Η Τζίνα είναι
υπάλληλος πολυσύχναστου νυχάδικου. Είχα
την ευκαιρία να τη γνωρίσω από κοντά, αλλά τη βλέπω και κάθε πρωί, πηγαίνοντας
στη δουλειά μου. Περιμένοντας στο φανάρι της περιοχής, την χαζεύω από μακριά να
ετοιμάζει τα σύνεργά της. Συνήθως εκείνη την ώρα, τακτοποιεί τα μπουκαλάκια με
τα βερνίκια, καθαρίζει τους νιπτήρες ή εξυπηρετεί ήδη την πρώτη πελάτισσα της
μέρας.
Είναι μικροκαμωμένη και αέρινη. Από μακριά,
μοιάζει με αραχνοΰφαντη κουρτίνα,
που κινείται κατά τη φορά του ανέμου. Το δέρμα της είναι σχεδόν διάφανο
και τα άκρα της είναι ισχνά, αλλά καλοσχηματισμένα. Το μόνο στοιχείο που δίνει
όγκο στη φιγούρα της, είναι οι
πορφυρές μπούκλες της, που πέφτουν σαν κατακόκκινος καταρράκτης ως
τη μέση της. Έχει μάτια υγρά και φλύαρα, που όταν βρίσκουν άλλα
μάτια-αποδέκτες, στήνουν αμέσως κουβέντα μαζί τους. Το στόμα της είναι μια
μικρή, άγρια ορχιδέα. Άλλοτε διάπλατα ανοιχτή, αποκαλύπτοντας μια σειρά
μαργαριταρένια δόντια. Κι άλλοτε σφραγισμένη, έτσι όπως οι οδηγίες της
ιδιοκτήτριας το απαιτούν.
//Δεν μιλάμε, παρά μόνο για τα εντελώς απαραίτητα. Μόνο
αν μας απευθύνουν το λόγο, απαντάμε ευγενικά και λακωνικά//
Το λεξιλόγιό της
περιλαμβάνει περιορισμένες φράσεις, όπως «Περάστε στο νιπτήρα παρακαλώ». Και
γενικά, ό,τι έχει να κάνει με πόδια, νύχια, φτέρνες, κάλους, χρώματα, βερνίκια και τεχνοτροπίες. Είναι εκπαιδευμένη
στο να ξεπετάει ανά μισάωρο την κάθε πελάτισσα. Και να δέχεται
αδιαμαρτύρητα, όλα τα ραντεβού-σφήνες. Η παραγωγικότητά της μετριέται σε ζευγάρια
πόδια και χέρια ανά ημέρα, σε χρόνους και σε σιωπές. Όσο λιγότερο μιλάει
κι όσο περισσότερο αποδίδει, τόσο η θέση της γίνεται λιγότερο επισφαλής για τη σεζόν που τρέχει.
Η Τζίνα δεν είναι
παρά ένα αναλώσιμο ανταλλακτικό στη φάμπρικα της ομορφιάς. Ανά πάσα στιγμή,
μπορεί να βρεθεί άνεργη και να αντικατασταθεί απ’ την επόμενη «Τζίνα», που
περιμένει στην ουρά των άνεργων κοριτσιών. Ακόμα και στις «δύσκολες μέρες» που τις βγάζει με αναβράζοντα αναλγητικά, είναι υποχρεωμένη να παίξει επάξια την παράστασή της. Να
καθίσει στο σκαμνάκι της και να σκύψει
στα πόδια που είναι απλωμένα απέναντί της.
Απεριποίητα και ανυπόμονα να δεχτούν τις φροντίδες της. Να τα πλύνει, να τα τυλίξει στην πετσέτα, να
τα περιποιηθεί και να τα χαλαρώσει με τα χάδια και τις μαλάξεις της. Οι κλεφτές
ματιές της κινούνται αγχωμένα, ανάμεσα στην αφεντικίνα, στο ρολόι και στην
πελάτισσα. Που συνήθως ξεφυλλίζει
αδιάφορα ένα περιοδικό, ή συζητάει με την κάτοχο των ποδιών του διπλανού
νιπτήρα.
Η Τζίνα δεν θα
αποκτήσει ποτέ ένα πολυσέλιδο βιογραφικό. Που να γράφει το πραγματικό της όνομα
«Ευγενία» κι όχι το επαγγελματικό της ψευδώνυμο. Δεν θα νιώσει την αγωνία των
συνομηλίκων της, που τούτη την εποχή δίνουν πανελλήνιες εξετάσεις. Στην καθημερινότητά της, δεν
προσμένει τίποτα περισσότερο, απ’ την
εύνοια της ιδιοκτήτριας κι ένα ευτελές
φιλοδώρημα στο μεταλλικό κουτάκι που
υπάρχει για όλα τα κορίτσια στο ταμείο. Ίσως κι ένα βλέμμα κατανόησης απ’ την
πελάτισσα που περιποιείται. Ενδεχομένως, να μην της πουν ποτέ πόσο
ανακουφιστικά είναι τα χάδια της. Και πόσο όμορφα είναι τα λουλούδια που
ζωγραφίζει μ’ ένα μικροσκοπικό πινέλο πάνω στα νύχια. Καμιά πελάτισσα δεν θα
αντιληφθεί το καρδιοχτύπι της, την ώρα που της βγάζει με ευλαβική προσοχή τις
πλαστικές σαγιονάρες και της φοράει τα πέδιλα. Με χειρουργικές κινήσεις. Να μην
χαλάσει το χρώμα. Και διαμαρτυρηθεί η πελάτισσα. Και τα ξανακάνει όλα απ’ την
αρχή. Ασετόν, βερνίκι, χρώμα, λουλουδάκι και περίγραμμα. Κι έχοντας χρεώσει το
«ποινικό της μητρώο» με μια δυσαρεστημένη πελάτισσα και αρκετή ώρα χασομέρι.
Και δεν θα διαβάσει ίσως ποτέ, πως οι άνθρωποι που κατέχουν την
τέχνη του αγγίγματος, είναι βαθιά μορφωμένοι.
Σημείωση: Η ιστορία της Τζίνας είχε πρωτοδημοσιευτεί
τον Ιούνιο του ’13 στο παλιό ιστολόγιο που με φιλοξενούσε. Ανασύρθηκε χάρις στη
δυνατή μνήμη και στην παρότρυνση της Αριστέας, στην οποία και την αφιερώνω με
όλη μου την ευγνωμοσύνη και αγάπη. Από τότε πέρασαν τρία και κάτι χρόνια, τα
νύχια όμως εξακολουθούν να είναι το φλέγον θέμα για κάποιες υπάρξεις και η
περιποίησή τους το μέσο επιβίωσης για τις απανταχού Τζίνες.