Σσστ… κρύβε λόγια, κύριε Περδικούλη μου. Και μη λες ονόματα. Λέγε με «Πρόεδρε». Θα καταλάβω εγώ. Και Ντόρα να με πεις, πάλι θα καταλάβω. Γι’ αυτό λούφαξα ο φουκαράς εδώ μέσα, κύριε
Περδικούλη μου. Κόσμο αξούριστο έχει, υπόκοσμο με τη σέσουλα έχει, κι από
μούσια -δόξα τω Θεώ- ούτε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων τόση τρίχα. Κότσαρα κι
εγώ μια μουστάκα σαν υπόστεγο, τρούπωσα εδώ χάμω, κι άντε να με γνωρίσουν μετά. Άντε, να με
γνωρίσουν. Παιδί!... ένα γλυκύ βραστό, σε παρακαλώ!
Και, πού είσαι; Κύριε
Περδικούλη μου, μη γυρίσεις απότομα. Αυτός εκεί πίσω, με τα γυαλιά τα
φινιστρίνια… Μου φαίνεται πως κρύβεται, κύριε Περδικούλη μου. Γύρευε ποιος τον
κυνηγάει κι αυτόν τον χαντακωμένο! Αφού να σκεφτείς κύριε Περδικούλη μου, ρώταγε
τον καφετζή τον Πανάγο, μήπως το καφενείο έχει κάνα πεζούλι από πίσω, κι αν πατιέται.
Κι ο άλλος πίσω μου, ο ψωμωμένος, που
είναι σαν αιδεσιμότατος… Mα μην καρφώνεσαι έτσι, κύριε
Περδικούλη μου! Θα μας πάρουν είδηση και θα γίνει του Κουτσόπυργου, εδώ μέσα. Αυτός
που λες, κύριε Περδικούλη μου, κοιτιόταν περίεργα με τον άλλο εκεί πίσω. Τον
φινιστρίνη, ξέρεις… Κοντοχωριανοί θα είναι, να μου το θυμηθείς, κύριε
Περδικούλη μου. Σε τα μας τώρα; Τήρα να δεις που θα έχουν καμιά βεντέτα κι αυτούνοι,
και θα ντρέπουνται τα πλατάνια του χωριού, γι’ αυτό μασκαρεύτηκαν έτσι. Τώρα
βέβαια θα μου πεις. “Ποια πλατάνια, κατακαημένε Θωμά; Στάχτη και μπούρμπερη
γινήκανε όλα”. Ε, κάτι θα ντρέπονται κι αυτοί οι δόλιοι.
Πάμε σιγά-σιγά, κύριε
Περδικούλη μου; Εδώ πέρα, δεν ξεχωρίζει ο ҆γούμενος το καλογεροπαίδι του, έτσι
που γινήκαμε. Και να ҆ρθει δηλαδή ο Στέλιος ο Κοντογιώργης, με τόσα μούσια εδώ
μέσα, θα ξεχάσει τη βεντέτα, θα με πιάσει αγκαζέ και θα γίνουμε μπιντζινάκατοι.
Γιατί, κύριε Περδικούλη μου, στο λέω εγώ, ο Θωμάς ο Μακρυκώστας και να με
θυμηθείς. Τα μούσια ολονών εδώ μέσα, μπορεί να είναι από αληθινές τρίχες, αλλά
οι μούρες τους είναι μουσαντένιες. Μουσαντένιες και μπαμπέσικες, κύριε
Περδικούλη μου!
Πάω πίσω, ν’ αράξω στο
πλατάνι του χωριού μου. Όσο υπάρχει ακόμα κι αυτό. Να ζητήσω για λογαριασμό τους
συγχώρεση απ’ το πηγάδι, απ’ τα φραγκόσυκα κι απ’ τα κουκουνάρια. Κι απ’ τον
Νίκο τον Παπίδα που του έχουν φορέσει ένα φέσι με φούντα από δω, ίσαμε τον
αστράγαλο. Κι απ’ όλους τους νοικοκυραίους που πληρώνουν χρόνια τώρα, για ν’ αφρατεύουν
αυτοί τα μούσια τους.
Ωρεντουβάρ κύριε Περδικούλη μου!