Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Να τυλιχτούμε όπως παλιά;


- Άργησες.
- Κίνηση.
- Θα φας;
- Τι έφτιαξες;
- Τ’ αγαπημένο σου.
- Λαγό στιφάδο;
- Λαχανοντολμάδες βρε!
- Aυτό είναι δικό σου αγαπημένο.
- Παλιά ήταν και δικό σου.
- Tότε που τους έφτιαχνε η μάνα μου, ήταν. Οι δικοί σου είναι ολίγη από λαχανόρυζο.
- Καιρός να το μάθεις λοιπόν! Η μανούλα σου χρησιμοποιούσε ντολμαδοτυλιχτή!
- Τι… τι είπες;
- Αμέ! Γι αυτό έβγαιναν ομοιόμορφοι, σαν οπλίτες σε στρατιωτική παρέλαση.
- Κι εσένα σου πήρα, αλλά βγαίνουν σαν το πατρινό καρναβάλι τα ντολμαδάκια σου.
- Η ουσία δεν είναι στο σχήμα, αλλά στο περιεχόμενο.
- Μμμμ… η ντολμαδοφιλόσοφος!
- Δικά σου λόγια είναι. Τα ξέχασες;
- Δεν αφορούσαν τα ντολμαδάκια τότε που στα έλεγα.
- Αλλά;
- Εσένα.
- Υπονοείς κάτι για το σχήμα μου;
- Ξεχνάς πως ήσουν σαν ντολμάς παραγεμισμένος;
- Σ’ άρεσα τότε. Μ’ έλεγες το “σαρμαδάκι” σου, θυμάσαι;
- Έχει ζεστό νερό;
- Δεν θα φας ε;
- Με πλήγωσε αυτό που είπες για τη μάνα μου… δηλαδή, γιαλαντζί ντολμάδες έτρωγα τόσα χρόνια;
- Έπρεπε να το μάθεις κάποτε… θα φας τελικά;
- Δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ. Μ’ άφησε να ζω σ’ ένα ψέμα. Εγώ… εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τους ντολμάδες της!
- Τόσα φαγητά και γλυκά σου έκανε… βρες κάτι άλλο για να’ σαι περήφανος.
- Κι εσύ παλιά με φώναζες “σουτζουκάκι” σου… θυμάσαι;
- Τότε… πώς ξεμείναμε έτσι από λαδερά μωρέ Θανάση;
- Κατακτήσαμε το τύλιγμα του ντολμά και ξετυλιχτήκαμε εμείς οι ίδιοι.
- Να τους βάλω στο ψυγείο;
- Να το βάλεις στα σκουπίδια!
- Το φαϊ;
- Το μαραφέτι αυτό… και μην ξανακούσω για ντολμαδοτυλιχτές! Κομμένα τα πάσης φύσεως βοηθήματα σ’ αυτό το σπίτι!
- Να ρίξω δυο αυγουλάκια στο τηγάνι να τελειώνουμε;
- Ναι… σαρμαδάκι μου!
- Κι ύστερα να ντολμαδοτυλιχτούμε όπως παλιά;
- Σουτζουκάκι δεν έχει;
- Στ’ αυγά το θες;
- Όχι μωρέ… να τ’ ακούω θέλω! Να λαδώσουμε λίγο τη μηχανή που λέγαμε…


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...


Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι  ποιητών;”

Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα   
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα…
 δεν γλυτώνω το υπογλώσσιο!”

Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι  σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει  σα μπαλάντα αστεριών.

Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.

Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.

 [ *Υπογραμμισμένες,  οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
 Πηγή φωτογραφίας: http://lupitovi.tumblr.com/Charlie Chaplin - The Kid

Ήταν η συμμετοχή μου στο επετειακό - 10ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας μας. Οι συμμετοχές αυτή τη φορά ξεπέρασαν  κάθε προσδοκία και έδωσαν εξαιρετικές δημιουργίες, μαζί με στιγμές συγκίνησης, συντροφικότητας, χαράς, αλλά κι ένα έμπρακτο δείγμα για το αποτέλεσμα που έχει μια συλλογική δουλειά.
Συμπτωματικά αυτές τις μέρες, χρειάστηκε να βρεθώ στο περιβάλλον ενός νοσοκομείου και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά αυτό που η Αριστέα μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τον τίτλο στο μπλογκ της αλλά και μέσα απ’ τις αναρτήσεις της: “Η ζωή είναι ωραία”. Εκεί που ο χρόνος έχει την υπέρτατη αξία και οι συναλλαγές γίνονται μόνο μαζί του. Να τον διεκδικήσεις, να τον κερδίσεις και να τον ημερέψεις απ’ το άλγος και τις αγωνίες. Εκεί που οι άνθρωποι παίρνουν τη σωστή τους διάσταση. Γίνονται ταπεινοί, συμπονετικοί, μοιράζονται κουβέντες, πίκρες και χαμόγελα.

Αν μπορούσα να χωρέσω σε μια εικόνα και σε μια φράση την κορύφωση της συγκίνησης και του ανθρώπινου μεγαλείου, θα ήταν μια μόνο στιγμή, ένα βλέμμα και λίγες λέξεις ενός νεαρού προς τη μάνα του. Όση ώρα ανεβαίναμε παρέα  στο ασανσέρ του νοσοκομείου, η ηλικιωμένη γυναίκα –εμφανώς ταλαιπωρημένη και υποβασταζόμενη απ’ τον γιο της- παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είχε την ώχρα της ρόμπας της, το χέρι της ήταν μελανιασμένο γύρω απ’ τον καθετήρα  που ήταν κολλημένος μ’ ένα τσιρότο πάνω στη φλέβα της και με δυσκολία ισορροπούσε πάνω στις χνουδωτές παντόφλες της.
“Τα χάλια μου”, μονολόγησε στον εαυτό της.
Ο γιος της, την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη κι έσφιξε πιο δυνατά τις παλάμες  του στα μπράτσα της:
“Τώρα που σηκώθηκες, μη σε νοιάζει τίποτα μάνα! Θα πάμε στις κομμώτριες, στις βιτρίνες, παντού. Μη σε νοιάζει...

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Πάμε γήπεδο;


Την ώρα του πέναλτι, εδώ σε θέλω φίλε μου. Όταν ιδρώνω απ’ την αγωνία, όταν λυγίζω απ’ το άχθος της ευθύνης, όταν καταστρώνω τη μικρή μου μάχη. Γηπεδούχος δεν είμαι, τα μόνα που έχω στην κατοχή μου είναι μια ξεφούσκωτη μπάλα και μια ακατανίκητη λαχτάρα για αγώνα. Χόρτασα αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα, το ξέρω πως ο αγώνας είναι πουλημένος, πως όλα είναι μάταια. Εγώ γουστάρω να προσπαθήσω. Να βρω νερό κάτω απ’ τα τσιμέντα, να σκάβω λαγούμια με τα νύχια μου, να τραβήξω πάνω τα κεμπέκια της ζωής μου, να βγω στον ήλιο, να αλαργέψω απ’ το γκρίζο βουρκάρι της πόλης.

Καλός ήταν ο χρόνος που έφυγε. Κι ας λέμε το αντίθετο. Μπήκε στη φλέβα μας το χαρμάνι με τα βάσανα. Πότισε το είναι μας. Άλλους μας έκανε απαθείς παρατηρητές, άλλους δυσκίνητους στοχαστές κι άλλους δυνατούς παίκτες. Σωπάσανε τα “Ζήτω” κι οι κολακείες, πάτησε επιτέλους γη το ποδάρι μας. Κι είμαστε στο σημείο μηδέν. Εδώ σε θέλω λοιπόν. Στη μοναξιά, στην άδεια κερκίδα, στο δυσοίωνο και στο μαύρο. Να σου απλώσω το χέρι στο σκοτάδι και να μοιραστούμε το φόβο μας. Στις δάφνες και στα σημαιοστολισμένα γήπεδα τι να σε κάνω; Τώρα θέλω την εγκαρδίωση και την επευφημία σου. Την πίστη και το κέρασμά σου. Έτσι ανθίζει πάλι. Γίνεται η πρόσθεση. Ο πολλαπλασιασμός. Ένας – δύο – ομάδα – μαζί. Αυτά είναι η αριθμητική και το αλφαβητάρι του ανθρώπου. Αυτό είναι το γήπεδό μας.

Αν διαλέγεις τη θέση του κριτή και του αυστηρού παρατηρητή, όσο αναμασάς για τον κόσμο το μπαμπέσικο και τον άδικο, τίποτα δεν θα γίνει. Κι αυτή η χρονιά το ίδιο θα κυλήσει. Με ανεκπλήρωτες προσδοκίες και φαρμακωμένες μέρες. Ποτέ δεν θα κατέβουμε παρέα για παιχνίδι. Ποτέ δεν θα γευτείς τη χαρά μιας μικρής νίκης ή την εμπειρία μιας ήττας. Ποτέ δεν θα ματώσεις τα γόνατα στις πέτρες, ποτέ δεν θα μοιραστείς κοινές πάσες, ποτέ δεν θα κάνεις ντρίπλες κι επιθέσεις στον αγωνιστικό χώρο. Γιατί δεν θα υπάρχει αγώνας. Άπνοια στη ζωή σου. Φαινομενικά ασφαλής, αλλά αβάσταχτα μάταιη και ηττοπαθής. Οι καναπεδάτες διαπιστώσεις και τα πληκτρολογημένα συμπεράσματα, δεν είναι όπλα. Είναι άμυνα και άτακτη φυγή απ’ το γήπεδο. Κι αν το φέρει η τύχη και γυρίσει το παιχνίδι σε νίκη, θα είσαι απ’ τους πρώτους που θα σπεύσει με τις ανθοδέσμες και τις μεγαλοστομίες. Στην αντίθετη, θα είσαι εκεί με κολλημένη τη βελόνα στο “Δεν γίνεται τίποτα, όλα είναι καταδικασμένα”.

Ξεκίνησε η νέα χρονιά, καλές μοιρασιές να έχουμε! Να ενθουσιαστούμε, να κάνουμε φασαρία, να φτιάξουμε συνθήματα, να σουτάρουμε, να φαλτσάρουμε, να αποτύχουμε, να ξανασηκωθούμε, να αγαπήσουμε τα λάθη μας, να διεκδικήσουμε ένα αξιοπρεπές σκορ, να κυλιστούμε στο χώμα, ένα ανθρώπινο κουβάρι να γίνουμε, επιθετικοί και τρελοί, ν’ απλώσουμε το χέρι στο συμπαίκτη που κουράστηκε, μα να είμαστε διαρκώς ομάδα. Στα δύσκολα. Εκεί κυρίως.

Καλή θα είναι η χρονιά. Μπορεί και καλύτερη απ’ όσο φανταζόμαστε!



Παραμονή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Κώστα, του Άλλου Ανθρώπου. Άλλος άνθρωπος γίνεσαι. Σοφή η επιλογή του τίτλου που επέλεξε για την κίνησή του. Ο Κώστας λοιπόν, είναι απ’ τους δυνατούς επιθετικούς του γηπέδου που λέγαμε. Για όσους γνωρίζουν την ιστορία του και πόσο δημιουργικά διαχειρίστηκε τη μελαγχολία απ’ την επαγγελματική του ήττα, υποκλίνεται στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού. Μέσα σε λίγα χρόνια έστησε ένα δυναμικό δίκτυο με εθελοντές- συμπαίκτες, που στήνουν κουζίνες και τραπεζώματα, φτιάχνουν συντροφιές, βγάζουν τους ανθρώπους στο δρόμο, κάνουν παιχνίδι και νικούν πανηγυρικά το φόβο και την εσωστρέφεια.

Όπως διαβάζω στο πρόγραμμά του, την ερχόμενη Κυριακή έχει τον εξής “αγώνα”:


«ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΣΤΙΣ 2 & ΣΤΙΣ 6 ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 55 ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΟΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΖΟΥΜΕ ΔΩΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ!!!»

Πάμε λοιπόν γήπεδο;

Φωτογραφίες: Θάνος Τσάκαλος & Jessica Stewart

Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ισορροπίες micro-οικονομίας στη λαϊκή

Ιστορία [ Πρωτοχρονιάτικης] μέρας - ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ [*]



- Πόσο λέει τα κάστανα; Τέσσερα και πενήντα; Χριστός και Παναγία!
- Τι τα θες τα κάστανα χριστιανή μου;
- Τ’ αποθύμησα βρε Μπάμπη μου!
- Ας πάρουμε τα χρειαζούμενα και βλέπουμε… Κανένα σαλατικό δεν θα βάλουμε στο τραπέζι;
- Να, εκεί έχει τα τρία μαρούλια ένα ευρώ.  Πάμε να τα δούμε από κοντά;
- Λυπημένα μου φαίνονται όσο τα πλησιάζουμε... Ρε Φωφώ δεν παίρνουμε κανένα χορταράκι να βράσουμε λέω γω;
- Σιγά μη φάνε τα εγγόνια σου ζοχούς! Τρελλάθηκες μωρέ Μπάμπη;
- Ας είναι… μαρούλια το λοιπόν.
- Και λίγα κρεμμυδάκια  με άνηθο, ε Μπάμπη μου;
- Το κοτόπουλο με τι θα το σιάξεις;
- Με πατατούλες, τι άλλο; Νάξου να πάρουμε, που δεν μαυρίζουν.
- Είναι λίγο τσιμπημένες οι Ναξιώτικες. Να πάρουμε Νευροκοπίου που τις έχει και προσφορά;
- Άντε καλά… να μείνει και κάνα ψιλό να τους δώσουμε ένα χαρτζηλικάκι. Η μικρή θέλει καινούργια παπούτσια.
- Θυμάσαι άλλες χρονιές τι δώρα τους κάναμε βρε Φωφώ;
- Αν θυμάμαι λέει!... Τι γέλια είχαμε στο τραπέζι κάθε παραμονή! Τι χαρές Παναγία μου! Θυμάσαι τον Σπυράκο με το τρενάκι πώς έκανε;
- Αμ η Φωτεινούλα με κείνη την κούκλα που κατουριόταν και την άλλαζε; Ξετρελλάθηκε το κοριτσάκι μας με την κούκλα την κατρουλού!... Να πάρουμε και κάνα φρουτάκι;
- Μήλα που είναι η εποχή τους να πάρουμε. Πάμφθηνα τα έχουν.
- Η κόρη μας έχει μαραζώσει στη δουλειά… είναι χλωμή ή είναι ιδέα μου;
- Χρυσή την έχω κάνει να πίνει πορτοκαλάδες… θα πάθει τίποτα στο τέλος και να δω τι θα κάνουμε… τόσες  ώρες που δουλεύει! Δυο-τρία κιλά πορτοκάλια βάλτε μας… για στύψιμο σας παρακαλώ!
- Να πάρουμε και λίγες  σταφίδες, είναι δυναμωτικές. Πόσο πάνε ρε μάστορα οι σταφίδες; 
- Ένα τέταρτο βάλτε μας… θα τις δώσουμε στα παιδιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη πια, ε Μπάμπη μου;
-  Έτσι που σταφιδιάσαμε, τι ανάγκη να έχουμε ρε γυναίκα; Καλά στερνά τώρα!
-  Σουστ!... φάε τη γλώσσα σου χριστιανέ μου!
- Τι μου το θύμησες; Κοίτα κάτι γλώσσες  που έχει ο ψαράς! Αν μπορέσουμε τον άλλο μήνα, να πάρουμε δυο-τρεις να τις σιάξουμε στο τηγάνι.
- Αν μας έρθει κουτσουρεμένη πάλι, ούτε σαφρίδια δεν μπορούμε να πάρουμε Μπάμπη μου!
- Και να σκεφτείς πως δούλευα τριάντα χρόνια στο εργοστάσιο με τις κονσέρβες. Τόσα ψάρια πέρασαν απ’ τα χέρια μου και τώρα δεν μπορώ να φάω ούτε λέπι!
- Άσε τις συγκινήσεις  μη μου πάθεις τίποτα και δεν είμαστε για έξοδα τώρα! Πάμε λίγο και στα ρούχα να χαζέψουμε;
- Και δεν πάμε; … Ωραία πασούμια έφερε ο Πόντιος. Να σου πάρω ένα καινούργιο ζευγάρι; Φτηνά τα έχει… έχουν και γουνίτσα μέσα, να κρατάν ζεστά τα ποδάρια σου.
- Μια χαρά είναι αυτά που έχω. Κάλτσες να πάρουμε που σου έχουν τρυπήσει όλες.
- Γερές είναι ακόμα, θα τις μαντάρεις λίγο και θα τον βγάλω κι αυτόν το χειμώνα, αν θέλει ο Θεός. Πάμε σιγά-σιγά; Κουράστηκα να σέρνω το καρότσι…
- Και λίγα λεμόνια να πάρουμε… για το κοτόπουλο.
- Να ξαναπεράσουμε κι απ’ τα κάστανα. Μπορεί να χαμήλωσε την τιμή, πού ξέρεις;
- Δεν πειράζει Μπάμπη μου, άστα για τον άλλο μήνα. Μαζί με τις γλώσσες…
- Άμε να δώσεις κι αυτά τα ψιλά στον Πακιστανό… έρεψε ο φουκαράς ! Κάθε βδομάδα και πιο λιανός είναι!
- Δώσ’ μου και  λίγες σταφίδες  βρε Μπάμπη, να τις φάει να στυλωθεί με τόσο κρύο που κάνει… Παγωμένο ήταν το χεράκι του… Άντε, πάμε γέρο μου… πέρασε η ώρα.
~//~

-  Ωωωωχ, η μέση μου με τσάκισε πάλι… κρύο δεν έχει εδώ μέσα;
- Το παράθυρο… αχ μωρέ Φωφώ, ανοιχτό το άφησες; Θα μπουντιάσουμε πάλι!
- Αποκλείεται! Θυμάμαι που τράβηξα το μάνταλο πριν φύγουμε. Άσε τις τσάντες κι άμε να το κλείσεις γρήγορα!
- Παναγία Παρθένα!
- Τι έγινε χριστιανέ μου; Φάντασμα είδες; … Μπάμπη;… Μπάμπη τι έπαθες;
- Κα… κάποιος μπήκε στο σπίτι Φωφώ!
- Τι τσάντες είναι αυτές Χριστέ μου; Τι μας βρήκε μέρα που είναι;
- Πήραμε εμείς λωτούς και μπανάνες; Κι αυτά τα χάρτινα χωνιά τι είναι;… Κύριε Μεγαλοδύναμε!... Ψάρια!... Γλώσσες και τσιπούρες!... Και μπρόκολα και σπανάκια!... Και κάστανα! Και σοκολάτες… και παντόφλες και κάλτσες… και παιδικά παπούτσια… και μια φόρμα γυμναστικής… 
- Το νούμερο του Σπυράκου μας!... Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τι έγινε!
- Τι είν’ αυτά εκεί κάτω απ’ την κουρτίνα;
- Για κάτσε να δω. Δυο… σταφίδες παραπεταμένες… 
~//~

Είχε ήδη μεσημεριάσει. Στους κρύους δρόμους  ακούγονταν ολοένα και λιγότερα παιδικά τρεχαλητά, ανακατεμένα με  φωνές και μεταλλικούς ήχους απ’ τα τριγωνάκια. Σαν μια γιορτινή ορχήστρα δίχως μαέστρο, που οι μελωδίες της έσβηναν σιγά-σιγά στο βόμβο της πόλης. Ο τελευταίος πάγκος της λαϊκής είχε ήδη αποσυναρμολογηθεί και φορτωθεί στην καρότσα του παραγωγού. Δυο τρεις ηλικιωμένοι μάζευαν απ’ τα κράσπεδα των πεζοδρομίων τα φρούτα και τα λαχανικά που είχαν ξεμείνει ανάμεσα στα σκουπίδια. Ο καπνός απ’ το μπουρί μιας  σόμπας, υψωνόταν με γκρίζα βολ-πλανέ απ’ την καμινάδα μιας παλιάς μονοκατοικίας. Πάνω απ’ το μαντεμένιο καπάκι της, δυο ζευγάρια ροζιασμένα χέρια ήταν απλωμένα με κατάνυξη και γλυκάδα. Τ’ ακροδάχτυλά τους πλεγμένα τρυφερά, κι ύστερα να ξεμακραίνουν για λίγο και να γυρίζουν τα κάστανα που ροδοψήνονταν στην πυρωμένη λαμαρίνα. Το βράδυ βρήκε όλη την οικογένεια γύρω απ’ την ξυλόσομπα, με τον παππού να λέει ιστορίες στα εγγόνια του και την γιαγιά να πετάγεται διαρκώς στη μικρή τους κρεββατοκάμαρα και να σταυροκοπιέται δακρυσμένη στα εικονίσματα.

“Μην ακούτε που λένε οι μεγάλοι πως δεν υπάρχει Άϊ -Βασίλης παιδιά μου. Μα αν προσπαθείτε να τον δείτε με τα μάτια σας, ποτέ δεν θα τα καταφέρετε. Μόνο με τα μάτια της καρδιάς σας να παρατηρείτε και θα νιώσετε πως υπάρχει διαρκώς πλάϊ σας, σας προστατεύει και σας προσφέρει τα δώρα του τα ευλογημένα.  Και μην πιστεύετε πως έρχεται πάνω σε έλκηθρα απ’ τις βόρειες χώρες. Μπορεί φέτος να μας ήρθε μ’ ένα καϊκι απ’ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ή κρυμμένος στη καρότσα ενός φορτηγού. Μπορεί να είναι χλωμός, μελαμψός ή κιτρινιάρης. Να μην φοράει κόκκινη στολή, αλλά μπαλωμένα ρούχα και τρύπια παπούτσια. Μπορεί να σας απλώσει το παγωμένο του χέρι για ελεημοσύνη, μα θα είναι μόνο για να νιώσετε το άγγιγμά του και να πάρετε την ευλογία του”.