαύμα;
Θα μπορούσαμε να είχαμε αποτελέσματα αν τον βρίσκαμε νωρίτερα, από τις πρώτες ώρες που συνέβη το περιστατικό. Όμως μετά από τρεις και τέσσερις μήνες που προσπαθήσαμε δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι.Πήγαμε παντού, αλλά η απάντηση ήταν ίδια: «Η βλάβη ήταν πολύ μεγάλη». «Η λύπη είναι εκείνου που του λείπει», όπως έλεγε και ο παππούς μου, και είχε απόλυτο δίκιο. Τα μνημόσυνα δεν φέρνουν πίσω τους αγαπημένους μας και ούτε αποκαθιστούν την ψυχική οδύνη μας. Εμείς δεν περιμένουμε τίποτε από κανέναν. Πολλοί μου λένε ότι όλο πίσω βλέπω. Αλλά εγώ έχω σταματήσει σε εκείνη την εποχή και δεν βλέπω κάποια χαραμάδα από φως για να προχωρήσω μπροστά.

Ήταν ένας δημοκρατικός αξιωματικός
Ο Μιχάλης Βαρδάνης, αντιστράτηγος ε.α. που βασανίστηκε επίσης από το ΕΑΤ-ΕΣΑ γράφει για τον Σπύρο Μουστακλή:«Τον πρωτοσυνάντησα στην Κύπρο, Ιούνιο του 1965, σε στρατόπεδο της Αμμοχώστου, ταγματάρχης διοικητής τάγματος και εγώ υπίλαρχος. Είχε προηγηθεί η φήμη του ως κεντρώου, δημοκρατικού αξιωματικού με πολεμικές περγαμηνές στον ΕΔΕΣ, στον εμφύλιο, στην Κορέα. Για την τρίτη περίπτωση (Κορέα) αισθανόταν άβολα, το δικαιολογούσε όμως. Ότι συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα, γιατί είχε συγκροτηθεί επί ημερών κυβέρνησης Πλαστήρα και το παραλλήλιζε με το αντίστοιχο του 1919 στην Ουκρανία που απαρτίστηκε από βενιζελικούς αξιωματικούς. Ήμασταν εθελοντές στην Κύπρο από το 1964, αλλά ο Ιούνιος του ’65 μύριζε κινδύνους ανωμαλίας. Ο παλιός αντάρτης οσφραινόταν περισσότερο τον κίνδυνο που ερχόταν. Τον είδα ανήσυχο με τις αθρόες αφίξεις αξιωματικών γνωστών για τις ακροδεξιές τοποθετήσεις τους και προσκείμενων στις τότε βασιλικές ίντριγκες. Δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να παρακολουθούν τους δημοκρατικούς αξιωματικούς και να ετοιμάζουν λίστες υπογραφών».


Παττακός για Μουστακλή: "Καλά του κάναμε"

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Αναπαραστάσεις

Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/
Μπήκαν στο φούρνο ευδιάθετοι. Ο μπαμπάς, ένας ισχνός άντρας με ωχρό πρόσωπο, χαραγμένο από ρυτίδες. Η γυναίκα του, μικροκαμωμένη κι εύθραυστη. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά ένα κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά και μελένια μάτια. Η φουρνάρισσα ακούμπησε το ταψί με το ψητό πάνω στον πάγκο. “Πέντε ευρώ τα ψηστικά”. Ο άντρας πλήρωσε κι ευχήθηκε Χρόνια Πολλά. Η μικρή γλίστρησε απ’ το μητρικό χέρι και στήθηκε μαγνητισμένη στο τζάμι του ψυγείου με τις τούρτες και τα παγωτά. Η μητέρα της την τράβηξε απαλά απ’ τον ώμο. Ο άντρας χρησιμοποίησε τα φύλλα μιας εφημερίδας για να πιάσει το καυτό ταψί και χαιρέτησε ευγενικά την φουρνάρισσα.
Στη διαδρομή προς το σπίτι, κάνανε σύντομες στάσεις για να ξεκουράσει τα χέρια του. Πεζούλι, καφάο του ΟΤΕ, κάγκελα μιας πυλωτής κι ο χαμηλός φράχτης μιας πολυκατοικίας. Κατά μήκος της λεωφόρου, τους προσπερνούσαν αυτοκίνητα με βιαστικούς οδηγούς, που είχαν ως πιθανό προορισμό ένα συγγενικό σπίτι κι ένα γιορτινό τραπέζι. Παιδάκια δεμένα στα πίσω καθίσματα και ενήλικες με αμφίθυμες εκφράσεις. Μετά από πεζοπορία μισής ώρας, χώθηκαν σ’ ένα στενό και μπήκανε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Η μικρή χοροπήδαγε ανυπόμονη, κολλώντας τη μύτη της στο ταψί “Μμμμ… ωραία μυρίζει! Ε μαμά;”

Στη μικροσκοπική τους κουζίνα είχαν στρώσει από νωρίς το τραπέζι. Ήταν εμφανής η απέλπιδα προσπάθεια να ντύσουν γιορτινά ένα θλιβερό διάδρομο, με θέα έναν φωταγωγό που ξέρναγε τη μαυρίλα του πίσω απ’ τον καγκελόφραχτο φεγγίτη. Ένας μαρμάρινος νεροχύτης κι ένα πτυσσόμενο τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, για να χωρούν να κινούνται σαν τους κάβουρες. Τρία σερβίτσια, χαρτοπετσέτες με πασχαλινές παραστάσεις, κόκκινα αυγά χωμένα σε μια γύψινη απομίμηση λαγού και μια ψωμιέρα. Κι ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με παπαρούνες και ηλίανθους. Αναπαράσταση Άνοιξης.

Η γυναίκα σέρβιρε τα πιάτα, με έκδηλη την αγωνία να μοιραστούν ισόποσα οι μερίδες απ’ το συρρικνωμένο κομμάτι αρνιού. Κάθισαν στο τραπέζι, προσευχήθηκαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. “Χριστός Ανέστη!...Περαστικά σου Αναστάση μου!... Να’μαστε καλά και του χρόνου Παναγία μου!”. Ο Αναστάσης χαμογέλασε με δυσκολία, αλλά στα μάτια του ήταν αποτυπωμένη η ματαιότητα. “Θα με προδώσει η ριμάδα η αρρώστια… Το νιώθω…”, ήθελε να της πει. Κρατήθηκε. Είδε τη μικρή που είχε καρφώσει σαν ταβανόπροκες τα μάτια της πάνω του και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά “Αληθώς Ανέστη!”. Έφαγαν αργά και σιωπηλά, με βλέμματα που διασταυρώνονταν συνωμοτικά, σα μύστες σε ιερή τελετή. “Τι θ’ απογίνετε;”, την ρώτησαν με απόγνωση τα μάτια του. “Μη χάνεις την πίστη σου. Θα είμαι στο πλάι σου, μαζί θα το παλέψουμε”, του απάντησαν τα δικά της. “Θα την ακυρώσω κι αυτή τη χημειοθεραπεία, πού να τα βρούμε ως την Τρίτη τόσα χρήματα;” Αντί για απάντηση, κοίταξε με νόημα τη βέρα στο δάχτυλό της. Κι ύστερα τη δική του. “Νόστιμο το ψητό μας Αναστάση μου!” του είπε μεγαλόφωνα. Πίσω απ’ τις λέξεις της, άκουσε την καρδιά της να του φωνάζει “Σ’ αγαπώ ψυχή μου!”… Αναπαράσταση Μυστικού Δείπνου.

Λίγο μετά, τον έπιασε έντονος πόνος στο στήθος. Τον στήριξε στο μπράτσο της και τον έσυρε ως το κρεβάτι. Τον έβαλε προσεκτικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έριξε ένα αναβράζον δισκίο στο ποτήρι κι όση ώρα αυτό διαλυόταν, του έτριβε τα άκρα με οινόπνευμα. Λες κι ήθελε να πάρει λίγο απ’ τον πόνο του, να του αλαφρώσει το μαρτύριο. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο δάγκωνε τα χείλια του κι έσφιγγε τα μάτια του. Μια δρασκελιά δρόμος ήταν η κουζίνα κι η αγωνία του ήταν να μην τους πάρει είδηση η μικρή.

Απ' τον φεγγίτη, είχε τρυπώσει μια δέσμη ήλιου και τύλιγε σα φωτοστέφανο το παιδικό κεφάλι. Στο τραπέζι, πλάι στα μισοτελειωμένα πιάτα, η μικρή μουτζούρωνε την εφημερίδα που βρήκε κάτω απ’ το ταψί. Δίπλα απ' τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Πάνω από ένα δις το πρωτογενές πλεόνασμα!”, ζωγράφισε ένα τερατώδες ομοίωμα ανθρώπου, με τεράστια χέρια σα φτερά αρπαχτικού και κοντά πόδια. Και στη φωτογραφία του πρωθυπουργού, τράβηξε αυθόρμητα μια μολυβιά και του μεγάλωσε τη μύτη. Το χαρτί σκίστηκε απ’ τη δύναμη που έβαλε στο μολύβι της.
Μπορεί κι απ’ την υγρασία που άφησαν δυο δάκρυα πάνω στο χαρτί. Αναπαράσταση Σταύρωσης.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα


Αν είχε ριζικό να γεννηθεί από 
άλλη μήτρα και σε διαφορετική πατρίδα, τούτη την εποχή θα φόραγε τζιν με αθλητικά και θα πήγαινε σχολείο. Θα είχε όνειρα για τη ζωή της και θα έκλαιγε μόνο για ανεκπλήρωτους έρωτες. Ακόμα κι αν δεν είχε πάρει το σώμα γυναίκας, θα ήταν σίγουρα μια πεταλούδα. Απ’ αυτές που ζουν λίγες μόνο ώρες πριν γίνουν χρυσόσκονη και σκορπιστούν στον αέρα. 

Θα είχε πολύχρωμα φτερά με μεταξένιες πτυχώσεις και θα ρούφαγε όση ζωή της αναλογούσε με πάθος έφηβης. Θα διάλεγε να βγει απ’ το κουκούλι της σ’ ένα δάσος με κέδρους, μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές ενός καλοκαιριού. Θα έκανε θεαματικά βολ–πλανέ ανάμεσα στις φυλλωσιές και θα ερωτευόταν ένα λεπιδόπτερο απ’ τις τροπικές ζώνες. Θα ζευγάρωνε μαζί του κι ας ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να πετάξει ως τον τόπο ωοτοκίας της. Απλώς θα χτύπαγε δυνατά τα φτερά της, μέχρι να εξαντληθεί και να σβήσει στην ηδονή του ζευγαρώματος. Θα έφευγε, απαλοτρέμοντας πάνω στα χαμόκλαδα.

Πιθανόν να τη λέγανε Χρυσαλίδα. Στο κομοδίνο της θα υπήρχε μια βελούδινη κορνίζα με την οικογενειακή της φωτογραφία. Μία μαμά κι ένας μπαμπάς. Δεν θα πάλευε να τους δώσει υπόσταση, κάθε φορά που έβλεπε νυχτοπεταλούδες στο δωμάτιο ενός ορφανοτροφείου. Θα υπήρχαν μέσα της μνήμες που θα ένωναν σαν ασημένιες κλωστές, αυτή και το παρελθόν της. Τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, δεν θα τα γδέρνανε οι σκουριασμένες απολήξεις ενός σιδερένιου κρεβατιού. Σ’ ένα λευκό δωμάτιο, με ορίζοντα ως τον απέναντι τοίχο και με στρατιές κρεβατιών κατά μήκος του διαδρόμου. Θα καμάρωνε που ψήλωνε τόσο γρήγορα και δεν θα το ένιωθε κατάρα και απειλή.

Αν τη λέγανε Χρυσαλίδα κι όχι Σιμόνα, δεν θα είχε πουληθεί σαν ανθρώπινο εμπόρευμα σε κάποιον ιδιοκτήτη επαρχιακού μπαρ. Σ’ ένα υγρό καταγώγιο ενός λιμανιού. Τα μαλλιά της θα είχαν το φυσικό τους χρώμα. Τις αποχρώσεις που παίρνει το κεχριμπάρι όταν θερμαίνεται. Δεν θα είχε υποχρεωθεί να τα βάψει ξανθά για να φαίνεται μεγαλύτερη και να μην κινεί τις υποψίες της τοπικής αστυνομίας. Θα είχε δικαίωμα να ερωτευτεί κάποιο μελαχρινό αγόρι που θα περπατούσε ανέμελα στο δρόμο.

Κάποια Σιμόνα που την φωνάζανε Χρυσαλίδα, ήρθε κρυμμένη σ’ ένα φορτηγό, μαζί με άλλα κομμάτια απ’ την Ρουμανία. Στριμωγμένη σαν σπυρί ροδιού, στο βρώμικο κέλυφος της καρότσας. Για να μην ενοχλεί στο ταξίδι, την υποχρέωσαν να καταπιεί υπνωτικά χάπια. "Είναι λίγο ζόρικη η μικρή, αλλά θα στρώσει!...", ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται απ’ το σημείο που έγινε το αλισβερίσι. Σ’ όλη τη διαδρομή ξέρναγε και κοιμόταν αποκαμωμένη.

Ο παραλήπτης, ένας δύσμορφος γέρος με κυρτωμένους ώμους και λιγδωμένα μαλλιά, ξεφόρτωσε το φρέσκο εμπόρευμα σε μια παγωμένη κωμόπολη του βορά. Ένας δρόμος ζωής προκαθορισμένος και καταδικασμένος στο έρεβος. Εγκλεισμός σε ξενοδοχείο, ξύλο για να μαλακώσει, προαγωγοί, πιάτσες, κουστουμάτοι παιδεραστές, έρωτας χωρίς λάστιχο, που αποφέρει περισσότερα, μεταπώληση, διαρκείς μετακινήσεις, ένας μαιευτήρας για τυχόν ανεπιθύμητες γκαστριές, ένας μπάτσος για να συγκαλύπτει και να παίρνει το μερτικό του και μια λερή κοινωνία που αγωνιά μόνο για τα καθαρόαιμα παιδιά της. Λες και η παιδικότητα είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα.

Στο δωμάτιο-φυλακή, έκανε τους λογαριασμούς της κι έκλεισε το ταμείο της ζωής της. Μόλις σουρούπωσε, βγήκε στο παράθυρο του πέμπτου ορόφου, στηρίχτηκε στους σάπιους μεντεσέδες κι ερωτεύτηκε ένα μελαχρινό αγόρι που διέσχιζε τη λεωφόρο. Του φώναξε απελπισμένη στη γλώσσα της "Θες να μ’ αγαπήσεις;". Την κοίταξε έκπληκτος και πλησίασε κάτω απ’ το παράθυρό της. Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της κι όση ώρα αιωρούταν στο κενό, τα χτύπαγε δυνατά. Αν το αγόρι δεν είχε αποτραβηχτεί φοβισμένο, θα έπεφτε στην αγκαλιά του. Μπορεί και να την είχε αγαπήσει.


(Η ιστορία της Σιμόνας, είχε πάρει μέρος στο TEXNIS STORIES, στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας,τον Ιανουάριο του 2013. Η ιστορία είναι στη βάση της αληθινή και ολοένα γίνεται και πιο επίκαιρη. Την έβγαλα απ' το συρτάρι και τη μοιράζομαι μαζί σας -ελαφρώς τροποποιημένη- με την προτροπή να μην ξεχνάμε πως στον πολιτισμένο μας διάκοσμο, ανθεί το εμπόριο παιδιών και η παιδική εργασία. Γυρίζοντας το βλέμμα μας στο αίσχος, γινόμαστε δυνάμει συμμέτοχοι στο σύγχρονο αυτό δουλεμπόριο. Σας ευχαριστώ!)

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Καλή Ανάσταση Συνάνθρωπε!


.........................

"Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα. 
Παιδιά, γυναίκες, γέροι,
κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι.

Στον ουρανό σου κρούσταλλο, με ποιόνε να ’σαι, Θε μου;
Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραίνει; Πε μου!"

(Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα απ' το ποίημα "Γυναίκα")


Η φετινή Ανάσταση δεν σηκώνει ευχές. Μόνο προτροπές.
Να την κάνουμε πράξη!
Καλή φώτιση σε όλους!