Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Δυό χρόνια χωρίς τον Χρόνη


Τι είναι ο έρωτας;Έρωτας είναι το ίπτασθαι οικειοθελώς,το ωραιάσθαι αενάως,το εγγίζεσθαι χαιδευτικώς,το ποθείν καθ'ολοκληρίαν,το καλλωπίζειν το χώρο,το φαντάζεσθαι εγχρώμως,το διαλέγεσθαι μωβ,το αντι-εξουσιάζεσθαι ανυπερθέτως,το συνουσιάζεσθαι επαναληπτικώς.Γενικώς το ευ ζειν...Το αποπλανάσθαι στην απουσία της μοναξιάς...



«Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν αξίες, σαν ανάγκες, σαν ηθική, σαν «πολιτισμό».





«…Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”… 

(“ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΡΕ… ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ)



"Εγώ το ταξίδι φιλαράκι τό'κανα.
Ένα έχω να σου πω:
το νου σου
και τα μάτια σου
στους σπόρους του παππού σου."


Φωτογραφίες από Κοινότητα ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ/HRONIS MISSIOS

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Στο Δέλτα κάποιας γειτονιάς


«Οι απολύσεις είναι δικές μου, δεν θα μου πάρει τη δόξα ο Τόμσεν»
(Άδωνης Γεωργιάδης - Πρώην Υπουργός Υγείας)


Πρότζεκτ: Μια σφραγίδα σ’ ένα παραπεμπτικό γιατρού για φυσικοθεραπείες
Έτος: 2014 / Πενήντα μέρες πριν την άφιξη της Ανάπτυξης και του Άγιου Βασίλη στη χώρα
Τόπος: Ευρώπη/Ελλάδα/ Αθήνα


8.00 π.μ. Επίσκεψη στο τοπικό υποκατάστημα ΙΚΑ της περιοχής.
Λουκέτο. Στην είσοδο, στοίβες λογαριασμών σφηνωμένοι κάτω απ’ την πόρτα. Στην πρόσοψη, ειδοποιητήριο της ΔΕΗ για διακοπή παροχής, λόγω ανεξόφλητων λογαριασμών.

8.30 π.μ. επίσκεψη στο υποκατάστημα ΙΚΑ όμορου δήμου.
Δίχως λουκέτο. Σκοτάδι στην είσοδο. Στην πόρτα του ασανσέρ, ένα προχειρογραμμένο σημείωμα «ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ».
Σκάλες. Αγωνία. Ο πρώτος όροφος ερημωμένος. Αναρρίχηση στο δεύτερο. Αφουγκράζομαι. Νεκρική σιγή. Ανοίγω την πόρτα δειλά. Ημίφως. Ένας γκισές με μια κοπέλα από πίσω. Ενθουσιασμός! Υπάρχει ανθρώπινη ζωή στο κτίριο! Πλησιάζω. Δεν ολοκληρώνω την ερώτηση. «Πριν λίγο απολύθηκαν τέσσερις γιατροί. Κι εμείς ως το τέλος του μήνα τα μαζεύουμε και φεύγουμε». Απόγνωση. «Και πού θα πάω για να μου σφραγίσουν το παραπεμπτικό;», ρωτάω. «Στα κεντρικά ίσως να είστε πιο τυχερή», μου απαντάει και χάνεται κάτω απ’ το γυάλινο φινιστρίνι. Φεύγω με την ουρά στα σκέλια. Κατάβαση στο σκοτεινό τούνελ ως την έξοδο. Δεν λειτουργούν φώτα, ασανσέρ, έξοδος κινδύνου, κλιματισμός, ιατρεία, διοίκηση.

9.30 π.μ. επίσκεψη στα κεντρικά.
Τα ίδια και χειρότερα. Σκοτάδια, βρώμικες σκάλες, χλαπαταγή...
Μια αράδα γκισέδες, εκεί που κάποτε υπήρχαν ιατρεία...
Στην πολύβουη αίθουσα, ένας ανθρώπινος αχταρτμάς. Ηλικιωμένοι, έγκυες, παιδάκια αγκιστρωμένα στα χέρια των μανάδων τους που περιφέρονται με χαρτιά και βιβλιάρια στα χέρια, μπαστούνια και πατερίτσες, ανάκατα με παιδικά καρότσια...
Μηχανάκια ξερνούν αριθμούς προτεραιότητας...
Ελάχιστος χρόνος αναμονής, 22 λεπτά... Μέγιστος, κάτι χρόνια...

«Πρέπει να πάρω το χάπι για την καρδιά σε μια ώρα... θα προλάβω;», με ρωτάει εναγωνίως ο ηλικιωμένος που κάθεται πλάϊ μου. Νιώθω σαν τους επιβάτες της Α’ θέσης του Τιτανικού. Την ώρα που τους επιβίβαζαν στις σωσίβιες βάρκες. Με πόσο οίκτο αποχαιρετούσαν τους ανήμπορους τριτοθεσίτες πίσω τους... Ξέροντας πως δεν θα προλάβουν...



10.10 π.μ. «Δεν σφραγίζουμε πια εδώ. Πρέπει να πάτε στον ΕΟΠΥΥ»
Επικοινωνώ με τους δικούς μου για να ξέρουν.
«Θ’ αργήσω στη δουλειά. Και στο σπίτι θα γυρίσω αργά, για ν’ αναπληρώσω τις χαμένες ώρες. Να προσέχετε ο ένας τον άλλο και να ντύνεστε καλά γιατί πιάσανε τα κρύα. Το ξημέρωμα μπάρκαρα σ’ ένα γκαζάδικο για να μου σφραγίσουν ένα χαρτί. Ο καιρός λυσσομανάει έξω και το πρωί έσπασε μια μπίγα στα δύο. Έβγαλε μπότζι ο νοτιάς και ζαλίζομαι. Απ’ τη γέφυρα σας φιλώ κι ελπίζω να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα φέτος.
Σας φιλώ. Η μάνα σας, εν πλω...»


Για την ιστορία: Ο μαέστρος-και σύζυγος μαέστρου- αυτού του ναυαγίου, ισχυρίζεται ότι διέσωσε το σύστημα υγείας από βέβαιο πνιγμό. Σ’ ένα αντίστοιχο ντελίριο φαντασίωσης, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “The World”, έγραφε την επομένη του ναυαγίου του Τιτανικού: «Ο Τιτανικός βυθίστηκε. Καμία απώλεια. Οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στο Καρπάθια – Είναι όλοι ασφαλείς»...



Για το γαμώτο: Θα έρθει η ώρα που θα βγούμε όλοι σιωπηλοί στους δρόμους. Δίχως φωνές και συνθήματα. Δίχως κομματικά πατροναρίσματα. Δίχως να σας δίνουμε αβάντες για να ξαμολύσετε τους ένστολους ροπαλοφόρους, που παρεμπιπτόντως, είναι κι οι ίδιοι θύματά σας. Το αγαθό της υγείας δεν μας το παραχωρείτε. Είναι οι εισφορές μας, οι κρατήσεις μας, το αίμα μας το ίδιο.

Θα έρθει η ώρα που θα βγούμε όλοι σιωπηλοί στους δρόμους, για να απαιτήσουμε να μας δώσετε πίσω τα κλεμμένα. Τις συντάξεις, τις κομμένες παροχές, τα επιδόματα, τα φάρμακα, τα νοσήλεια, την αξιοπρέπεια, το χαμόγελο.

Θα έρθει η ώρα που θα λογοδοτήσετε και θα πληρώσετε για όλα τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράξατε.

Θα έρθει η ώρα.
Δίχως προγραμματισμό.
Αυθόρμητα και σιωπηλά.
Μια μικρή συντροφιά που φωνάζει απλά στο δρόμo: «ΥΓΕΙΑ - ΑΠΑΙΤΩ»
Όσο προχωράει, η παρέα μεγαλώνει.

Διασταυρώνεται με περαστικούς. Δεν διαπραγματεύεται. Διεκδικεί. Διαδίδεται. Διακλαδώνεται. Διογκώνεται. Διαμαρτύρεται. Διακινείται. Δυναμώνει. Διεισδύει. Διαστέλλεται. Δικάζει.

Δικαιώνεται.

Ραντεβού στο «Δέλτα» της γειτονιάς...

Σημείωση: Η ιστορία είναι αληθινή. Κάθε ομοιότητα με αντίστοιχες αληθινές ιστορίες, δεν είναι τυχαία. 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Στα παράλια της Βαρβακείου


Μην το φοβάσαι το σκοτάδι, το συνήθισε πια η ματιά μας. Λειτουργούμε σαν τα αιχμάλωτα ζώα, που η ζήση τους επαφίεται αποκλειστικά στη χρήση τους. Γέννα, υποβοηθούμενο μεγάλωμα με ορμόνες και υπέρυθρες λάμπες, σύντομος βίος με ελεγχόμενο κόστος, ξεζούμισμα και εξόντωση, αφού έχει απορροφηθεί οτιδήποτε είναι εκμεταλλεύσιμο στον οργανισμό μας. Κάτι παλιά βιβλία που διαβάζαμε στα νιάτα μας, κάτι ιδεολόγοι ποιητές και συγγραφείς που μας ξεσήκωναν με κείμενα περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, τα κρύψαμε σ’ ένα πατάρι και τα ξεχάσαμε οριστικά. Τώρα εσύ τρέχεις να βρεις ένα μεροκάματο, «Ό,τι να’ναι» μου έλεγες με απόγνωση τις προάλλες κι εγώ θυμόμουν πόσο ωραίες εκθέσεις έγραφες και πως πάντα άφηνες διακριτικά να αντιγράφουν απ’ την κόλα σου, όσους είχαν την τύχη να κάθονται στο πίσω θρανίο. Την τελευταία φορά που σε είδα στο κέντρο, είχες αδυνατίσει απίστευτα και ντράπηκα που δεν είχα να σε κεράσω έναν καφέ και μια τυρόπιτα. Θα το αρνιόσουν ευγενικά, αλλά εγώ θα επέμενα. «Ας πιούμε ένα καφεδάκι, να θυμηθούμε λίγο τα παλιά ρε φίλε», έτσι θα σου έλεγα. Όση ώρα σχεδίαζα τα λόγια μου, ψαχούλευα τα ψιλά στη τσέπη μου. Το κατάλαβες. Μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου, μα είδα τα μάτια σου να υγραίνουν.

«Λιακάδα σήμερα…ας περπατήσουμε», μου είπες για να με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση. Κατηφορίσαμε βουβοί ως την Πειραιώς. Βήμα και στεναγμός αυτή η διαδρομή. Άκουγα την ανάσα σου να βαραίνει. Βρώμικα στενά, συστοιχίες από απλωμένα χέρια να μας σκοπεύουν σαν πολυβόλα, μελαμψά κορίτσια που τούτη την ώρα έπρεπε να είναι σε κάποιο σχολικό προαύλιο της πατρίδας τους και μικρά παιδιά που φοράνε αταίριαστα παπούτσια μεγάλων κι έχουν ήδη γεράσει. Και ταλαιπωρημένοι γέροντες, που φοράνε αταίριαστα βλέμματα μικρών παιδιών κι έχουν ήδη πεθάνει. Και χαρτόνια γραμμένα με τρόμο, κρεμασμένα σε ανθρώπινα ερείπια που καταρρέουν: «Πεινάω», «Άστεγος», «Άνεργος», «Άρρωστος», «Βοήθεια»…. Ανθρώπινες υπάρξεις σαν παρατημένα κτίρια, που στο κατώφλι τους κρέμεται η ταμπέλα «Κατεδαφίζεται».

Σωκράτους… Αρμοδίου…Πλατεία Θεάτρου… Βαρβάκειος…, οδοιπορικό σ’ ένα πεδίο μάχης. Η μηχανή του χρόνου γκαζώνει δυνατά κι αρχίζει τις προβολές της… κολυμπάμε ήδη στο παρελθόν και γαντζωνόμαστε απ’ τις σημαδούρες που επιπλέουν στην επιφάνεια. Ανάκατες μνήμες. Οι παλιές μας ανέμελες βόλτες, οι μυρωδιές απ’ τα μπαχάρια και τα μαγέρικα, τα παλαιοπωλεία και οι υπαίθριοι πάγκοι… οι ήχοι μιας πολύβουης πόλης που απλωνόταν νωχελικά στα χάδια του ήλιου. Τότε που αγοράζαμε παλιά βινύλια και δεύτερο χέρι βιβλία για τη σχολή. Αν περίσσευε κάνα ψιλό, τσιμπάγαμε στην Κληματαριά λαδερό και ψωμί στον ξυλόφουρνο. Στο μικρό τραπεζάκι πάνω στο καρό τραπεζομάντιλο, καλουπώναμε το σκαρί της ζωής μας. Καλαμπουρίζαμε και πειράζαμε τα περαστικά κορίτσια. Γελάγαμε και σπινθηροβολούσαμε απ’ την αψάδα της νιότης μας. Ανυποψίαστοι για το επερχόμενο ναυάγιο των ονείρων μας.

Στη τζαμαρία μας βιτρίνας παρατήρησα το είδωλό σου. Κουρασμένο και με έκδηλα τα σημάδια της παραίτησης. Με είδες κι εσύ. Στο καθρέφτισμα του τζαμιού, μιλήσαμε με τις ματιές μας. Δεν είχαμε το κουράγιο να κοιταχτούμε στα μάτια ως εκείνη την ώρα. Α ρε παλιόφιλε… Μαζί αποστηθίσαμε ολάκερα βιβλία, αναλύσαμε λέξεις και νοήματα, σπουδάσαμε, ονειρευτήκαμε, κι ορκιστήκαμε πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο.

«Tην πατήσαμε πανηγυρικά ρε παλιόφιλε. Σπουδάσαμε για να μην καταντήσουμε εργάτες με φτηνό μεροκάματο. Έτσι μας έλεγαν. Κι ύστερα μας παραμυθιάσανε πως το πτυχίο δεν αρκεί. Δώστου νέες θυσίες και έξοδα για μεταπτυχιακό. Το πήρα κι αυτό και τώρα μου λένε με περισπούδαστο ύφος πως είμαι “overqualified” και δεν μπορούν να με προσλάβουν. Εκτός κι αν δεχτώ να δουλέψω στο τζάμπα για δυο-τρεις μήνες για να δουν αν τους κάνω. Τάχα δοκιμαστικά. Κάποιοι ζητάνε και χρηματική εγγύηση για να με πάρουν. Κάποιοι άλλοι μου απέκλεισαν το ενδεχόμενο να πάρω άδεια το καλοκαίρι και να έχω ένα προσδιορισμένο ωράριο... “Από οχτώ το πρωί, μέχρι… όποτε...”, μου είπε με σαρδόνιο ύφος ο κουστουμάτος που μου πήρε συνέντευξη. Γι αυτό σου λέω... την πατήσαμε».


Μ’ άφησες να αντιγράψω πάλι απ’ την κόλα σου. Άφησα παράμερα τις ντροπές μου και σου ανοίχτηκα κι εγώ. Πως δουλεύω ντελιβεράς τα βράδια. Πως επιβιώνω με τα χαρτζιλίκια της μάνας μου. Πως μια σχέση που είχα, διαλύθηκε κι αυτή… Πριν ένα μήνα, μου έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Να φύγουμε εξωτερικό. «Εδώ θ’ ανοίξω τα πανιά μου…» της είπα, «…άμα αντέχεις, έλα να την πολεμήσουμε μαζί αυτή τη φουρτούνα». Άφησε πίσω της τις συμπληγάδες της σχέσης μας κι έβαλε πλώρη για ένα ασφαλές αραξοβόλι. 

«Το μετάνιωσες;», με ρώτησες. «Όχι ρε φίλε! Δεν μετριέται η ζωή απ’ τις νίκες μας, αλλά απ’ τις στιγμές μας. Κι εγώ, προτιμώ να κλωτσήσω το συμφέρον μου, παρά τη ζωή μου. Και στο κάτω της γραφής, τώρα δεν θα ζούσαμε ετούτη τη στιγμή. Τη συγκίνηση που βρεθήκαμε μετά από χρόνια. Την απένταρη βόλτα μας στην απέραντη πολιτεία μας».

Οι περαστικοί παρατηρούσαν με απορία δυο νταγλαράδες που αγκαλιάστηκαν άξαφνα στη μέση του δρόμου, χτυπώντας δυνατά τις παλάμες τους, ο ένας στην πλάτη του άλλου. Βουβοί και συγκινημένοι. Σαν κάτι χαμένους συγγενείς που ανταμώνουν μετά από χρόνια και δίχως αναστολές, αφήνονται ανάλαφροι και μεταρσιωμένοι στην ιερότητα της στιγμής.

Α ρε παλιόφιλε…στο ίδιο θρανίο χαράζαμε τις έγνοιες μας, στον ίδιο δρόμο αφήσαμε τα δάκρυα μας να κυλήσουν. Και στην ίδια ταλάντωση του χρόνου, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο και ριχτήκαμε στο νερό. Κύματα, ξέρες, φουρτούνες, άγρια θηρία, ακίνδυνα ψαράκια, μπουνάτσες και σκουριασμένα ναυάγια.

Κολυμπάμε να πιάσουμε ακτή. Με ότι μας δίνεται. Βρεγμένοι αλλά όχι ξεραμένοι…


Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ίσως ΟΧΙ, αλλά μπορεί και ΝΑΙ…


Το βράδυ που ο Ιταλός Πρέσβης του μετέφερε το τελεσίγραφο του Ντούτσε, ο Μεταξάς μονολόγησε: «Alors, c' est la guerre – Πόλεμος λοιπόν!». Ακολούθησε ένας σύντομος διάλογος, που κατέληξε στο ιστορικό ΟΧΙ. Είχε προηγηθεί η πρόταση του Γκράτσι να αποφευχθεί η σύρραξη, με την παραχώρηση του ελληνικού εδάφους για τη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο.

Το κυριολεκτικό ΟΧΙ, το είπε ο ήδη κατακερματισμένος απ’ τον εθνικό διχασμό ελληνικός λαός. Αυτός βίωσε τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα και την εξαθλίωση. Τους δωσίλογους, τις εκτελέσεις, τους αφανισμούς ολόκληρων περιοχών, τα στρατόπεδα και τα βασανιστήρια. Τις ψείρες, τα συσσίτια, τα κάρα που μάζευαν τα σκελετωμένα πτώματα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Είχε προηγηθεί η δικτατορία του Ι. Μεταξά, του εμπνευστή της ιδεολογίας του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στα χνάρια της ιδεολογίας του «Γ΄ Ράιχ». Με πρόσχημα τη φυλετική ενότητα του έθνους, εφάρμοσε τις ίδιες τακτικές με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Διώξεις, αυθαίρετες συλλήψεις, αστυνομική τρομοκρατία, μεσαιωνικά μαρτύρια, απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, εξορίες, διάλυση συνδικάτων, βασανισμοί στα αστυνομικά τμήματα, ομάδες εφόδου και εκτοπισμός των προοδευτικών εκπαιδευτικών. Δημιουργείται η ΕΟΝ, με τις
χαρακτηριστικές σκούρες μπλε στολές και υιοθετείται ο χαιρετισμός δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός, όπως στη χιτλερική Γερμανία.Κλείνει τον «Ριζοσπάστη» και φυλακίζει τον Νίκο Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα, στην περιβόητη Ακτίνα Θ'. Μέχρι τα τέλη του 1939, έχουν συλληφθεί όλα σχεδόν τα μέλη του ΚΚΕ. 


Ένα κοινό στοιχείο με τη σημερινή πραγματικότητα των σύγχρονων γερμανόφιλων ηγετών, είναι η μεθοδευμένη και προπαγανδιστική καλλιέργεια ψευδών εντυπώσεων, ότι μεριμνούσε ανελλιπώς για τον εξοπλισμό του στρατού και την ασφάλεια της χώρας. Ένα δεύτερο, η κακοδιαχείριση της δικτατορίας στον περίφημο έρανο για την ενίσχυση της αεροπορίας. Όπως αποδείχτηκε, εκατομμύρια είχαν "καταφαγωθεί". Έτσι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο διαθέτοντας απαρχαιωμένα αεροπλάνα. Κι ένα τρίτο, το πιο χαρακτηριστικό ίσως. Ενώ ο λαός πολεμούσε κάτω από άθλιες συνθήκες, οι αξιωματούχοι της ΕΟΝ είχαν επιδοθεί σε μιαν απίστευτη κραιπάλη. Γύριζαν με κούρσες την Αθήνα, φορώντας τις μαύρες στολές και τις γυαλιστερές τους μπότες και γλεντούσαν στα πολυτελή γραφεία με τα αγαθά που πρόσφερε ο λαός για τους φαντάρους. Κατασπατάλησαν τα λεφτά που έδινε ο κόσμος απ' το υστέρημά του. Οι αποθήκες της οργάνωσης, βρέθηκαν γεμάτες δέματα που είχαν συγκεντρωθεί απ' την αρχή του πολέμου. Όσα δεν πρόλαβαν φυσικά να πουλήσουν ή να μοιράσουν μεταξύ τους.

Η τότε αστική τάξη, πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα και συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Η μηχανή του πολέμου έχει αλάνθαστα όπλα, που παραμένουν και στις μέρες μας αήττητα. Την προπαγάνδα. Την παραχάραξη της ιστορίας. Τη χειραγώγηση του λαού. Τη διαστρέβλωση των γεγονότων. Τη λάσπη σ' όσους τολμούν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να παλέψουν για τα συμφέροντα της πατρίδας τους κι όχι για τις βιομηχανίες και τις τράπεζες. Όταν ο Μανώλης Γλέζος κι ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη γερμανική σημαία του τρίτου ράιχ που κυμάτιζε μεσίστια στην Ακρόπολη, το τότε ΜΜΕ έγραφε:

Eφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941


Αναρωτιέμαι... στην ιστορία που γράφεται τώρα, ποια απάντηση θα καταγραφεί πως δόθηκε στα τελεσίγραφα του Βερολίνου και της Τρόϊκας; "Αγαπητή Καγκελάριε... ίσως ΟΧΙ, αλλά μπορεί και ΝΑΙ"