Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Τα μανουσάκια της κυρά-Πολυξένης

Θυμιώ να με λέτε. Ευθυμία το βαφτιστικό μου, στη μνήμη του μοναχογιού της νουνάς, που τον εκτελέσανε δεκαεφτά χρονώ παλληκάρι οι τσολιάδες στον εμφύλιο. Η σχωρεμένη η νουνά το’βαλε όρο στη μάνα: 
 «Άμα δε σ’αρέσει τ’ όνομα κουμπάρα, άμε βρες άλλον να στο βαφτίσει!»
Η κυρά-Πολυξένη ήταν η πρακτική γιάτρισσα που με ξεγέννησε, η μοναδική συγχωριανή που γιατροπόρεψε τη μάνα στη δύσκολη γέννα της. Παλιά πρόσφυγας απ’ την Τασκένδη, την κορόιδευαν τα παιδιά στις αλάνες, γιατί είχε λέει γυάλινο το ζερβό της μάτι και το μισό της καύκαλο ήταν από λαμαρίνα, θυμητάρι από τραύμα στις μάχες του αντάρτικου, στα κορφοβούνια της Παρνασσίδας. Κι ως βγήκα καχεκτική σαν τα χαμόδεντρα στις πεζούλες της πλαγιάς, με λυπήθηκε και το’ ταξε πως θα με βαφτίσει αν ζούσα. Σπάνια μίλαγε, μα τη θυμάμαι να μαζεύει μανουσάκια απ’ τις βραγιές και να τα φέρνει σπίτι μας με λίγα αυγουλάκια απ’ τις κοσάρες της, να φάω να δυναμώσω που ήμουνα λειψή απ’ την αδενοπάθεια. Ξέφυγε ο νους, συμπαθάτε με…

Στην πρόσκληση της μάνας στα βαφτίσια, μονάχα τρεις νοματαίοι ήρθαν. Η Βαρδαμήλαινα με το σακάτικο ισχίο σερνάμενη απ’ τον καλότροπο άντρα της τον κυρ-Χρόνη κι η κυρά-Βενετσιάνα του φούρναρη. Άλλος συγχωριανός δεν πάτησε στην εκκλησιά, κι ας σταυροκοπιόντουσαν γονυπετώς στους εσπερινούς, αφού πρότερα βριζόντουσαν στα κεφαλόσκαλα. Ως κι ο κυρ-Θόδωρος ο μπακάλης, που η μάνα  τον ανάστησε με ενέσεις πενικιλίνης σαν θανατοπάλευε με τις πνευμονίες και που της είχε μεγάλη υποχρέωση καταπώς έλεγε, μήτε κι αυτός ήρθε. Πολύ την έγδαρε αυτό τη μάνα. Συμπαθάτε με, συγκινήθηκα…

Θυμιώ λοιπόν. Της Ματούλας Καραμπίνη. Αγνώστου πατρός στα χαρτιά. «Βαριά σκιά θα πλακώνει το κορίτσι μας!», μοιρολογούσε η γιαγιά. Βροχή τα δάκρυα στης μάνας την τριμμένη ποδιά. Κύρτωνε η ράχη της στο μαρμάρινο νεροχύτη. Παρευθύς τεντωνόταν σαν ελατήριο, έσιαζε τις φουρκέτες της και καμωνόταν πως ψαχούλευε το ραφάκι με τα μπακίρια και τα κατσαρολικά. «Μη τα λες αυτά μπροστά στο παιδί!» τη μάλωνε χαμηλόφωνα, μα εγώ τις άκουγα κάθε σύθαμπο στην αυλή πάνω στα ασβεστωμένα πλιθιά, να κλαίνε φαρμακωμένες κάτω απ’ τη γέρικη μουριά κι ύστερα να προσεύχονται  στους ξύλινους αγίους στο εικονοστάσι.

Ο πάτερ-Τιμόθεος μας διάβαζε τα συναξάρια του Νικόδημου, για τη φιλαυτία και τ’ ανθρώπινα πάθη, μεγάλη βδομάδα κι ετοιμαζόμασταν να γιορτάσουμε την Πασχαλιά. Όρμησε αλαφιασμένη στο ναό η κυρά-Πολυξένη, «Τρέχα πουλάκι μου σπίτι… η μάνα σου…». Μήτε που θυμάμαι πώς έφτασα στην αυλόπορτα, τραβηγμένο ήταν το σιδερένιο μάνταλο. Κατάχαμα στην κουρελού τη βρήκα, με τα μυγδαλωτά της μάτια ορθάνοιχτα, σαν την Παναγιά στο εικονοστάσι μας,  ένα ξέπνοο κουφάρι μ’ όλη τη θλίψη του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπό της… η μανούλα μου στο σταυρό του μαρτυρίου, αυτόν που στολίζαμε με πανσεδάκια πρωτύτερα στην εκκλησιά.

Αυτό γιατρέ μου με χαράκωσε...Τρεις-τέσσερις άνθρωποι να κουβαλάμε βουβοί το φορτίο της στο αγιάζι, ως τα ριζά του κοιμητηρίου. Οι συγχωριανοί γλεντούσαν την ανάσταση του Χριστού κι ήταν μόνο η κυρά-Πολυξένη που απόθεσε λίγα μανουσάκια πριν την καταπιεί το χώμα. Κι όταν έπεσε η αυλαία κι ο πάτερ-Τιμόθεος έφυγε βιαστικός για το χωριό, φύτρωσαν τα μανουσάκια πάνω στο νωπό χώμα, δεύτερη ανάσταση μου φάνηκε, μύρισα ανοιξιάτικες ευωδιές κι είδα τη μορφή της στον ουράνιο θόλο… στιγμιαία, μα την είδα σας λέω!..


Η κυρά-Πολυξένη και τα μανουσάκια της, πήραν μέρος στον έβδομο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», στο στέκι της Μαρίας μας. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται καλά πως το παιχνιδόλεξο εμπνεύστηκε και πρωτοξεκίνησε η Φλώρα μας στο TEXNIS STORIES. Τη σκυτάλη και τη γενναία απόφαση να το συνεχίσει, πήρε η Μαρία και –προσωπικά- νιώθω ευγνώμων για την παραχώρηση του χώρου και του χρόνου της. Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου τους συνοδοιπόρους και συμπαίχτες που πήραν μέρος σ’ αυτήν την ενότητα, έχοντας μιαν ιδιαίτερη λέξη να διαχειριστούν. Τη φιλαυτία. Καθόλου τυχαία η επιλογή της και χαίρομαι που δουλέψαμε μ’ ένα τέτοιο υλικό στον «πάγκο» μας. Μπορεί να δυσκόλεψε αρχικά, όπως κάθε τι που σκάβει κάτω απ’ την επιδερμίδα μας και απαιτεί να το ψάξουμε στο προσωπικό μας αξιακό «λεξικό», να το ορίσουμε και να του δώσουμε τη διάσταση που του πρέπει.
Ευχαριστώ θερμά για τα σχόλια σας και την αγάπη που περιβάλλατε την κυρά-Πολυξένη!
Ένα ματσάκι μανουσάκια και την καληνύχτα μου!



Οι φωτογραφίες απ’ το προσωπικό λεύκωμα της Μαρίας εδώ: http://mytripssonblog.blogspot.gr/


Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Άνοιξη στα βάθη της Αβησσυνίας

-       Ο κύριος;... Πώς μπορώ να βοηθήσω;
-       Θα ήθελα λίγη άνοιξη σε προσιτή τιμή... έχετε;
-       Eιδικότης του καταστήματος!… θα την πάρετε εδώ ή να σας την πακετάρω;
-       Εδώ καλύτερα…  
-       Περίφημα! Ετοιμάζω τα σύνεργα… εσείς βολευτείτε εκεί έξω στη λιακάδα κι έφτασα κι εγώ.
-       Μπορώ ν’ αφήσω το χειμώνα μου σ’ αυτήν τη μπρούτζινη ομπρελοθήκη;
-       Ελεύθερα! Κι ότι άλλο σας βαραίνει… τις βροχές, τους βοριάδες και τ’ ακραία καιρικά σας.
-       Ευχαριστώ, ξεχειμώνιασα ήδη!... Να καθίσω εδώ; Καλά είναι;
-       Μια χαρά!... σηκώστε μου λίγο το κεφάλι ψηλά…
-       Δύσκολα μου βάζετε… Εγώ για να καταλάβετε κύριε μου, τα τελευταία χρόνια είμαι διαρκώς με το κεφάλι κολλημένο στο στήθος.
-       Φαίνεται στο κυρτωμένο σβέρκο σας… αλήθεια, πόσων χειμώνων είστε;
-       Σαράντα, αν δεν έχω χάσει το μέτρημα στους Μάρτηδες.
-       Μόλις τελειώσουμε, θα φαίνεστε δέκα Μάρτηδες λιγότερους!... γελάτε;… αλήθεια σας το λέω, θ’ ανοίξει το πρόσωπό σας, θα δείτε!

-       Πολύ αισιόδοξο σας βρίσκω κύριε μπαρμπέρη μου!...
-       Μα δεν είμαι μπαρμπέρης... ένας απλός μεταπράτης είμαι. Συλλέγω εποχές και τις μεταποιώ στις ανάγκες των πελατών μου.
-       Κάνετε κι ανταλλαγές δηλαδή; Έχω μια μεγάλη συλλογή από παγωμένες νύχτες, τα άπαντα της μοναξιάς σε δερματόδετους τόμους, βινύλια με ανήλιαγα πρωινά και μπακιρένιους έρωτες.
-       Τις αξυρισιές ξεχάσατε… πολύ σύντομα θα διαθέτατε και συλλογή από βοστρύχους.
-       Πλάκα έχετε!... δεν μου είπατε όμως… μπορούμε να τα βρούμε στην τιμή και να πάρω την ανοιξιάτικη συλλογή σας;
-       Μα βέβαια! Στην άνοιξη όμως να ξέρετε, δεν κάνω σκόντο. Η αξία της είναι ανεκτίμητη και τα κομμάτια που διαθέτω πολύ φίνα.
-       Για πείτε… μ’ ενδιαφέρει πολύ!... Κολόνια λεμόνι μου βάζετε; Αχ, τι μου θυμίσατε!... κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είχε λατρεία σ’ αυτή την κολόνια, είχε κι ένα γυάλινο μπουκαλάκι με ψεκαστήρι… ξέρετε, είχε κι εκείνος ένα συνοικιακό μπαρμπέρικο και μου μάθαινε ν’ ανακατεύω ανθόνερο με μοσχοσάπουνο σ’ ένα τσίγκινο κυπελάκι, κι ύστερα…
-       Η κολόνια δώρο του καταστήματος! Το πακέτο λοιπόν περιλαμβάνει ένα ανοιξιάτικο ποτ-πουρί με αμείλικτες λιακάδες, μεταφυτεύσεις λουλουδιών, πρωταπριλιάτικα ψέματα,  κατανυχτικές φεγγαρογιορτές, πασχαλιές ανθισμένες, πορφυρά ηλιοβασιλέματα και ευοίωνα χελιδονοκαλωσορίσματα.
-       Φοβάμαι ότι έχω ξεχάσει τις οδηγίες χρήσης… πώς θα τη μεταχειριστώ τόση άνοιξη;
-       Δεκτές και οι επιστροφές. Αν δεν καταφέρετε να την κάνετε ζάφτι, τη φέρνετε πίσω και σας επιστρέφω το χειμώνα σας, που μου είναι και άχρηστος δηλαδή.
-       Γιατί το λέτε αυτό;
-       Δεν έχει πια ζήτηση κύριε μου. Γέμισε ο τόπος χειμώνες, ποιος θα’ρθει ως την Αβησσυνίας να πάρει δεύτερο χέρι χειμώνα;
-       Σωστά… και πόσο θα μου κοστίσει η άνοιξη;
-       Δικαιωματικά σου ανήκει παλληκάρι μου… η δική σου άνοιξη είναι που μου την άφησες αμανάτι εδώ και χρόνια. Την περιποιήθηκα, την κράτησα ζωντανή και καλοδιατηρημένη και σε περίμενα να την αναζητήσεις. Καβάλησε τη μοίρα σου και γκάζωσε τη ζωή σου, να τη νιώσεις ως το μεδούλι. Κι όταν θα την κατακτήσεις ολότελα, έλα να με βρεις ξανά με τα χαμόγελα και τις ελπίδες σου… Μπριλ-κρημ βάζουμε ή τα θέλεις ατημέλητο λουκ;

 Eκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, οι περαστικοί χάζευαν έναν φρεσκοξυρισμένο άντρα που είχε μείνει σα στήλη άλατος μπροστά σ’ ένα παλαιοπωλείο. Χάζευε για ώρα την ξεθωριασμένη ταμπέλα, παρατηρούσε σα χαμένος τους περαστικούς και διαρκώς χάιδευε τα μάγουλα με τα ακροδάχτυλά του, πριν τα φέρει στη μύτη του για να τα μυρίσει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού του φώναξε να πάρει τη βέσπα του απ’ το πεζοδρόμιο και να φύγει γιατί εμπόδιζε τους περαστικούς. Ύστερα χώθηκε στο μαγαζάκι του και κλείδωσε την τζαμένια πόρτα. Η ξεθωριασμένη ταμπέλα στην πρόσοψη, τραντάχτηκε για λίγο, σαν να φύσηξε ένα ξαφνικό αεράκι κι ένα αόρατο χέρι την μετακίνησε απ’ τη θέση της.
«Παλαιοπωλείον – Ο χαμένος παράδεισος» έγραφε κι η ήλιος λες κι είχε ρίξει τους προβολείς του πάνω της, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Στα βάθη της Αβησσυνίας...


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

25 λέξεις #6 [Συμμετοχή]


«Σοβαρό γιατρέ;»
«Έτσι φοβάμαι...ευρήματα χρωμάτων!»
«Τελευταία ανοίγω χαραμάδες ελπίδας»...
«Πήρε φως η ζωή σας! Απερισκεψία σας κύριε Γκριζόπουλε!»
«Εννοείτε πως...κινδυνεύω να ζήσω;»
«Δεν σας δίνω λιγότερα από τριάντα χρόνια ζωής...Λυπάμαι!»

 Η συμμετοχή μου στον 6ο κύκλο των «25 λέξεων»,  σε μια φωτογραφία της Μαρίας Νικολάου. Τα κείμενα φιλοξενούνται στον προσωπικό  της χώρο: ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ και ομολογουμένως οι συμμετοχές αυξάνονται ολοένα σε ποσότητα και ποιότητα. Με κοινό άξονα πάντα τα φωτογραφικά ενσταντανέ της Μαρίας, τόσο εκφραστικά και ιδιαίτερα κάθε φορά. Ένα τεράστιο ευχαριστώ στην Μαρία κυρίως για την έμπνευση & τη ζεστή της φιλοξενία, αλλά και σ’ όλους τους συνδαιτυμόνες!

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

πλέει ρουμ

Σούπερ βρεφική προσφορά!
Παιδικό δωμάτιο με θέα το σύνορο της Ευρώπης, ευάερο κι ευήλιο.
Αναμνηστικό ενσταντανέ στο χάρτινο παρκοκρέβατο. 
Η φωτογραφία σου κάνει το γύρο του διαδικτύου και συγκλονίζει!
Τι σπάνια τύχη!
Τι φωτογενές βρέφος!
Μαζεύεις μυριάδες λάικ… κάποιοι διορατικοί, σου κάνουν και αιτήματα μελλοντικής κροκοδειλο-φιλίας.
Ο φωτογράφος θα βραβευτεί πανηγυρικά στο τέλος της χρονιάς.
Οι περαστικοί θα ρίχνουμε στο χαρτονένιο ριλάξ, ό,τι έχουμε ευχαρίστηση.
Ενοχές με πραλίνα φουντούκι, ένα στημένο παιχνίδι και συμβουλές για την επιλόχειο κατάθλιψη.
Αν τύχει και γλυτώσεις, θα σου κάνουν σπαραξικάρδιο αφιέρωμα μετά από χρόνια, με τίτλο:
«Ο μικρός πρόσφυγας που επέζησε μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο –
Δείτε πώς είναι σήμερα!»

Υ.Γ. Δεν υπάρχει και κλικ σ’ ένα «Συγνώμη», να τακτοποιήσουμε μονομερώς την ευρωπαϊκή μας αναίδεια. Με τα λάικ θα πορεύεσαι, μέχρι να βρεις ένα νάιλον αντίσκηνο να σε στρατο-παιδέψει.





 [Οι φωτογραφίες της ντροπής, απ' τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ειδομένη]