Photo: http://levkonoe.dreamwidth.org/2012/11/06/ |
και φερμουάρ, παραλαβή: Πέμπτη απόγευμα». Όλα είχαν ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι καρφιτσωμένο στην άκρη τους. Της αρέσει να υπάρχει τάξη στα ρούχα που της εμπιστεύονται για μεταποίηση. Αλλά είναι εξίσου μεθοδική, στις μικρές-διεκπεραιωτικές λεπτομέρειες της δουλειάς της.
«Δεν γίνονται δεκτά προς μεταποίηση, ακάθαρτα ρούχα» μια μικρή πλαστικοποιημένη ταμπέλα, στην είσοδο του μικρού ατελιέ της. Αποτρεπτικό για κάποιους, πιστοποίηση ποιότητας και επαγγελματισμού για τους υπόλοιπους. Τόλμησα να τη ρωτήσω μια μέρα, την ώρα που σημάδευε με καρφίτσες το στρίφωμα ενός παντελονιού. “Πώς σας ήρθε και βάλατε αυτή την ταμπέλα;”. Στον ολόσωμο καθρέφτη που στεκόμουν, είδα ν’ ανασηκώνει το βλέμμα της και να με κοιτάζει αυστηρά πίσω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. Μου απάντησε κοιτώντας με στον καθρέφτη. Γονατισμένη στα πόδια μου, με τη μεζούρα περασμένη στο λαιμό της κι αφού έβγαλε μια καρφίτσα που είχε στερεωμένη στα χείλια της. “Τα ρούχα παίρνουν το σχήμα και τις μυρωδιές των ανθρώπων που τα φοράνε. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους. Αν είναι βρώμικα, δεν μπορώ να δουλέψω πάνω τους. Μου αποσπά την προσοχή και τη φαντασία η λέρα τους. Κι οι άνθρωποι που δεν σέβονται τα ρούχα τους, δεν θα σεβαστούν και τη δουλειά μου. Δεν θέλω πάρε-δώσε μαζί τους!”. Aνέβασε τον κοκάλινο σκελετό στα μάτια της και συνέχιζε ν’ αλφαδιάζει το στρίφωμα. Μύρισα τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά της. Πράσινο σαπούνι και μια αύρα από κολόνια λεμόνι.
Η Αγγέλα υπήρξε απόλυτα συνεπής στο χρόνο και στην ποιότητα της δουλειάς που ανέλαβε. Προσωπικά, το έβλεπα σαν υπόθεση ρουτίνας, να κοντύνει ένα καινούργιο τζιν παντελόνι. Δεν είχα σκεφτεί καν, τις μικρές λεπτομέρειες που μου εξήγησε με υπομονή και ακρίβεια. Θα γαζωθεί με ίδιου χρώματος κλωστή, ώστε να ταιριάζει με τις πλαϊνές ραφές. Θα του αφήσω λίγο αέρα παραπάνω στο πίσω μέρος, αφού θα το φοράς με τακούνια. Αν το κάνω εντελώς ίσιο, θα το πατάς με τις φτέρνες σου και θα κάνει αντιαισθητικές τσαλάκες. Θα το πλύνεις μόλις το πάρεις, για να φύγουν οι σκόνες και τα χνούδια που έχει πάνω του. Όταν το βαρεθείς, δεν το πετάς! Μπορούμε να το κάνουμε καινούργιο, γαζώνοντας σκόρπια μπαλώματα με χρωματιστά υφασμάτινα κομματάκια…”.
Έφυγα απ’ το μικρό μοδιστράδικο, με αισθήματα ευθύνης προς το παντελόνι μου. Η Αγγέλα μου τη φόρτωσε επιμελώς στην πλαστική τσάντα, μαζί με το υποδειγματικά διπλωμένο ρούχο. “Καλοφόρετο!” την άκουσα να μου φωνάζει την ώρα που έφευγα. Από τότε την επισκέπτομαι συχνά και επιδιώκω να πηγαίνω σε ώρες αιχμής. Απολαμβάνω τους διαλόγους της με τις πελάτισσες και κρατάω σημειώσεις απ’ τις φιλοσοφημένες ατάκες της.
“Όχι, εγώ αυτό το ρούχο δεν θα στο στενέψω!... Να το πας αλλού!... Τι θα πει γιατί; Μα δεν το βλέπεις; Αν στενέψει κι άλλο θα διαγράφει αυτά που θέλεις να κρύψεις! Και είναι αυτά που σε κάνουν ξεχωριστή! Ναι, ναι… αυτά τα παχάκια στην περιφέρεια είναι δικά σου. Είναι το σώμα σου. Αγάπησέ το!... Κι άλλη φορά, να μην ψωνίζεις με το μάτι, αλλά με την καρδιά. Να παίρνεις ρούχα που θα ντύνουν αυτό που είσαι. Κι όχι αυτό που θα ήθελες να είσαι!...”. Περίμενα πως η υποψήφια πελάτισσα θα μάζευε το φουστάνι και την τσαλακωμένη αξιοπρέπειά της και θα έφευγε θυμωμένη. Αντιθέτως όμως, βγήκε χαμογελαστή απ’ το δοκιμαστήριο, την ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά της και την καληνύχτισε. Η Αγγέλα έχασε την αξία ενός στενέματος, αλλά είμαι βέβαιη πως κέρδισε μια πελάτισσα.
Τη συνάντησα τυχαία ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί. Έσβησε το φως και κουβάλησε ως την πόρτα μια μεγάλη τσάντα, φορτωμένη με ρούχα. Την καλησπέρισα και μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό. Διέκρινα στο ισχνό φως της λάμπας, ένα χαμόγελο παιδιού, τη στιγμή που ζει την απόλυτη ευχαρίστηση. “Θέλετε βοήθεια μήπως; Φορτωμένη σας βλέπω…”. “Α!... είναι ρούχα για ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Είναι όλα μπαλωμένα με κομμάτια που περισσεύουν απ’ τα ρούχα των πελατών. Ή από ξεχασμένες παραγγελίες που δεν ήρθαν ποτέ να τις πάρουν. Θυμάσαι το στρίφωμα του παντελονιού σου; Μπάλωσε το παντελόνι του Αφζάλ, ενός παιδιού απ’ το Πακιστάν”. «Κι όλα αυτά τι είναι;» τη ρώτησα παραξενεμένη. Μου άνοιξε με καμάρι τη σακούλα. «Δες!...Έχω αναλάβει το ντύσιμο και τη διακόσμηση μιας ολόκληρης οικογένειας. Δυστυχώς δεν μπορώ να βοηθήσω με άλλο τρόπο... έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα. Αλλά έστω κι έτσι, νιώθω ότι κάτι προσφέρω κι εγώ».
Μου έδειξε με καμάρι το περιεχόμενο της τσάντας. Μαξιλαροθήκες από ρετάλια, παιδικές κουρτίνες με ανάγλυφους ήρωες από πολύχρωμα κορδόνια και παλιά φερμουάρ, μπαλωμένα ρούχα που τα ανάστησε και τους έδωσε στυλ, μέχρι και αεροστόπ για τις πόρτες, φτιαγμένα από μανίκια και μπατζάκια παντελονιών. «Έχω στήσει και μια αυτοσχέδια σχολή ραπτικής, για όσες κοπέλες είναι χωρίς δουλειά. Έρχονται μερικά απογεύματα το μήνα. Για αντάλλαγμα, με βοηθάνε στη συγκέντρωση υλικού. Αρχίσαμε να κατασκευάζουμε και κοσμήματα με παλιά νήματα και κουμπιά. Ίσως κάποια στιγμή να καταφέρουμε να κάνουμε μια μικρή έκθεση. Ή ένα συνεταιρισμό... Καλά να’μαστε και δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια!».
Η γνωριμία με την Αγγέλα, ήταν απ’ αυτές τις μαγικές συγκυρίες, που συμβαίνουν συχνά σε όλους μας. Συναντιέσαι μ’ έναν απλό άνθρωπο και διαπιστώνεις πως εκπέμπει δυνατά μηνύματα στις συχνότητες σου. Φτάνει να είσαι διαθέσιμος δέκτης για να διακρίνεις πως, πίσω από μια ραπτομηχανή, κρύβεται ένα μικρό «οπλοστάσιο».
Η Αγγέλα κατάφερε να ξεφύγει απ’ την ψυχολογία της αγέλης, εκμεταλλευόμενη τους πόρους της. Γνώσεις, δεξιότητες, ψυχή και λογική. Τα «κουρέλια» της μπαλώνουν και διακοσμούν. Τα διάτρητα και τα μουντά που την περιτριγυρίζουν.
«Δεν γίνονται δεκτά προς μεταποίηση, ακάθαρτα ρούχα» μια μικρή πλαστικοποιημένη ταμπέλα, στην είσοδο του μικρού ατελιέ της. Αποτρεπτικό για κάποιους, πιστοποίηση ποιότητας και επαγγελματισμού για τους υπόλοιπους. Τόλμησα να τη ρωτήσω μια μέρα, την ώρα που σημάδευε με καρφίτσες το στρίφωμα ενός παντελονιού. “Πώς σας ήρθε και βάλατε αυτή την ταμπέλα;”. Στον ολόσωμο καθρέφτη που στεκόμουν, είδα ν’ ανασηκώνει το βλέμμα της και να με κοιτάζει αυστηρά πίσω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. Μου απάντησε κοιτώντας με στον καθρέφτη. Γονατισμένη στα πόδια μου, με τη μεζούρα περασμένη στο λαιμό της κι αφού έβγαλε μια καρφίτσα που είχε στερεωμένη στα χείλια της. “Τα ρούχα παίρνουν το σχήμα και τις μυρωδιές των ανθρώπων που τα φοράνε. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους. Αν είναι βρώμικα, δεν μπορώ να δουλέψω πάνω τους. Μου αποσπά την προσοχή και τη φαντασία η λέρα τους. Κι οι άνθρωποι που δεν σέβονται τα ρούχα τους, δεν θα σεβαστούν και τη δουλειά μου. Δεν θέλω πάρε-δώσε μαζί τους!”. Aνέβασε τον κοκάλινο σκελετό στα μάτια της και συνέχιζε ν’ αλφαδιάζει το στρίφωμα. Μύρισα τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά της. Πράσινο σαπούνι και μια αύρα από κολόνια λεμόνι.
Η Αγγέλα υπήρξε απόλυτα συνεπής στο χρόνο και στην ποιότητα της δουλειάς που ανέλαβε. Προσωπικά, το έβλεπα σαν υπόθεση ρουτίνας, να κοντύνει ένα καινούργιο τζιν παντελόνι. Δεν είχα σκεφτεί καν, τις μικρές λεπτομέρειες που μου εξήγησε με υπομονή και ακρίβεια. Θα γαζωθεί με ίδιου χρώματος κλωστή, ώστε να ταιριάζει με τις πλαϊνές ραφές. Θα του αφήσω λίγο αέρα παραπάνω στο πίσω μέρος, αφού θα το φοράς με τακούνια. Αν το κάνω εντελώς ίσιο, θα το πατάς με τις φτέρνες σου και θα κάνει αντιαισθητικές τσαλάκες. Θα το πλύνεις μόλις το πάρεις, για να φύγουν οι σκόνες και τα χνούδια που έχει πάνω του. Όταν το βαρεθείς, δεν το πετάς! Μπορούμε να το κάνουμε καινούργιο, γαζώνοντας σκόρπια μπαλώματα με χρωματιστά υφασμάτινα κομματάκια…”.
Έφυγα απ’ το μικρό μοδιστράδικο, με αισθήματα ευθύνης προς το παντελόνι μου. Η Αγγέλα μου τη φόρτωσε επιμελώς στην πλαστική τσάντα, μαζί με το υποδειγματικά διπλωμένο ρούχο. “Καλοφόρετο!” την άκουσα να μου φωνάζει την ώρα που έφευγα. Από τότε την επισκέπτομαι συχνά και επιδιώκω να πηγαίνω σε ώρες αιχμής. Απολαμβάνω τους διαλόγους της με τις πελάτισσες και κρατάω σημειώσεις απ’ τις φιλοσοφημένες ατάκες της.
“Όχι, εγώ αυτό το ρούχο δεν θα στο στενέψω!... Να το πας αλλού!... Τι θα πει γιατί; Μα δεν το βλέπεις; Αν στενέψει κι άλλο θα διαγράφει αυτά που θέλεις να κρύψεις! Και είναι αυτά που σε κάνουν ξεχωριστή! Ναι, ναι… αυτά τα παχάκια στην περιφέρεια είναι δικά σου. Είναι το σώμα σου. Αγάπησέ το!... Κι άλλη φορά, να μην ψωνίζεις με το μάτι, αλλά με την καρδιά. Να παίρνεις ρούχα που θα ντύνουν αυτό που είσαι. Κι όχι αυτό που θα ήθελες να είσαι!...”. Περίμενα πως η υποψήφια πελάτισσα θα μάζευε το φουστάνι και την τσαλακωμένη αξιοπρέπειά της και θα έφευγε θυμωμένη. Αντιθέτως όμως, βγήκε χαμογελαστή απ’ το δοκιμαστήριο, την ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά της και την καληνύχτισε. Η Αγγέλα έχασε την αξία ενός στενέματος, αλλά είμαι βέβαιη πως κέρδισε μια πελάτισσα.
Μου έδειξε με καμάρι το περιεχόμενο της τσάντας. Μαξιλαροθήκες από ρετάλια, παιδικές κουρτίνες με ανάγλυφους ήρωες από πολύχρωμα κορδόνια και παλιά φερμουάρ, μπαλωμένα ρούχα που τα ανάστησε και τους έδωσε στυλ, μέχρι και αεροστόπ για τις πόρτες, φτιαγμένα από μανίκια και μπατζάκια παντελονιών. «Έχω στήσει και μια αυτοσχέδια σχολή ραπτικής, για όσες κοπέλες είναι χωρίς δουλειά. Έρχονται μερικά απογεύματα το μήνα. Για αντάλλαγμα, με βοηθάνε στη συγκέντρωση υλικού. Αρχίσαμε να κατασκευάζουμε και κοσμήματα με παλιά νήματα και κουμπιά. Ίσως κάποια στιγμή να καταφέρουμε να κάνουμε μια μικρή έκθεση. Ή ένα συνεταιρισμό... Καλά να’μαστε και δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια!».
Η γνωριμία με την Αγγέλα, ήταν απ’ αυτές τις μαγικές συγκυρίες, που συμβαίνουν συχνά σε όλους μας. Συναντιέσαι μ’ έναν απλό άνθρωπο και διαπιστώνεις πως εκπέμπει δυνατά μηνύματα στις συχνότητες σου. Φτάνει να είσαι διαθέσιμος δέκτης για να διακρίνεις πως, πίσω από μια ραπτομηχανή, κρύβεται ένα μικρό «οπλοστάσιο».
Η Αγγέλα κατάφερε να ξεφύγει απ’ την ψυχολογία της αγέλης, εκμεταλλευόμενη τους πόρους της. Γνώσεις, δεξιότητες, ψυχή και λογική. Τα «κουρέλια» της μπαλώνουν και διακοσμούν. Τα διάτρητα και τα μουντά που την περιτριγυρίζουν.
Είναι τα δικά της ομόλογα, που έχουν σταθερή αξία και –κυρίως- ανταποδοτικότητα.