Γι αυτούς που η νηστεία είναι από ανάγκη κι όχι από
θρησκευτική επιλογή…
Γι αυτούς που καθόλου δεν ανησυχούν μην βάλουν
παραπανίσια κιλά την περίοδο των γιορτών…
Γι αυτούς που δεν θα ζήσουν -ίσως ποτέ- μια εορταστική
απόδραση στο γραφικό Γαλαξίδι ή σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί…
Γι αυτούς που δεν αγωνιούν πόσα μποφόρ θα φυσάει στο
Αιγαίο τις παραμονές των γιορτών ή αν εξελίσσεται ομαλά η κίνηση στις εθνικές
οδούς…
Γι αυτούς που αδιαφορούν για τις τιμές του οβελία ή της γαλοπούλας
ή το κόστος του γιορταστικού τραπεζιού…
Γι αυτούς που δουλεύουν ανήμερα του Πάσχα για να πάρουν
το επιπλέον 75% του ημερομισθίου τους…
Ή γι αυτούς που δουλεύουν σ’ όλα τα ανήμερα γιατί πρέπει
να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους που απολαμβάνουμε τις αργίες…
Γι αυτούς που σηκώνουν ισοβίως το σταυρό της επιβίωσης,
δίχως να ελπίζουν σε κάποια επικείμενη Ανάσταση…
Γι αυτούς που τα πυροτεχνήματα μιας Ανάστασης ή μιας
Πρωτοχρονιάς, ηχούν σαν ανελέητοι βομβαρδισμοί στα μοναχικά τους σπίτια, ή στα
δωμάτια που φιλοξενούν τις κουρασμένες τους υπάρξεις…
Γι αυτούς που σπρώχνουν ευγενικά τις γιορτές απ’ το
κατώφλι τους, γιατί οι γιορτές θέλουν στολίδια και δώρα, θέλουν τις κατσαρόλες
γεμάτες και τους φούρνους να ψήνουν αφράτα τσουρεκάκια και θέλουν και παιδάκια
χαρούμενα να πλάθουν κουλουράκια με τις μαμάδες τους, θέλουν σπίτια να μυρίζουν
ήλιο κι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και θέλουν καινούργια παπούτσια και κάρτες
αλλαγής και λαμπαδόκουτα και σακούλες γεμάτες να πηγαινοέρχονται στους δρόμους,
θέλουν, και τι δε θέλουν οι άτιμες…
Κι άντε να εξηγήσεις στο Λενάκι να μην ανησυχεί, γιατί
βγαίνουμε σταδιακά απ’ την κρίση και πως το χρέος είναι ένα τικ βιώσιμο, σε
αντίθεση με τον μπαμπά που έσκασε απ’ τη στεναχώρια του γιατί έμεινε άνεργος
και πως η μαμά δε γινόταν να είναι κοντά της το βράδυ της Ανάστασης γιατί είχε βάρδια
λάντζα στην οικογενειακή ταβέρνα «Η
ωραία Ελλάς» και πως τα βεγγαλικά που άκουγε μοναχή της τα μεσάνυχτα απ’
την κοντινή εκκλησία, ήταν για μια Ανάσταση που δεν την αφορά ακόμα…
Και πως το δικό της βεγγαλικό, θέλει πολλές σταυρώσεις
ακόμα για να λάμψει.
«Χρόνια πολλά κοριτσάκι μου, να προσέχεις μέχρι να γυρίσω… θα φέρω και λίγη
μαγειρίτσα να φάμε παρέα το πρωί… σ’ αφήνω, έχω πολλή δουλειά απόψε… σ’ αγαπώ
πολύ…»
Ένα κοριτσίστικο βλέμμα κολλημένο στο τζάμι του
παραθύρου. Ο ουρανός να σκίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά κι οι καμπάνες να
παιανίζουν χαρμόσυνα την ανάσταση του Χριστού.
Καρφώνει τα μάτια της ψηλά. «Να έχω κι εγώ ένα βεγγαλικό σε
παρακαλώ; Μόνο ένα…»
Μια φορά
κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός
κατέβηκε στον κόσμο. Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην
τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά
Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς
τη μεριά της Ιουδαίας. Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’
ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον
γνωρίσει κι από τίποτα, εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’
στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από
κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στο δρόμο το
ψωμί τους. Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν
τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη
ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι
που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε
άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν
τώρα όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα,
μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος,
ήτανε μια μεγάλη πολιτεία που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να
ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα κι ήταν παντού η ίδια
φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το
βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν
έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που
φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς·
ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και
χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν
άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες,
με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός
ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα
στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα
του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και
το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών
οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι
σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω.
Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που
πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι
συμβαίνει.
Κι αυτός
Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
"Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε
στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί
μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι
οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν·
και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…"
Και καθώς
μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο
πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη
γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια
και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο
κόσμος έσβησε τριγύρω κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά
εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε
το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας -και δεν υπάρχει τίποτε
στον κόσμο- τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!»
Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι
έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο
προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού,
κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα. Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι,
και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε
την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη
θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε,
εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…
Και κατόπι
απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση κι οι μαρτυρίες
των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον
ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν
Άγγελο.
-Γιατί το έκανες αυτό;του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
-Δεν ξέρω…αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο
μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
-Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις
μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός.Αυτές
οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την
κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
Πασχαλινό διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,
δημοσιευμένο στις 19 Απριλίου 1925 στο ποιοτικό περιοδικό ποικίλης ύλης
«Μπουκέτο», με το οποίο συνεργαζόταν ο Λαπαθιώτης εκείνη την περίοδο.
Εύχομαι ειλικρινά να μην χρειαστεί να Τον ξανασταυρώσουμε
για να γιορτάζουμε αργότερα την Ανάστασή Του. Τον προσωπικό μας «μάρτυρα», «προφήτη»,
καλό ή κακό εαυτό, τον εχθρό ή το φίλο μας, όποιον συναντήσουμε τέλος πάντων
στην προσωπική μας διαδρομή και κουβαλάει ένα σταυρό στην πλάτη του. Κι αν
ακόμα αποδειχτεί πως δεν είναι σταλμένος εξ ουρανού, εμείς ωστόσο θα έχουμε
βάλει ένα χεράκι να καθαριστούν και αναπλαστούν οι σύγχρονοι «Γολγοθάδες».
Με γαλήνη και αγάπη να περάσουν κι αυτές οι γιορτές!
και να
μερεμετίσουμε τη χελιδονοφωλιά στο μπαλκονάκι μας•
να καταχωνιάσουμε στα
τρίσβαθα του παταριού
τις χνουδάτες μεγαλοϊδέες
μας
τα κατσιασμένα μας
«Εγώ»
και τα ξεχειλωμένα «Έχω» μας
και το αχολόϊ και
τα «Αμάν» μας...
και να ξεθάψουμε τις
πάνινες λέξεις μας τις ξεχασμένες•
“κλαίω - γελάω
ελπίζω - συγχωράω
νιώθω - αντιστέκομαι
συμπάσχω και
εμπνέομαι
πέφτω και σηκώνομαι
ζω!”
Να τις λιάσουμε
σαν ασπρόρουχα
να ξετσαλακωθούν επιτέλους
να ξαναμπούν σπίτι
μας
παρέα να κάτσουμε στο
τραπέζι
να κόψουμε της
ζωής το πρόσφορο•
«Από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου
αυτών ενεπλήσθημεν ...» [*]
Στα καρφάκια που
έχουμε μπηγμένα κατάκαρδα
να κρεμάσει ξανά η
μάνα τα υφαντά μπρισίμια της
«Κι αυτό θα περάσει»
και να φυτέψει την
ευχή της
στη μέση μιας
αυλής
σπορά για τους
επόμενους
“σπουργίτες”...
Το 15ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας,
καλωσόρισε την άνοιξη με την πιο ωραία λέξη: ΖΩΗ. Την ευχαριστώ απ’ την καρδιά
μου για τη φιλοξενία του Μαγιάπριλου, καθώς και όλους τους φίλους που συμμετείχαν και
σ’ αυτό το Συμπόσιο.
«Να ξετελέψω δα τα χορταρούδια και θα σας εκάμω πιταράκια που σας
αρέσουνε».
Τα χορταρούδια της γιαγιάς που
τότε τα περιφρονούσαμε και ψάχναμε ευκαιρίες να πάρουμε στη ζούλα κανένα
σουβλάκι απ’ το λιμάνι, εκτιμήθηκαν δεόντως με τα χρόνια κι η διατροφική τους
αξία αναγνωρίστηκε πανηγυρικά. Αν η γιαγιά βλέπει από κει πάνω τα πιάτα της να διαπρέπουν σήμερα σαν γκουρμεδιές στο
εξωτερικό, θα σφίγγει το κεφαλομάντηλό της χαμογελαστή και θα μας
κατακεραυνώνει με τη στεντόρεια φωνή της: «Θωρείτε
βρε κοπέλια που σας τα’λεγα τοτεσάς;»
Η γιαγιά δεν είχε χρυσούς σκούφους και καριέρα στην τηλεόραση, ούτε
γράμματα ήξερε, ούτε συνταγές και
πάγκους παρασκευής διέθετε. Τα χόρτα του
τόπου της, ήταν αυτά που κράτησαν ταϊσμένη την οικογένεια στα χρόνια της
γερμανικής κατοχής, συνοδευόμενα σπανίως με κανένα καρβέλι που φυγάδευε με
χίλιους κινδύνους κάποιο απ’ τα εννιά παιδιά της και που αν δεν ήταν η πείνα να
τους έχει κάνει αγριμοπόδαρους, οι γερμαναράδες θα τους είχαν στήσει στο εκτελεστικό
με συνοπτικές διαδικασίες. Από τότε, τα χόρτα και τα βοτάνια της Κρήτης
γινήκανε αγαπημένη συνήθεια και μ’ αυτά γιατροπόρεψε και ανάστησε παιδιά και
εγγόνια.
Τα χορταρούδια της
γιαγιάς, απόκτησαν με το χρόνο πολυδιάστατες χρήσεις και φιλοσοφικές
προεκτάσεις. Τα αγριόπρασσα, οι καυκαλήθρες και τα μυρώνια, για τσιγαριαστά τσικάλια
με κατσικάκι. Ο στύφνος, οι βρούβες, τα σταμναγκάθια και οι ασκόλυμπροι,
βρασμένα με λαδάκι και μπόλικο λεμόνι. Οι άγριες αγκινάρες, ωμές με ξυδάκι για
τις νηστίσιμες μέρες της Μεγαλοβδομάδας. Αγριομάραθα, κουτσουνάδες και λάπαθα
για πίτες και γιαχνιστά τσικάλια με χοχλιούς. Ασφόδελους, αμανίτες και
σπαράγγια, για σφουγγάτα στη χόβολη. Και τα θρυλικά γυάλινα βαζάκια της με τα
δίκταμα, τις μαλοτήρες, τ’ αρισμαρί και τα φασκόμηλα, αλφαδιασμένα στο μικρό
ραφάκι της κουζίνας, με μια λευκή δαντελίτσα καρφωμένη στο γείσο, πάντα σ’
ετοιμότητα να προσφέρουν τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, συνοδεία θυμαρίσιου
μελιού ή σιροπιού από πετιμέζι. Η “αντιβίωση”
της γιαγιάς αποδείχτηκε αλάνθαστη και αποτελεσματικότατη.
Στα χρόνια της ευδαιμονίας και της πολυφαγίας, η γιαγιά έμεινε πιστή στις
παραδόσεις της. Τα πιάτα της μας περίμεναν πάντα αχνιστά και μοσχομυριστά,
αραδιασμένα πάνω στο λινό τραπεζομάντηλο, όσο αυτή μας καλωσόριζε με τα χέρια
της ορθάνοιχτα στην αυλόπορτα. Η μερίδα της
ήταν πάντα λιγοστή, μα καλοχόρταινε να μας παρατηρεί να γεμίζουμε τις αισθήσεις
και το στομάχι μας με τις λαχταριστές μαγεριές της. Ένα τσούρμο παιδιά τότε, με
τις φανέλες μας ιδρωμένες απ’ το παιχνίδι και τα μάγουλά μας γδαρμένα απ’ την
αλισάχνη, γεμίζαμε τις αποσκευές μας με εικόνες, τρυφερές στιγμές κι αληθινό
νοιάξιμο· η συρμαγιά μας για το μέλλον, που τότε δεν μπορούσαμε να την
εκτιμήσουμε ως της άξιζε.
Κάθε σούρουπο, καθώς
η νύχτα σκέπαζε τρυφερά με το σεντόνι της την πόλη, με προβολέα το φεγγάρι να
φωτίζει το ενετικό κάστρο και υπό την πολύβουη ορχήστρα των τζιτζικιών, η αυλή
της γιαγιάς γινόταν ιερή τράπεζα κι
εμείς μύστες μιας πανάρχαιας τελετής που υμνούσε την αγάπη, το φιλότιμο, την
καθαρή ματιά και το στητό περπάτημα. Κατέβαινε κι ο παππούς απ’ το ουράνιο μεϊντάνι
του, παρέα με τον Φουσταλιέρη που έπαιζε το μπουλγαρί του και πλάι απ’ το
πιθάρι με τη βυσσινιά βουκαμβίλια, χόρευε ο πατέρας με τα χέρια του ανοιγμένα
σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό του, με τα βυζαντινά του μάτια δακρυσμένα απ’ την
κατάνυξη «Όσο βαρούν τα σίδερα / αμάν-αμάν βαρούν τα μαύρα ρούχα…».
Ζωντάνευαν
οι διηγήσεις της γιαγιάς για τις παλιές αποσπερίδες, τότε που σχημάτιζαν
μικρούς πύρινους κύκλους από παρέες κι αυτοσχέδια γλέντια, για να ξορκίζουν τον
πόνο τους και να μένουν ενωμένοι σα μια γροθιά απέναντι στον κατακτητή. Με
μοναδικά όπλα το σεβασμό στις ρίζες τους και την επίγνωση του χρέους τους. Παθιασμένοι με το παρόν που τους έλαχε να ζήσουν κι έντιμοι
με την ιστορία που άφηναν πίσω τους.
Η γιαγιά έφυγε στα βαθειά της γεράματα, έχοντας τη συνείδησή της εναργή και
σε πλήρη λειτουργία. Πριν
απαντηθεί με το σύντροφό της στο μπεντένι του Θεού, μας εμπιστεύτηκε τον κωδικό
πρόσβασης στην ευζωία: «Να μη τρώτε μπουνταλές, αμέ μόνο ό,τι σας
πέμπει η μάνα-γη… γιάε, τα χορταρούδια και τα μάθια σας! Ούλα σας τα ορμήνεψα,
ξα σας τώρα!»
Τη γιαγιά τη βλέπουμε τακτικά να ξεκορφίζει με το κρητικό μαχαίρι και το
υφαντό της βουργιάλι τους μπαξέδες του παραδείσου, να στήνει βεγγέρες με το
παρεάκι της και να ροζωνάρει με τους αγγέλους. Εκεί
που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις
χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του
Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως
το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι
θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους.
Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικούς και μαντζουράνες οι
χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα, πως τα λόγια
τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και
δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και
να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα
περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα
καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.
[Φιλοξενήθηκε στο ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ του Γιώργου Ιατρίδη, τον οποίο
ευχαριστώ θερμά!]