[Εικονογραφημένη ιστορία, βγαλμένη απ’ τη ζωή]
-
-
Και
πού είσαι;… Να μου βγάλεις κι ένα καθαρό σώβρακο.
-
Πάλι
σώβρακο βρε Αδωνάκο; Χτές δεν άλλαξες;
-
Ώχου…
μυστήρια που είσαι! Αφού σου είπα. Αύριο θα’ρθουν ξαφνικά, να τραβήξουν βίντεο το
σπίτι!
-
Ε
και τι λοιπόν; Μήπως λογαριάζεις να τους δείξεις το σώβρακό σου;
-
Βρε
τα κουφώματα θα τους δείξω, αλλά πες ότι σκάει ο διάολος το ποδάρι του και
βγαίνω απ’ τα ρούχα μου!
-
Και
με την κουζίνα τι θα γίνει;
-
Τι
θες να γίνει ρε Βγενάκι;
-
Να,
χτες για να καταλάβεις, πήγα ν’ ανοίξω το ντουλάπι. Με το που πιάνω το πόμολο,
μου'μεινε στο χέρι. Πάω να πιάσω την κάσα και μου πέφτει το πρεβάζι. Πάω να
σηκώσω το πρεβάζι και μου πέφτει ο σοβάς απ’ το ταβάνι.
-
Ε,
καλά. Τα ξέρω αυτά Ευγενία. Τι να κάνω δηλαδή μ’ ένα μισθό; Την κουζίνα ν’
αλλάξω, τα πατώματα που πετσικάρανε να μαστορέψω, τα κουφώματα να καλαφατίσω; Μη
τρελαθούμε εντελώς δηλαδή!
-
Ήταν
η καταστροφή σου αυτή η δουλειά… και να πεις ότι μας μένει και τίποτα στην
άκρη, να το καταλάβω. Εδώ τσίμα-τσίμα βγαίνει η δόση του δανείου… Και λείπεις
κι όλη μέρα απ’ το σπίτι!
-
Τι
να κάνω ο Χριστιανός; Τόσα στόματα έχω να θρέψω. Κι άμα θες να ξέρεις Βγενάκι,
μ’ αυτό το μισθουλάκο του υπουργού πιάσαμε την πρώτη μας σιρμαγιά. Αμέ! Κι έτσι
ξανοίχτηκα κι έφερα εκείνες τις παρτίδες τα νανογιλέκα, τα πούλησα, τύπωσα κάτι κατεψυγμένες εγκυκλοπαίδειες που τις
πούλησα κι αυτές για να τσοντάρω, κι έτσι πήραμε τη μεγάλη δημοπρασία με τα
φάρμακα. Που απ’ αυτή αν θες να ξέρεις Ευγενία, αποκτήσαμε αυτό το ρημαδόσπιτο.
Αλλιώς πώς θα τη κάναμε ζάφτι; Με τον ψωρομισθό σου απ’ τα κανάλια;
-
Τελειώνεις
με το μπάνιο; Θέλω να μπω.
-
Το
καζανάκι μαλακά ε; Του βγάλατε τα μάτια πάλι! Το φλοτέρ θέλει άλλαγμα.
Μα
αφήνετε και τίποτα όρθιο σ’ αυτό το σπίτι;
-
Ας
ήσουν άξιος να κάνεις μια ανακαίνιση.
Τόσα λεφτά περάσανε απ’ τα χέρια σου,
δε
μπορούσες να κρατήσεις κάτι και για μας;
Επιτέλους, η οικογένειά σου είμαστε!
Και δεν ζήτησα τίποτα λούσα και μεγαλεία, με ξέρεις τι γυναίκα είμαι…
Μια
κουζίνα με αερόθερμο φούρνο απ’ αυτές που είναι συρταρωτές, σου ζήτησα.
Που έχω
κοψομεσιαστεί να σκύβω με τα ταψιά και τις λαμαρίνες.
Αλλά έτσι... έτσι ήσουν πάντα.
Κολλημένος στο καθήκον. Αψεγάδιαστος.
Λες και θα πάρεις κάνα βραβείο για την
τιμιότητά σου!
Ώχου μωρέ Άδωνη, γιατί να μην είσαι κι εσύ σαν τους άλλους;
Και
τις οφσόρ μας θα είχαμε και τις βιλλάρες με τις πισινάρες μας…
και να, οι
κουζίνες οι άϊνοξ και να, τα κουφώματα αλουμινίου με ανακλινόμενα τζάμια
και
να, τα κατσαρολικά τα καλά τα χαλύβδινα…
που ακόμα με τους τεντζερέδες παλεύω…
Μ’ ακούς;
Άδωνη;
Mωρούλι;
Χουχούνι μου;
-
Και
πού’σαι Βγενάκι;
-
Κοίτα
μπροστά σου ρε μανάρι μου!
-
Εγώ…
Εμένα που με βλέπεις, μια μέρα θα σε κάνω βασίλισσα εγώ!
|
-
-
Ρε
Βγενάκι…
-
Μμμμ…;
- Τι
είναι άμα δεις βέσπα στον ύπνο σου;
-
Παροιμία
νομίζω…
-
Δηλαδή;
-
Μάθε
βέσπα κι άστηνε. Κι άμα σε βρούνε, πιάστηνε!...
Art: Edward Hopper
Και για να μη
ξεχνιόμαστε. Μπορεί κι αυτό το σκάνδαλο να παραγραφεί. Συνηθισμένα τα βουνά…
Εκείνο που δεν πρέπει να παραγραφεί, είναι η μνήμη μας.
Για τις αλήστου
μνήμης εποχές: «Ο καρκίνος δεν αποτελεί επείγον περιστατικό, εκτός εάν ο ασθενής
βρίσκεται στο τελικό στάδιο…»
Για το άθλιο εμπόριο
ψεύτικης ελπίδας, με τα νανογιλέκα και τις ανύπαρκτες ευεργετικές τους ιδιότητες.
Για τους ανασφάλιστους
ασθενείς που έφυγαν αβοήθητοι, γιατί δεν είχαν έγκαιρη πρόσβαση σε γιατρούς και
φάρμακα.
Για τον μικρό
Παναγιώτη απ’ την Κέρκυρα, που δεν κατάφερε να νικήσει το θηρίο κι “έφυγε” από μια επιθετική μορφή καρκίνου, πριν
τέσσερα χρόνια. Ο τότε υπουργός υγείας, μετά από καθυστέρηση και κοροϊδία στον
πατέρα του παιδιού, τελικά “διέγνωσε” πως η προτεινόμενη θεραπεία σε νοσοκομείο
της Νέας Υόρκης, ήταν σε πειραματικό στάδιο και αρνήθηκε να καλύψει μέρος της νοσηλείας.
Με μια συγκινητική κινητοποίηση εντός και εκτός Ελλάδας, το ποσόν συγκεντρώθηκε,
αλλά είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Και μένει αυτό το
γαμώτο, ρε γαμώτο. «Μέσα σ’ όλα αυτά που
φάγατε, δεν περίσσευε και καμιά “φτερούγα” για τους αρρώστους μας; Όχι; Να τη
φοβάστε τη Νέμεση, που δηλώνετε και αρχαιολάτρης, τρομάρα σας!»