Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ο «τζαμπατζής», οι τζάμπα μάγκες κι ένα Γαμώτο!...

Μπορεί να ψυχομαχάει η γλώσσα μας, αλλά το ταλέντο μας να βάζουμε τις αποχρώσεις που γουστάρουμε στα γεγονότα, παραμένει αμείωτο.  Να τα μοντάρουμε, να τα μουτζουρώνουμε, να τα παραποιούμε και  να τα απαξιώνουμε. Ακόμα κι αν πρόκειται για το θάνατο ενός εφήβου. Εκεί δηλαδή που ο λόγος κάνει παύση και οι λέξεις σιωπούν. Γιατί βρίσκουν πως δεν έχουν κάτι να πουν. Πώς να χωρέσεις άλλωστε  τον πόνο σε στρόγγυλα σύμβολα; Πώς να διαχειριστείς το άδικο με συλλαβές, με παραγράφους και τελείες; Πώς καταγράφεται η κραυγή; Πού τονίζεται η αναλγησία; Πόσες συλλαβές να βάλεις στο «γαμώτο»; Γαμώτο!...

Το τρόλεϋ που ήταν εν κινήσει, βαφτίστηκε θύτης. Ο ελεγκτής έκανε τη «δουλειά» του. Αυτό που έγινε, δεν ήταν παρά ένα γεγονός που τον απέσπασε απ’ την εύρυθμη λειτουργία του καθήκοντός του. Οι κραυγές διαμαρτυρίας, ήταν λαϊκισμοί και βούτυρο στο ψωμί των λαθρεπιβατών. Η διανόηση ντύθηκε τα καλά της κι άνοιξε τη μηχανή του κιμά. Δεν έφτασε ο φυσικός θάνατος. Τέτοια απροειδοποίητα γεγονότα, αναζωπυρώνουν κάτι μικρές εστίες φωτιάς που σιγοκαίουν. Κατέφθασαν άμεσα στον τόπο του δυστυχήματος, οι μεγάλες δυνάμεις. Οι διαφωτιστές, οι λόγιοι και οι αναλυτές. Και την ώρα που ένα δεκαοχτάχρονο παιδί ξεψυχούσε ημίγυμνο στην άσφαλτο, τα όρνια του tweeter  πέταγαν ήδη πάνω απ’ το κεφάλι του. "Συμπέρασμα: οι ελεγκτές δεν πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους γιατί κάποιος τζαμπατζής μπορεί να πηδήξει έξω από το όχημα. Λογικό". Χειροκροτήματα κάτω απ’ την πίστα. Πανέρια με λάϊκ και γαρύφαλλα στην κυρία!  Εξαιρετική εκτέλεση! Αγαπημένοι γραφιάδες. Γνώριμα πρόσωπα. Πάνω τους είχαμε ακουμπήσει  ελπίδες, θαυμασμό και προσδοκίες. Αγοράσαμε τα βιβλία τους, τα διαδώσαμε, γίναμε μια μικρή αλυσίδα τριγύρω τους και τροφοδοτήσαμε την επαγγελματική τους ανέλιξη. Γαμώτο!...

Καθάρισε κι αυτός ο λεκές. Σύντομα, περιεκτικά και με τη στόφα του λογοτέχνη. Νομιμοποιήθηκε η πράξη. Εκλογικεύτηκε ο θάνατος. Απ’ τους ποιητές  της ζωής…  Το «σοφό παιδί» κόβει πάντα εισιτήρια.  Ή έστω, διαθέτει κάρτα απεριορίστων διαδρομών.  Δεν αντιστέκεται στους ελεγκτές και πεθαίνει ησύχως. Δίχως θεαματικά βολ-πλανέ στο κράσπεδο και αλυσιτελείς  τραυματισμούς.

Πριν πάρει το δρόμο της ανακύκλωσης, υπήρχε στο ράφι μου ένα βιβλίο που, κατά σατανική σύμπτωση, έφερε έναν προφητικό τίτλο. Απ’ τη συγγραφέα με το περίστροφο.
«Τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω».

Δεν θα μεγαλώσει.

Γαμώτο!...


Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Χωρίς λόγια


Στο φούρνο της γειτονιάς.  Μέρα και ώρα αιχμής. Μεσημέρι Σαββάτου. Με τους πελάτες να βγαίνουν φορτωμένοι φρατζόλες, κουλούρια και ζεστά κρουασάν. Μηχανικές κινήσεις και αδιάφορα βλέμματα.  Μπροστά μου μια καλοσχηματισμένη γυναικεία φιγούρα.  Με σκουρόχρωμη μακριά ρόμπα, κουμπωμένη ψηλά στο λαιμό της και τη χαρακτηριστική μαντήλα να καλύπτει το κεφάλι της. Σφιχτά δεμένη. Να μη φαίνεται ούτε τρίχα απ’ τα μαλλιά της. Στο χέρι της κρατάει ένα κέρμα, το άλλο σφίγγει δυνατά ένα παιδικό χέρι. Μια μικρή, ίσαμε δέκα χρόνων. Δίχως μαντήλα. Με μαλλιά φιλντισένια και δυο μάτια που πέσανε πάνω μου, σα φλογεροί κομήτες. Για ένα δευτερόλεπτο. Όχι παραπάνω.

Προσποιούμαι πως χαζεύω τις βιτρίνες με τα γλυκά.
Όση ώρα η μητέρα της παραγγέλνει μια φρατζόλα, με τα ισχνά ελληνικά της,  ένα παιδικό χέρι υψώνεται δειλά, προς τον πάγκο με τις σοκολάτες. Δίπλα στην ταμειακή.  Απλώνει τα δάχτυλά της πάνω απ’ το κουτί και αγγίζει τρυφερά τα χάρτινα περιτυλίγματα. Τα χαϊδεύει. Και ξαναρίχνει το χεράκι της κάτω. Βαρύ σα μολύβι. Την ακούω να καταπίνει μιαν ανάσα αέρα. Διακρίνω τη διαδρομή του σάλιου της. Μια μικρή μπαλίτσα, που κατρακυλάει ξέφρενα στο λαιμό της.

Στιγμιαίος διάλογος με τη μητέρα της. Βουβός, μόνο με τα μάτια.  Μα απόλυτα εύγλωττος. Απλώνω το χέρι μου δείχνοντας τις σοκολάτες. «Μπορώ να…;». Μου απαντάει κατηγορηματικά. «Ούτε που να το σκεφτείς!». Σφίγγει δυνατά το παιδικό χέρι και φεύγουν κι οι δύο με γρήγορο βηματισμό.

Μια στιγμή μονάχα. Τόσο χρειάστηκε. Δίχως λόγια. Δίχως χειρονομίες. Μ’ ένα καθαρό βλέμμα. Παραχωμένο πίσω από μια μαντήλα. Κι ας μην ήξερε να μιλάει σωστά τη γλώσσα μου. Κι ας ήταν αδύνατον  να ξεστομίζει  σωστά τις λέξεις  και να φτιάχνει σεντόνια με όμορφες φράσεις. Με μια ματιά της μόνο με αποστόμωσε. Με κόλλησε χαλκομανία, στην ψευδοροφή της ευδαιμονίας μου.

Και μου υπενθύμισε με τον πιο αυστηρό τρόπο, πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι προνόμιο του κατέχοντος. Ίσα-ίσα… Ζει και βασιλεύει στο μαγικό κόσμο του μη έχοντος.


Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Καλώς βρεθήκαμεεε...


Ξεκινάω κι ο Θεός βοηθός!

Μαζί με τα σχολεία, το μάζεμα των (πολύ) καλοκαιρινών ρούχων, το συμμάζεμα του σπιτιού, την αρχειοθέτηση των φωτογραφιών απ’ τις καλοκαιριάτικες εξορμήσεις, τις συναυλίες του φθινοπώρου.

Μαζί με την προετοιμασία για τα σχολικά, τις εγγραφές στο φροντιστήριο, την αγωνία και το χτυποκάρδι για τη χρονιά που μπαίνει. Τους υπολογισμούς, τα δίδακτρα, αυτά που δεν χωράνε και τ’ άλλα που στριμώχνονται... Μαζί με τα καινούργια αθλητικά και τη γνώριμη φράση, που πάλι θα ξεστομίσω «Ένα νούμερο παραπάνω... να βγάλουμε τουλάχιστον τη χρονιά βρε παιδάκι μου!...».

Μαζί με τις φθινοπωριάτικες μεταφυτεύσεις στο μπαλκόνι. Και τη φροντίδα των καλοκαιρινών λαφύρων. Γυάλισμα στις πέτρες, καθάρισμα στα κογχύλια και μελωδοί από θαλασσόξυλα και πεταλίδες.

Μαζί με τα πρώτα φούτερ, τραβηγμένα άτσαλα απ’ το πάνω μέρος της ντουλάπας, με το μαύρισμα του καλοκαιριού να ξεθωριάζει σιγά-σιγά και μια γλυκόπικρη γεύση φθινοπώρου να αιωρείται ολούθε.

Μαζί με σας...

Ευχαριστώ από καρδιάς!


(Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Θάνο Τσάκαλο, για την παραχώρηση της φωτογραφίας του blog)