Ξέρεις τι νοστάλγησα;
Κάτι παλιά δελτία ειδήσεων. Τότε που όλα ήταν συμβατικά κι επαναλαμβανόμενα.
Δεν άκουγες τα νέα.
Χάζευες μόνο το Montblanc της Έλλης, την ατίθαση φράντζα του Ευαγγελάτου και τις πάσης φύσεως Ελεονώρες. Τότε που μάχονταν για τη δημοσιογραφία κι όχι για το χρόνο. Στήθος, μύτη, σαγόνι και χείλι, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Άντε ένα πιστολάκι να έρθει να φουσκώσει η κουπ κι όξω στην κάμερα.
Τότε που “οι πολύνεκρες τραγωδίες”, αφορούσαν -αποκλειστικά- τους νεκρούς της ασφάλτου.
Τότε που η τροχαία έπαιρνε έκτακτα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των εκδρομέων στα σπίτια τους.
Και σ’ όσους έχαναν τη ζωή τους σε κάποιαν εθνική οδό, τους αναλογούσε τουλάχιστον ένα ολιγόλεπτο ρεπορτάζ στο “τραγικό σημείο” του ατυχήματος.
Ολιγόλεπτος φόρος τιμής στις ψυχούλες που ξέφυγαν απ’ την πορεία και το σώμα που τις φιλοξενούσε και καρφώθηκαν σε κάποιο σύννεφο.
Άτιμο πράγμα το μπότοξ. Απαγορεύει τη ρυτίδα έκφρασης και τη –μηδαμινή έστω- πιθανότητα, να συγκινηθεί ο εκφωνητής. Ανάμεσα σ’ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα και στ' αθλητικά, άκουσα πως χτες το πρωί οι ψαράδες στην Ρόδο έβγαλαν ανθρώπινα κουφάρια απ’ τη θάλασσα. Ένα απ’ αυτά, ανήκε σ’ ένα εξάχρονο παιδί. Προσφυγάκι απ’ την Συρία. Μαζί του, άλλες εκατόν πενήντα ψυχές.
Κι όσο συνηθίζω στο ανέκφραστο λουκ, φοβάμαι τη μέρα που θ’ ακούω απαθής και αμέριμνη απ’ τον δέκτη μου, πως η θάλασσα μπαζώνεται από ανθρώπινα σώματα και δημιουργείται ένα φυσικό φράγμα γύρω απ’ την Μεσόγειο.
Κι αφού με καληνυχτίσει ο εκφωνητής βάρδιας, θα πάω ήσυχη για ύπνο.
Το τέλειο έγκλημα δεν έχει καμία πιθανότητα να διαλευκανθεί.