Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Ο Άϊ-Βασίλης (μου) κατέφτασε



H Mαριλένα με το ιστολόγιο https://marilenaspotofart.wordpress.com/,σε συνεργασία με το υποκατάστημα του Άϊ-Βασίλη στην Αθήνα, οργάνωσαν και φέτος με απόλυτη επιτυχία τη δράση: “Μυστική ανταλλαγή δώρων”. Το δικό μου ταίρι αποκαλύφτηκε απόψε το βράδυ, μετά από μια εξαιρετικά κοπιαστική μέρα. Βρήκα το δώρο μου να με περιμένει στο γραμματοκιβώτιο  και ήταν η  πιο ανέλπιστα ευτυχισμένη στιγμή της μέρας μου.



Η Μαρία με το ιστολόγιο http://mathetogamo.blogspot.gr/ - (Μάθε το γάμο και τη βάφτιση) μου έστειλε ένα πακέτο αγάπης που με συγκίνησε πολύ. Από πού να πρωταρχίσω; Τα ζεστά της λόγια στην κάρτα, ένα καδράκι-γούρι για τη νέα χρονιά και ένα κρεμαστό διακοσμητικό φτιαγμένο από θαλασσόξυλο και δαντέλα.



 Λίγο μετά τη φωτογράφισή τους, πήραν για πάντα τη θέση τους στις γωνιές του σπιτιού και της καρδιάς μου. Για να θυμίζουν αυτή την απρόσμενη γνωριμία μου με το Μαράκι, την αγάπη και τη φροντίδα που αποπνέουν οι κατασκευές της και κυρίως τη διαπίστωση πως η μαγεία των γιορτών δεν είναι αυτοδημιούργητη. Μόνοι μας τη φτιάχνουμε και δεν θέλει παρά λίγη παρότρυνση, μια δόση φαντασίας, διάθεση για ανταλλαγή και όρεξη για παιχνίδι. 

Μαριλένα μας,  σ’ ευχαριστούμε για την ιδέα και την οργάνωση αυτού 
του παιχνιδιού! Προσωπικά, το φχαριστήθηκα πολύ. 
Μαρία μου, χίλια ευχαριστώ για το μαγικό σου φάκελλο, για τις υπέροχες 
δημιουργίες  σου και τις συγκινητικές ευχές σου!

Να είστε καλά και τις καλύτερες ευχές μου για τις γιορτές που έρχονται!


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Καισάρεια - Ωραία Ρούμελη

[Μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία]



Ο Στάθης ντύθηκε την ξεθωριασμένη –τέως κατακόκκινη- στολή του, στερέωσε τη συνθετική γενειάδα στα μυωπικά γυαλιά του, έβαλε τις γαλότσες που είχε για τη βροχή, καθώς και το μαύρο ζωνάρι με την τετράγωνη αγκράφα, που φέτος το στερέωσε μια τρύπα πιο μέσα. Τα αραιωμένα μαλλιά του –η μόνη κληρονομιά απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα του που έμεινε φαλακρός απ’ τα τριάντα του- καλύφτηκαν  απ’ τον αγιοβασιλιάτικο σκούφο, με μια σειρά κόκκινα αστεράκια στην πρόσοψη, που κάποτε αναβόσβηναν και φεγγοβολούσαν. Με τον καιρό έχασαν τη λάμψη τους, όπως και η στολή του, που απ’ τα πλύνε-βάλε είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα. Η γενειάδα είχε γαριάσει κι αυτή  και η μυρωδιά της κάμφορας απ’ το πατάρι που τη φύλαγε, του έφερνε ανακατωσούρα και ζάλη.

Ευτυχώς το στομάχι του ήταν άδειο και ήταν απ’ τις σπάνιες φορές που ένιωθε ανακούφιση γι αυτό. Καθρεφτίστηκε για λίγο στο τζάμι της στενής μπαλκονόπορτας και κύρτωσε τους ώμους του απογοητευμένος. «Αν υπάρχει στ’ αλήθεια Άϊ-Βασίλης, θα μου κάνει μήνυση για προσβολή προσωπικότητας». Σβήνοντας το φως της μικρής γκαρσονιέρας, η ματιά του πέρασε αστραπιαία απ’ το μοναδικό κάδρο που στόλιζε τον άδειο τοίχο. “Πτυχίο Οικονομικών Επιστημών, απονέμεται στον Ευστάθιο…”. Κλικ. Σκοτάδι. Κλείδωσε το πτυχίο του και κατέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας.

Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, οι περαστικοί χάζευαν το περίεργο θέαμα. Ένας αλλόκοτος Άϊ-Βασίλης, σκεβρωμένος κι αδύνατος σαν κλαράκι, με μυωπικά γυαλιά και μπουκλωτή γενειάδα που ανεμοδερνόταν στη φορά του αέρα, καβάλα σ’ ένα παλιό δίχρονο με το κουτί αποθήκευσης στερεωμένο στην πίσω σχάρα: Ψητοπωλείον “Η ωραία Ρούμελη”. Χρυσό το έκανε το αφεντικό να μη μασκαρευτεί πάλι φέτος. «Δεν βολεύει ρε μάστορα να τρέχω μ’ αυτά τα ρούχα για παραδόσεις». Ανένδοτος ο Ρουμελιώτης. Το είχε για ρεκλάμα να στέλνει τα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια, με τους ντελιβεράδες του ντυμένους Αϊ-Βασίληδες. Δεν τον έπαιρνε κιόλας να πάει κόντρα στον εργοδότη του, αφού απ’ αυτόν εξασφάλιζε το φαγητό του, μαζί μ’ ένα συμβολικό μεροκάματο και τη διαρκή προσδοκία για ένα καλό φιλοδώρημα. Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε που δούλευε απόψε. Όχι πως είχε εναλλακτική, τα γιορτινά τραπέζια δεν τον αφορούσαν και την πρόσκληση των πρώην συναδέρφων του για χριστουγεννιάτικο τσιμπούσι, την απέφυγε ευγενικά.

Μετά την απόλυσή του απ’ την εταιρεία που εργαζόταν, ποτέ δεν συμμετείχε στις μαζώξεις τους, από επίγνωση της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στα ρεφενέ τραπέζια τους, αλλά και από μια έμφυτη συστολή απέναντι στο Ρενάκι. Μια ψηλή λυγερόκορμη κοπέλα, μελαχρινή και ζουμερή σαν καρυδόπιτα, που όταν την πρωτοείδε στο γραφείο, έγινε κατακόκκινος σαν την αγιοβασιλιάτικη στολή του. Τότε που ήταν ολοκαίνουργια και εκτυφλωτικά πορφυρή. Ένιωσε σαν να φορούσε το γιορτινό σκούφο του και χίλια ηλεκτροφόρα λαμπάκια στο κεφάλι του αναβόσβηναν ρυθμικά και μια φωτεινή επιγραφή με υαλοσωλήνα κυλούσε στο μέτωπό του «Θέλω απελπισμένα να σ’ αγαπήσω». Οι λέξεις έκαναν συνεχόμενες περιστροφές στο κρανίο, σαν τραινάκι που κυλάει πάνω στις ράγες του, κι αν η νέα συνάδερφος που τον παρατηρούσε επίμονα είχε τη στοιχειώδη εμβρίθεια, θα καταλάβαινε αμέσως το κεραυνοβόλημά του. Το τραινάκι, ο σκούφος, η στολή του ψητοπωλείου και τα λόγια που ποτέ δεν τόλμησε να της πει, έμειναν καλά φυλαγμένα στο πατάρι της γκαρσονιέρας. Παρέα με το πτυχίο και τις προσδοκίες του, που παραδόθηκαν αμαχητί στην κρεατομηχανή της ανεργίας.


 Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, φόρτωσε στο μηχανάκι του την επόμενη παραγγελία, που προφανώς θα ήταν για μεγάλη παρέα. Πήρε τη διεύθυνση και την απόδειξη είσπραξης και ξεκίνησε για την παράδοση. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, είχε αρχίσει το ψιλόβροχο και στη γλίτσα των δρόμων φέγγιζαν οι πολύχρωμες απολήξεις απ’ τα φωτάκια των μπαλκονιών και τα υπαίθρια στολίδια του δήμου. Εντόπισε την πολυκατοικία, ξεφόρτωσε τα πακέτα και χτύπησε το κουδούνι. Η υποψία του όταν άκουσε τη φωνή απ’ το θυροτηλέφωνο, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Το άγνωστο όνομα στο κουδούνι, τον παρηγόρησε για ελάχιστα λεπτά, όσο κράτησε η διαδρομή με τον ανελκυστήρα ως τον πέμπτο όροφο. Μόλις όμως άνοιξε η διακοσμημένη μ’ έναν τεράστιο φιόγκο πόρτα του  διαμερίσματος και αποκάλυψε την παρέα που ήταν πίσω της, αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν βρισκόταν πιλότος σ’ ένα αεροπλάνο που καταρρίφτηκε και πρέπει να πατήσει το κουμπί εκτόξευσης για να σωθεί.

Το Ρενάκι ήταν πίσω απ’ το πάσο και σέρβιρε κρασί στο ποτήρι της, κατακόκκινο σαν το χρώμα που πήραν τα μάγουλά της μόλις τον είδε. Κάποιοι δεν τον αναγνώρισαν, ήταν μισοζαλισμένοι απ’ το αλκοόλ, αλλά  ο Κώστας που άνοιξε την πόρτα με το πορτοφόλι ανά χείρας για να παραλάβει τα πακέτα, κοκάλωσε.
-         Ρε συ Στάθη… εσύ δεν είσαι;  Χρόνια πολλά ρε φίλε!
-         Με γνώρισες ρε θηρίο; Εμ βέβαια, τέτοια ομορφιά δύσκολα κρύβεται. Έφερα την παραγγελία σας.
-         Πέρνα μέσα ρε Στάθη! Ρένα, έλα να βοηθήσεις με τα πακέτα!... Την θυμάσαι την Ρένα ε;
-         Δε γίνεται ρε παλιόφιλε. Έχω πολλή δουλειά απόψε. Ντελιβεράς δουλεύω, όπως πιθανόν να κατάλαβες…
-         Κι ύστερα; Θέλω να πω, τι θα κάνεις μετά τη δουλειά; Εμείς το πάμε για ξενύχτι όπως βλέπεις. Έλα ρε συ να πιούμε ένα κρασάκι και να τα πούμε.
-         Δε γίνεται σου λέω… Πρέπει να πάω σπίτι να βγάλω αυτό το ξέρασμα… Ήδη με τρώει το κεφάλι μου με τόσο νάιλον πάνω μου.
-         Πάντα ακατάδεκτος! Κι ήθελα να σου πω κι εγώ τα νέα μου. Ξέρεις, πήρα προαγωγή στην εταιρεία.
-         Μπράβο ρε Κωστή! Αλήθεια χαίρομαι για σένα, το άξιζες.
-         Άνοιξε μια θέση στο τμήμα μου. Εννοείται πως θα είσαι ο πρώτος υποψήφιος, αν σ’ ενδιαφέρει βέβαια η θέση. Θα ήθελες να τα πούμε λίγο και να κανονίσουμε ένα ραντεβού μετά τις γιορτές;

Πριν απαντήσει μ’ ένα μεγαλειώδες “Ναι!”, κοίταξε κλεφτά την Ρένα που στεκόταν ευθυτενής απέναντί του και του φάνηκε πως κρεμόταν απ’ τα χείλια του. Ίσως να ήταν κι απ’ τις παρενέργειες της πείνας και της ζάλης, η προτροπή που είδε στα μάτια της. Και το ανεπαίσθητο γνέψιμο με το κεφάλι της. Και τα μάτια της που ήταν λίγο πιο υγρά απόψε.

Στη μικρή γκαρσονιέρα που όρμησε βιαστικός για να πετάξει τη στολή και να ετοιμαστεί για τη συνέχεια της βραδιάς, άφησε  σ’ ένα πιατέλο τα γλυκά που τους μοίρασε ο Ρουμελιώτης. Μήπως και κάνει το πέρασμά του κάποιος ντελιβεράς Άϊ-Βασίλης, απ’ την… ωραία Καισάρεια.





Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Τρίχες


“Στολίσατε; Εμείς χτες... για τα παιδιά βασικά... εγώ δεν είχα καμιά όρεξη... σιχαίνομαι κι αυτή την κωλοϋγρασία γαμώτο! Το μαλλί μου φριζάρει και τα ρούχα δεν στεγνώνουν με τίποτα... Άσε που τα σκασμένα θα κουβαλήσουν καμιά ίωση απ’ το σχολείο και θα τρέχουμε πάλι στους γιατρούς”.

“Η μεγάλη έχει ξεπατωθεί να τρώει γλυκά... να δω πώς θα την μαζέψω στις γιορτές... Ο μικρός; Ζει για να με τυραννάει... Ξέρεις τ’ είναι να γυρνάω σπίτι ξεθεωμένη και να θέλει πατάτες τηγανητές; Δεν υπάρχει σου λέω!...

“Λες να κάνω καμιά ισιωτική; Φοβάμαι μην καταστρέψει την τρίχα...”

“Εσείς τι κάνετε;... σκατά ε;”

“Χριστούγεννα;… Εμείς στα πεθερικά. Θα κόψω φλέβα πάλι... Και πρέπει να φτιάξω και το κωλόμαλλο... Ρε συ, δεν ανεβάζεις καμιά κοντινή στο φέϊς να δω το δικό σου;... Tι μου λες;  Άλλαξε η ζωή σου ε; Μεγάλη δουλειά να λούζεσαι και να μην ισιώνεις... Δεν υπάρχει λέμε!”

“Άντε, κλείνω. Πρέπει να βγάλω τον Ιλαρίωνα για κατούρημα… ναι-ναι, του δώσαμε το όνομα του πεθερού… μαράζι το είχε ν’ ακούσει τ’ όνομά του, μην τον αφήσουμε με το παράπονο… τι να κάνει μωρέ ο κωλόγερος; Τι ανάγκη έχει; Άντε σ’ αφήνω γιατί θα χέσει στο χαλί τελικά… κι έχει αρχίσει να ψιχαλίζει ο κωλόκαιρος… χάλια θα γίνει το μαλλί… την τύχη μου μέσα!”

Ο Ιλαρίωνας έκανε την ανάγκη του στις παρυφές του γέρικου ευκάλυπτου, που λειτουργούσε πλέον ως μόνιμο ανακουφιστήριο των σκυλιών της γειτονιάς. Καθώς τίναζε το πόδι του στο ροζιασμένο κορμό, ένα μικροσκοπικό αντικείμενο γλύστρησε απ’ τα γυμνά κλαδιά, στροβιλίστηκε για λίγο στον αέρα και προσγειώθηκε μπροστά στα παπούτσια της φριζαρισμένης κατόχου του. Το σήκωσε νομίζοντας πως είναι ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα, το έφερε κάτω απ’ το ημίφως της λάμπας και το ξετύλιξε. Διαπίστωσε απογοητευμένη πως δεν ήταν παρά ένα διπλωμένο τσιγαρόχαρτο και ο μόνος λόγος που δεν το πέταξε στον κάδο ανακύκλωσης, ήταν η ξαφνική εμφάνιση μιας γάτας που ηλέκτρισε τη χαίτη του Ιλαρίωνα. Το έχωσε μηχανικά στη τσέπη της, τραβώντας συγχρόνως το λουράκι του μαινόμενου σκύλου. Στην επιστροφή προς το σπίτι, έχωνε εκνευρισμένη τα δάχτυλα στο κεφάλι της, σιχτιρίζοντας τη γάτα, τον Ιλαρίωνα, την υγρασία και τη φύση που την καταδίκασε να υπάρχει με κατσαρές τρίχες. Το σημείωμα έμεινε ξεχασμένο στο παλτό της μέχρι το βράδυ που έστρωνε το τραπέζι, παρακολουθώντας συγχρόνως το  δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση.

«Ένα σπάνιο φαινόμενο παρατηρήθηκε νωρίς το πρωί, όταν σμήνη από διερχόμενα πτηνά βομβάρδισαν στην κυριολεξία με  πολύχρωμα χαρτάκια, πολλές περιοχές του κέντρου. Αρχικά δημιουργήθηκε πρόσκαιρος πανικός στους κατοίκους, τον οποίο όμως διαδέχτηκε μια ευχάριστη έκπληξη. Οι παραλήπτες των γραμμάτων, γρήγορα διαπίστωσαν πως πρόκειται για σημειώματα παιδιών από ασιατικές χώρες και εμπόλεμες περιοχές. Κάποια απ’ αυτά, ήταν γραμμένα στην αγγλική γλώσσα και έφεραν παιδικές ζωγραφιές.  Σύμφωνα με την Ορνιθολογική Εταιρεία, έχει σημειωθεί και στο παρελθόν αντίστοιχη αερομεταφορά σημειωμάτων με ταχυδρομικά περιστέρια. Με έκτακτη ανακοίνωσή του το Υπουργείο Εξωτερικών, όρισε την προσωρινή λειτουργία μεταφραστικής υπηρεσίας, για τους κατόχους των επιστολών που επιθυμούν να τις μεταφράσουν. Οι υπηρεσίες θα παρέχονται δωρεάν και κατόπιν σχετικής αίτησης, που θα υποβάλλεται στο αρμόδιο τμήμα…»

Ο Ιλαρίωνας ήταν ασυνήθιστα ανήσυχος όση ώρα έψαχνε εναγωνίως την τσέπη της. Το ξετύλιξε προσεχτικά, ήταν ένα μεγάλο ριζόχαρτο, διπλωμένο με τετραγωνική διάταξη και γραμμένο με ακαταλαβίστικα σύμβολα. Το πρωινό που είχε κλείσει το πολυπόθητο ραντεβού για την μόνιμη ισιωτική μαλλιών, την ειδοποίησαν απ’ το υπουργείο ότι μπορεί να περάσει να παραλάβει το μεταφρασμένο γράμμα. Το άρπαξε απρόθυμα απ’ τα χέρια του χαμογελαστού υπαλλήλου, που αντιλήφθηκε τη βιασύνη της και δεν πρόλαβε να της πει για το περιεχόμενο της επιστολής. Άνοιξε βιαστικά το φάκελο στο αυτοκίνητο, με την πρόθεση να του ρίξει μια πρόχειρη ματιά, ενόσω περίμενε στα κόκκινα φανάρια της Κηφισίας.

«Αγαπημένη μου φίλη,
Με λένε Σουάτι και ζω σ’ ένα ορεινό χωριό στο Νεπάλ. Αυτή την εποχή έχουμε τους μουσώνες και πρέπει να μετακινούμαστε διαρκώς για ν’ αποφύγουμε τις πλημμύρες και τα λασπωμένα μονοπάτια με τις βδέλλες. Σε λίγες μέρες το ταξίδι μας θα τελειώσει και μαζί με τις βροχές, θα σταματήσει και η περιπλάνησή μας στα γύρω βουνά. Αγαπάω τη βροχή, γιατί μου έμαθε να μη ριζώνω σ’ ένα μέρος, μα να περιπλανιέμαι διαρκώς, να μαθαίνω τον κίνδυνο και  να φυλάγομαι, να προσεύχομαι να μην πνιγούμε και να έχουμε μια καλή συγκομιδή ρυζιού και να γιορτάζω το τέλος του μουσώνα με τους αγαπημένους μου. Τότε που η ατμόσφαιρα είναι ξεπλυμένη απ’ τη σκόνη και τα βουνά γύρω απ’ το Κατμαντού αστράφτουν σαν κρυστάλλινοι όγκοι.

Αγαπάω τη βροχή γιατί, ακόμα κι αν δεν έχω πολλά ρούχα, είμαι καλά και δεν αρρωσταίνω πια. Οι γιατροί μιας οργάνωσης  μας έκαναν εμβόλια και είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να περπατάω. Ένα παιδί στη γειτονιά μας δεν μπορεί. Δεν τρέχω ποτέ μπροστά του, για να μην το κάνω να λυπηθεί. Η  αγαπημένη μου συντροφιά είναι η αγελάδα μας γιατί μου δίνει γάλα. Είμαι πολύ τυχερή  που μπορώ να γράφω και να διαβάζω. Σε λίγες μέρες έχουμε τη γιορτή του καλοκαιριού και θα φάμε γλυκά. Θα κρύψω ένα στην τσέπη μου για να το δώσω στην αγελάδα μου κι άλλο ένα για το παιδί που δεν μπορεί να τρέξει.
Αν ήμασταν κοντά, θα σου έδινα το δικό μου. Είμαι σίγουρη πως κι εσύ θα έκανες το ίδιο για μένα.
Με αγάπη, Σουάτι».

Ο ακτιβιστής και εκπαιδευτής των φτερωτών ταχυδρόμων, προτάθηκε για Νομπέλ Ειρήνης.
Η Σουάτι επέζησε απ’ το φονικό σεισμό που έγινε στο χωριό της, λίγες μέρες μετά την επιστολή της.
H ισιωτική δεν έγινε ποτέ, αλλά το μαλλί για κάποιον περίεργο λόγο, λείανε από μόνο του.



 πηγές φωτογραφιών: http://sinistronzi.tumblr.com & http://kontraste.tasmo.de/post/5601620921/finally-free

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

25 λέξεις # 2 (Το κείμενο )


Παραχωρείται νεανικό κελί – πτέρυγα ανέργων.
Τέως παιδικό, νυν φοιτητικό, αεί αποδημητικό.
Πέφτουνε σοβάδες κι είμαι άνοιξη ακόμα.
 «Μη κλαις ρε μάνα, θα τα λέμε στο σκάϊπ…»