Ο ηλικιωμένος νεωκόρος
πετάγεται φουρκισμένος στο προαύλιο της εκκλησίας και διώχνει με “χριστιανικές
ψαλμωδίες” ένα σκουρόχρωμο κορίτσι που
πουλάει κεριά και χρωματιστά φαναράκια πάνω σ’ ένα πλαστικό καφάσι. Ταυτόχρονα,
στο εσωτερικό του ναού ο ιερέας διαβάζει: “Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν”.
Η κυρία με το φριζαρισμένο μαλλί που είναι βάρδια στο τεράστιο μανουάλι-σκάμμα,
σβήνει τα κεριά με κινήσεις έμπειρου ζογκλέρ στο τσίρκο. Με φαστ-τρακ
διαδικασίες, αρπάζει αρμαθιές αναμμένων κεριών και τα βουτάει σ’ ένα τσίγκινο δοχείο με σκουρόχρωμο
υγρό. Τα λεπτά κεράκια αφήνουν ένα πένθιμο τσιτσίρισμα καθώς σβήνουν στα χέρια
της και μετά πετιούνται σ’ έναν τενεκέ. Φαντάζομαι με τρόμο πως η φλόγα της
ελπίδας που συμβόλιζε το κάθε άναμμα, καταπνίγεται σε λίγα δευτερόλεπτα μέσα στο
αυτοσχέδιο χωνευτήρι κεριών.
Την ώρα που βάφω τα αυγά,
η τηλεόραση δείχνει ειδήσεις. Το αιμάτινο σκηνικό απ’ τα θύματα μιας σφαγής, με
βάζουν στον πειρασμό να συγκρίνω τις αποχρώσεις του κόκκινου. Παραδέχομαι πως
και φέτος δεν κατάφερα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ξεθωριασμένο ζουμί της
κατσαρόλας, δεν πλησιάζει καν το πορφυρό-κατακόκκινο υγρό που αναβλύζει από ένα
διάτρητο ανθρώπινο σώμα. Θα μπορούσαν άραγε οι βιομηχανίες να εκμεταλλεύονται
τους τόννους αίματος που παράγονται καθημερινά στα εργοτάξια πολέμου; Ίσως και
να γίνεται ήδη.
Μου έλεγε μια φίλη που
είναι άνεργη εδώ και δυο χρόνια και μεγαλώνει μονάχη της δυο μικρά αγόρια, πως
η Μεγάλη Βδομάδα είναι γι αυτήν χαρμόσυνη. Το δράμα της ξεκινάει το βράδυ της
Ανάστασης και κορυφώνεται το Πάσχα. “Δικαιολογώ
δίχως ενοχές, την υποχρεωτική νηστεία που κάνουμε –ούτως ή άλλως- ολοχρονίς.
Τουλάχιστον αυτές τις μέρες, παρηγοριέμαι πως κι άλλοι υποσιτίζονται και
κοιμούνται με το στομάχι τους αδειανό. Κι ας ξέρω πως αυτό είναι από επιλογή κι
όχι από καταδίκη”. Την φίλη μου δεν τη λένε Βίκυ, ούτε Ελένη, ούτε καν
Μαριάννα. Έχει ένα αναξιοπρεπές όνομα και κάθε μέρα που περνάει, βουλιάζει
ολοένα στην προσωπική της χρεωκοπία. Δεν ελπίζει σε καμμιά κασκαντερική
απόδραση απ’ το κελί ενός τρελλάδικου, γιατί έχει τη μπέσα ν’ αναλαμβάνει τις
ευθύνες της και να τρελλαίνεται, αφού πρώτα τις ξεχρεώσει.
Την ώρα που οι
καλοβαλμένες κυρίες της ενορίας στολίζουν με κατάνυξη τον Επιτάφιο, η φίλη μου
κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις με τα ισχνά της έσοδα και δίνει τιτάνιες μάχες
για ένα έκτακτο έξοδο. Δυο λαμπάδες για τα παιδιά, ένα σοκολατένιο αυγό –“στη μέση για να μάθετε να μοιράζεστε”- κι
ένα μεγάλο κερί που -από έθιμο- το ανάβει κάθε χρόνο στην περιφορά. Αντί για
μνημόσυνα και τρισάγια, μνημονεύει μ’ αυτό το κερί τους νεκρούς της. Κι αντί
για τάματα και μετάνοιες, προσηλώνεται
για ώρα στην αναμμένη φλόγα του και προσεύχεται για ένα θαύμα.
Το βράδυ της Ανάστασης θ’
αναζητήσω το Άγιο Φως στην αντανάκλαση
των κεριών μέσα στα υγρά της μάτια. Θα είναι και φέτος στημένη στο
προαύλιο της εκκλησίας, με δυο αγόρια να κρέμονται σαν αδύναμα κλαράκια απ’ τα
χέρια της και με το φωτοστέφανο μιας Μαντόνας να διαγράφει το περίγραμμα του
κεφαλιού της. Την ώρα που οι οικογένειες θα στριμώχνονται στα παρκαρισμένα
αυτοκίνητα και θα φεύγουν μαρσάροντας για τα σπίτια τους, εκείνη θα χαθεί στο
σκοτεινό δρόμο, με τα παιδιά κολλημένα σφιχτά πάνω της. Τρία κεράκια που
αχνοφέγγουν σαν φάροι μεσοπέλαγα. Τρεις άνθρωποι θα φαντάζουν από μακριά, σαν
το σταυρό που σέρνεται μαρτυρικά στο σύγχρονο Γολγοθά της πόλης.
Το κερί της θα μείνει
αναμμένο σ’ όλη τη διαδρομή κι ίσως ν’ ανάψει το κερί κάποιου κοριτσιού που δεν
είχε λαμπάδα, αλλά πούλαγε κεριά κάτω από μια κολώνα της ΔΕΗ, λίγο παράμερα απ’
τον φωταγωγημένο ναό. Και καθώς η παιδική χούφτα θα αγκαλιάζει προστατευτικά τη
φλόγα για να μην τη σβήσει ο αέρας, θα αποκαλυφτεί το σημάδι από ένα νωπό τραύμα.
Σαν απομεινάρι από ένα
πρόσφατα αποκαθηλωμένο καρφί.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΑΝΑΤΑΣΗ ΨΥΧΗΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ