Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Η ατζέντα μιας ασυνήθιστης μέρας δίχως νούμερα


09.00 το πρωί. Μέχρι να γίνει ο καφές, λέμε σε τίτλους την προσωπική μας ειδησεογραφία.
"Ο μικρός ανέβασε πυρετό πάλι… Τσακωθήκαμε με την μεγάλη χτες το βράδυ… Μην την πιέζεις, είναι σε κρίσιμη ηλικία… Ο Νίκος πώς είναι;… Ο γιατρός μας είπε πως δεν το γλυτώνει το στεφανιογράφημα… Πήρε βαθμούς κι ο Βασιλάκης, πέφτει πάλι στα μαθηματικά…"

10.00: έχουμε καταδυθεί στον θολό πυθμένα της καθημερινότητας. Τηλέφωνα, χαρτιά, φωνές, εκνευρισμοί, νούμερα, συναντήσεις, νούμερα, νούμερα και πάλι νούμερα…
Τηλέφωνο στα μουλωχτά. Με φωνή ενοχική. Ότι βγαίνουμε για λίγο απ’ τον προσδιορισμένο μας κύκλο με τα νούμερα και γινόμαστε άνθρωποι.
"Έκανε πυρετό; Αχ ευτυχώς, δόξα τω Θεώ!... Να τον θερμομετρείς διαρκώς κι αν ανεβάσει δέκατα πάρε με αμέσως… Και δωσ’ του ντεπόν…"

11.00: σχεδιάζουμε την αυριανή μέρα. Το πρωί θα μιλήσουμε με τους τάδε, το μεσημέρι θα πάμε στους δείνα, μετά θα παρουσιάσουμε στους απαυτούς, συγχρόνως θα κλείσουμε συνάντηση με τους αποδαύτους και το απόγευμα θα δώσουμε προβλέψεις στους μεγάλους.
Ακούω κάποιον να γελάει ή είναι ιδέα μου; Μια ανατριχίλα με διαπέρασε, αλλά το απέδωσα στο κακοσυντηρημένο κλιματιστικό που ξερνάει τον ανακυκλωμένο μικροβιακό αέρα του, κατευθείαν πάνω στο σβέρκο μου.

12.00: έχουμε αφηνιάσει ήδη. Δεκάδες δάχτυλα βαράνε ιλιγγιωδώς πλήκτρα υπολογιστών. Χείλια σφιγμένα, ματιές φρενιασμένες. Δεν αναπνέουμε. Μόνο πληκτρολογούμε. Το οπτικό μας πεδίο εξαντλείται σε λίγα εκατοστά, ως την οθόνη του υπολογιστή. Τα νούμερα εισβάλουν απ’ τις κόρες των ματιών μας, διανύουν τα εγκεφαλικά κύτταρα και διαχέονται στο αίμα μας. Μόνο η φυσική μας ανάγκη, θυμίζει πως αποτελούμε ανθρώπινα όντα και όχι μεταλλικές συσκευές που διαχειρίζονται δεδομένα.

13.00: κι όση ώρα είμαι στην τουαλέτα ακούω φωνές απ’ το υπερπέραν του γραφείου.
"Αχ Παναγία μου τι έγινε; Γιατί δεν μου λέτε τι έγινε; Πείτε μου να πάρει ο διάολος!... έρχομαι, τρέχω… πού τον έχετε είπατε; Ερυθρός; Έρχομαι, κλείνω!..."


14.00: κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι. Η διπλανή καρέκλα είναι άδεια. Και η παραδιπλανή επίσης. Ευτυχώς δεν έφυγε μόνη. Ο Αποπάνω μαθαίνει τα νέα, σχηματίζει με τα χείλια του μια γκριμάτσα κατήφειας -διάρκειας λίγων δευτερολέπτων- και αμέσως μετά ρωτάει για τις παραγγελίες. Παίρνω τηλέφωνο ξανά σπίτι.
"Απύρετος; Έφαγε τίποτα; Αν κάνει εμετούς μην τον πιέζεις… Πρέπει να τον πάω στον παιδίατρο το βράδυ… Τι ώρα θα φύγω από δω μέσα;… Πού είναι τώρα; Τι περνάει;"

Την επόμενη μέρα ακυρώθηκαν κάποιες συναντήσεις, καθώς προέκυψε ένα απρόβλεπτο απ’ τα νούμερα τραγικό γεγονός. Το κονσέρτο με τα πληκτρολόγια ήταν υποτονικό κι ο Αποπάνω δεν ζήτησε νούμερα, επιδεικνύοντας την καλή του πρόθεση να συμμετέχει στο πένθιμο κλίμα του γραφείου.

Τη μεθεπόμενη, βρεθήκαμε έξω απ’ το μαντρί μας, ανίκανοι να διαχειριστούμε το φυσικό περιβάλλον, το οξυγόνο, τα συναισθήματα, την οδύνη και την αμετάκλητη απώλεια. Η μαεστρία μας να κουμαντάρουμε νούμερα και ποσοστώσεις, ήταν παντελώς άχρηστη τούτες τις ώρες. Ο ήλιος έλαμπε βασιλικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενόσω περιπλανιόμασταν στη ζώνη Β1 του κοιμητηρίου. Έψαχνα λέξεις… τι λένε τούτες τις ώρες;… σφίγγω τον ώμο της διπλανής μου… θυμάμαι τους δικούς μου αποχαιρετισμούς… με κυριεύουν οι φοβίες για τους ανθρώπους μου… τι θα έκανα αν;… τι θα πει στα παιδιά;… τι θ’ απογίνουν Θεέ μου;… χτες δεν πρόλαβα ξύπνιο τον μικρό… ενοχές… όλη τη μέρα ψηνόταν στον πυρετό κι εγώ δεν ήμουν πλάϊ του… πόση ζωή χάνουμε εκεί μέσα;… πόσο καιρό είχα να βρεθώ έξω στον ήλιο;… να πατάω χώμα και να μυρίζω ανθισμένα λουλούδια;… συνέρχομαι και θυμάμαι πού βρίσκομαι.

“Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου, εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός”…

Aπό ψηλά θα φαντάζουμε σαν ένα μαυροφορεμένο ανθρώπινο μελίσσι, που βουίζει πένθιμα πάνω απ’ το φρεσκοσκαμμένο μνήμα. Υψώνω τα μάτια προς τα πάνω, πιο πολύ για να μη βλέπω. Κατάλευκα μπαμπακένια συννεφάκια κάνουν χαμηλές πτήσεις πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αδέσποτα και γιορτινά, λες και ξεκόλλησαν απ’ τον καταγάλανο ουράνιο θόλο κι ήρθαν να παραλάβουν μια ψυχή και να παραδώσουν το μήνυμά τους. Ας είναι κάπου εκεί, ας είναι ένας παράδεισος που τον περιμένει, ας υπάρχει μια αιτία που έφυγε τόσο νωρίς, ας είναι σημαδιακό τούτο το συννεφένιο πέρα-δώθε, κι όχι τυχαίο…

Σε απροσδιόριστη και αδιάφορη χρονική στιγμή, βαδίζουμε σκυφτοί προς την έξοδο. Κάποιοι κλαίνε ακόμα -μακάριοι όσοι λυτρώνονται με τα δάκρυα- κάποιοι έχουν τρομαγμένο βλέμμα, σίγουρα απ’ τις προσωπικές τους προβολές και φοβίες.

Παίρνω τηλέφωνο σπίτι. Απύρετος;… σε λίγο θα είμαι εκεί… κλαίω και χαίρομαι ταυτόχρονα… που θα βρεθώ ένα μεσημέρι σπίτι… νωρίς, σαν άνθρωπος… να του ετοιμάσω μια σουπίτσα και να κάτσω ως το βράδυ στο προσκεφάλι του… να του χαϊδεύω τα μαλλιά… να κλάψω με την ησυχία μου… για όλα όσα έχασα… για όλα όσα θα χάσω… αύριο πάλι, θα είμαστε μια ανθρώπινη πομπή στο μεταλλικό κτίριο… πιο πένθιμη από ποτέ… αύριο στο θυσιαστήριό μας…

Βγαίνοντας απ’ τη σιδερένια πόρτα του κοιμητηρίου, ακούω τον Αποπάνω να ψιθυρίζει στον Αποκάτω του: “Από βδομάδα θα πάω για τεστ κοπώσεως”…

Νιώθω πάλι εκείνο το διαπεραστικό ψυχρό φύσημα στο σβέρκο μου.
Ίσως είναι απ’ την ένταση της ημέρας, ίσως κι απ’ την κούραση.
Ίσως πάλι να ήταν κι αληθινό. Ένα αστραπιαίο αλλά θορυβώδες ξεφύσημα. Σαν εκπνοή θεϊκού πικρόγελου.

Λίγο πριν φύγω, τα σύννεφα είχαν αποσυρθεί, κάποιοι μίλαγαν στα κινητά τους, η μέρα έμπαινε στη συνηθισμένη της τροχιά και τα νούμερα μας περίμεναν με εκδικητικότητα στο γραφείο. Γιατί αυτά δεν αναγνωρίζουν και δεν συγχωρούν απροσδόκητες αιτίες απουσίας.


Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Οι παλιές μας αγάπες που πήγαν στον παράδεισο


"Ό,τι έγραψα το 'γραψα ασθμαίνοντας γιατί με βαραίνουν οι μνήμες. Σπαράγματα μόνο είναι ό,τι θα διαβάσεις... Σπαράγματα λόγου από έναν άνθρωπο που στάθηκε όρθιος, άντεξε την ερημιά και την οδύνη με μόνο αποκούμπι - μπάλσαμο για την ψυχή μου, όπως ο ίδιος λέει- την ποίηση και το τραγούδι.
Πρέπει να καταλάβεις τη γενιά τη δικιά μας. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες σήμερα και παράγουν αντίθετους ανθρώπους. Εμείς είμαστε μια γενιά της θυσίας, της προσφοράς και των στερήσεων. Όταν μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί καταχτητές, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι μοναρχοφασίστες και είδαμε την ταπείνωση της πατρίδας μας, καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι.
Ξεπήδησαν οργανώσεις από κάτω, από τους απλούς ανθρώπους. Μέσα σ' αυτές συνθήκες της πάλης παίζαμε τη ζωή μας κορώνα - γράμματα. Παρατήσαμε το παιχνίδι, την κιθάρα και τον έρωτα, πιάσαμε τα όπλα και στήσαμε ένα παιχνίδι με το χάρο. Χορεύαμε αγκαλιά με το Χάρο"

Ο Πάνος των αντάρτικων και του κυρ Παντελή, ο Πάνος που τα έλεγε έξω απ’ τα δόντια και συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης, ο ακούραστος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο αντικομφορμιστής και συνεπής ιδεολόγος, είχε δώσει την τελευταία του μάχη με την επάρατη νόσο στο Νοσοκομείο Ερυθρός, στις 27 Ιανουαρίου 2009. Σαν σήμερα... 

Αντιγράφω απ' την προσωπική του σελίδα: http://www.panostzavellas.gr/
"Στο βουνό τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Συλλαμβάνεται και ξεκινά ο δρόμος για τις φυλακές. Μετά από δίκες καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο. Το 1958, αρρωσταίνει βαριά και το 1961 με τη βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στην Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί νοσηλεύεται τρία χρόνια και θεραπεύεται από την ασθένεια που υπέστη στις φυλακές. Παράλληλα εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική.
Επιστρέφει το 1965 στην Ελλάδα και ξεκινά την πρώτη του καλλιτεχνική δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας, δυστυχώς όμως όχι για πολύ, μια και η δικτατορία του 1967 κλείνει τις μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρίσκεται ξανά στη φυλακή, κατηγορούμενος για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα.
Το 1971 αποφυλακίζεται με το νόμο « Μη θεραπεύσιμης ασθένειας». Έχοντας μαζέψει το υλικό απ' όλα τα Αντιστασιακά τραγούδια, αλλά και με δικές του συνθέσεις, στήνει στην Πλάκα Το Αντάρτικο Αημέρι. Γράφει κάπου στο βιβλίο του, ANTAPTO-ROCK: « Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».



Και η Ταϋγέτη Μπασούρη (η Ταϋγέτη μας), η αγαπημένη "άσχημη" καρατερίστα των ταινιών που λατρέψαμε. Ο ρόλος της πλάϊ στον αξέχαστο Θανάση Βέγγο ως θεία, άφησε εποχή "Θα σκοτωθώ"!...


Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι ότι υπήρξε δυναμική αγωνίστρια και από νεαρή ηλικία ήταν ενταγμένη στο ΚΚΕ και συμμετείχε στο ΕΑΜ θεάτρου. Δεν έκρυψε ποτέ τα πολιτικά της φρονήματα και τιμωρήθηκε γι αυτά. Έκανε εξορία στο Τρίκερι, στη Γυάρο και στη Μακρόνησο. Όπως είχε εκμυστηρευτεί η ίδια σε φίλους της, είχε φάει ξύλο από χωροφύλακες, και καταβρέγματα με παγωμένο νερό μες στο χειμώνα.  Οι ξυλοδαρμοί ήταν κάτι που δεν ξέχασε ποτέ η Ταϋγέτη. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία και πάσχοντας από γεροντική άνοια, το μόνο που επαναλάμβανε ήταν τα περιστατικά βίας σε βάρος της. Η αγωνίστρια ηθοποιός ανέφερε με ικανοποίηση ότι δεν υπέκυψε και δεν υπέγραψε την περίφημη δήλωση μετανοίας. «Ήμουνα κομμουνίστρια. Δεν μετάνιωσα για ό,τι πέρασα», έλεγε περιγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα χιλιάδων αριστερών που έζησαν τις ίδιες εμπειρίες....

Μακρόνησος, πάνω αριστερά είναι η Ταϋγέτη με τη σκούπα στο χέρι
Έφυγε για την απάνω γειτονιά στις 28 Ιανουαρίου του 2003 από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν υπήρξαν πρωτοσέλιδα για τον θάνατό της και δεν τιμήθηκε όσο το άξιζε η πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Κυρίως για τη συνέπειά της στην τέχνη και στις ιδέες της. 




Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

H Ελλάδα δεν παίζει μαζί σας… πια!


“Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος (*) των ξένων είναι προδότης”
[Ιωάννης Καποδίστριας]

(*)

Δεν θα μείνετε στην ιστορία ως ηγέτες, μόνο ως διεκπεραιωτές ειλημμένων αποφάσεων από ξένες τράπεζες.
“Ευχαριστούμε” για τις πολύτιμες υπηρεσίες που μας προσφέρατε και σας κάνουμε δώρο ένα αναμνηστικό άλμπουμ απ’ τις ένδοξες μέρες της ηγεμονίας σας.

Μαζέψτε τα  ΜΑΤάκια σας και σ’ άλλη παραλία! Καγκελόφραχτη κατά προτίμηση. Και πάλι καλά δηλαδή, γιατί αν ήσασταν σε άλλη χώρα θα είχατε λογοδοτήσει και τιμωρηθεί παραδειγματικά προ πολλού. Για διαπλοκές, κατάχρηση εξουσίας, καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, βία και αυταρχισμό, ακόμα και ενάντια σε ευπαθείς ομάδες. 














Ο λαός που προδώσατε,
Τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν
Οι μαθητές
Οι φοιτητές
Οι συνταξιούχοι
Οι έμποροι & επαγγελματίες
Οι ομολογιούχοι που είχαν υποχρεωθεί ή εμπιστευθεί οικονομίες μιας ζωής σε ελληνικά κρατικά ομόλογα
Οι άνεργοι
Οι άστεγοι
Οι απολυμένοι
Οι ασφαλισμένοι που αποδίδουν τεράστια ποσά σε ασφαλιστικούς φορείς και επικουρικά ταμεία, χωρίς καμία αποδοτικότητα και δίχως ουσιαστική κάλυψη σε φάρμακα και γιατρούς
Οι συγγενείς των θυμάτων
Όσοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν
Οι μετανάστες που στοιβάζονται στα κέντρα βασανισμού, με ζωώδεις συνθήκες (οι οποίοι όμως εξυπηρετούν τη συνθήκη που υπογράψετε και αποφέρουν τα αντίστοιχα κοινοτικά κονδύλια)

Το άδικο και οι κραυγές τους, να σας συνοδεύουν πάντα!

(φωτογραφικό υλικό από ειδησεογραφικούς ιστότοπους)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

"Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ"

Βασίλης Τσιτσάνης: Σαν σήμερα γεννιέται το 1915 στα Τρίκαλα και πεθαίνει το 1984 στο Λονδίνο

"Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε.

Είπα ότι η προεισαγωγή ήτανε η προθέρμανση και η εισαγωγή η ζωή μου. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μία εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. …Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν… Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο… Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα, και αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια.

…Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή για δοκιμή. Μετά ότι παίξαμε, παίξαμε. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Μεγάλο μαρτύριο. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν. Οι δουλειές όμως δεν γίνονται έτσι.

…Και όταν ερχόταν και πήγαινα να ακούσω το δείγμα, αυτή η στιγμή ήταν τελετή για μένα. Δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Και οι παλιές αυτές εκτελέσεις μου το αποδεικνύουν. Γι αυτό βγήκαν αυτές οι εκτελέσεις που βγήκαν, γι αυτό και οι παλιοί δίσκοι μου έχουν τόσο μεγάλη μουσική αξία. Γιατί δεν ξαναγίνονται ποτέ. Τότε δούλευα μόνο για την τέχνη μου και για τίποτε άλλο.

…Γι αυτό θέλω να μη βρεθεί άνθρωπος που να μην πάρει αυτές τις παλιές και αυθεντικές εκτελέσεις. Δεν είναι απλώς δίσκοι με παλιά τραγούδια, είναι δίσκοι φτιαγμένοι με τόσες θυσίες, κόπους, βγαλμένοι από μένα τον ίδιο και από το λαό και για το λαό. Εκεί μπορεί να ακούσει ο καθένας και να καταλάβει τι πράγματα έβγαιναν με δύο όργανα, ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, και που και που μπαγλαμάς. Γι αυτό επιμένω τόσο πολύ.”

Επίλογος

Ο Τσιτσάνης έγραψε συνολικά περίπου 530 τραγούδια, εκ των οποίων περίπου 100 προπολεμικά. Πέθανε στις 18.1.1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο Χάραμα και δούλευε καινούργια τραγούδια.
“Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή”.




Πηγές κειμένου & φωτογραφίας απ' την κηδεία του



Υστερόγραφον: Το τραγούδι αφιερωμένο στον εορτάζοντα πρωθυπουργό μας, με την ελπίδα να νοηματοδοτήσει την Κυριακή των εκλογών.

Και μια αυτοσχέδια μαντινάδα που θα του αφιέρωνα στο βιβλίο ευχών:

Σου εύχομαι ολόψυχα να ζήσεις τόσα χρόνια 

όσα κι οι αλήθειες που έχεις πει, μιλώντας στα μπαλκόνια. 

Κρίμα που δεν συνέχισες στις πίτσες την καριέρα σου 

εγλύτωσε η μαγειρική και πέσαμε στα χέρια σου. 
.~.~.~.

Το έκανες το κέφι σου κι έγινες κυβερνήτης 

στα λόγια μεταρρυθμιστής - στην πράξη τραπεζίτης 

και σου το λέω φιλικά, όσο έχεις βήμα ακόμη 

πρέπει να έχεις τη μαγκιά και να ζητάς “συγνώμη”.

http://fouit.gr/
 

[Παρακαλώ, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα δώρου. Να έχει κάτι να μας θυμάται εκεί που θα πάει…]