“Στολίσατε; Εμείς χτες... για τα παιδιά βασικά... εγώ δεν
είχα καμιά όρεξη... σιχαίνομαι κι αυτή την κωλοϋγρασία γαμώτο! Το μαλλί μου
φριζάρει και τα ρούχα δεν στεγνώνουν με τίποτα... Άσε που τα σκασμένα θα κουβαλήσουν
καμιά ίωση απ’ το σχολείο και θα τρέχουμε πάλι στους γιατρούς”.
“Η μεγάλη έχει ξεπατωθεί να τρώει γλυκά... να δω πώς θα
την μαζέψω στις γιορτές... Ο μικρός; Ζει για να με τυραννάει... Ξέρεις τ’ είναι
να γυρνάω σπίτι ξεθεωμένη και να θέλει πατάτες τηγανητές; Δεν υπάρχει σου
λέω!... “
“Λες να κάνω καμιά ισιωτική; Φοβάμαι μην καταστρέψει την
τρίχα...”
“Εσείς τι κάνετε;... σκατά ε;”
“Χριστούγεννα;… Εμείς στα πεθερικά. Θα κόψω φλέβα πάλι...
Και πρέπει να φτιάξω και το κωλόμαλλο... Ρε συ, δεν ανεβάζεις καμιά κοντινή στο
φέϊς να δω το δικό σου;... Tι μου λες; Άλλαξε η ζωή σου ε; Μεγάλη δουλειά να λούζεσαι
και να μην ισιώνεις... Δεν υπάρχει λέμε!”
“Άντε, κλείνω. Πρέπει να βγάλω τον Ιλαρίωνα για κατούρημα…
ναι-ναι, του δώσαμε το όνομα του πεθερού… μαράζι το είχε ν’ ακούσει τ’ όνομά
του, μην τον αφήσουμε με το παράπονο… τι να κάνει μωρέ ο κωλόγερος; Τι ανάγκη
έχει; Άντε σ’ αφήνω γιατί θα χέσει στο χαλί τελικά… κι έχει αρχίσει να
ψιχαλίζει ο κωλόκαιρος… χάλια θα γίνει το μαλλί… την τύχη μου μέσα!”
Ο Ιλαρίωνας έκανε
την ανάγκη του στις παρυφές του γέρικου ευκάλυπτου, που λειτουργούσε πλέον ως
μόνιμο ανακουφιστήριο των σκυλιών της γειτονιάς. Καθώς τίναζε το πόδι του στο ροζιασμένο
κορμό, ένα μικροσκοπικό αντικείμενο γλύστρησε απ’ τα γυμνά κλαδιά,
στροβιλίστηκε για λίγο στον αέρα και προσγειώθηκε μπροστά στα παπούτσια της
φριζαρισμένης κατόχου του. Το σήκωσε νομίζοντας πως είναι ένα τσαλακωμένο
χαρτονόμισμα, το έφερε κάτω απ’ το ημίφως της λάμπας και το ξετύλιξε.
Διαπίστωσε απογοητευμένη πως δεν ήταν παρά ένα διπλωμένο τσιγαρόχαρτο και ο
μόνος λόγος που δεν το πέταξε στον κάδο ανακύκλωσης, ήταν η ξαφνική εμφάνιση
μιας γάτας που ηλέκτρισε τη χαίτη του Ιλαρίωνα. Το έχωσε μηχανικά στη τσέπη της,
τραβώντας συγχρόνως το λουράκι του μαινόμενου σκύλου. Στην επιστροφή προς το
σπίτι, έχωνε εκνευρισμένη τα δάχτυλα στο κεφάλι της, σιχτιρίζοντας τη γάτα, τον
Ιλαρίωνα, την υγρασία και τη φύση που την καταδίκασε να υπάρχει με κατσαρές
τρίχες. Το σημείωμα έμεινε ξεχασμένο στο παλτό της μέχρι το βράδυ που έστρωνε
το τραπέζι, παρακολουθώντας συγχρόνως το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση.
«Ένα
σπάνιο φαινόμενο παρατηρήθηκε νωρίς το πρωί, όταν σμήνη από διερχόμενα πτηνά βομβάρδισαν
στην κυριολεξία με πολύχρωμα χαρτάκια,
πολλές περιοχές του κέντρου. Αρχικά δημιουργήθηκε πρόσκαιρος πανικός στους
κατοίκους, τον οποίο όμως διαδέχτηκε μια ευχάριστη έκπληξη. Οι παραλήπτες των
γραμμάτων, γρήγορα διαπίστωσαν πως πρόκειται για σημειώματα παιδιών από ασιατικές
χώρες και εμπόλεμες περιοχές. Κάποια απ’ αυτά, ήταν γραμμένα στην αγγλική
γλώσσα και έφεραν παιδικές ζωγραφιές. Σύμφωνα
με την Ορνιθολογική Εταιρεία, έχει σημειωθεί και στο παρελθόν αντίστοιχη
αερομεταφορά σημειωμάτων με ταχυδρομικά περιστέρια. Με έκτακτη ανακοίνωσή του
το Υπουργείο Εξωτερικών, όρισε την προσωρινή λειτουργία μεταφραστικής
υπηρεσίας, για τους κατόχους των επιστολών που επιθυμούν να τις μεταφράσουν. Οι
υπηρεσίες θα παρέχονται δωρεάν και κατόπιν σχετικής αίτησης, που θα υποβάλλεται
στο αρμόδιο τμήμα…»
Ο Ιλαρίωνας ήταν ασυνήθιστα ανήσυχος όση ώρα έψαχνε
εναγωνίως την τσέπη της. Το ξετύλιξε προσεχτικά, ήταν ένα μεγάλο ριζόχαρτο, διπλωμένο
με τετραγωνική διάταξη και γραμμένο με ακαταλαβίστικα σύμβολα. Το πρωινό που
είχε κλείσει το πολυπόθητο ραντεβού για την μόνιμη ισιωτική μαλλιών, την ειδοποίησαν
απ’ το υπουργείο ότι μπορεί να περάσει να παραλάβει το μεταφρασμένο γράμμα. Το
άρπαξε απρόθυμα απ’ τα χέρια του χαμογελαστού υπαλλήλου, που αντιλήφθηκε τη
βιασύνη της και δεν πρόλαβε να της πει για το περιεχόμενο της επιστολής. Άνοιξε
βιαστικά το φάκελο στο αυτοκίνητο, με την πρόθεση να του ρίξει μια πρόχειρη
ματιά, ενόσω περίμενε στα κόκκινα φανάρια της Κηφισίας.
«Αγαπημένη μου φίλη,
Με λένε Σουάτι και ζω σ’ ένα ορεινό χωριό στο Νεπάλ. Αυτή
την εποχή έχουμε τους μουσώνες και πρέπει να μετακινούμαστε διαρκώς για ν’
αποφύγουμε τις πλημμύρες και τα λασπωμένα μονοπάτια με τις βδέλλες. Σε λίγες
μέρες το ταξίδι μας θα τελειώσει και μαζί με τις βροχές, θα σταματήσει και η περιπλάνησή
μας στα γύρω βουνά. Αγαπάω τη βροχή, γιατί μου έμαθε να μη ριζώνω σ’ ένα μέρος,
μα να περιπλανιέμαι διαρκώς, να μαθαίνω τον κίνδυνο και να φυλάγομαι, να προσεύχομαι να μην πνιγούμε
και να έχουμε μια καλή συγκομιδή ρυζιού και να γιορτάζω το τέλος του μουσώνα με
τους αγαπημένους μου. Τότε που η ατμόσφαιρα είναι ξεπλυμένη απ’ τη σκόνη και τα
βουνά γύρω απ’ το Κατμαντού αστράφτουν σαν κρυστάλλινοι όγκοι.
Αγαπάω τη βροχή
γιατί, ακόμα κι αν δεν έχω πολλά ρούχα, είμαι καλά και δεν αρρωσταίνω πια. Οι
γιατροί μιας οργάνωσης μας έκαναν εμβόλια
και είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να περπατάω. Ένα παιδί στη γειτονιά μας δεν
μπορεί. Δεν τρέχω ποτέ μπροστά του, για να μην το κάνω να λυπηθεί. Η αγαπημένη μου συντροφιά είναι η αγελάδα μας
γιατί μου δίνει γάλα. Είμαι πολύ τυχερή που μπορώ να γράφω και να διαβάζω. Σε λίγες
μέρες έχουμε τη γιορτή του καλοκαιριού και θα φάμε γλυκά. Θα κρύψω ένα στην
τσέπη μου για να το δώσω στην αγελάδα μου κι άλλο ένα για το παιδί που δεν
μπορεί να τρέξει.
Αν ήμασταν κοντά,
θα σου έδινα το δικό μου. Είμαι σίγουρη πως κι εσύ θα έκανες το ίδιο για μένα.
Με αγάπη, Σουάτι».
Ο
ακτιβιστής και εκπαιδευτής των φτερωτών ταχυδρόμων, προτάθηκε για Νομπέλ
Ειρήνης.
Η Σουάτι
επέζησε απ’ το φονικό σεισμό που έγινε στο χωριό της, λίγες μέρες μετά την
επιστολή της.
H ισιωτική δεν έγινε ποτέ,
αλλά το μαλλί για κάποιον περίεργο λόγο, λείανε από μόνο του.
πηγές φωτογραφιών: http://sinistronzi.tumblr.com & http://kontraste.tasmo.de/post/5601620921/finally-free