Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Λουστρίνια νούμερο 37

4ο Παιχνίδι Λέξεων


«Το καστόρινο μποτίνι σε 39… και τη γόβα πίσω… και τη μπαλαρίνα με το σουέτ φιογκάκι… τα δοκιμάζω και θα δω ποιο θα πάρω».
Το κλασσικό παραμύθι : «Η αναποφάσιστη σαρανταποδαρούσα». Τίποτα δεν πήρε. Είχε χρόνο για σκότωμα. Μόλις τηλεφώνησε η κολλητή της, έφυγε δρασκελίζοντας ανοιγμένα κουτιά και  διάσπαρτα παπούτσια. Επιστρέφω στα κουτιά τους τα μποτίνια νούμερο 39, τις δωδεκάποντες νούμερο 40 -το 39 την χτύπαγε στο κότσι- και τις μπαλαρίνες με το σουέτ φιογκάκι. Μου φάνηκαν μελαγχολικές, μετά την οδυνηρή δοκιμασία τους στα πόδια της κυρίας με το κότσι. Σάμπως να τις άκουσα ν’ αναστενάζουν «Βάρκες μας έκανε η μαντάμ!»…

Ανεβαίνοντας στο πατάρι, ακούω για εκατομμυριοστή ίσως φορά, τον ήχο του τριξίματος απ’ την πετσικαρισμένη σκάλα. Θαρρώ πως γερνάμε μαζί. Όταν πρωτόπιασα  δουλειά στο πρατήριο υποδημάτων «Το Μιλάνο», ήταν μια κομψή στριφογυριστή σκάλα, που χαιρόσουν να την ανεβοκατεβαίνεις. Τακτοποιώ τα κουτιά στα ράφια τους. Στην κορυφή τα 36άρια… τεντώνομαι κι η μέση μου κάνει συγχορδία στη σκάλα του Μιλάνου. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πάντα ταξινομούσα δεδομένα στη ζωή μου. Μάλλον ήταν το πεπρωμένο μου να γίνω πωλήτρια παπουτσιών. Και το βράδυ σπίτι, συνεχίζω να τακτοποιώ για να διατηρώ το τέμπο μου. Τα παιχνίδια στο δωμάτιο του Πετράκη, τα βιβλία της Ρηνούλας, τα άπλυτα του Τάσου. Τα σώβρακα στους 90 βαθμούς… τις κάλτσες στη συρταριέρα… την γκόμενα του Τάσου στο πατάρι του μυαλού μου… ψηλά, μαζί με τα 36άρια...  «Ματίνα κατέβα! Πελάτισσα»…

Με λένε Ματίνα και φοράω το νούμερο 37. Οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι ως το νούμερο 35, κάπου στην εφηβεία μου. Λουστρινένια παπούτσια, σχολείο, βιβλία κι ένα σύντομο πέρασμα απ’ το δάσος της ξεγνοιασιάς, πριν φανεί ο κακός λύκος. Ο έσχατος ηρωικός αντιπερισπασμός της καλής μου μοίρας, στα άβολα παπούτσια που μου κράταγε ρεζερβέ η ζωή για τα επόμενα χρόνια.  Μαζί με τη μάνα μου, έθαψα τη σχολική ποδιά και τα λουστρινάκια μου. Πήγα τροχάδην στις νυφικές γόβες, νούμερο 38. Ευγενώς δανειοδοτημένες απ’ την ξαδέρφη Γιωργία. Έπλεαν τα πόδια μου, αλλά «M’ αυτούς τους πάτους, ποιος θα το καταλάβει;». Κανείς δεν κατάλαβε πως εκείνο το βράδυ δεν έκλαιγα από συγκίνηση, μα για το θεόρατο νούμερο ζωής που μου διαλέξανε.

Ο Τάσος φορούσε 43. Μολύβι το πόδι του. Το διαπίστωσα μόλις επιστρέψαμε απ’ το ταξίδι του μέλιτος. Πέντε μέρες στο πατρικό του, στους εξωτικούς Γαργαλιάνους. Τότε κατάλαβα πως το 37, δεν ζευγαρώνει επ’ουδενί με το 43. Νόμος της υποδηματοποιίας. Η τροχιά που διαγράφει μια κλωτσιά του 43, είναι απείρως μεγαλύτερη απ’ το ισχνό διάνυσμα του 37. «Με λίγο μολυβόνερο, ποιος θα το καταλάβει;»

Στο χαμηλοτάβανο παταράκι του Μιλάνου, έχω κρυμμένο ένα κουτί με τ’ αγαπημένα μου λουστρίνια, νούμερο 37. Με περίμεναν υπομονετικά να τακτοποιήσω όλα τα κουτιά στη θέση τους και να το σκάσουμε παρέα. Το αφεντικό γέρασε, το Μιλάνο κλείνει, ο Πετράκης φοράει πια νούμερο 44 και η Ρηνούλα 39. Ο Τάσος φοράει παντόφλες κι η γκόμενα του Τάσου παντρεύτηκε έναν βιομήχανο, πολλά νούμερα μεγαλύτερό της.
Απόψε φοράω τα λουστρίνια μου και ξαναμένω ορφανή. Χρωστάω σ’ ένα νούμερο που δεν το φόρεσα ποτέ. Το 36.

Tα λουστρίνια της Ματίνας περπάτησαν στο 4ο Παιχνίδι Λέξεων συντροφιά με υπέροχους συνοδοιπόρους - περιπατητές.
Η Μαρία άνοιξε και πάλι τις φιλόξενες πόρτες της και μας κέρασε άπλα, συγκινήσεις και χαμόγελα.
Στη μικρή της γκαλερί (μπλογκ το λέει εκείνη), μοιραστήκαμε τις συμμετοχές μας και περάσαμε αξέχαστες στιγμές.
Εύχομαι καλές περπατησιές στα παπούτσια μας κι ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για την τιμή που μου κάνατε!

Σαν υστερόγραφο να θυμίσω πως το Παιχνίδι αυτό ήταν μια ιδέα της Φλώρας, η οποία και το φιλεξενούσε αρχικά στο χώρο της Τexnistories.
Χάρη στην Μαρία, συνεχίστηκε κι έγινε θεσμός.
Μακάρι να μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τα πολύτιμα κομμάτια του και να κάναμε μια συλλογική έκδοση.
Ποτέ δεν ξέρεις...

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Λόλα, να ένα δάσος!


«Και δε μου λες ρε Κώστα, εσύ είσαι σίγουρος ότι στο υπουργείο σου δεν σε κλέβουν;»
«Eεε… μάλλον…»
«Και πώς τους ελέγχεις δηλαδή;»
«Eλέγχω τα έξοδα, τις αποδείξεις…»
«Χα!... ελέγχει τις αποδείξεις λέει… για ρίξε μια ματιά εδώ ρε Κώστα…»
«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Ζάκαρης Εμμανουήλ του Γρηγορίου, ιργάσθην εις το μαιευτήριον Πλατανιάς 16 μεροκάματα… χαχα, το ηργάσθην το έχει με γιώτα…»
«Κι επειδή το’χει με γιώτα λες να κουράστηκε λιγότερο; Για διάβασε παρακάτω…»

Ο διάλογος απ’ την επική ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο». Ο υπουργός Ανδρέας Μαυρογιαλούρος (Λάμπρος Κωνσταντάρας), τη στιγμή που αποκαλύπτει στον φίλο του υπουργό (Γιώργο Γαβριηλίδη), τις ρεμούλες που γινόντουσαν στο χωριό της Πλατανιάς, απ’ τον τοπικό κομματάρχη Γκρούεζα. Ο συμπαθέστατος λοιπόν φίλος του, απ’ την επιστολή καταγγελίας που είχε μπροστά του, εντόπισε με ύφος ακαδημαϊκού που διορθώνει γραπτό φοιτητή του, μόνον το ορθογραφικό λάθος του καταγγέλλοντα. Το γιώτα!
«Χαιρέτα μου τον πλάτανο!... ε, την Πλατανιά ήθελα να πω!»


Είναι φορές που νιώθω πως έχουμε πάθει απόσπαση προσοχής. Υπερεκτιμούμε το διαδίκτυο, τα σχόλια, τις αναρτήσεις, τα παιχνίδια που σκαρώνουμε για να έχουμε το μυαλό μας σε εγρήγορση, αλλά και για να διατηρούμε την παρεϊστικη διάθεση και τον αυθορμητισμό μας. Κουράστηκα να διαβάζω τσιτάτα και υποδείξεις για το πώς γράφεται το «ηργάσθην». Και δεν μου καίγεται καρφί για το λάθος φωνήεν. Όχι από έλλειψη σεβασμού στην ορθογραφία. Μα γιατί θεωρώ πιο σημαντικό το “δάσος”. Την καταγγελία του γράφοντα. Αυτό που ένιωθε όσο έγραφε το πόνημά του. Ακούω τη φωνή του, αφουγκράζομαι τη διάθεσή του, ιχνηλατώ τα σημάδια που αφήνει πίσω απ’ τις λέξεις του. Η διόρθωση με το κόκκινο στυλό και η κακή αξιολόγηση, με παραπέμπει στα σχολικά μου χρόνια. Και ήταν ελάχιστα αυτά που έμαθα απ’ τους επικριτικούς δασκάλους, που με διόρθωναν με τεντωμένο τον δείκτη. Η γνώση κατακτήθηκε απ’ αυτούς που με παρότρυναν να σκέφτομαι και να γράφω. Κι ας έκανα λάθη.  Γιατί οι πιο σημαντικοί δάσκαλοι, δεν είναι  αυτοί που αυτοπροσδιορίζοντανται ως γνώστες. Είναι αυτοί που εκπέμπουν φως, που είναι ρευστοί και ανεκτικοί στα λάθος φωνήεντα. Που δεν διδάσκουν από ματαιοδοξία και έπαρση, αλλά από ειλικρινή διάθεση να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους και να μοιραστούν την εμπειρία τους. Ταπεινά και αθόρυβα.


Άλλωστε δεν συνυπάρχουμε σε φιλολογικό φόρουμ και δεν κληθήκαμε από κανέναν να προσφέρουμε υπηρεσίες διόρθωσης κειμένου. Εννοείται πως αν θέλουμε να ικανοποιήσουμε το αναγνωστικό μας ντέρτι σε κείμενα διορθωμένα και αψεγάδιαστα (αυτό με επιφύλαξη), θα μελετήσουμε βιβλία και επαγγελματίες συγγραφείς. Εδώ μάνα μου είμαστε μια μικρή γειτονιά. Χορτάσαμε από πολιτική αλητεία, αδιέξοδα, άγχη, κατάθλιψη, επιθετικότητα και ειρωνεία. Ένθεν και ένθεν. Ας κρατήσουμε τουλάχιστον τη γειτονιά μας καθαρή. Ας δείξουμε τον πολιτισμό μας, στην οθόνη μας.

Κι αντί για like και τσαχπινιές στο ίντερνετ, ας κρατάμε ζωντανά μέσα μας τα λόγια των μεγάλων μας δασκάλων (για όσους αληθινά τους έχουν διαβάσει):

«[…] δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια-ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε ένας μαθητής, χλωμός κοκκινομάλλης, που’ χε έρθει εφέτο στο χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο : - Σώπα δάσκαλε, φώναξε, σώπα δάσκαλε ν’ ακούσουμε το πουλί!»

Νίκος Καζαντζάκης - Αναφορά στον Γκρέκο

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

11.00 – 7.00 [Ιστορίες της νύχτας]


-         Τελειώνει ο ορός, σύρε Χριστιανή μου να φέρεις μια μπουκάλα!
-         Να βάλω τη ρόμπα μου πρώτα κυρία Ελένη… πω-πω απ’ τα μούτρα μ’ έπιασες ακόμα δεν ήρθα.
-         Άργησες.  Έντεκα και δέκα πήγε η ώρα. Ανεπρόκοπη είσαι Μπέλλα!
-         Έντεκα παρά πέντε είναι κυρία Ελένη. Έλα, ώρα για το μπανάκι μας…
-         Να μ’ αλλάξεις και κιλότα. Αύριο θα περάσει ο γιατρός να δει την καισαρική μου. Το μωρό; Πού είναι το μωρό μου; Δεν μου το φέρανε από ψες να το ταϊσω. Άμε να τους πεις να το φέρουνε κοντά μου απόψε. Να κοιμηθούμε αγκαλιά…
-         Σσσς… μη φωνάζεις κυρία Ελένη.  Θα ξυπνήσουμε την κυρία Θεώνη δίπλα. Έλα, στηρίξου πάνω μου και σήκωσέ μου τον ποπό σου… μπράβο το κορίτσι μου! Γύρνα λίγο στο πλάϊ… έτσι μπράβο! Να βάλουμε λίγο ταλκ στην κατάκλιση κι είσαι έτοιμη για νάνι.
-         Θα μου πεις ένα νανούρισμα ν’ αποκοιμηθώ; Άντε γεια σου! Πες μου κάτι απ’ τον τόπο σου.
-         Πάω να πλύνω την πάπια κι έρχομαι. Σκεπάσου κυρία Ελένη, κάνει ψύχρα απόψε.
-         Να μου βάλεις και κολόνια λεμόνι κόρη μου… και να με σταυρώσεις να καλοξημερώσω!
-         Σκεπάσου κυρία Ελένη…

“Έχει δέκατα πάλι. Και το χρώμα της δεν είναι καλό. Μπορείτε να έρθετε λίγο να την δείτε; Δεν έχω καλό προαίσθημα… Επιτέλους, μάνα σας είναι! Αν συμβεί κάτι… όχι δεν σας πιέζω κυρία μου… Φυσικά και δεν με πληρώνετε για να μιλάω στα τηλέφωνα… Κατάλαβα, αφήστε το. Καληνύχτα κυρία Νάνσυ!

-         Μπέλλα… άπλωσε τα πόδια σου εδωνά στην άκρη του κρεββατιού. Βαλ’τα κάτω απ’ τα σκεπάσματα να τα ξεκουράσεις λίγο. Κλείσε τα μάτια σου, άμα θέλω τίποτις θα σε σκουντήξω…
-         Είσαι ζεστή κυρία Ελένη. Έλα να βάλουμε το θερμάμετρο.
-         Θερμόμετρο το λένε βρε χαζούλα… ακόμα δεν έμαθες να μιλάς σωστά;
-         Έχεις δέκατα, πάω να φέρω ένα αντιπειρατικό.
-         Ξεπίτηδες το κάνεις. Για να γελάσω ε;
-         Σήκωσε λίγο το κεφαλάκι σου.. έλα ρούφα απ’ το καλαμάκι. Μπράβο το κορίτσι μου!
-         Αχ να χαρείς, σβήσε τη λάμπα! Έλα, ίσιωσε λίγο τα πόδια σου να ξεπρηστούν. Τι ώρα είναι;
-         Κοντεύουν μεσάνυχτα. Κοιμήσου κυρία Ελένη. Κοιμήσου…
-         Έχεις κι εσύ την κόρη σου στα ξένα; Τήνε βλέπεις καθόλου;
-         Eγώ έχω ένα μικρό αγοράκι... μωρό το άφησα στη μάνα μου, για να’ρθω να δουλέψω στην Ελλάδα... κι ακόμα παλεύω να μαζέψω χρήματα και  να φτιάξω τα χαρτιά μας... να τους φέρω  εδώ... να’μαστε όλοι μαζί... άστα κυρά Ελένη… Να δω αν είσαι ζεστή… μπα, δροσέρεψε το μέτωπό σου. Κοιμήσου τώρα. Το ξενυχτήσαμε απόψε κι έχουμε πρωινό ξύπνημα αύριο. Θα’ρθει κι ο σπαθολόγος να μας δει ε;
-         Αχ σε καλό να μας βγουν!... και δεν μπορώ και να γελώ απ’ τους πόνους.
-         Πονάς κυρία Ελένη;
-         Εσύ δεν πονάς κόρη μου; Το ίδιο καρφί έχουμε… Τον ίδιο πόνο. Καληνύχτα κόρη μου!

Κοιμήσου μες στην κούνια σου, μες στ’ άσπρα τα πανιά σου,
κι η Παναγιά η Δέσποινα θα είναι συντροφιά σου.
Καληνύχτα κυρία Ελένη…



Λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας, η κυρία Ελένη τύλιξε για τελευταία φορά τα σκελετωμένα της δάχτυλα στον καρπό της Μπέλλας. “Να’χεις την ευχή μου κορίτσι μου”... σ’ αυτόν τον αναστεναγμό λευτερώθηκε η ψυχή της κι η Μπέλλα, όση ώρα σκέπαζε το πρόσωπό της με το λευκό σεντόνι, αναρωτιόταν για το ποια ήταν η παραλήπτρια της ευχής.
Είχε ήδη ξημερώσει όταν τηλεφώνησε στο πρακτορείο, για να τους ενημερώσει πως έμεινε δίχως δουλειά. Κι ύστερα στην κυρία Νάνσυ, επιστρατεύοντας την πιο υπηρεσιακή της φωνή. Αισθάνθηκε πως της ανέτρεψε το πρόγραμμα της μέρας και πως -ίσως- θα έπρεπε να αναβάλλει κάτι, για να επικοινωνήσει με το γραφείο τελετών που παρέλαβε το σώμα της μητέρας της.

Τέλος, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της κυρίας Ελένης σε μια νάϋλον σακούλα και άκουσε με ανακούφιση πως ήταν παντελώς άχρηστα στην κόρη της. Κράτησε τη μυρωδιά και τα τελευταία της λόγια, μαζί με τη ρόμπα της, την ξύλινη εικονίτσα που είχε κρεμασμένη στο κεφαλάρι, το μαύρο κομποσκοίνι που δεν έβγαλε ποτέ απ’ τον καρπό της, και το οβάλ μπουκαλάκι με την κολόνια λεμόνι.
Και συνέχισε το «αποκλειστικό» της, όταν γύρισε κατάκοπη στο μικρό της δωμάτιο. Την έκλαψε με λυγμούς. Σαν να θρηνούσε την απουσία της μάνας της.


Πηγή φωτογραφιών:

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΟΧΙ… ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

//Kανείς δεν θέλει τον πόλεμο, κι όμως ξεσπά… θα γινόταν πόλεμος αν έλεγε όχι ο αυτοκράτορας; Ή ας πούμε είκοσι με τριάντα άλλοι σαν και δαύτον σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Τι λόγο έχει ένας Γάλλος κλειδαράς ή ένας Γάλλος παπουτσής να επιτεθεί εναντίον μας; Τελικά υπάρχουν άνθρωποι που τους συμφέρει ο πόλεμος… κι ένας σπουδαίος αυτοκράτορας χρειάζεται τουλάχιστον έναν πόλεμο για να γίνει διάσημος, το ίδιο και οι στρατηγοί. Διάβασε τα σχολικά βιβλία και θα δεις…//

Όταν ο Γερμανός συγγραφέας Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έγραψε το αντιπολεμικό αριστούργημα «Ουδέν  από το Δυτικό Μέτωπο», οι Ναζί του Γ’ Ράϊχ απαγόρευσαν την κυκλοφορία του και έκαψαν στην πυρά χιλιάδες αντίτυπα. Μαζί με τα βιβλία του Μπρεχτ, του Μαρξ, του Τολστόϊ και πολλών άλλων που ενοχλούσαν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Σε πείσμα των συμπατριωτών του που οργάνωναν ήδη το δεύτερο παγκόσμιο αιματοκύλισμα, το βιβλίο του Ρεμάρκ μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες και αγαπήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Λίγο πριν το ξεκίνημα του B’ παγκοσμίου πολέμου, και ενόσω η χιτλερική μηχανή προετοίμαζε την αναρρίχηση της στην εξουσία, προβάλλεται στις αίθουσες του Βερολίνου η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Αγέλες της χιτλερικής νεολαίας με προαγορασμένα εισιτήρια, εφορμούν στην αίθουσα προβολής, ουρλιάζοντας “Γερμανία, ξύπνα!” . Η ταινία φυσικά απαγορεύεται και ο Ρεμάρκ εγκαταλείπει τη χώρα του το 1931, δύο χρόνια προτού ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία. Το 1943 η αδελφή του που έχει παραμείνει στην Γερμανία, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται ως ηττοπαθής και αποκεφαλίζεται. Πάλι σε πείσμα των συμπατριωτών του, το βιβλίο του έγινε δύο φορές ταινία. Η πρώτη το 1930 από τον Λούις Μάιλστοουν, αποσπώντας Όσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας και η δεύτερη το 1979 από τον Ντέλμπερτ Μαν, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερης παραγωγής.

Ο Ρεμάρκ στο βιβλίο του, διηγείται αριστοτεχνικά τον μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς που σμπαράλιαζε τα νεύρα των στρατιωτών. Οι στρατιώτες υπέφεραν συχνά απ’ την πείνα, τη δίψα, τη βρωμιά, τη λάσπη, τις ψείρες, τα ποντίκια, την δυσεντερία, τον πυρετό, τον φόβο και τη θλίψη. Πολλοί “έσπαγαν”, πάθαιναν κρίσεις πανικού ή τρελαίνονταν κι έφευγαν απ’ τα χαρακώματα και σκοτώνονταν, γιατί δεν ήταν σε θέση να προφυλαχτούν, αποτελώντας εύκολο στόχο του εχθρού. Αυτή τη στασιμότητα στην εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων εκφράζει κι ο τίτλος του μυθιστορήματος «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», φράση που αναμετέδιδαν τα επίσημα ανακοινωθέντα του στρατού, θεωρώντας ως ασήμαντη είδηση, τους θανάτους τόσων νέων που έπεφταν  νεκροί. Ένας τίτλος που εκφράζει την πραγματικότητα του πολεμικού μετώπου αλλά συγχρόνως χλευάζει την αντίληψη της στρατιωτικής ηγεσίας, που γι αυτήν μετρούσε μόνο η νίκη, αγνοώντας τις απώλειες ανθρώπινων ζωών.

//Είμαι νέος είκοσι χρονών. Κι όμως από τη ζωή μου δεν γνώρισα παρά μόνο την απόγνωση, το θάνατο, το φόβο και μια ατέλειωτη αλυσίδα από παράλογες επιπολαιότητες και απύθμενο πόνο. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα … υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Κι μαζί με μένα τα βλέπουν όλα αυτά, όλοι οι νέοι της ηλικίας μου, εδώ κι απέναντι , τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά …Χρόνια τώρα δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να σκοτώνουμε...Ο πόλεμος σμπαράλιασε το καθετί για μας. Δεν είμαστε πια νέοι. Δεν θέλουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο … ό,τι αρχίσαμε ν’ αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε... Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας. Δεν πιστεύουμε πια στην πρόοδο, στις προσπάθειες…χαρτιά, βρισίδι και πόλεμος είναι οι ειδικότητες μας... //     



Erich Maria Remarque
Αν μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια νεκρών, δεν έχουμε ακόμα επίγνωση για το ποιοι και γιατί ορίζουν τις ζωές μας, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Και οι δύο πόλεμοι ξεκίνησαν από μια απόλυτα μιλιταριστική χώρα, κατακερματισμένη  σε κρατίδια, που έστησε μια πολεμική βιομηχανία για να διεκδικήσει το μεγαλύτερο μερτικό στις ευρωπαϊκές αγορές και στα πετρέλαια. Πάνω από εξήντα χώρες βίωσαν τη φρίκη του πολέμου, λαοί ολόκληροι που δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους συγκρούστηκαν και αφανίστηκαν. Οι  μαζικές εξοντώσεις έγιναν βιομηχανικό προϊόν, εξελίχθηκαν και μοντερνοποιήθηκαν. Απ’ τις ξιφολόγχες και τα τουφέκια, περάσαμε στις ύπουλες νάρκες και τα φλογοβόλα όπλα. Απ’ τις κυριολεκτικές αιχμαλωσίες που είναι χρονοβόρες και απαιτούν κόστος, περάσαμε στην οικονομική ομηρία και στην ιδεολογική εξόντωση των λαών. Κι απ’ τα διάσπαρτα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούσαν σαν μονάδες επεξεργασίας θανάτου, με πειραματικές μεθόδους στην αρχή και με πιο εξελιγμένους τρόπους μαζικών θανατώσεων αργότερα, περάσαμε στην αξιοποίηση του θαλάσσιου πλούτου. Γιατί να στήνονται στρατόπεδα εξόντωσης που έχουν και κόστος συντήρησης, ενώ μπορούν να εκμεταλλευτούν την απεραντοσύνη της θάλασσας; Ο υγρός τάφος είναι και ο πιο ασφαλής τάφος για τον δολοφόνο. Το θύμα δεν θα ανακαλυφθεί ποτέ. Κι αν αυτό γίνει, δεν θα υπάρχουν πειστήρια του εγκλήματος.


Το "βαρύ πυροβολικό” εξακολoυθεί να είναι ο φόβος.
Το αλάνθαστο εργαλείο, η προπαγάνδα.
Η πιο ασφαλής στρατηγική, η χειραγώγηση.
Στρατηγικής σημασίας πολεμιστές, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Πλέον μάχιμοι, όσοι χρηματίζονται ξεπουλώντας αξίες, ανθρώπους, συγγενείς και χώματα.
Και τα πιο βολικά θύματα, όσοι βλέπουν, ακούν και σιωπούν. 

Φωτογραφία απ’ την είσοδο στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στη διάρκεια της κατοχής, το στρατόπεδο “φιλοξένησε” πάνω από 21.000 κρατούμενους, καλωσορίζοντας τους μ’ αυτό το ρητό. Μετά από θηριώδη βασανιστήρια για απόσπαση πληροφοριών, τους οδηγούσαν σε τόπους εκτέλεσης ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Γερμανία. Από κει έφυγαν και οι 200 ήρωες που εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του '44. Το στρατόπεδο είχε ιδρύσει ο Ι. Μεταξάς το 1936 στη θέση Καραϊσκάκη.

Η αντίσταση άλλωστε, θεωρείται ζημιογόνος παράγοντας στο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης ενός πρότζεκτ, γιατί δημιουργεί καθυστερήσεις και αυξανόμενο ρίσκο. Γιατί για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα, ένα “πρότζεκτ” είμαστε. Το καθημερινό δελτίο με τους αριθμούς των πνιγμένων στη Μεσόγειο και οι ανταποκρίσεις με τα καραβάνια των ξεριζωμένων προς τις αφιλόξενες πύλες της Ευρώπης, μπαίνουν σαν δεύτερη είδηση στα ανακοινωθέντα των καναλιών.



"Κυρίες και κύριοι, με λαμπρότητα εορτάστηκε και φέτος η επέτειος του ιστορικού ΟΧΙ σ’ ολόκληρη τη χώρα. Τα κλιμάκια της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας του τόπου, παραμένουν καθησυχαστικά: ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ…"