Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

«Τώρα να έβλεπες τι κάνουμε, Κατερίνα…»

Έφυγε στις 3 Οκτωβρίου 1993 ύστερα από ένα μοιραίο κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων και αλκοόλ. Τη βρήκαν την επόμενη μέρα στο τελευταίο σπίτι της στον Κεραμεικό. Ήταν μόλις 53 χρονών. Είχαν ήδη φύγει Άσιμος και Σιδηρόπουλος. Η «Καταραμένη Αγία Τριάδα των Εξαρχείων» όπως τους αποκαλούσαν, πρόλαβαν να συνεργαστούν  για  μία και μοναδική φορά, στον κύκλο τραγουδιών «Ράγκα-Παράγκα» του Ανδρέα Ταρνανά (1986).


 Το γλυκό κορίτσι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, 
μετατρέπεται σε  επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει:
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής". Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν».


  //Την γνώρισα από κοντά στα τελευταία της, όταν ξαφνικά άρχισε να έρχεται στο βιβλιοπωλείο μου έτσι, για να κουβεντιάσουμε. Ήδη μιλούσε για τους φίλους της που έφυγαν, ήδη φοβόταν πως μοιραία θ’ ακολουθούσε. Ήταν μια καλλιτέχνιδα της πόλης με την αναγεννησιακή έννοια, μια σημαντική αναρχική ποιήτρια που δικαιώθηκε μετά θάνατον και είναι μάλιστα εμπορική, σε μια εποχή που η ποίηση δεν πουλά. Η αυτοκτονία της ήταν καθαρό ροκ εν ρολ, όπως και όλη η ζωή της, που εν τέλει την πλήρωσε με την τέχνη της// 
Γιώργος Χρονάς, συγγραφέας-εκδότης


 //Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή. Ήταν όλοι τους ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ούτε ήταν ικανοί να δαγκώνουν, απλώς προσποιούνταν ότι το κάνουν, γι αυτό και δεν επέζησαν. Άφησαν όμως άξια παρακαταθήκη// 
Δημήτρης Πουλικάκος-μουσικός



Η Κατερίνα έσβησε την εποχή που ο θρύλος των Εξαρχείων, παραχωρούσε τη θέση του στο δανεικό νεοπλουτισμό και στην υπερκαταναλωτική ευδαιμονία. Η Κατερίνα δεν μάσαγε. Ψυχανεμιζόταν πως οι καιροί γυρίζουν, πως θα ξανάρθουν οι γκρίζες μέρες της καταστολής, πως η φούσκα της ψευδο-ευμάρειας, δεν είναι παρά ο προπομπός  της απόλυτης χρεοκοπίας και του ξεπεσμού. Δυο δεκαετίες μετά, η Αθήνα φλέγεται και βιώνει την πιο κρίσιμη μεταπολεμική κρίση στην Ευρώπη. Ο 16χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονείται στα Εξάρχεια και το κέντρο πάλλεται από πορείες και σοβαρά επεισόδια. Η Χρυσή Αυγή μπαίνει στο κοινοβούλιο και τα τάγματα εφόδου επανεμφανίζονται πανηγυρικά. Ο Παύλος Φύσσας δολοφονείται εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια των αστυνομικών. Το κάρο του δήμου που μάζευε στην κατοχή τα πτώματα των νεκρών απ’ την πείνα, έδωσε τη θέση του στο ημερήσιο δελτίο αυτοκτονιών. Ο κατάλογος μακάβριος και ντροπιαστικός. Οι νέοι οργισμένοι και απογοητευμένοι, κάνουν στροφή προς την πολιτική. Ξαφνικά αρχίζουν να διαβάζονται τα ποιήματά της, αυτά που όσο ήταν εν ζωή κανένας εκδοτικός οίκος δεν δέχτηκε να τα εκδώσει, εκτός απ’ τον Καστανιώτη που τόλμησε και το έκανε.

 Σε μια εποχή που είναι διάχυτο το αγωνιώδες ερώτημα «Μα γιατί σιωπούν οι άνθρωποι της τέχνης;», τα ποιήματα της Κατερίνας γίνονται προφητείες, συνθήματα στους τοίχους, διαδίδονται και στοιχειώνουν το ίντερνετ. Η μορφή της γίνεται αφίσα με τις «Εκατό λιρέτες Εξαρχείων», ξαφνικά οι εκδότες δείχνουν ενδιαφέρον για τα βιβλία της, γίνονται μελέτες και γράφονται άρθρα. Έφτασε η εποχή που μπουκώσαμε απ’ τα καταναλωτικά σκουπίδια και ψάχνουμε απελπισμένα για προφήτες και ήρωες. Και μπορεί τότε να φάνταζαν παραληρηματικά χαϊκού και οργισμένοι στίχοι όσα έγραφε. Σ’ όσους αδυνατούσαν να αποκρυπτογραφήσουν το λόγο της. 
Τελικά οι λέξεις της είναι εδώ, να καρφώνουν σαν ατσαλένιες πρόκες τις γκρίζες μας μέρες. ΑΘΑΝΑΤΗ!

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

25 Λέξεις #9 [σαν ένα φθινοπωρινό βαλσάκι]


Επιτέλους μόνοι.
Θα μου χαρίσετε αυτό το φθινοπωρινό βαλσάκι;
Κάτω απ’ την καλαμωτή, με την ορχήστρα των κυμάτων 
και το θαλασσόδεντρο μάρτυρα της αγάπης μας.


Συμμετείχε στον 9ο κύκλο των 25 λέξεων, στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου.
Η διαδικασία γνωστή σ' όσους έχουν αγκαλιάσει αυτή την υπέροχη ιδέα της Μαρίας. 
Μια φωτογραφία κι ένα εισιτήριο για να ταξιδέψουμε τη φαντασία μας.
Κι αυτή τη φορά οι συμμετοχές ήταν όλες υπέροχες.
18 διαφορετικοί προορισμοί, που στο σύνολό τους όμως συνθέτουν ένα υπέροχο παζλ από μικρά κείμενα, προσαρμοσμένα στην εικόνα που μας έδωσε.
Μαρία, σ' ευχαριστούμε πολύ!


Υ.Γ. Αν μπορούσα να βάλω μουσική στη φωτογραφία, θα ήταν σίγουρα το βαλσάκι του Περίδη, σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Γονείς στη ναφθαλίνη

-         Το σχολείο πατιέται.
-         Έχει δίκιο ο άνθρωπος, το σχολείο πατιέται και κινδυνεύουν τα παιδιά μας.
-         Μιλιούνια τα μικρόβια που κουβαλάνε σου λέει! Να τους κάνουν ειδικά σχολεία, να γίνουν πρώτα άνθρωποι κι ύστερα βλέπουμε…
-         Σκάσε Ρωξάνη! Τώρα ομιλώ εγώ κι εσύ οφείλεις να το βουλώσεις Ρωξάνη!
-         Για καλό και για κακό, κλείνουμε τα παράθυρα, κλειδώνουμε και την εξώπορτα…
-         Χραααπ… βάζουμε και το συρτάκι. Πώς; Κάτι κρατάει κι αυτό.
-         Και… δεν ξέρω μήπως… βάλουμε και το τραπεζάκι πίσω απ’ την πόρτα ε;
-         Πως, πως! Γιατί όχι και τις ντουλαπίτσες; Να μην περάσει ούτε κουνούπι!
-         Αστειεύεστε κύριε;  Όποιος φυλάει τα σχολεία του, έχει τα μισά. Στα αμπαρώνω, στα κλειδώνω, στα συρταρώνω, σου βάζω και τη ντουλαπίτσα, κι άντε να δούμε πώς θα μπεις εσύ μετά!
-         Άντε να μπεις εσύ μετά, παλιοπρόσφυγα που θες και σχολείο! Για κορόϊδα μας περνάς ε;
-         Κύριοι! Ας ηρεμήσουμε λίγο παρακαλώ. Επιτέλους…  σύλλογος γονέων είμαστε, ας μη συμπεριφερόμαστε ως λαχαναγορίτες!
-         Τρέχει κάτι με τους λαχαναγορίτες ρε δερβισόπαιδο;
-         Όχι κύριε, προς Θεού! Σχήμα λόγου ήταν. Γιατί να μην κάνουμε έναν ήρεμο διάλογο και να ψηφίσουμε με ψυχραιμία κι όχι μ’ αυτούς τους αλαλαγμούς και τις απειλές;
-         Ήρεμοι είμαστε ρε χαϊβάνι! Άμα τους αφήκουμε, θα μας ξεκάνουν όλους. Χρααατς…. στο γόνατο θα μας σφάξουν αυτούνοι.
-         Διαφωνώ! Με το να σπέρνουμε το φόβο και τη μισαλλοδοξία στα παιδιά μας, τα δηλητηριάζουμε και τα μυούμε στο ρατσισμό.
-         Ρε ουστ από δω αίσχος της ράτσας μας!
-         Μα κι εσείς από προσφυγική οικογένεια δεν προέρχεστε κύριε; O παππούς σας δεν ήταν ξεριζωμένος Ρωσοπόντιος απ’ τον Καύκασο;
-         Ρε άντε να σε δει κάνας γιατρός που θα μου πεις εμένα… ξέρεις ποιος είμ’ εγώ ρε;
-         Ξέρω.
-         Σκύψε λίγο να σου πω… κρύβε ονόματα. Μη λες ονόματα. Λέγε με «πάτερ». Θα καταλάβω. Και  Ελένη να με πεις, πάλι θα καταλάβω.
-         Μα δεν είναι άδικο; Κι εσείς πρόσφυγες στην Αμερική βρεθήκατε και τα παιδιά σας σπούδασαν εκεί. Θα θέλατε να τα είχαν αποκλείσει απ’ τα σχολεία και να τους φερόντουσαν όπως κάνουμε εμείς τώρα εδώ;
-         Τα δικά μου ήταν καθαρά και είχαν και βιβλιάριο υγείας. Αμή! (τον τάπωσα ε;)
-         Καλά τα λέει ο άνθρωπος. Λοιπόν να τελειώνουμε. Αύριο στέλνουμε φιρμάνι στο υπουργείο κι αν δεν συμμορφωθούν προς τα υποδείξεις μας, βάζουμε λουκέτο και δεν ξεκινάνε μαθήματα στον αιώνα τον άπαντα!
-         Ρε μπουρλότο θα του βάλουμε άμα χρειαστεί!
-         Ρωξάνη το σκασμό! Τώρα μιλάω εγώ. Γκέγκε;

(Η Ρωξάνη σηκώθηκε σιχτιρίζοντας απ’ την καρέκλα και κινήθηκε προς την έξοδο. Απ’ τα νεύρα της, πήρε σβάρνα ένα θρανίο κι αυτό έπεσε με δύναμη πάνω στην κλειστή πόρτα της αίθουσας. Δημιουργήθηκε πανικός γιατί μερικοί απ’ τους συνέδρους, νόμιζαν πως κάποιοι προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα και να επιτεθούν στους γονείς. Κάποιοι κρύφτηκαν κάτω απ’ τα σχολικά θρανία, άλλοι άρπαξαν καρέκλες και τις έβαλαν ασπίδες μπροστά τους, ένας τσουρόμαγκας πήδηξε απ’ το παράθυρο στο προαύλιο και κάποιες κυρίες τσίριζαν υστερικά και εκτός εαυτού. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και σε λίγη ώρα λύθηκε το μυστήριο με τον άγνωστο «εισβολέα» που ετοίμαζε τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο).

-         Άντε πηγαίνετε σπίτια σας και ηρεμήστε. Κοτζάμ μεγάλοι άνθρωποι είστε και φοβάστε και τη σκιά σας.
-         Μα ακούσαμε ποδοβολητά κυρ-αστυνόμε μου! Μιλιούνια ήταν απ’ έξω οι αλλόθρησκοι και στο τσακ μας προλάβατε ζωντανούς!
-         Τώρα εδώ που τα λέμε… ποδοβολητά δεν ακούστηκαν. Ένας χτύπος στην πόρτα ακούστηκε και γίναμε όλοι βενζινάκατοι απ’ την τρομάρα μας.  Έτσι δεν είναι κύριε Περδικούλη μου;


«Το μίσος όταν είναι σκέτο μίσος δεν είναι ανίατο. Ο θυμωμένος κάποτε κουράζεται ή χορταίνει. Το μίσος εξατμίζεται, φεύγει. Μίσος μπολιασμένο με φόβο, αυτό ναι, είναι δυσκολογιάτρευτο…»
Απ’ τον πρόλογο του  βιβλίου «Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι» του Μενέλαου Λουντέμη.
Κρίμα που αυτά τα... "καθαρά" παιδιά  -ενδεχομένως- δεν θα εντρυφήσουν ποτέ στα βιβλία του…

[Ο διάλογος είναι βασισμένος στην ταινία του Σακελλάριου

«Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», γυρισμένη το 1960]

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Οικογενειακές [εμπριμέ] ιστορίες

Απόψε θα βάλεις τέσσερα σερβίτσια στο τραπέζι, όπως παλιά. Και το εμπριμέ τραπεζομάντηλο το άφθαρτο, που πάντα το έπλενες  στους σαράντα βαθμούς για να διατηρηθούν τα χρώματά του ζωηρά.
«Πάλι λαδερό ρε μάνα;»
«Κάντε και κάνα σταυρό ρε παιδιά και πείτε κι ένα δόξα τω Θεώ!»

Με τα χρόνια, πέφτανε σα λεκέδες οι κουβέντες πάνω στο εμπριμέ. Κι έγιναν τρία τα σερβίτσια κι έφυγε ο μεγάλος γιατί τον έπνιγε λέει ο τόπος και τα λαδερά φαγητά σου. Κι έμεινε η μικρή που θα φύγει κι αυτή όταν το τραπεζομάντηλο θ’ αρχίσει να ξεθωριάζει απ’ τ’ απανωτά πλυσίματα και τις τραχιές κουβέντες.

Στα δυο σερβίτσια, το εμπριμέ τραπεζομάντηλο παροπλίστηκε κι έδωσε τη θέση του σε δύο πλαστικά σουπλά.
«Άιντε ρε γυναίκα, να κάμουμε τη ζωή μας πιο εύκολη, βαρέθηκα να σε βλέπω να πλένεις και να σιδερώνεις».

Θα ζοριστείς να συνηθίσεις το ερημωμένο τραπέζι και το ίδιο λαδερό κάθε μέρα, μέχρι ν’ αδειάσει η κατσαρόλα. Κι αυτή η νεκρική σιγή την ώρα του φαγητού θα σε ξεκουφαίνει• δίχως γκρίνιες και ξινισμένες γκριμάτσες, γέλια και πειράγματα και τσακωμούς και συγνώμες και δάκρυα και φωνές και αγριάδες. Όλα τυλιγμένα κυλινδρικά στο τραπεζομάντηλο μαζί με τα ψίχουλα, να τα τινάζεις μακριά. Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο, ώσπου απόμειναν δυο ζευγάρια χέρια μοναχά πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή αντικριστά, ξεμαθημένα να μη σέρνουν βάρη και να ματώνουν, δύσκαμπτα, φοβισμένα, άνευρα, παραδομένα• που με τον καιρό όμως γαλήνεψαν, συνήθισαν στην άδεια φωλιά, αγαπήθηκαν ξανά, ήρθαν κοντά και σφίχτηκαν δυνατά. Όχι για πολύ...

«Η γριά δε πάει καλά, πάλι παραισθήσεις είχε».
Απόψε θα βάλεις τέσσερα σερβίτσια. Θα στρώσεις και το τραπεζομάντηλο το εμπριμέ, γιατί δώσατε όρκο πως θα συναντηθείτε στο τραπέζι ξανά. Θα κατηφορίσει νωρίς το απόγευμα να πιείτε το καφεδάκι σας, να κουτσομπολέψετε και να βάλετε παρέα το φαϊ στη φωτιά. Τα παιδιά είναι έξω για παιχνίδι• ξαφνικά θα μπουκάρουν βρώμικα κι αναψοκοκκινισμένα στην κουζίνα να πιουν παγωμένο νερό, ρουθουνίζοντας τον ατμό και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην κατσαρόλα για να μαντέψουν τι μαγειρεύεις. Θα τα δεις να μεγαλώνουν απόψε, να γίνονται ενήλικες, να ερωτεύονται, να παντρεύονται και να γίνονται κι αυτά γονείς.

Κι όση ώρα τσακώνονται πάνω απ’ το εμπριμέ τραπεζομάντηλο, για το «Ποιος θα προσέχει τώρα τη γριά;», εσύ θα έχεις γίνει ήδη αθάνατη κι αλέκιαστη. Άφθαρτη κι ανάλαφρη σαν ένα παλιό τραπεζομάντηλο που τέλειωσε οριστικά τη θητεία του κι αφήνεται στο κενό σαν πένθιμη σημαία που υποστέλλεται.



Κανείς δεν θα σκεφτεί ποτέ πως μέσα στην παραζάλη σου για τις προετοιμασίες του τελευταίου τραπεζιού, όλα τ’ άκουγες κι όλα τα καταλάβαινες. Κι αυτή η λέξη «γριά», ήταν ο ύστατος λεκές πάνω σου. Τα εύσημα θα περιμένουν σε κάποιο γραφείο απολεσθέντων κι εσύ θα τους δίνεις την ευχή σου περπατώντας ήδη στο κρηπίδωμα κάποιου παραδείσου.