Άργησα, δε γινόταν να’ρθω νωρίτερα, είχα ένα βουνό άπλυτα, να βάλω
πλυντήρια, να ετοιμάσω και το τραπέζι γι απόψε, ήρθαν και τα σόγια απ’ το νησί,
τα παιδιά γκρινιάζουν θέλουν να βγουν με την παρέα τους, «Να μείνετε το βράδυ στο τραπέζι κι ύστερα να βγείτε» τους παρακάλεσα,
λύσσαξε ο πατέρας τους: «Σαν τα μούτρα
σου τα’κανες!», μπήκε στη μέση κι η μάνα του: «Σκυλοπνιγήκαμε να’ρθουμε να σας δούμε κι εσείς θα ξεπορτίσετε πάλι, κι
εσύ ρε χριστιανή μου δε γίνεται να μην πας απόψε, κι εγώ μάνα είμαι, τι είμαι;
ξένη είμαι;… σάματις τι περιμένεις, να ξανάρθει στα συγκαλά της;… τόσες ώρες
ξοδεμένες σε μια καρέκλα λες και της προσφέρεις τίποτα… εδώ είναι η θέση σου,
στο σπίτι σου, στην οικογένειά σου, τι μάνα είσ’ εσύ;»…
«Δίκιο έχει η γιαγιά, τι μάνα
είσ’ εσύ;», μου φώναξε ο
μεγάλος καθώς έφευγα, βλέπεις τον είχε χαρτζιλικώσει νωρίτερα κι αμέσως να της
το ξεπληρώσει, τόσο του κόβει κι αυτουνού… κι έτσι όπως ερχόμουν κοντά σου,
πιάνει μια δυνατή μπόρα στο δρόμο, ανοίξαν οι ουρανοί ρε μάνα… και ξέρεις τι
θυμήθηκα;… τις μπουγάδες σου στην αυλή μας, τα λουλακιασμένα σεντόνια σου και
τα δαντελωτά σου ασπρόρουχα… θυμάσαι πώς καμάρωνες ρε μάνα κάθε που τ’ άπλωνες
αχνιστά απ’ το καυτό νερό και μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά σαπούνι και πάστρα;…
έλειπες στη δουλειά κι εγώ εκεί, πιστός φρουρός της μπουγάδας μας… να μη πάνε
χαράμι τα σκυψίματά σου στη σκάφη, να γλυτώσω από μια νέα πλύση τα γδαρμένα σου
χέρια… να γυρίσεις σπίτι και να τα βρεις κάτασπρα κι αστραφτερά, διπλωμένα πλάι
στη σόμπα να στεγνώνουν την υγρασία τους… θυμάσαι ρε μάνα;… κι όπως θάμπωναν οι
σταγόνες το τζάμι του λεωφορείου, ξεπρόβαλε η αυλή μας στο βάθος, η ροδιά μας
είναι φορτωμένη καρπούς αυτή την εποχή και στο κυπαρίσσι έχουν στήσει τις
φωλιές τους καρδερίνες και κοτσύφια… κι έγινε θάλασσα ο φιδωτός δρόμος και το
σπιτάκι μας ένα μικρό βαρκάκι με τ’ απλωμένα σου ασπρόρουχα για ολόλευκα πανιά.
«Γαλήνη» θα το λέω και θα είναι το
μυστικό μου καταφύγιο όταν έρθουν οι αναβροχιές.
Και ξέρεις τι με
πονάει πιο πολύ ρε μάνα; Κανείς δεν θα μαζέψει την απλωμένη μου μπουγάδα απόψε.
Εκεί θα τα βρω, δαρμένα απ’ τον αέρα και τη βροχή, κανείς δεν θα τα
προστατέψει, κι όσο τα πλένω, αυτά θα γίνονται όλο και πιο γαριασμένα… κρεμασμένα
στο συρματόσχοινο πάνω απ’ τον ακάλυπτο…
[Συμμετέχει στην ιδέα της Ελένης να μπούμε στη φωτογραφία της και να διηγηθούμε αυτά που «βλέπουμε».
Την ευχαριστώ πολύ για το εισιτήριό της σ’ αυτό το ταξιδάκι στο χωροχρόνο].