Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Θαλασσάκια μου



Ξέρεις τι νοστάλγησα;
Κάτι παλιά δελτία ειδήσεων. Τότε που όλα ήταν συμβατικά κι επαναλαμβανόμενα.
Δεν άκουγες τα νέα.
Χάζευες μόνο το Montblanc της Έλλης, την ατίθαση φράντζα του Ευαγγελάτου και τις πάσης φύσεως Ελεονώρες. Τότε που μάχονταν για τη δημοσιογραφία κι όχι για το χρόνο. Στήθος, μύτη, σαγόνι και χείλι, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Άντε ένα πιστολάκι να έρθει να φουσκώσει η κουπ κι όξω στην κάμερα.

Τότε που “οι πολύνεκρες τραγωδίες”, αφορούσαν -αποκλειστικά- τους νεκρούς της ασφάλτου.
Τότε που η τροχαία έπαιρνε έκτακτα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των εκδρομέων στα σπίτια τους.
Και σ’ όσους έχαναν τη ζωή τους σε κάποιαν εθνική οδό, τους αναλογούσε τουλάχιστον ένα ολιγόλεπτο ρεπορτάζ στο “τραγικό σημείο” του ατυχήματος.
Ολιγόλεπτος φόρος τιμής στις ψυχούλες που ξέφυγαν απ’ την πορεία και το σώμα που τις φιλοξενούσε και καρφώθηκαν σε κάποιο σύννεφο.



Άτιμο πράγμα το μπότοξ. Απαγορεύει τη ρυτίδα έκφρασης και τη –μηδαμινή έστω- πιθανότητα, να συγκινηθεί ο εκφωνητής. Ανάμεσα σ’ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα και στ' αθλητικά, άκουσα πως χτες το πρωί οι ψαράδες στην Ρόδο έβγαλαν ανθρώπινα κουφάρια απ’ τη θάλασσα. Ένα απ’ αυτά, ανήκε σ’ ένα εξάχρονο παιδί. Προσφυγάκι απ’ την Συρία. Μαζί του, άλλες εκατόν πενήντα ψυχές.

Κι όσο συνηθίζω στο ανέκφραστο λουκ, φοβάμαι τη μέρα που θ’ ακούω απαθής και αμέριμνη απ’ τον δέκτη μου, πως η θάλασσα μπαζώνεται από ανθρώπινα σώματα και δημιουργείται ένα φυσικό φράγμα γύρω απ’ την Μεσόγειο.
Κι αφού με καληνυχτίσει ο εκφωνητής βάρδιας, θα πάω ήσυχη για ύπνο.
Το τέλειο έγκλημα δεν έχει καμία πιθανότητα να διαλευκανθεί.



Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Συμπόσιο Ποίησης: “Ερωτικό πρελούδιο με σουβλάκι“


“Τι μαγείρεψες μωρό μου; Δεν σε βλέπω απ’ την πείνα”
“Ριπές στην πόρτα.
Εαρινός επισκέπτης.
Άκου, τα σέπαλα της δαμασκηνιάς
πέφτουν.
Ξημερώνει άνοιξη αγάπη μου!...”
“Κατάλαβα. Με ντελίβερι τη βγάζουμε κι απόψε;”
“Τι πεζός! Το μυαλό σου είναι μονίμως στην κουζίνα”.
“Παραγγέλνω τα σουβλάκια, μια σαλάτα μόνο κόψε”.

“Τ’ ήταν αυτό που διάβαζες;… πιάσε μου το αλάτι!”
“Χαϊκού “
“Xαϊ…τι;”
“Ποίηση ρε Απόστολε! Σύντομη στιχουργία.
Έξω μυρίζει άνοιξη, οι κήποι λουλουδάτοι
μ’ έπιασε το παράπονο και μια μελαγχολία”.

“Είσ’ αχάριστη ρε Βάσω! Εγώ σκίζομαι για σένα!
Τι γαρδούμπες, τι κοψίδια, τι γλυκά σου κουβαλάω!
Δεν σου πήρα τις προάλλες και λευκόχρυση καδένα;
Δεν σε πήγα Πουπουλένιο και ακόμα το βαράω;”
“Ποιο;”
“Το κεφάλι μου!”

“Όσα λες είναι σωστά και παράπονο δεν έχω.
Μα εκτός απ’ το στομάχι και το πνεύμα μας πεινά”.
“Τι να κάνω εγώ ρε Βάσω;”
“Να μου γράφεις χαϊκού, να μου απαγγέλεις Τσέχωφ.
Να περνάμε τις βραδιές μας με Ταρκόφσκι και Γκοντάρ”.
“Πολλοί δεν μαζευόμαστε;”

“Ευτελίζεις την κουβέντα! Δεν τη νιώθεις στον αέρα;
Μια λανθάνουσα φθορά που στη σχέση υποβόσκει;”
“Εγώ νιώθω μόνο αγάπη να φουντώνει με το έαρ! 
Τι γουστάρει το μωρό μου; Τριλογία του Κισλόφσκι;"


"Γιατί η αγάπη Βάσω μου θέλει ντέρτι και στραπάτσο.
Να βλέπω απ’ τα μάτια σου τους Αδερφούς Κοέν,
να κόβεται η ανάσα μας σε έναν Καραβάτζιο,
να κάνουμε φασίνα με μπαλάντες του Σοπέν,
κι ύστερα να δακρύζουμε με το Έ-ντε-λα-μαγκέν!”
“Αχ Απόστολε, είσαι μεγάλος ποιητής!
Πιάσε μου ένα καλαμάκι!”


Η Βάσω κι ο Απόστολος έφαγαν σουβλάκι στο στέκι της Αριστέας μας.
Το 7ο Συμπόσιο Ποίησης ολοκληρώθηκε  σήμερα και ανέδειξε υπέροχες δημιουργίες που αξίζει τον κόπο και το χρόνο, όσων δεν το έχουν κάνει ακόμα,  για μια ανάγνωση.
Το Έαρ είχε την πανηγυρική του και η Αριστέα υπήρξε για άλλη μια φορά υποδειγματική οικοδέσποινα και εμπνεύστρια του Συμποσίου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ομοτράπεζους συμποσιούχους και σ' όλους όσους συντρόφευσαν με τα σχόλια και τις αξιολογήσεις τους αυτό το μικρό ταξίδι.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

φοβούνται ωρέ τα παλικάρια;


Το δρομολόγιο Βηθλεέμ-Γολγοθάς έφτασε αισίως και φέτος στο τέρμα του. Του χρόνου πάλι. Να είμαστε καλά να στολιστούμε και να Τον ξανασταυρώσουμε. Στο μεταξύ, για να σπάσει η μονοτονία του αστόλιστου, μπορούμε να ελπίζουμε σε αιφνίδιες γιορτές με κομφετί και στην ευχάριστη διαπίστωση πως μερτικό στον τρόμο, έχουν ακόμα κι οι άτεγκτοι τραπεζίτες . Στριγκάκι - Ντράγκι: 1- 0


Λέγεται πως μετά το σοκ που υπέστη ο Άϊρον-μαν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έτρεξε κάθιδρος στο καμαρίνι του, άλλαξε εσώρουχο και πήρε τηλέφωνο τη μαμά του: “Μαμά ο Μάριο είμαι… ήρθε εδώ η Πέπη και απείλησε να με σκοτώσει… Απ’ του χάρου τα δόντια γλύτωσα… Ναι καλέ μαμά, μη φωνάζεις! Της είπα όσα με είπες, αλλά με είπε χαλβά και πολύ στεναχωρήθηκα… Μαμά, να με φτιάξεις κιοφτέδες, πολλούς κιοφτέδες και κομματάκι χαλβά”…


Γιατί τελικά, στους χαλβάδες της πολιτικής σκηνής που αυτοπροσδιορίζονται ως σοβαροί οικονομολόγοι και διασώστες της παγκόσμιας οικονομίας, όσους γορίλες κι αν έχουν για προπέτασμα, φτάνει ένα πασχαλινό κανονάκι που εκτοξεύει κομφετί, για να τους αποκαθηλώσει απ’ το βάθρο τους.  



 Η 20χρονη ακτιβίστρια Ζοζεφίν Βιτ, κατάφερε να παρεισφρήσει στα άδυτα της ΕΚΤ, δηλώνοντας ότι είναι δημοσιογράφος του δικτύου Vice. Εδώ, τη στιγμή της “σύλληψής” της απ’ τους φρούραρχους. Η γλώσσα του σώματος (ευτυχώς) δεν επιδέχεται μεταγλώττισης. Γι αυτό και θεωρείται η πιο αξιόπιστη. 
Χέρια που σχηματίζουν το σήμα της νίκης - Χέρια αρπακτικών: 1-0

Αναστήσαμε Αγησίλαε!...


Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Σήμερον ξανακρεμάται επί ξύλου


Ο ηλικιωμένος νεωκόρος πετάγεται φουρκισμένος στο προαύλιο της εκκλησίας και διώχνει με “χριστιανικές ψαλμωδίες”  ένα σκουρόχρωμο κορίτσι που πουλάει κεριά και χρωματιστά φαναράκια πάνω σ’ ένα πλαστικό καφάσι. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του ναού ο ιερέας διαβάζει: Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Η κυρία με το φριζαρισμένο μαλλί που είναι βάρδια στο τεράστιο μανουάλι-σκάμμα, σβήνει τα κεριά με κινήσεις έμπειρου ζογκλέρ στο τσίρκο. Με φαστ-τρακ διαδικασίες, αρπάζει αρμαθιές αναμμένων κεριών  και τα βουτάει σ’ ένα τσίγκινο δοχείο με σκουρόχρωμο υγρό. Τα λεπτά κεράκια αφήνουν ένα πένθιμο τσιτσίρισμα καθώς σβήνουν στα χέρια της και μετά πετιούνται σ’ έναν τενεκέ. Φαντάζομαι με τρόμο πως η φλόγα της ελπίδας που συμβόλιζε το κάθε άναμμα, καταπνίγεται σε λίγα δευτερόλεπτα μέσα στο αυτοσχέδιο χωνευτήρι κεριών.

Την ώρα που βάφω τα αυγά, η τηλεόραση δείχνει ειδήσεις. Το αιμάτινο σκηνικό απ’ τα θύματα μιας σφαγής, με βάζουν στον πειρασμό να συγκρίνω τις αποχρώσεις του κόκκινου. Παραδέχομαι πως και φέτος δεν κατάφερα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ξεθωριασμένο ζουμί της κατσαρόλας, δεν πλησιάζει καν το πορφυρό-κατακόκκινο υγρό που αναβλύζει από ένα διάτρητο ανθρώπινο σώμα. Θα μπορούσαν άραγε οι βιομηχανίες να εκμεταλλεύονται τους τόννους αίματος που παράγονται καθημερινά στα εργοτάξια πολέμου; Ίσως και να γίνεται ήδη.



Μου έλεγε μια φίλη που είναι άνεργη εδώ και δυο χρόνια και μεγαλώνει μονάχη της δυο μικρά αγόρια, πως η Μεγάλη Βδομάδα είναι γι αυτήν χαρμόσυνη. Το δράμα της ξεκινάει το βράδυ της Ανάστασης και κορυφώνεται το Πάσχα. “Δικαιολογώ δίχως ενοχές, την υποχρεωτική νηστεία που κάνουμε –ούτως ή άλλως- ολοχρονίς. Τουλάχιστον αυτές τις μέρες, παρηγοριέμαι πως κι άλλοι υποσιτίζονται και κοιμούνται με το στομάχι τους αδειανό. Κι ας ξέρω πως αυτό είναι από επιλογή κι όχι από καταδίκη”. Την φίλη μου δεν τη λένε Βίκυ, ούτε Ελένη, ούτε καν Μαριάννα. Έχει ένα αναξιοπρεπές όνομα και κάθε μέρα που περνάει, βουλιάζει ολοένα στην προσωπική της χρεωκοπία. Δεν ελπίζει σε καμμιά κασκαντερική απόδραση απ’ το κελί ενός τρελλάδικου, γιατί έχει τη μπέσα ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες της και να τρελλαίνεται, αφού πρώτα τις ξεχρεώσει.

Την ώρα που οι καλοβαλμένες κυρίες της ενορίας στολίζουν με κατάνυξη τον Επιτάφιο, η φίλη μου κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις με τα ισχνά της έσοδα και δίνει τιτάνιες μάχες για ένα έκτακτο έξοδο. Δυο λαμπάδες για τα παιδιά, ένα σοκολατένιο αυγό –“στη μέση για να μάθετε να μοιράζεστε”- κι ένα μεγάλο κερί που -από έθιμο- το ανάβει κάθε χρόνο στην περιφορά. Αντί για μνημόσυνα και τρισάγια, μνημονεύει μ’ αυτό το κερί τους νεκρούς της. Κι αντί για τάματα και μετάνοιες,  προσηλώνεται για ώρα στην αναμμένη φλόγα του και προσεύχεται για ένα θαύμα.



Το βράδυ της Ανάστασης θ’ αναζητήσω το Άγιο Φως στην αντανάκλαση  των κεριών μέσα στα υγρά της μάτια. Θα είναι και φέτος στημένη στο προαύλιο της εκκλησίας, με δυο αγόρια να κρέμονται σαν αδύναμα κλαράκια απ’ τα χέρια της και με το φωτοστέφανο μιας Μαντόνας να διαγράφει το περίγραμμα του κεφαλιού της. Την ώρα που οι οικογένειες θα στριμώχνονται στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και θα φεύγουν μαρσάροντας για τα σπίτια τους, εκείνη θα χαθεί στο σκοτεινό δρόμο, με τα παιδιά κολλημένα σφιχτά πάνω της. Τρία κεράκια που αχνοφέγγουν σαν φάροι μεσοπέλαγα. Τρεις άνθρωποι θα φαντάζουν από μακριά, σαν το σταυρό που σέρνεται μαρτυρικά στο σύγχρονο Γολγοθά της πόλης.

Το κερί της θα μείνει αναμμένο σ’ όλη τη διαδρομή κι ίσως ν’ ανάψει το κερί κάποιου κοριτσιού που δεν είχε λαμπάδα, αλλά πούλαγε κεριά κάτω από μια κολώνα της ΔΕΗ, λίγο παράμερα απ’ τον φωταγωγημένο ναό. Και καθώς η παιδική χούφτα θα αγκαλιάζει προστατευτικά τη φλόγα για να μην τη σβήσει ο αέρας, θα αποκαλυφτεί  το σημάδι από ένα νωπό τραύμα.

Σαν απομεινάρι από ένα πρόσφατα αποκαθηλωμένο καρφί. 


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΑΝΑΤΑΣΗ ΨΥΧΗΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ