“Ένα νούμερο μεγαλύτερο, να’χει περιθώριο που θα ψηλώσεις”.
Όλα ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερο. Τα ρούχα, τα παπούτσια και η αγάπη σου.
Βιαζόμουν λοιπόν να μεγαλώσω, να ξηλώσουμε το στρίφωμα, να ψηλώσω κι άλλο, να ξαναβγούμε χεράκι-χεράκι στα εμπορικά. Για να σ’ ακούω να λες με νόημα στην πωλήτρια “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω τη φράση σου τότε. Νόμιζα πως ήταν μια μικρή σπονδή στα ουράνια, να μεγαλώνω διαρκώς και να είμαι καλά. Μέχρι που έγινα κι εγώ μάνα κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει την ίδια φράση στο εγγόνι σου: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο”. Κι ήταν εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα τι έκρυβε αυτή η φράση.
Χάδια, παραμύθια με χασμουρητά και μαύρους κύκλους στα μάτια σου, κουρασμένες καληνύχτες κι ασημένιες εικονίτσες κρεμασμένες στο κρεββάτι να φυλάνε σαν κέρβεροι τα όνειρά μου.
Μαθήματα να γράφω και να διαβάζω, να κολυμπάω στα βαθιά, να κρατάω τις ανάσες μου, να βαδίζω στητά και να κάνω το σταυρό μου στα δύσκολα.
Δυο τσακισμένα χέρια μετά τη δουλειά, να καταθέτουν στα πόδια μου σακούλες με ψώνια και μεταμεσονύχτια μαγειρέματα, με το μάτι να υγραίνει απ’ την κόπωση της μέρας, να πέφτει το δάκρυ στην κατσαρόλα και να χυλώνει το φαγητό, να γίνεται πεντανόστιμο, με τη γεύση σου να με κυνηγάει ισοβίως.
Κι άγριες εφηβείες και λεονταρισμοί και μια δρομολογημένη επανάσταση, που ξεκίναγε απ’ την πόρτα ασφαλείας μου, για να καταλήξει στο -ένα νούμερο μεγαλύτερο- ρούχο μου. Ήξερα πως πάντα υπάρχει στο στρίφωμά μου, γερά γαζωμένη και αιώνια διαθέσιμη, η αγάπη σου…
Η πόρτα ασφαλείας άνοιξε και δεν παίρνω πια μπόι.
Ό,τι φοράω, είναι ακριβώς στα μέτρα μου. Ευθύνη μου να διαλέγω το σωστό νούμερο. Να μετράω με ακρίβεια τραπεζίτη τα αποθέματά μου και να ισοσκελίζω τις λαχτάρες του με τα κουμάντα μου. Να καμαρώνω που ψηλώνει και ν’ αγωνιώ πως στο τέλος του καλοκαιριού θα θέλει καινούργια παπούτσια.
Και κάθε φορά που τον περιμένω να βγει από ένα δοκιμαστήριο, ν’ ακούω τη φωνή σου σα βαλσαμωμένη μνήμη: “Ένα νούμερο μεγαλύτερο γιατί θα ψηλώσεις”…
Πρώτη δημοσίευση: 10/05/2015
Για την ιστορία: Η γιορτή της μητέρας εμπνεύστηκε από την Αnna Jarvis, μια γυναίκα που δεν έκανε ποτέ δικά της παιδιά, αλλά
στιγματίστηκε απ’ την απώλεια της δικής της μητέρας που είχε έντονη εθελοντική δράση το 1850 στη
δυτική Βιρτζίνια.
Η Jarvis βρήκε τον τρόπο να την τιμά ισοβίως ξεκινώντας με τον πρώτο εορτασμό για
την «Ημέρα της Μητέρας» το 1908. Καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης
από τις γυναίκες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο και θέλησαν να
δώσουν έμφαση στην αξία της ειρήνης. Η απόλυτη επιτυχία της γιορτής αμαυρώθηκε
στα μάτια της Anna Jarvis όταν άρχισε να αποκτά καθαρά εμπορικό χαρακτήρα. Την εμφάνισή τους έκαναν οι
ευχετήριες κάρτες, τα ιδιαίτερα γλυκίσματα και η αγορά λουλουδιών, γεγονός που
έθλιβε βαθύτητα την Jarvis. Απείλησε με μηνύσεις, οργάνωσε μποϊκοτάζ, δεν δίστασε να
επιτεθεί και στη Πρώτη Κυρία Έλινορ Ρούσβελτ επειδή χρησιμοποίησε την «Ημέρα
της Μητέρας» για να συγκεντρώσει φιλανθρωπίες. Δεν μπορούσε να ανεχτεί τον «ευτελισμό» της επετείου που
με τόσο κόπο είχε καταφέρει να καθιερώσει και που τα αρχικά της κίνητρα ήταν η
αγνή αγάπη για τη μητέρα. Μάλιστα το 1925 συνελήφθη για διατάραξη κοινής
ησυχίας όταν διαμαρτυρήθηκε έντονα σ’ ένα συνέδριο για την αλλοίωση της
επετείου. Διέθεσε την τεράστια
κληρονομιά της προκειμένου να καταργήσει την εμπορική πλευρά της ημέρας.
Η Anna Jarvis, πέθανε το 1948 σ’ ένα σανατόριο της Βιρτζίνιας πάμπτωχη. «Αυτή η γυναίκα,
που πέθανε απένταρη σ’ ένα σανατόριο σε κατάσταση άνοιας, ήταν μια γυναίκα που
θα μπορούσε να είχε ωφεληθεί από την Ημέρα της Γυναίκας, αν το ήθελε. Αλλά εναντιώθηκε
σε όσους το έκαναν, κι αυτό της κόστισε τα πάντα, οικονομικά και σωματικά»....
χρόνια πολλά στις γυναίκες που τιμούν το ρόλο της μάνας, είτε στα δικά τους παιδιά, είτε φροντίζοντας παιδιά απ' τα "αζήτητα"...