“…Το ζεϊμπέκικο είναι
κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεναπευθύνεται
στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.
Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου.
Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους
γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για
τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι, ν' ανοίξει η γη να μπει…
”…Ο σωστός [άντρας]
χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το Πάτερ Ημών.
Τα είπες όλα με τη μία...”
Διονύσης
Χαριτόπουλος
(απόσπασμα κειμένου του
που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ το 2002)
*Ο τίτλος
της ανάρτησης είναι απόφθεγμα του Γιάννη Τσαρούχη που λάτρευε το ζεϊμπέκικο και
το αποτύπωσε σε πολλά έργα του
Αν ήταν καζίνο ή λέσχη, ίσως και να είχε μόνιμη αστυνομική
προστασία. Αν ήταν τηλεοπτικό ριάλιτι, θα είχε ορδές χορηγών και θαυμαστών που
θα συνέρρεαν στο βωμό της οθόνης. Κι αν ήταν η βιβλιοπαρουσίαση κάποιου νικητή κάποιου
ριάλιτι, θα γινόταν πανζουρλισμός απ’ το βιβλιοφάγο κοινό.
«Γιατί, αν κάτι μας διακρίνει
ως λαό, είναι η φιλαναγνωσία. Και η ροπή μας στις τέχνες, γενικά».Αυτό θα ήταν το καλό σενάριο, και αν
ίσχυε, μπορεί και να ζούσαμε σήμερα σε μια πιο ανθρώπινη χώρα, με καλλιεργημένους
και συναισθηματικά ευφυείς ανθρώπους. Τα παιδιά μας θα είχαν ίσες ευκαιρίες στη
μόρφωση, και το μεγάλωμά τους δεν θα ήταν μια αγχωτική εμπειρία, αλλά μια υπέροχη
διαδρομή πραγμάτωσης του γονεϊκού μας ρόλου.
Δυστυχώς, ήταν πολύ ΕΜΠΡΟΣ για τις οπισθοδρομικές μας αντιλήψεις.
Κι ήταν πολύ “συλλογικό” για μια κοινωνία που έχει παραδοθεί αμαχητί στην
αποξένωση και την ομφαλοσκόπηση. Kι
αν έχει απομείνει κάτι που κρατάει την ελπίδα ζωντανή, είναι οι παρακαταθήκες σπουδαίων
δημιουργών που βίωσαν τα “γύψινα χρόνια”
της δικτατορίας. Ας τα έχουμε καλού κακού πρόχειρα στη συνείδησή μας. Έχει
παλιόκαιρο εκεί έξω, ποτέ δεν ξέρεις πώς θα το γυρίσει αυτός ο (θεατρο)φονιάς καιρός.
«Ό,τι ωραίο γεννήθηκε στην Ελλάδα από
καλλιτεχνικής άποψης, έγινε στα χρόνια της δικτατορίας. Όλοι οι μηχανισμοί των
καλλιτεχνών μπήκαν στο τούνελ της σκέψης, της ευαισθησίας, της εσωτερικής
αντίστασης στη μαλθακότητα. Επαγρυπνούσαν διαρκώς και δημιουργούσαν. Αυτό ήταν
το μόνο πράγμα που έτρεμε η δικτατορία»
Γιώργος
Διαλεγμένος
Ήταν η εποχή της άγριας
λογοκρισίας, όταν η χούντα πετσόκοβε κείμενα
«δυνάμενα να διαταράξουν την δημόσιαν τάξιν, που υπονομεύουν τας υγιείς
κοινωνικάς παραδόσεις του Ελληνικού λαού και τα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμά του».
//Απεφασίσθη ότι
μεγάλη συμβολή στην διαφθορά του ελληνικού λαού είχαν 1046 έργα των κάτωθι:
Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλου, Αριστοτέλη, Αριστοφάνη, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Τόμας Μαν,
Έλιοτ, Αμπέρ Καμύ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσου,
Σολόχωφ, Ηλία Ερεμπουργκ, Χόρχε Αμάντο, Τζώρτζ Φίνλεϊ, Διονυσίου Σολωμού,
ειδικά το έργο του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και Κωστή Παλαμά. Παραπέμπεται στο
στρατοδικείο όποιος ακούει μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και απαγορεύονται οι
ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Μελίνα Μερκούρη και η Ειρήνη Παπά//
Αν ήμασταν μια
προχωρημένη κοινωνία, όπως και οι αρχαίοι μας πρόγονοι, θα γυρίζαμε την πλάτη
στις φουσκωμένες τηλεπερσόνες, στους ξεπουλημένους δημοσιογραφίσκους και στους “γνωστούς
σκηνοθέτες, ηθοποιούς και νταβατζήδες”. Αν ήμασταν μια κοινωνία σκεπτόμενων
όντων, κι όχι μια αγέλη χειραγωγημένων δίποδων, δεν θα διασκεδάζαμε εικονικά με
το “Στην υγειά μας ρε παιδιά”. Θα γυμνάζαμε την ψυχή μας και θα στήναμε γερά τα
μαδέρια της ύπαρξής μας, με λαϊκές όπερες, σπουδαία θεατρικά έργα, μουσικές
συναυλίες και εικαστικά δρώμενα. Με κοινωνικές επαφές, γόνιμες συζητήσεις και ανταλλαγές
ιδεών. Μια συνέχεια της αρχαίας αγοράς, όπου οι πολίτες θα “αγείρονται” σε
λαϊκές συνελεύσεις.
Δυστυχώς, το μόνο που
μας απόμεινε απ’ το αρχαίο ελληνικό θαύμα, είναι μια σκουριασμένη περικεφαλαία,
μια σαραβαλιασμένη πανοπλία κι ένα τσουρούτικο φιλότιμο.
Η μέρα που έκλεισε το
ΕΜΠΡΟΣ ήταν για κάποιους η Τετάρτη, Μάη μήνα. Για όσους μοιράστηκαν τη
χαρά της αυτοοργάνωσης, της αλληλεγγύης, της προσβασιμότητας για όλους στην
τέχνη, δίχως οικονομικά ή φυλετικά κριτήρια, δίχως αποκλεισμούς και ρατσιστικές
αγκυλώσεις, πάντα με κοινές ανησυχίες και με το σπόρο της τέχνης να
καλλιεργείται με αγάπη και φροντίδα, για όλους αυτούς τους ανθρώπους που
στήριξαν αυτή την προσπάθεια, είναι ένα θέατρο που έκλεισε με συνοπτικές και
βάρβαρες διαδικασίες.
“Ποιος θα το θυμάται
δέκα χρόνια μετά;” όπως είχε πει ο φάδερ-Ανέμελος κάποτε…
Εδώ ξεχάστηκαν άλλα
κι άλλα, το Ελεύθερο-Αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο θα θυμούνται;
«Ο ασθενής στο γύψο
και το θέατρο στο τσιμέντο». Γδέρνει την ψυχή αυτό το βίντεο, αλλά αξίζει η
έκθεσή μας στις σκληρές εικόνες του.
***Οι
φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς
τους***
Πουαρό, μον αμί, είσαι
η τελευταία μου ελπίδα. Μένω Ελλάδα, είμαι υπεύθυνος για την προστασία των
πολιτών, κι έχω να διαλευκάνω μια σειρά από ανεξιχνίαστους φόνους. Σαν να μην
έφτανε αυτό, έχω χρεωθεί και την απόδραση ενός βαρυποινίτη. Βασικά, οι δραπέτες
ήτανε δύο, αλλά τον έναν τον τσακώσανε κάτι τσακάλια πατριώτες σου και θα μας τον
στείλουνε πακέτο αυτές τις μέρες. Ο άλλος όμως, για κακή μου τύχη, δεν είναι Βέλγιο.
Έφαγα τον τόπο να τόνε βρω, αλλά έχει κρυφτεί ο κερατάς στου βοδιού το κέρατο. Πού
θα μου πάει όμως; Δεν θα τον πετύχω σε καμιά μεριά; Θα στόνε περιποιηθώ εγώ,
έννοια σου! Όχι τίποτ’ άλλο αλλά στην αρχή της θητείας μου, τους είχα υποσχεθεί
το αφήγημα: «Νόμος και τάξη».
Πουαρό, είμαι
απελπισμένος. Αν δεν τα καταφέρω, με βλέπω σύντομα, να φυτεύω κι εγώ κολοκυθάκια
στον κήπο μου. Ντεκαντάνς, μον αμί!
Επιβεβαίωσε άφιξη και
βοήθειά σου, σιβουπλέ. Ή τουλάχιστον, στείλε οδηγίες κολοκυθοκαλλιέργειας.
Πάντα δικός σου,
Μισέλ
ΥΓ: Φέρε και τον λοχαγό
Χέιστινγκς μαζί σου. Έχουμε θαυμάσια πίστα για γκολφ στον αρχαιολογικό χώρο της
Ακρόπολης. Ξέρω ότι ο Άρθουρ είναι λάτρης του σπορ.
* * * * *
Μισέλ mon cher, σήμερα
το πρωί η πιστή μου γραμματέας μις Λέμον, μου παρέδωσε την επιστολή σας. Non mon
ami, ο Πουαρό και τα διάσημα φαιά του κύτταρα, έχουν αποσυρθεί προ πολλού. Eh
bien, σας δίνω τη συμβουλή μου. Ξεκινήστε να φυτεύετε κολοκυθάκια. En vérité, είναι
η πιο κατάλληλη εποχή, μην το αναβάλλετε στιγμή. Μια ακόμα θαυμάσια ιδέα είναι
να καλλιεργήσετε το μουστάκι σας. Ο Πουαρό θα σας δώσει τα πολύτιμα μυστικά του
για το σωστό κέρωμα και πώς θα το διατηρείτε γυαλιστερό και τσιγκελωτό.
Όσο για τον δραπέτη σας,
να θυμάστε mon ami, πως ο δολοφόνος δεν ξαναγυρίζει ποτέ στον τόπο του
εγκλήματος. Και να προσέχετε τι υπόσχεστε στους υπηκόους σας, γιατί «Οι ελέφαντες
θυμούνται» και η εκδίκηση θα έρθει κάποια στιγμή, από εκεί που δεν το
περιμένετε.
C’est fini Μισέλ,
αυτά είχα να σας πω. Βon courage!
ΥΓ: La honte,
l'humiliation! Κάνατε πίστα στην Ακρόπολη; Good Lord!!! που θα έλεγε κι ο φίλος
μου Άρθουρ! Σ’ αυτή τη χώρα χειρίζεστε την ιστορία σας με εγκληματική συμπεριφορά! Καλή τύχη Μισέλ mon ami! Θα σας χρειαστεί...
[Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το
διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]
Στις μανάδες που αποχωρίστηκαν
τα παιδιά τους. Στη φρίκη ενός πολέμου. Στο αεροδρόμιο ή σ’ ένα λιμάνι. Από
κάποιο τραγικό παιχνίδι της μοίρας. Στις μανάδες που σήμερα θ’ ανάβουν το
καντήλι σ’ ένα μνήμα και θα κλαίνε βουβά.
Στις γυναίκες που δεν
ένιωσαν τη χαρά της μητρότητας, αλλά έγιναν μανάδες για τα ορφανά του κόσμου.
Στις γιαγιάδες που επιστρατεύτηκαν
σε καιρούς ζοφερούς, να ξανακάνουν τη μητρική τους θητεία, και να σταθούν
φύλακες άγγελοι στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Στις μανάδες μας που παλεύουν
γενναία με το γήρας, την αρρώστια ή και την ανημπόρια. Τα αποστεωμένα τους δαχτυλάκια
που, μέρα με τη μέρα, ξεσφίγγουν το κράτημά τους απ’ τη ζωή, είναι αυτά που μας
δείχνουν ακόμα το δρόμο. “Προχώρα με το κεφάλι ψηλά και όρθια την ψυχή, μη
σταματάς σε κανένα εμπόδιο!”
Στις ακριβές μας μανάδες
που μας δίδαξαν με τα ισχνά τους μέσα, την ύψιστη τέχνη της αγάπης. Και κάθε τους
δάκρυ αποχωρισμού, είναι και μια σταλιά απ’ την ψυχή τους. Που κάνει τον κόσμο
πιο όμορφο.
*Ο
τίτλος της ανάρτησης είναι απ’ τον στίχο της Μυρτιώτισσας (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) στο ποίημά της «Μανούλα»
//Αν με πηγαίναν
αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ
στάλα στάλα
θα ’πεφτε από τα
μάτια τα μεγάλα
μανούλα μου μανούλα
δόλια μάνα//
“Ένας ευαίσθητος
ληστής” του Νίκου Γκάτσου
"Σα νάμαι, λένε, από
τη Σπάρτη
έχω παιδί τον Πρώτο Αντάρτη―
κι εσύ τ’ αντέχεις, βρε καρδιά μου!"
Ο επίλογος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ' το τραγούδι του αξέχαστου Καζαντζίδη
"Μάνα μου".
Α ρε Στελάρα... να είστε και οι δυο σας καλά εκεί πάνω ♥