Το
περσινό φθινόπωρο στο θέατρο βράχων του Βύρωνα, ο Γιώργης Ξυλούρης έστησε ένα
πρωτοποριακό στη σύλληψη και απόλυτα πετυχημένο μουσικό σμίξιμο όλων των μουσικών
ρευμάτων της Κρήτης, με λύρες, βιολιά, λαούτα, μαντολίνα, ασκομπαντούρες, θιαμπόλια
και αγαπημένους δημιουργούς. Απ’ τους λυράρηδες της Σητείας και τους ερασιτέχνες
μαντιναδόρους των Ανωγείων, μέχρι τον Ψαραντώνη και τον Ross Daly. Ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο παράδοση, ιστορία, περηφάνια και ελπίδα.
Σ’
ένα ασφυχτικά γεμάτο θέατρο που η συγκίνηση και η κατάνυξη επικρατούσε σ’ όλη
τη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που κράτησε η συναυλία, θυμάμαι έντονα τα λόγια
του Γιώργη στην εισαγωγή αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ήταν μια
μυσταγωγία, ένα κάλεσμα σ’ αυτούς που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, αλλά που η
παρουσία τους ήταν εκεί, ανάμεσά μας, γιατί η μουσική έχει αυτά τα κρυφά
μονοπάτια, ξεγλιστρά και φτάνει ως τα μεϊντάνια τ’ ουρανού κι ενώνει ζωντανούς
κι αγγέλους.
Με
την υπόσχεση πως αυτό το σμίξιμο θα έχει συνέχεια, ο Γιώργης μας αποχαιρέτησε
εκείνο το βράδυ πολύ συγκινημένος και περήφανος για την καταγωγή και τους προγόνους
του. Μόλις δυο μήνες μετά, τέτοιες μέρες ήταν, όταν πέταξε ξαφνικά μακριά μας από
καρδιακή ανακοπή ενώ οδηγούσε τη μηχανή του. Ο Θεός είναι αλάνθαστος στο σημάδι
κι οι βασιλιάδες της γενιάς μας όσο πάνε και λιγοστεύουν.
Τις
ίδιες μέρες του Νοέμβρη, έφυγε πριν δεκαοχτώ χρόνια ο μεγάλος μας ποιητής και
ζωγράφος, Μιχάλης Κατσαρός,
αφήνοντας πίσω του την πολύτιμη Διαθήκη του.
Μην
αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.
Εκεί
που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού, στην πύλη της άμμου του Λουδοβίκου, στο
φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες,
στα γκρέμια του Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα
των θεών ως το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που
δραπετεύουν οι θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους. Ένα κερί
αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν
βασιλικό και μαντζουράνα οι χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα
κεφαλόσκαλα, πως τα λόγια τους θ’
ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και δυόσμους και
θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και να
καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα περάσματά τους,
να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα καζανέματα και τα
γλέντια στις απάνω γειτονιές.
(*)
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι δανεισμένος απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Δραμουντάνη
ή Λουδοβίκου των Ανωγείων. Στο σημείωμα του δίσκου του γράφει:
"Η Πύλη της
Άμμου είναι η πόρτα που βγάζει στο αβέβαιο,στο δύσκολο,στο τίποτε. Είναι μια
πύλη όπου ο άνεμος ραπίζει και ο χρόνος φορεί κουρελιασμένη πέτρα. Πάνω στην
άμμο είμαστε αδιάβαστοι στο περπάτημα, ούτε αφήνουμε ούτε βρίσκουμε καθαρά
ίχνη. Όλοι κάποτε διαβαίνουμε την ωραία Πύλη της Άμμου και είναι σαν να
ξαναμπαίνουμε στην κολυμπήθρα..."