Ο Καρούζο ήταν
ανήσυχος εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Κανονικά τέτοια ώρα, γαντζωνόταν στην
ατσάλινη κούνια, όρθωνε καμαρωτός τον πιτσιλωτό λαιμό του και ξεκινούσε το
μελωδικό του ρεσιτάλ. Γλυκά κελαηδίσματα, επιδέξιοι λαρυγγισμοί και περίτεχνες
τρίλιες αντηχούσαν τριγύρω. Στα γειτονικά διαμερίσματα, περίμεναν με προσμονή
το καλημέρισμα του μικρού τενόρου. Οι νοικοκυρές, σκυμμένες στις κουπαστές
των μπαλκονιών, σταματούσαν τη λάτρα του
σπιτιού, για ν’ αφεθούν συγκινημένες στις ουράνιες μελωδίες του. Λες κι
ένα αόρατο χέρι πάγωνε τους ήχους της πολύβουης γειτονιάς· τα ραδιόφωνα
σιγούσαν κι οι γυρολόγοι που διαλαλούσαν τις
πραμάτειες τους απ’ τον τηλεβόα μιας καρότσας, σωπαίνανε. Οι τσιρίδες των παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο,
γινόντουσαν ξαφνικά ένας χαμηλόφωνος βόμβος· κι ήταν τόσο αλλόκοτο, ένα ατίθασο τσούρμο ζωηρών παιδιών,
να σωπαίνουν για ν’ ακούσουν τις πρωινές καντάτες του Καρούζο. Ίσως
βέβαια να γινόταν κι από σεβασμό στην αγαπημένη δασκάλα τους, την κυρία Ερμίνα.
Στο ενοικιαζόμενο δυαράκι, η κυρία
Ερμίνα στεγάζει τη μοναξιά και τις αναμνήσεις της. Μαζί με το διορισμό της στη
φτωχική δυτική συνοικία, που κανείς δάσκαλος δεν την καταδεχόταν –«χαμηλό το μορφωτικό επίπεδο, τι δουλειά
έχουμε εμείς με τους γύφτους ρε Ερμνίνα;» της λέγαν περιφρονητικά οι
συνάδερφοι- κουβάλησε τις κούτες με τα βιβλία και τα λιγοστά της υπάρχοντα.
Αρχικά, υπολόγιζε να μείνει δοκιμαστικά μια χρονιά κι αν οι δυσοίωνες
προβλέψεις των συναδέρφων επαληθευόντουσαν, θα επέστρεφε οριστικά στο νησί, μέχρι
να παροπλιστεί και να βγει στη σύνταξη. Η μια χρονιά έγινε δύο και ήδη διένυε την έκτη της άνοιξη
στο “σχολείο με τα γυφτάκια”, όπως το
αποκαλούσαν οι γαλαζοαίματοι περίοικοι.
Οι παλιές φωτογραφίες στο σκρίνιο,
ξεθωριάζανε τα είδωλά τους στο πέρασμα του χρόνου. Πάνω στα λεπτοδουλεμένα
σεμεδάκια της Σμυρνιάς γιαγιάς, ακουμπισμένη όλη της η ζωή. Οι δαντέλες του
νυφικού κιτρινισμένες κι ο καλός της Βάσος, οριστικά απών απ’ το οικογενειακό
κάδρο, λίγο μετά το τραγικό ατύχημα του γιου τους. Ο μικρός Ορέστης στο σχολικό
θρανίο. Πίσω του ο παγκόσμιος άτλαντας, ξεθωριασμένος κι αυτός, λες κι όλη η γη
έγινε ένα άχρωμο ανάγλυφο. Ένα μπλε τετράδιο, με ξεφτισμένη ετικέτα «Του μαθητού της Ε’ τάξεως, Ορέστη Β.Καριπίδη».
Οι πατρογονικές μορφές σ’ ένα οβάλ πορτρέτο, ρετουσαρισμένες και σκυθρωπές. Λίγες
έγχρωμες φωτογραφίες με μαθητές στο τελείωμα μιας σχολικής χρονιάς, κι αυτές
μελαγχολικές και άνευρες. Ο Καρούζο ήταν δώρο θεόσταλτο από τη γλυκιά της
μαθήτρια την Ζαφειρούλα, το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό κι αποχαιρέτησε
δακρυσμένη την αγαπημένη της δασκάλα. «Είναι πρώτης τάξεως κανταδόρος, θα σας
κρατάει περίφημη συντροφιά κυρία»...
Αιφνιδιάστηκε απ’ το ασυνήθιστο δώρο.
Ήξερε πως η Ζαφειρούλα την είχε κάνει εικόνισμα, γιατί αν δεν τη βοηθούσε καθημερινά
μετά το σχολείο, καμία ελπίδα δεν είχε να βγάλει το δημοτικό. Φτωχή οικογένεια,
το μόνο δώρο που μπορούσε να της κάνει, ήταν ένα ωδικό πτηνό, απ’ αυτά που
εμπορευόταν ο πατέρας της στα παζάρια, μαζί με μια συγκινητική επιστολή με ροζ γράμματα και αυτοκόλλητες καρδούλες «Στην αγαπημένη μου δασκάλα...»
Ο Καρούζο αιωρούταν στην κούνια του, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα
χάντρινα ματάκια του. Ήταν ένα γαλήνιο πρωινό και στα παρτέρια της κυρίας
Ερμίνας είχαν ξεμυτίσει τα ρόδινα ζουμπούλια κι
οι ροζ ορτανσίες. Διάσπαρτα ανθάκια παντού, σαν τα ροζ γραμματάκια της
Ζαφειρούλας, που δεν πρόλαβε να την καμαρώσει δασκάλα ύστερα από χρόνια. Κι
ήταν μόνο ο Καρούζο, που την αποχαιρέτησε μ’ ένα θρηνητικό μοιρολόϊ. Η πορτούλα
του κλουβιού βρέθηκε ανοιγμένη απ’ τους γειτόνους –«λες κι ήθελε να το λεφτερώσει μαζί με την ψυχούλα της» είπαν
κάποιοι- μα εκείνος έμεινε γαντζωμένος κοντά της ως το τέλος.
Art:
Henry Ryland
H ιστορία της κυρίας Ερμίνας και του Καρούζο, συμμετείχε στο 13ο παιχνίδι με τις λέξεις, που οργανώνει
και φιλοξενεί η φίλη Μαρία, στο χώρο της mytripsonblog
Μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους που παίξαμε κι αυτή τη
φορά, παρέα με τις λέξεις και κυρίως στην Μαρία μας, που μας παραχωρεί απλόχερα
το χώρο και τη φροντίδα της. Ήταν όλα
άψογα, όπως πάντα. Κι όσο ανεβαίνει ο αύξοντας αριθμός των παιχνιδιών (φτάσαμε αισίως στον 13ο
κύκλο), τόσο ενδυναμώνεται η συντροφικότητα, η ποιότητα και ο ενθουσιασμός μας.