Στέρεψε το μελάνι μου. Μ’ όσο έχει α-ομείνει στα σ-λάχνα μου, σου γράφω αυτό το τελευταίο γράμμα.
Γέρασα. Σκουριάζουν
οι κλειδώσεις και τα γρανάζια μου αραχνιάζουν. Ως κι ο ατσάλινος κύλινδρος, το
καμάρι της νιότης μου, δεν μετακινείται εύκολα. Α-ό τότε -ου χάλασε ο καλός του
σύντροφος, εκείνος ο αστραφτερός τσιγκελωτός μοχλός -ου τον έσπρωχνε ν’ αλλάξει
αράδα, αφέθηκε κι αυτός στην ακινησία. Τι τα θες; Όλα ξεκίνησαν τότε -ου μ-ήκε ανάμεσά
μας η ηλεκτρική, αν και μαθαίνω -ως κι αυτή την εγκατέλειψες για χάρη μιας -αρδαλής
οθόνης. Μέχρι να τη βαρεθείς κι αυτή και ν’ αναζητήσεις νεότερα μοντέλα.
Μαθαίνω βέβαια, ότι
νοστάλγησες την -αλιά μας σχέση και ψάχνεις να με βρεις στα -αλιατζίδικα -ου μ’
είχες ξε-ουλήσει. Μη χάνεις άδικα το χρόνο σου. Και να με βρεις, δεν θα μ’
αναγνωρίσεις έτσι -ου έγινα. Δεν σε θέλω κι εγώ τώρα. Μόνο -ου σκέφτομαι εκείνα
τα λογιστικά σου κατεβατά, τους ισολογισμούς με τα καρμ-όν και τις καρφίτσες,
ανατριχιάζω! Βαρέθηκα να -αριστάνω και τον εξομολογητή σου, ν’ ακούω καρτερικά
τα μυστικά σου, να εξυ-ηρετώ τα ερωτικά
σου γράψε-σκίσε, κι όλα αυτά δίχως α-αιτήσεις,
μόνο με λίγο λαδάκι την ξε-έταξες τη σχέση μας. Και τι κατάλαβα; Στην -ρώτη αναβάθμιση μ’ αντάλλαξες, δίχως
δεύτερη σκέψη, μ’ εκείνη τη φανταχτερή Αμερικάνα. (*)
«-ου να μαδήσει η
μαργαρίτα σου, ξεδιάντρο-η!» την είχα καταραστεί
τότε -ου σε είδα να την χαϊδεύεις λάγνα. Ελ-ίζω να έ-ιασε η κατάρα μου!
Ό-ως κατάλαβες, χάνω
και τα -λήκτρα μου σιγά σιγά… σα γριά ξεδοντιάρα μοιάζω. Τελευταία μου ελ-ίδα
να ξεφύγω α-‘ αυτό το καταγώγιο, είναι ένας ευγενικός κύριος -ου μαζεύει γριές
μηχανές σαν κι εμένα. Με -αζαρεύει, μέρες τώρα, στο αφεντικό μου. Άκουσα -ως
είναι ένας διάσημος συλλέκτης και αγοράζει μανιωδώς -αλιά μοντέλα. «Θ’
αλλάξει η ζωή σου!», μου κρυφο-ληκτρολόγησε μια καλοσυντηρημένη Γερμανίδα Olympia, στην έκθεση με vintage αντικείμενα -ου
συμμετείχαμε -ρόσφατα.
Αν είμαι τυχερή, σε
λίγο θα βρεθώ στα χέρια του. Θα με ξαραχνιάσει, θα με γυαλίσει και θα μου
αλλάξει λάδια και μελάνια. Θα με στολίσει στη βιτρίνα του, κοντά στις ένδοξες
γραφομηχανές της συλλογής του. Θ’ ακούω τις ιστορίες τους και θα βιώνω
συγκινημένη την αίγλη των κατόχων τους.
Ταξίδι στο χρόνο και γύρω στο 1873, θ’ ακούσω τα -λήκτρα
της ατσάλινης μηχανής του Μαρκ Τουέιν, όταν ετοίμαζε το -ρώτο δακτυλογραφημένο κείμενο
του “Τομ Σώγιερ”.
Θα κρυφτώ στον Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι
Ουίλιαμς. Σε μια υγρή φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης, στους ήχους ενός θλιμμένου τζαζ κοματιού, θα τον δω να βάζει ενέχυρο τη γραφομηχανή του για ν’ αγοράσει λίγο
φαγητό. Του την είχε δωρίσει η τυραγνισμένη του μητέρα, όταν ήταν δέκα χρονών,
κι ήταν αυτή -ου έμελλε να γράψει το «Λεωφορείον ο -όθος».
}
Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει,
τα βρήκα μέσα στον καφέ,
τα διάβασα στο χέρι…~
Αθήνα 1972. Ο Ελύτης μπροστά στη γραφομηχανή του. Photo:ΜΑΡΙΟ ΒΙΤΙ |
Είναι γιατί λαχταρώ, ακόμα και με το σακάτικο σώμα μου, κι ας έχω ένα γράμμα λειψό, να σκαλίζω λέξεις φωτεινές:
«Ειρήνη, θάλασσα, ήλιος, γλάρος, βράχος, ξωκλήσι, εικόνισμα, λιβάνι, αμμούδα, ελιά, δαφνόφυλλα…»
να μένουν σαν αναμμένα λυχναράκια στο διάβα του χρόνου. Να μη χαθούν οι μνήμες, να μη γίνουν ένα μάτσο λαμαρίνες τα κορμιά μας.
~ { ~
[*] Γραφομηχανὴ IBM
Selectric ΙΙ που κυκλοφόρησε μετά το 1960. Οι δεκάδες βραχίονες με τους
χαρακτήρες, έτσι όπως υπήρχαν στις παλιές γραφομηχανές, αντικαταστάθηκαν από
μια σφαιρική κεφαλή (μαργαρίτα), μεγέθους όσο μια μπάλα του γκολφ, με ανάγλυφους
χαρακτήρες στην επιφάνειά της.
-----------------------------------------------
Το κείμενο συμμετέχει στη “Mίνι Σκυτάλη” #2, που οργανώνει η Mary Pertax απ’ το ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ
Ευχαριστώ τους φίλους
“σκυταλοδρόμους” για το κοινό μας ταξίδι πάνω σε φωτογραφίες και κείμενα!
Μεγάλο ευχαριστώ στην
εμπνεύστρια και ψυχή του παιχνιδιού, την Μαίρη μας!
*** Ευχές για μια άνευ παθών Μεγαλοβδομάδα, με την κατάνυξη των
ημερών να μας χαρίζει φώτιση και εσωτερική ηρεμία ***