Αυτό που ονομάσαμε φθινόπωρο ήτανε μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα
(Η αφή μας
μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κι αισθήματα εφηβικά
Τα μάτια μας που
ματώθηκαν από πυρπολούμενους θαλασσινούς ήλιους)
Κανείς ναυαγός δεν
πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική
Κανένα πλοίο δε
σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα.
Δε ζητήσαμε πίσω
απ’ αυτή την πολιτεία καμιά σίγουρη εναλλαγή
Δεν ασφαλίσαμε τη
βεβαιότητα της πληρωμένης εγκαρτέρησης
Το βράδυ ανάβουν οι
βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα
Μέρες γιορτής οι
σημαίες υψώνονται, τα σχολεία μ’ ομοιόμορφες μπλούζες
Κάθε κενότητα
αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές
Πηγαίνει στα
ζαχαροπλαστεία, συνωθείται, ηδονίζεται
Περιφρονεί,
αυτάρκης, κάθε είδους εγκατάλειψη.
Εμείς δε ζητήσαμε
την ανεκπλήρωτη έξοδο, στενέψαμε την καρδιά μας
Έντιμοι στα βραδινά
σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων
Που συγκλίνουν με
τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια
Αυτοί που πιστεύουν
πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα
Αν δε βρέξει θα
πάμε στο πάρκο, αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας
Εκεί που στη σοφίτα
κατοικεί ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του
Κι η κόρη
αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις
Αγαπούσε τη
διαστολή, τα θερινά ξενοδοχεία, τα κλειστά οικογενειακά κέντρα
Λατρεύει ένα
βρέφος, θα τ’ ονομάσει Αγνή, αν κι ο γιατρός το έχει —ή σχεδόν—
απαγορεύσει.
Αφήσαμε, νέα
παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ
(Η Μοίρα μας
ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, αποκεί επίσης δρόμος)
Το βράδυ θα παίξεις
τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια
Το βράδυ έχει πάντα
δροσιά. Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο των στενωπών
Σηκώνονται,
πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν
Οι άνδρες
επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται
Ο ρόγχος των
δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.
*** Μανόλης Αναγνωστάκης – ΕΠΟΧΕΣ – VII ***
ëΣημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται
από έκθεση που είχε γίνει στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στη
Θεσσαλονίκη. Οι παιδικές φωτογραφίες του Αναγνωστάκη ήταν τραβηγμένες απ’ τον
πατέρα του, Ανέστη Αναγνωστάκη, ακτινολόγο και μανιώδη φωτογράφο.