Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Ένα νούμερο μεγαλύτερο


“Ένα νούμερο μεγαλύτερο, να’χει περιθώριο που θα ψηλώσεις”.

Όλα ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερο. Τα ρούχα, τα παπούτσια και η αγάπη σου.
Βιαζόμουν λοιπόν να μεγαλώσω, να ξηλώσουμε το στρίφωμα, να ψηλώσω κι άλλο, να ξαναβγούμε χεράκι-χεράκι στα εμπορικά. Για να σ’ ακούω να λες με νόημα στην πωλήτρια “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω τη φράση σου τότε. Νόμιζα πως ήταν μια μικρή σπονδή στα ουράνια, να μεγαλώνω διαρκώς και να είμαι καλά. Μέχρι που έγινα κι εγώ μάνα κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει την ίδια φράση στο εγγόνι σου: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Κι ήταν εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα τι έκρυβε αυτή η φράση.

Ξενύχτια, αγωνίες, θερμόμετρα, κούραση, εμπύρετα βράδια, αντιβίωση κάθε έξι ώρες και πορτοκαλάδες και σορόπια και μουρουνέλαια.

Χάδια, παραμύθια με χασμουρητά και μαύρους κύκλους στα μάτια σου, κουρασμένες καληνύχτες κι ασημένιες εικονίτσες κρεμασμένες στο κρεββάτι να φυλάνε σαν κέρβεροι τα όνειρά μου.

Μαθήματα να γράφω και να διαβάζω, να κολυμπάω στα βαθιά, να κρατάω τις ανάσες μου, να βαδίζω στητά και να κάνω το σταυρό μου στα δύσκολα.

Δυο τσακισμένα χέρια μετά τη δουλειά, να καταθέτουν στα πόδια μου σακούλες με ψώνια και μεταμεσονύχτια μαγειρέματα, με το μάτι να υγραίνει απ’ την κόπωση της μέρας, να πέφτει το δάκρυ στην κατσαρόλα και να χυλώνει το φαγητό, να γίνεται πεντανόστιμο, με τη γεύση σου να με κυνηγάει ισοβίως.

Κι άγριες εφηβείες και λεονταρισμοί και μια δρομολογημένη επανάσταση, που ξεκίναγε απ’ την πόρτα ασφαλείας μου, για να καταλήξει στο -ένα νούμερο μεγαλύτερο- ρούχο μου. Ήξερα πως πάντα υπάρχει στο στρίφωμά μου, γερά γαζωμένη και αιώνια διαθέσιμη, η αγάπη σου…

Η πόρτα ασφαλείας άνοιξε και δεν παίρνω πια μπόι.

Ό,τι φοράω, είναι ακριβώς στα μέτρα μου. Ευθύνη μου να διαλέγω το σωστό νούμερο. Να μετράω με ακρίβεια τραπεζίτη τα αποθέματά μου και να ισοσκελίζω τις λαχτάρες του με τα κουμάντα μου. Να καμαρώνω που ψηλώνει και ν’ αγωνιώ πως στο τέλος του καλοκαιριού θα θέλει καινούργια παπούτσια.

Και κάθε φορά που τον περιμένω να βγει από ένα δοκιμαστήριο, ν’ ακούω τη φωνή σου σα βαλσαμωμένη μνήμη: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο γιατί θα ψηλώσεις”…

Πρώτη δημοσίευση: 10/05/2015
Για την ιστορία: Η γιορτή της μητέρας εμπνεύστηκε από την Αnna Jarvis, μια γυναίκα που δεν έκανε ποτέ δικά της παιδιά, αλλά στιγματίστηκε απ’ την απώλεια της δικής της μητέρας που  είχε έντονη εθελοντική δράση το 1850 στη δυτική Βιρτζίνια.

Η Jarvis βρήκε τον τρόπο να την τιμά ισοβίως ξεκινώντας με τον πρώτο εορτασμό για την «Ημέρα της Μητέρας» το 1908. Καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης από τις γυναίκες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο και θέλησαν να δώσουν έμφαση στην αξία της ειρήνης. Η απόλυτη επιτυχία της γιορτής αμαυρώθηκε στα μάτια της Anna Jarvis όταν άρχισε να αποκτά καθαρά εμπορικό χαρακτήρα. Την εμφάνισή τους έκαναν οι ευχετήριες κάρτες, τα ιδιαίτερα γλυκίσματα και η αγορά λουλουδιών, γεγονός που έθλιβε βαθύτητα την Jarvis. Απείλησε με μηνύσεις, οργάνωσε μποϊκοτάζ, δεν δίστασε να επιτεθεί και στη Πρώτη Κυρία Έλινορ Ρούσβελτ επειδή χρησιμοποίησε την «Ημέρα της Μητέρας» για να συγκεντρώσει φιλανθρωπίες. Δεν μπορούσε να ανεχτεί τον «ευτελισμό» της επετείου που με τόσο κόπο είχε καταφέρει να καθιερώσει και που τα αρχικά της κίνητρα ήταν η αγνή αγάπη για τη μητέρα. Μάλιστα το 1925 συνελήφθη για διατάραξη κοινής ησυχίας όταν διαμαρτυρήθηκε έντονα σ’ ένα συνέδριο για την αλλοίωση της επετείου. Διέθεσε την τεράστια κληρονομιά της προκειμένου να καταργήσει την εμπορική πλευρά της ημέρας.
Η Anna Jarvis, πέθανε το 1948 σ’ ένα σανατόριο της Βιρτζίνιας πάμπτωχη. «Αυτή η γυναίκα, που πέθανε απένταρη σ’ ένα σανατόριο σε κατάσταση άνοιας, ήταν μια γυναίκα που θα μπορούσε να είχε ωφεληθεί από την Ημέρα της Γυναίκας, αν το ήθελε. Αλλά εναντιώθηκε σε όσους το έκαναν, κι αυτό της κόστισε τα πάντα, οικονομικά και σωματικά».... 

χρόνια πολλά στις γυναίκες που τιμούν το ρόλο της μάνας, είτε στα δικά τους παιδιά, είτε φροντίζοντας παιδιά απ' τα "αζήτητα"... 

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Οι αναμνήσεις μιας σερβάντας [Παίζοντας με τις λέξεις #11]

-      Πήρες το χάπι της πίεσης;
-      Το πήρα.
-      Πάω να φέρω το γιαουρτάκι μας… μα τι κοιτάς τόση ώρα στη σερβάντα χριστιανέ μου;
-      Τη φωτογραφία του γάμου μας… θυμάσαι ρε Χαρικλάκι;
-      Ξεχνιούνται αυτά μωρέ Θόδωρε;
-      Τα ξεθωριάζει λίγο η αχλή του χρόνου, μα εμείς αφήκαμε τις υποθήκες μας Χαρικλάκι μου… θυμάσαι που σε κρυφοκοίταζα κάθε πρωί στο παραθύρι σας κι αγκομαχούσα σαν το γκαζοζέν στο Χασάνι;
-      Εμ, γιατί νομίζεις πως στηνόμουν σα θαλαμοφύλακας πίσω απ’ την κουρτίνα; Περίμενα να φανείς στην άκρη του δρόμου, με τις μπατανόβουρτσες και τους τενεκέδες με τους ασβέστες…θυμάσαι το χάρτινο καπέλο που’χες φτιαγμένο μ’ εφημερίδες;
-      Και με παίρνει πρέφα ο γέρος σου μια μέρα και μ’ αρχίζει στο κυνήγι… «Ρε σατανά, με το Ρίζο στο κεφάλι κυκλοφορείς;…ρε να μας κάψεις θέλεις;…πανάθεμά σε!»
-      Σ’ εκτιμούσε ο σχωρεμένος…μα τι νά’κανε; Έτρεμε τη σκιά του ο φουκαράς… παντού χαφιέδες στη γειτονιά, σαν τις κατσαρίδες βγαίνανε απ’ τα λαγούμια τους οι άτιμοι…
-      Δεν στο’χα πει τότε να μην σε πικράνω, μα τον έπιασα ένα ξημέρωμα στο καρβουνιάρικο του Πολυχρόνη και τον φοβέρισα πως αν δεν σε πάρω, θα πέσω απ’ το βράχο στ’ Ασβεστοκάμινα και το κρίμα στο λαιμό του!
-      Κι εγώ σου΄κρυψα κάτι τότες για να μη στεναχωρεθείς...
-      Τι πράμα ρε Χαρικλάκι;
-      Σίγουρα το πήρες το χαπάκι ε;
-      Εδωνά είν’ το πακέτο, πες εσύ κι αν χρειαστεί παίρνω ολάκερη την καρτέλα.
-      Θυμάσαι τη μαντάμ Ζωρζέτ που δούλευα στο ραφτάδικό της;… ένα πρωινό πριν φύγω απ’ το σπίτι, του λέω αποφασισμένη: «Πατέρα, αν δε δώκεις την ευκή σου να στεφανωθώ το Θόδωρο, φεύγω για το βουνό». Αφήνιασε ο χριστιανός: «Μωρή με τους κατσαπλιάδες θα πας;… θα σας κρεμάσουν με συρματόσχοινο οι χωροφυλάκοι… και τη φαμίλια σου δε τη σκέφτεσαι;… αν γλυτώσουμε τ’ απόσπασμα, θα τό’βρουμε απ’ το κονσερβοκούτι!»
-      Ρε τον άτιμο το γέρο!... ώστε γι αυτό μου’ρθε με την ουρά στα σκέλια κείνο το βράδυ; «Θοδωρή παιδί μου, κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά γιατί σας βλέπω για γαμήλιο ταξίδι στον Άη-Στράτη...άμε τώρα να κονομήσεις κουστουμιά και κάνα μπαλωμένο πατούμενο κι έλα σπίτι να τήνε ζητήσεις σαν άντρας».
-      Αλήθεια βρε Θόδωρε, πώς το ξετρύπωσες κείνο το φράκο με το ημίψηλο;
-      Θυμάσαι τον ξάδερφο που γυρνούσε με τα μπουλούκια στα χωριά, παριστάνοντας τον Μέγα Μάγο; Μέγας πειναλέος ο φουκαράς, είχε  φάει το λαγό, κάτι περιστέρια που τα’βγαζε απ’ το ημίψηλο, παραλίγο να φάει και το καπέλο στο τέλος…του ξηγήθηκα λοιπόν λίγο χαρουπάλευρο  και μια χούφτα σταφίδες, με τη συμφωνία να μου δανείσει τη στολή του για ένα βράδυ.
-      Ώστε έτσι λοιπόν...εσύ με δανεικό φράκο κι εγώ με τη χασεδένια κουρτίνα που βρήκα στο μπαούλο της μάνας μου και την έραψα νυφικό σ’ ένα βράδυ...
-      Ξέχασες την προίκα μας Χαρικλάκι, τη γκαζιέρα και τη μπακιρένια μπραγάτσα… θυμάσαι το τραπέζι του γάμου μας;
-      Πώς δε θυμάμαι!... με το φράκο και το ημίψηλο, να ρουφάς τη μπομπότα με ριζάρια και κρεμμυδόφυλλα!...
-      Και δεν υπήρχαν και κολονάτα τότες… σήμερα που τα’χουμε, σκονίζονται στη σερβάντα… 


Η σερβάντα του Θοδωρή και της Χαρίκλειας, είχε την τιμή να φιλοξενηθεί στον 11ο κύκλο του "Παίζοντας με τις λέξεις" στο ζεστό στέκι της Μαρίας μας (mytripsonblog). 
Η ιστορία του ζευγαριού, είναι φτιαγμένη από μικρά κομμάτια αληθινών ιστοριών• από αφηγήσεις συγγενών και φίλων για τ’ άγρια χρόνια που πέρασαν.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως, παρά τα πέτρινα χρόνια που βίωσαν, τα λόγια τους πάντα διανθίζονται με χιούμορ, έστω και πικρό• είναι όλοι τους με γαληνεμένη τη μνήμη, καθαρή τη συνείδηση και τακτοποιημένο το θυμό τους.
Τα εισιτήρια δηλαδή για την αθανασία.

Ευχαριστώ πολύ την Μαρία μας για τις φροντίδες της κι όλους τους φίλους που συμμετείχαν, αξιολόγησαν και συντρόφευσαν.
Στο επανιδείν κι ας μην αφήνουμε κανέναν να μας κλέψει τo γέλιο μας! 

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Όταν η δημοκρατία πέθανε στην κοιτίδα της (*)

«Καλωσήρθατε στο Νταχάου της Αθήνας»
Το καλωσόρισμα στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ στο πάρκο Ελευθερίας απ’ τον πρόεδρο του ΣΦΕΑ (Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974) Κώστα Μανταίου. Η βαριά ξύλινη πόρτα ανοίγει και μας αποκαλύπτει τους χώρους «φιλοξενίας» των πολιτικών κρατουμένων που πέρασαν απ’ αυτό το κολαστήριο. Η εμβληματική προτομή του αγωνιστή Σπύρου Μουστακλή στον προαύλιο χώρο, μας είχε ήδη προετοιμάσει ψυχολογικά γι αυτά που θα αντικρίζαμε. Τα δωμάτια βασανισμού, οι κατάλογοι ονομάτων, οι νεκροί, πρωτοσέλιδα από εφημερίδες εποχής, οι τοίχοι που έχουν ακόμα φυλαγμένες τις μαρτυρικές ανάσες των ηρώων στις ρωγμές τους, τα αντικείμενα που έφτιαχναν οι εξόριστοι, τα γράμματα στους δικούς τους, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα, μπροσούρες, πολύγραφοι και παράνομα έντυπα.

Το Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης,  επισκέπτονται σχολεία –κυρίως στην επέτειο του Πολυτεχνείου- αλλά στην πλειοψηφία τους τα παιδιά δεν γνωρίζουν τίποτα γι αυτή τη μαύρη περίοδο της ιστορίας μας. Όπως μας είπε ο κ. Μανταίος, έχουν γίνει αλλεπάλληλα αιτήματα στο υπουργείο παιδείας, να προστεθούν κεφάλαια με ιστορικό υλικό στα σχολικά βιβλία. Μάταια όμως. Με το πρόσχημα να μην πυροδοτούμε τα παλιά μας εθνικά μίση, είναι προτιμότερο να μην αναμοχλεύουμε την ιστορία. Μ’ αυτή τη λογική, ας μην μαθαίναμε για την  επανάσταση του ’21 ή το ένδοξο έπος του ’40 (που κι αυτό στρεβλά το διδαχτήκαμε).

«Μετά από 128 μέρες στην απομόνωση, γυρίζοντας πίσω στη φυλακή νόμιζα πως λευτερώθηκα. Μου’φερνε λίγο φαγάκι η μάνα μου και δε μπορούσα να το φάω, το χάιδευα συγκινημένος, γιατί ήταν απ’ τα χεράκια της. Έβλεπα απ’ το παράθυρο της φυλακής τη γειτονιά μου, τους δρόμους που παίζαμε, θυμόμουν τους παλιούς έρωτες στα φοιτητικά χρόνια κι έτσι κρατήθηκα όρθιος…» μας διηγήθηκε βουρκωμένος ο κ. Μανταίος.

Για την ιστορία: απ’ το κτίριο αυτό «πέρασαν» χιλιάδες αγωνιστές, που αφού βασανίστηκαν βάναυσα και ανακρίθηκαν, παραπέμφθηκαν σε στρατοδικείο κι από εκεί στις φυλακές ή τις εξορίες. Ανάμεσά τους επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές, στρατιωτικοί και πολίτες, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Τα κτίρια του πρώην στρατοπέδου Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α. έχουν παραχωρηθεί, ως προς την χρήση, στον Σ.Φ.Ε.Α. 1967-1974, στο Δήμο Αθηναίων και στο Μουσείο «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

Με την ευχή να μην γκρεμιστεί άλλο ιστορικό μνημείο όπως έγινε με το περίφημο Εφηβείο Αβέρωφ –προορισμένο αρχικά για την αναμόρφωση ανηλίκων- μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ· στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Άρειος Πάγος, όπου μόνο μια λιτή μαρμάρινη στήλη στο προαύλιο θυμίζει ότι «Στο χώρο αυτό λειτούργησαν επί δεκαετίες οι Φυλακές Αβέρωφ. Αιωνία η μνήμη στου Έλληνες και Ελληνίδες που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στις Φυλακές».
Γιατί εκτός απ’ τα αρχαία μας μνημεία που μας κάνουν υπερήφανους, υπάρχουν και τα μαύρα κληροδοτήματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Πέρα απ’ την κατάφορη προσβολή των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, τις διώξεις και τα εγκλήματα, κληρονομήσαμε μνημεία σαν τη θρυλική ταράτσα της Μπουμπουλίνας, τα νησιά εξορίας, τους τοίχους εκτελέσεων και τα μπουντρούμια της απομόνωσης και των βασανιστηρίων. Κληρονομήσαμε και την προδοσία της Κύπρου που ακόμα βολοδέρνει στα σαλόνια των ευρωπαϊκών χωρών χωρίς ουσιαστικές προοπτικές για την οριστική λύση του προβλήματος.

Επίσης για την ιστορία: Μετά την πτώση της χούντας κατατέθηκαν μηνύσεις εναντίον 150 αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Απ’ αυτούς, άλλοι αθωώθηκαν απ’ τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάρκεια των δικών τους οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων, κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας. «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».


(* Τίτλος άρθρου του e-περιοδικού Spiegel, με την ευκαιρία συμπλήρωσης μισού αιώνα απ’ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967)

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Με δανεικό βεγγαλικό

Γι αυτούς που η νηστεία είναι από ανάγκη κι όχι από θρησκευτική επιλογή…
Γι αυτούς που καθόλου δεν ανησυχούν μην βάλουν παραπανίσια κιλά την περίοδο των γιορτών…
Γι αυτούς που δεν θα ζήσουν -ίσως ποτέ- μια εορταστική απόδραση στο γραφικό Γαλαξίδι ή σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί…
Γι αυτούς που δεν αγωνιούν πόσα μποφόρ θα φυσάει στο Αιγαίο τις παραμονές των γιορτών ή αν εξελίσσεται ομαλά η κίνηση στις εθνικές οδούς…
Γι αυτούς που αδιαφορούν για τις τιμές του οβελία ή της γαλοπούλας ή το κόστος του γιορταστικού τραπεζιού…
Γι αυτούς που δουλεύουν ανήμερα του Πάσχα για να πάρουν το επιπλέον 75% του ημερομισθίου τους…
Ή γι αυτούς που δουλεύουν σ’ όλα τα ανήμερα γιατί πρέπει να εξυπηρετήσουν τους υπόλοιπους που απολαμβάνουμε τις αργίες…
Γι αυτούς που σηκώνουν ισοβίως το σταυρό της επιβίωσης, δίχως να ελπίζουν σε κάποια επικείμενη Ανάσταση…
Γι αυτούς που τα πυροτεχνήματα μιας Ανάστασης ή μιας Πρωτοχρονιάς, ηχούν σαν ανελέητοι βομβαρδισμοί στα μοναχικά τους σπίτια, ή στα δωμάτια που φιλοξενούν τις κουρασμένες τους υπάρξεις…
Γι αυτούς που σπρώχνουν ευγενικά τις γιορτές απ’ το κατώφλι τους, γιατί οι γιορτές θέλουν στολίδια και δώρα, θέλουν τις κατσαρόλες γεμάτες και τους φούρνους να ψήνουν αφράτα τσουρεκάκια και θέλουν και παιδάκια χαρούμενα να πλάθουν κουλουράκια με τις μαμάδες τους, θέλουν σπίτια να μυρίζουν ήλιο κι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και θέλουν καινούργια παπούτσια και κάρτες αλλαγής και λαμπαδόκουτα και σακούλες γεμάτες να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, θέλουν, και τι δε θέλουν οι άτιμες…

Κι άντε να εξηγήσεις στο Λενάκι να μην ανησυχεί, γιατί βγαίνουμε σταδιακά απ’ την κρίση και πως το χρέος είναι ένα τικ βιώσιμο, σε αντίθεση με τον μπαμπά που έσκασε απ’ τη στεναχώρια του γιατί έμεινε άνεργος και πως η μαμά δε γινόταν να είναι κοντά της το βράδυ της Ανάστασης γιατί είχε βάρδια λάντζα στην οικογενειακή ταβέρνα «Η ωραία Ελλάς» και πως τα βεγγαλικά που άκουγε μοναχή της τα μεσάνυχτα απ’ την κοντινή εκκλησία, ήταν για μια Ανάσταση που δεν την αφορά ακόμα…
Και πως το δικό της βεγγαλικό, θέλει πολλές σταυρώσεις ακόμα για να λάμψει.

«Χρόνια πολλά κοριτσάκι μου, να προσέχεις μέχρι να γυρίσω… θα φέρω και λίγη μαγειρίτσα να φάμε παρέα το πρωί… σ’ αφήνω, έχω πολλή δουλειά απόψε… σ’ αγαπώ πολύ…»

Ένα κοριτσίστικο βλέμμα κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου. Ο ουρανός να σκίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά κι οι καμπάνες να παιανίζουν χαρμόσυνα την ανάσταση του Χριστού.

Καρφώνει τα μάτια της ψηλά. «Να έχω κι εγώ ένα βεγγαλικό σε παρακαλώ; Μόνο ένα…»

φωτογραφία: https://birdemetutopya.tumblr.com/