Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Το Ρέκβιεμ του φτερωτού τενόρου

Ο Καρούζο ήταν ανήσυχος εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Κανονικά τέτοια ώρα, γαντζωνόταν στην ατσάλινη κούνια, όρθωνε καμαρωτός τον πιτσιλωτό λαιμό του και ξεκινούσε το μελωδικό του ρεσιτάλ. Γλυκά κελαηδίσματα, επιδέξιοι λαρυγγισμοί και περίτεχνες τρίλιες αντηχούσαν τριγύρω. Στα γειτονικά διαμερίσματα, περίμεναν με προσμονή το καλημέρισμα του μικρού τενόρου. Οι νοικοκυρές, σκυμμένες στις κουπαστές των μπαλκονιών, σταματούσαν τη λάτρα του σπιτιού, για ν’ αφεθούν συγκινημένες στις ουράνιες μελωδίες του. Λες κι ένα αόρατο χέρι πάγωνε τους ήχους της πολύβουης γειτονιάς· τα ραδιόφωνα σιγούσαν κι οι γυρολόγοι που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους απ’ τον τηλεβόα μιας καρότσας, σωπαίνανε. Οι τσιρίδες των παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο, γινόντουσαν ξαφνικά ένας χαμηλόφωνος βόμβος· κι ήταν τόσο αλλόκοτο, ένα ατίθασο τσούρμο ζωηρών παιδιών, να σωπαίνουν για ν’ ακούσουν τις πρωινές καντάτες του Καρούζο. Ίσως βέβαια να γινόταν κι από σεβασμό στην αγαπημένη δασκάλα τους, την κυρία Ερμίνα.

Στο ενοικιαζόμενο δυαράκι, η κυρία Ερμίνα στεγάζει τη μοναξιά και τις αναμνήσεις της. Μαζί με το διορισμό της στη φτωχική δυτική συνοικία, που κανείς δάσκαλος δεν την καταδεχόταν –«χαμηλό το μορφωτικό επίπεδο, τι δουλειά έχουμε εμείς με τους γύφτους ρε Ερμνίνα;» της λέγαν περιφρονητικά οι συνάδερφοι- κουβάλησε τις κούτες με τα βιβλία και τα λιγοστά της υπάρχοντα. Αρχικά, υπολόγιζε να μείνει δοκιμαστικά μια χρονιά κι αν οι δυσοίωνες προβλέψεις των συναδέρφων επαληθευόντουσαν, θα επέστρεφε οριστικά στο νησί, μέχρι να παροπλιστεί και να βγει στη σύνταξη. Η μια χρονιά έγινε δύο και ήδη διένυε την έκτη της άνοιξη στο “σχολείο με τα γυφτάκια”, όπως το αποκαλούσαν οι γαλαζοαίματοι περίοικοι.

Οι παλιές φωτογραφίες στο σκρίνιο, ξεθωριάζανε τα είδωλά τους στο πέρασμα του χρόνου. Πάνω στα λεπτοδουλεμένα σεμεδάκια της Σμυρνιάς γιαγιάς, ακουμπισμένη όλη της η ζωή. Οι δαντέλες του νυφικού κιτρινισμένες κι ο καλός της Βάσος, οριστικά απών απ’ το οικογενειακό κάδρο, λίγο μετά το τραγικό ατύχημα του γιου τους. Ο μικρός Ορέστης στο σχολικό θρανίο. Πίσω του ο παγκόσμιος άτλαντας, ξεθωριασμένος κι αυτός, λες κι όλη η γη έγινε ένα άχρωμο ανάγλυφο. Ένα μπλε τετράδιο, με ξεφτισμένη ετικέτα «Του μαθητού της Ε’ τάξεως, Ορέστη Β.Καριπίδη». Οι πατρογονικές μορφές σ’ ένα οβάλ πορτρέτο, ρετουσαρισμένες και σκυθρωπές. Λίγες έγχρωμες φωτογραφίες με μαθητές στο τελείωμα μιας σχολικής χρονιάς, κι αυτές μελαγχολικές και άνευρες. Ο Καρούζο ήταν δώρο θεόσταλτο από τη γλυκιά της μαθήτρια την Ζαφειρούλα, το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό κι αποχαιρέτησε δακρυσμένη την αγαπημένη της δασκάλα. «Είναι πρώτης τάξεως κανταδόρος, θα σας κρατάει περίφημη συντροφιά κυρία»...

Αιφνιδιάστηκε απ’ το ασυνήθιστο δώρο. Ήξερε πως η Ζαφειρούλα την είχε κάνει εικόνισμα, γιατί αν δεν τη βοηθούσε καθημερινά μετά το σχολείο, καμία ελπίδα δεν είχε να βγάλει το δημοτικό. Φτωχή οικογένεια, το μόνο δώρο που μπορούσε να της κάνει, ήταν ένα ωδικό πτηνό, απ’ αυτά που εμπορευόταν ο πατέρας της στα παζάρια, μαζί με μια συγκινητική επιστολή με ροζ γράμματα και αυτοκόλλητες καρδούλες «Στην αγαπημένη μου δασκάλα...»

Ο Καρούζο αιωρούταν  στην κούνια του, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα χάντρινα ματάκια του. Ήταν ένα γαλήνιο πρωινό και στα παρτέρια της κυρίας Ερμίνας είχαν ξεμυτίσει τα ρόδινα ζουμπούλια κι οι ροζ ορτανσίες. Διάσπαρτα ανθάκια παντού, σαν τα ροζ γραμματάκια της Ζαφειρούλας, που δεν πρόλαβε να την καμαρώσει δασκάλα ύστερα από χρόνια. Κι ήταν μόνο ο Καρούζο, που την αποχαιρέτησε μ’ ένα θρηνητικό μοιρολόϊ. Η πορτούλα του κλουβιού βρέθηκε ανοιγμένη απ’ τους γειτόνους –«λες κι ήθελε να το λεφτερώσει μαζί με την ψυχούλα της» είπαν κάποιοι- μα εκείνος έμεινε γαντζωμένος κοντά της ως το τέλος.


Art: Henry Ryland

H ιστορία της κυρίας Ερμίνας και του Καρούζο, συμμετείχε στο 13ο παιχνίδι με τις λέξεις, που οργανώνει και φιλοξενεί η φίλη Μαρία, στο χώρο της mytripsonblog

Μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους που παίξαμε κι αυτή τη φορά, παρέα με τις λέξεις και κυρίως στην Μαρία μας, που μας παραχωρεί απλόχερα το χώρο  και τη φροντίδα της. Ήταν όλα άψογα, όπως πάντα. Κι όσο ανεβαίνει ο αύξοντας  αριθμός των παιχνιδιών (φτάσαμε αισίως στον 13ο κύκλο), τόσο ενδυναμώνεται η συντροφικότητα, η ποιότητα και ο ενθουσιασμός μας. 

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Ο «Κατσαβιδάκιας» που έστησε το Χόλυγουντ της Αθήνας (*)

26 Ιανουαρίου 1977 - Τίτλοι τέλους για τον Φίνο 


Ο πατέρας του γιατρός κι απ’ τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες της εποχής, είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ο Φίνος το έχει συχνά σαν σημείο αναφοράς στα έργα του, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα του ερεθίσματα στην έβδομη τέχνη.

Το 1939 ξεκινά το ταξίδι στο όνειρο• πουλάει τα υπάρχοντά του και ιδρύει στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα με την ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού», με τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και  Λήδα Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Φθινόπωρο 1940. Τα σχέδια για τη δημιουργία κινηματογραφικού στούντιο στο παλιό τριώροφο της οδού Στουρνάρα, μαζί με την αγαπημένη του Τζέλλα, ναυαγούν απ’ την ιταλική εισβολή και την επερχόμενη γερμανική κατοχή.


Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη  σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και στα δημόσια κτίρια.

Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την απελευθερωμένη Αθήνα. Στους δρόμους είχαν βγει χιλιάδες Αθηναίοι, που πανηγύριζαν. Ανάμεσά τους ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος με τους συνεργάτες του, που κινηματογραφούσε τις πρωτόγνωρες στιγμές που ξετυλίγονταν μπροστά του. Το ’44, η ομάδα του Φίνου ετοίμαζε τη δεύτερη ταινία, «Η Βίλλα με τα Νούφαρα», που θα προβαλλόταν το 1945. Διέκοψε όμως τις προετοιμασίες, για να απαθανατίσει τις στιγμές της απελευθέρωσης. Κάποια στιγμή, ο Φίνος και οι συνεργάτες έφτασαν κάτω από την Ακρόπολη. Παρατήρησαν ότι η γερμανική σημαία με τη σβάστικα βρισκόταν ακόμα εκεί. Ο Φίνος γνώριζε ότι η κινηματογράφηση της υποστολής της γερμανικής σημαίας, θα αποτελούσε ντοκουμέντο τεράστιας ιστορικής αξίας. Άδραξε την ευκαιρία. Κρύφτηκε, έστησε την κάμερα και περίμενε. Τελικά, εμφανίστηκε ένας Γερμανός στρατιώτης που την κατέβασε και απομακρύνθηκε γρήγορα, με τη σημαία διπλωμένη στον ώμο. Το μοναδικό στιγμιότυπο συμπεριλήφθηκε σε ένα 11λεπτο βίντεο, στα πρώτα μετά την απελευθέρωση κινηματογραφικά Επίκαιρα. Στο βίντεο εκτός από την υποστολή της σβάστικας, εμφανίζονται εικόνες από τις τελευταίες ημέρες της γερμανικής κατοχής.

Στο φίλμ του Φίνου φαίνονται τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, οι οποίοι αποχωρώντας ανατίναξαν σημαντικά έργα υποδομής, όπως το αεροδρόμιο Τατοΐου, λιμάνια, πολλές γέφυρες και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Όταν επιχείρησαν να χτυπήσουν το εργοστάσιο ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι, υπήρξε σθεναρή αντίσταση από την ελληνική αντίσταση. Εκεί δόθηκε η φονική Μάχη της Ηλεκτρικής όπου οι Ελασίτες απέτρεψαν την ανατίναξη χτυπώντας τους σαμποτέρ της Βέρμαχτ. Δυστυχώς, ο Ισθμός της Κορίνθου και το λιμάνι του Πειραιά καταστράφηκαν.

Στην αιματοβαμμένη Καισαριανή του Φίνου, υπάρχουν πλάνα από την Καισαριανή, που υπήρξε προπύργιο του ΕΛΑΣ. Εκεί οι Γερμανοί, μια μέρα πριν αναχωρήσουν, επιτέθηκαν και εκτέλεσαν με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Στην Καισαριανή είχε εκτελεστεί και ο πατέρας του Φίνου, που καταδικάστηκε επειδή έστελνε σιτάρι και κριθάρι για τις ανάγκες της ανστίστασης, απ’ τα κτήματά του στην Κωπαΐδα. Μαζί τους καταδικάστηκε σε θάνατο και ο Φιλοποίμην. Ο πατέρας του όμως πρόλαβε να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη και τελικά αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο της «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Στο φιλμ μετά τις εικόνες από την Καισαριανή, εμφανίζονται πλάνα πανηγυρισμών. Διακρίνονται οι επίσημοι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και η παρέλαση, στην οποία πρωτοστατεί ένα γαϊδουράκι, απ’ το μέτωπο. Πάνω του κρέμεται μια πινακίδα που γράφει «ΧΙΤΛΕΡ»....

Το φιλμ δεν προβλήθηκε ποτέ στην Αθήνα και το υλικό χάθηκε. Το εντόπισε ο Ροβήρος Μανθούλης στην Αμερική, πολλά χρόνια αργότερα και το χρησιμοποίησε στο ντοκιμαντέρ του, με τίτλο «Βίοι Παράλληλοι». Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 και πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1977 σε ηλικία 69 ετών.

"Πάντα με συγκινούσε, γιατί είχε πάθος για την δουλειά του. Ποτέ δεν τον είχα δει να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, μα πάντα να μαστορεύει με τους βοηθούς του. Πολλές φορές σαν ήθελα να τον δω και μου λέγανε ότι βιδώνει ή ξεβιδώνει ένα μηχάνημα, έφευγα γιατί ήξερα πως για αυτόν ήταν ιερή στιγμή".
(Μάνος Χατζιδάκις)

"Δεν έκλαψε ποτέ γιατί δεν είχε χρήματα. Έκλαψε όμως όταν έπεσε μια μήχανη και έσπασε, ενώ ήξερε ότι μπορούσε να τη διορθώσει".
(Νίκος Καβουκίδης - Φωτογράφος)
«Στο Χόλυγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου, εκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά»
Η τελευταία του παραγωγή (1977), ήταν η ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται», με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να πρωταγωνιστεί και τον Γιάννη Δαλιανίδη στη σκηνοθεσία. Ήταν και η «ταφόπλακα» της ήδη χρεοκοπημένης «Φίνος Φιλμ»
"Δεν μένει πιά παρά να τον θυμόμαστε…"
 (Αλέκος Σακελλάριος)

(*) Το παρατσούκλι «Κατσαβιδάκιας» προέρχεται από ένα δώρο που είχε κάνει στον Φίνο ο Μίμης Πλέσσας (1965). Ήταν ένα χρυσό κατσαβιδάκι και συμβόλιζε τη μανία του να κυκλοφορεί μονίμως  με ένα κατσαβίδι, επιδιορθώνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του.

Αντλήθηκαν πληροφορίες και φωτογραφίες απ’ το διαδίκτυο
και το αρχείο της Finos Film


Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Πλαστικέ μου έρωτα…

«Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο».
Είναι μια απ’ τις δέκα αρχές του Ινδού ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι. Στη χώρα του, που θεωρείται απ’ τις μητροπόλεις της ρύπανσης, έχει απαγορευτεί με νόμο η χρήση κάθε μορφής πλαστικών μιας χρήσης, απ’ το 2012.  

Τον Δεκέμβρη του 2015, η Αλόννησος γίνεται επίσημα το πρώτο νησί «χωρίς πλαστική σακούλα» στην Ελλάδα (Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS και Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Thalassa και τη συνεργασία του Δήμου Αλοννήσου). Ανάμεσα στις ενέργειες που γίνονται από τότε, ήταν η διανομή πάνινων τσαντών στα νοικοκυριά του νησιού, εθελοντικοί καθαρισμοί στις ακτές απ’ όπου συγκεντρώθηκαν πολλές χιλιάδες λίτρα απορριμμάτων (πλαστικά στην πλειοψηφία τους) και συμμετοχή των επιχειρηματιών του νησιού ώστε να καταργηθεί οριστικά η πλαστική σακούλα.  

Διαβάζω ότι απ’ τον περασμένο Μάιο, το καλό παράδειγμα της Αλοννήσου, υιοθέτησε κι η Σκιάθος. Μέσω του δικτύου ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS, συμμετέχει στο πρόγραμμα A.S.A.P. (Active Skiathos Against Plastic bag), που χρηματοδοτείται από την πρωτοβουλία BeMed – Beyond Plastic Med, το Ίδρυμα Thalassa, τον Δήμο Σκιάθου, το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS και υποστηρίζεται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Σκιάθος».


Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, είναι σίγουρο πως θα βρούμε κι άλλες πρωτοβουλίες από συλλογικότητες που χρόνια τώρα, προσπαθούν να μας πείσουν για το προφανές. Τα πλαστικά μας συμπράγκαλα είναι μια ατομική βόμβα, έτοιμη να εκραγεί. Κι αν το νέο μέτρο για τις σακούλες μας ξεβολεύει λίγο απ’ την ασύστολη (κατά)χρηση που είχαμε συνηθίσει, μπορεί ωστόσο να μας  ενεργοποιήσει ν’ αλλάξουμε την καταναλωτική μας συνείδηση.

Και δεν μιλάω για τις πλαστικές σακούλες μόνο. Αλλά και για τα πλαστικά μπουκαλάκια νερού. Δεν θα ξεχάσω μια αριστοφανική παράσταση στην Επίδαυρο πέρυσι το καλοκαίρι, όπου, υποτίθεται, ότι οι θεατές είμαστε λάτρεις του αρχαίου θεάτρου και της ένδοξης ιστορίας μας. Στο τέλος της παράστασης και κατά την άτακτη φυγή των θεατών,  υπήρχε κι ένα άδειο μπουκαλάκι παρατημένο, σχεδόν σε κάθε –ιερή- πέτρα. Τι θα έλεγε άραγε ο Αριστοφάνης αν μας έβλεπε από μια μεριά;


Μιλάω και για τα χάρτινα ή πλαστικά ποτήρια καφέ, με τα πλαστικά καπάκια και τα επίσης πλαστικά καλαμάκια, που είναι πλέον διάσπαρτα κατά εκατοντάδες σε δρόμους, πλατείες, πεζούλια και παγκάκια. Τι θα μας κόστιζε αν κουβαλούσαμε μαζί μας ένα μεταλλικό θερμός, που θα το πλέναμε και θα το χρησιμοποιούσαμε ξανά και ξανά, δίχως να το “φυτεύουμε” ολούθε στην πόλη;

Μιλάω και για την απλή τυρόπιτα που αγοράζουμε από έναν φούρνο και που παλιά την παίρναμε τυλιγμένη σ’ ένα κομματάκι λαδόκολλα. Ενώ τώρα επιστρατεύεται μια ολόκληρη σειρά από αμπαλάζ· ένα χάρτινο σακουλάκι που μπαίνει σε μια πλαστική σακούλα, μαζί με λίγες χαρτοπετσέτες, όλα αυτά δηλαδή που θα πεταχτούν στα επόμενα λεπτά. Μιλάω για τα φρούτα και τα λαχανικά, το ψωμί και τα μπακαλικά, που παλιά τα φόρτωναν στο δίχτυ ή στο καρότσι της λαϊκής, για να τα μεταφέρουν στο σπίτι. Λιγότερα σκουπίδια, καλύτερη ποιότητα ζωής. Απλή λογική.


Το χρέος μας να κάνουμε καλό κουμάντο με τη φύση, είναι πλέον επιτακτικό. Το να γκρινιάζουμε για τις σακούλες του σούπερ-μάρκετ και πόσο ανώφελο μέτρο είναι, τη στιγμή που είμαστε πλέον μπροστά σε μια οικολογική καταστροφή, είναι σαν να παρατηρούμε φλυαρώντας το δέντρο, αδιαφορώντας για το καμένο δάσος. Δεν με αφορά αν είναι δίκαιη η χρέωση της σακούλας και πού πάνε τα χρήματα αυτά. Μου αρκεί που πηγαίνω πια για ψώνια με πάνινες  τσάντες και το καρότσι της λαϊκής και βλέπω πως η συνήθεια αυτή αρχίζει να γίνεται συλλογική. Ίσως είναι το πρώτο βήμα, για να περάσουμε σε πιο προχωρημένες ενέργειες, που για άλλους ανθρώπους αποτελούν εδώ και χρόνια, αυτονόητη πρακτική. Φυσικά υλικά για την καθαριότητα του σπιτιού (σόδα και ξύδι για παράδειγμα), βιοδιασπώμενα σφουγγάρια και είδη υγιεινής, πράσινο σαπούνι και πολλά άλλα.

Κι ας μην ξεχνάμε πως με κάθε παλιά συσκευή κινητού, τάμπλετ, μπαταρίες, οθόνες, ή οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μαραφέτι πετάμε, επιβαρύνουμε τις ήδη τοξικές χωματερές μας, με άκρως καρκινογόνες  ουσίες. Υπακούοντας στην τάση των εταιρειών που λανσάρουν νέα μοντέλα κάθε δύο-τρία χρόνια -άρα επιβάλλεται ως “υπάκουοι καταναλωτές” να τρέξουμε για το νέο μοντέλο- βάζουμε και την οριστική ταφόπλακα στο περιβάλλον μας. Οι εταιρείες μπορεί να έχουν ανακαλύψει τα έξυπνα τηλέφωνα και τους γρήγορους επεξεργαστές, αλλά η σοφή φύση, θα μας τα φτύσει πίσω στα μούτρα. Οσονούπω…



Σημείωση:  Oι φωτογραφίες προέρχονται από δράσεις της καλλιτεχνικής  ομάδας Luzinterruptus. Σε μία απ’ τις αστικές τους παρεμβάσεις, δημιούργησαν μια δημόσια εγκατάσταση τέχνης με τίτλο «Το πλαστικό με το οποίο ζούμε», στο Μπορντό της Γαλλίας.  Το έργο τους απεικονίζει το συνήθως αόρατο σε ποσότητα πλαστικό χρήσης, μετατρέποντας την υπερβολή του πλαστικού που βρίσκεται γύρω μας, σε μια εντυπωσιακή εγκατάσταση τέχνης.

Οι καλλιτέχνες επέλεξαν ένα παλιό, μεγαλειώδες κτίριο της πόλης. Μετά την προμήθεια περισσότερων από 6.000 πλαστικών τσαντών απ’ τις αποθήκες που βρίσκονται γύρω απ’ την πόλη, η ομάδα κάλυψε τα κενά στην επιφάνεια, έτσι ώστε το πλαστικό να φαίνεται έτοιμο να εκραγεί έξω απ’ το κτίριο.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Για την Μαρία που μας ταξίδεψε στις πιο όμορφες θάλασσες

//Πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου γριά; Αν ζήσω, πιστεύω πως θα είμαι η ίδια. Σε ό,τι αφορά το πνεύμα μου, δεν την καταλαβαίνω την ηλικία να περνάει από πάνω μου. Τώρα, βιολογικά, όλο και με πιάνει κανένας πόνος όταν βρέχει...//

Πριν εννιά χρόνια –στις 6 Γενάρη του 2009- έσβησε η αγαπημένη φωνή της. Βιολογικά μόνο, γιατί μέσα απ’τα τραγούδια της θα συνεχίζει να ξεσηκώνει και να εμπνέει τις επόμενες γενιές. Αγέραστη, ασυμβίβαστη και συνεπής αγωνίστρια, έφυγε μετά από σκληρή μάχη με το "θηρίο", αφήνοντας τις μουσικές παρακαταθήκες της, την αντισυμβατική της αύρα και τις συγκλονιστικές της ερμηνείες στα επαναστατικά τραγούδια της αριστεράς, που υπηρέτησε με πάθος. Η σπουδαία ερμηνεύτρια που ταυτίστηκε με τον αντιφασιστικό ύμνο «Τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον!...» (στίχοι του Φώντα Λάδη), τραγούδησε επίσης αγαπημένους συνθέτες, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζηδάκι, Μαμαγκάκη, Γλέζο, Σαββόπουλο και Θάνο Μικρούτσικο. Απ’ το θρυλικό «Αναμπέλ» του Γιώργου Παπαστεφάνου, μέχρι τον ύμνο του ΕΑΜ σε στίχους του Βασίλη Ρώτα, η φωνή της Μαρίας θα αντηχεί για πάντα· πότε μελωδική και απείρως ερωτική κι άλλοτε αγωνιστική και ξεσηκωτική.

 Στην εντατική του Ευαγγελισμού, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 2009, έχει δίπλα της την Αφροδίτη Μάνου, τον Ανδρέα Μικρούτσικο και τον Στέργιο. Γνωρίζοντας ότι θα «φύγει», ζητάει απ’ τους αγαπημένους της να αποτεφρωθεί και να σκορπιστεί η στάχτη της στη θάλασσα.

Με τη δική της εξαιρετική φωνή τραγούδησε για «τους ανθρώπους που εξακολουθούν να έχουν οράματα. Που είναι ρομαντικοί, ιδεολόγοι, που πολεμάνε έστω για ένα ψίχουλο δικαιοσύνης, που κρατάνε σταθερές τις αρχές τους... Για όλους αυτούς, που τελικά είναι πολλοί...». Και παρότι αναγνώριζε πως «ο εχθρός αυτή τη στιγμή είναι πολύ δυνατός», μέσα στο τούνελ της σκοτεινιάς των καιρών μας, έβλεπε το ελπιδοφόρο φως: 

//Αν δεν το έβλεπα, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και μια δεκαετία. Ένα μικρό ξύπνημα χρειάζεται. Να καταλάβουμε ότι κάτι μπορεί να γίνει. Να καταλάβουν οι σεισμοπαθείς ότι είναι ακόμη στα κοντέινερς. Αυτοί που βγαίνουν το πρωί στην τηλεόραση και παραπονιούνται και το βράδυ τρέχουν να δουν τον Μπιγκ Μπράδερ και να κοιμηθούν στη δυστυχία τους. Πρέπει να καταλάβουν στην πραγματικότητα τι συμβαίνει. Για σκέψου να το καταλάβαιναν και να έλεγαν όλοι αυτοί που είναι στα κοντέινερς και στις σκηνές "εμείς φεύγουμε από εκεί! Μαζεύουμε τα συμπράγκαλά μας, πάμε στο Σύνταγμα και λέμε βάλτε μας σε σπίτια". Ο κόσμος όμως είναι αποχαυνωμένος, ακόμη και ο δυστυχής. Πρέπει να ξυπνήσουν οι δυστυχείς...//

[απόσπασμα συνέντευξης στον Ριζοσπάστη]


Το σίγουρο είναι ότι τα τραγούδια που ερμήνευσε με τον ξεχωριστό δικό της τρόπο θα εμπνέουν πάντα τους κομμουνιστές και θα τους συνοδεύουν στις πορείες και τις κινητοποιήσεις. 
Είτε τραγουδώντας για τους γερόντους της Μακρονήσου που «...δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη / ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη / κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους / που δε σηκώνει τ' άδικο...»,
είτε πως «το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είν' ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει»,είτε πως «έτσι κι αλλιώς η Γη θα γίνει κόκκινη...». 
 Καλή χρονιά να έχουμε, με τους σπουδαίους απόντες μας 
να φωτίζουν τους δρόμους και τις περπατησιές μας!