Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Πολλά Δε Θέλει Ο Άνθρωπος [*]

 


Τότε που οι χριστουγεννιάτικες μπάλες ήταν γυάλινες και απαστράπτουσες. Στα κλαδιά του δέντρου απλώναμε λωρίδες από βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι. Απ’ το ίδιο υλικό ήταν και οι λευκές νιφάδες που κολλούσαμε στο τζάμι (δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στην αγορά τα σπρέι χιονιού, καθώς και τα σπρέι αφαίρεσης χιονιού).

Το ραδιόφωνο έπαιζε από νωρίς το πρωί παραδοσιακά κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα και ακολουθούσε το ‘πλούσιο εορταστικό πρόγραμμα’ με χριστουγεννιάτικα τραγούδια απ’ την ‘παλιά δισκοθήκη’. Αγαπημένα ελληνικά και ξένα κομμάτια συνόδευαν τις προετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι. Κι ενόσω η αλησμόνητη φωνή της Δόμνας Σαμίου έδινε τη θέση της στον Frank Sinatra και τον Dean Martin, η λαμαρίνα με το ψητό (εισαγόμενο αρνάκι Νέας Ζηλανδίας ήταν η τάσης της εποχής), ετοιμαζόταν για  την αλερετούρ διαδρομή ως τον φούρνο της γειτονιάς. Καλές οι σύγχρονες κουζίνες και οι φούρνοι με διακόπτες αφής, αλλά σαν εκείνη τη μυρωδιά που ανέδυε η λαμαρίνα, καθώς την κουβαλάγαμε με τις εφημερίδες πίσω στο σπίτι, δεν υπάρχει.


Η ‘Ραδιοτηλεόραση’ με το εορταστικό πρόγραμμα πάνω στο κολλαριστό σεμεδάκι του μακρόστενου τραπεζιού, πλάι στην κρυστάλλινη φοντανιέρα γεμάτη με τζοκόντες και νουαζέτες για τους επισκέπτες. Στον επάργυρο δίσκο παραταγμένα τα κολονάτα ποτηράκια για λικέρ βύσσινο (απ’ το θρυλικό ΑΚΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛ) και παραδίπλα τα πιατάκια απ’ το καλό μας σερβίτσιο (αυτό που έκανε εμφανίσεις μονάχα σε γιορτές και σχόλες).


Οι κυλιόμενες σκάλες της μνήμης θα μας ανεβάσουν ως τον έβδομο όροφο του ΜΙΝΙΟΝ. Εκεί που μας περίμενε πιστά κάθε χρόνο ένας Άι Βασίλης, απ’ τις πιο γλυκές και σταθερές αξίες της παιδικής μας ηλικίας. Σε μια εποχή που ο όρος ‘shopping therapy’ δεν είχε εφευρεθεί ακόμα, μια ολόκληρη πόλη ζούσε τον δικό της καταναλωτικό παράδεισο. Ένα μαγικό σκηνικό με κινούμενες κούκλες στις τεράστιες βιτρίνες που ζωντάνευαν τους ήρωες της Disney. Στριμωξίδι στον έκτο όροφο για να δούμε ζωντανό θεατρικό με την Μαριάννα Τόλη και τον Ντάνο Λυγίζο κι ύστερα γραμμή για τους έβδομους ουρανούς της παιδικής μας αθωότητας. Τα πρώτα μας view master με κλασικά παραμύθια, ήταν αυτά που χαράχτηκαν για πάντα στις μνήμες μας.


Η βόλτα στη στολισμένη Αθήνα και το ΜΙΝΙΟΝ κατέληγε συνήθως με δυο πεντανόστιμα σουβλάκια απ’ τη ‘Λιβαδειά’ (με καρφωτό ψωμάκι από πάνω), κι ύστερα στο ημιυπόγειο της Πανεπιστημίου για λαχταριστούς λουκουμάδες στο θρυλικό ‘ΑΙΓΑΙΟΝ’ (φαγώθηκε κι αυτό στο βωμό των μνημονίων).



Επιστροφή στο σπίτι με τον ηλεκτρικό απ’ την Ομόνοια ή το λεωφορείο απ’ την Πλατεία Κάνιγγος. Αν βρίσκαμε αδειανές θέσεις, ρίχναμε τον πιο μακάριο ύπνο στις αγκαλιές των δικών μας. Ήταν τότε που η αγορά δεν είχε πλημμυρίσει ακόμα με ηλεκτρονικά παιχνίδια και ακριβές κονσόλες. Τα παιχνίδια ήταν λιγοστά, τυλιγμένα μ’ εκείνο το  λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο χαρτί ‘πολυτελείας’.



Στην παραμορφωτική αντανάκλαση απ’ την κατακόκκινη μπάλα του δέντρου, εκείνες οι μνήμες αναβοσβήνουν με νοσταλγία και πληρότητα. Ίσως ήμασταν η τυχερή γενιά που πρόλαβε να ζήσει την παιδική της αθωότητα, πασπαλισμένη με μπόλικη χρυσόσκονη και παραμύθι. Κι όσο κι αν ήταν λεπτές και εύθραυστες οι μπάλες εκείνες, αποδείχτηκαν ανθεκτικές και ανεκτίμητες. Σαν το ξύλινο τρενάκι που κυλούσε ανυποψίαστο στις ράγες του, δίχως έγνοιες και κυρίως δίχως φόβο.



Στους δαιδαλώδεις τροχιόδρομους της ενήλικης ζωής μας, εκείνον τον γέρο-καρβουνιάρη θ’ ανακαλούμε ισοβίως. Θα στριμωχνόμαστε στο μπροστινό κουπέ, πλάι στον μολυβένιο στρατιώτη και το ξύλινο αλογάκι. Στους ‘τυχερούληδες’ της Εl Greco και στην αχώριστη φίλη μας την Παταπούφα. Στη ρομαντική κούκλα με το λουλουδάτο κρινολίνο και το πλαστικό μωρό με το ενσωματωμένο δισκάκι ομιλίας κάτω απ’ τη φουφούλα του. Θα στριφογυρίζουμε την ξύλινη σβούρα και θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με την κουρδιστή μαϊμού και το ντέφι της.



Πέρασε η ώρα. Πάω να δω την ‘Ωραία Κοιμωμένη’ μέσα απ’ το παλιό σπιτάκι-view master. Κλικ στη λευκή καμινάδα και ξεκινάει το παραμύθι…



Καλά και ευσπλαχνικά Χριστούγεννα να έχουμε Y κουράγιο και δύναμη στο ζόρικο παιχνίδι της καθημερινότητας. Αξίζει να είμαστε μέλη της γραφικής κοινότητας που οραματίζεται έναν παραμυθένιο κόσμο. Να παραμένουμε τα πιτσιρίκια που διεκδικούν το μερτικό τους στην ελπίδα και την τρυφερότητα.



[*] Ο τίτλος της ανάρτησης είναι εμπνευσμένος απ’ το συγκλονιστικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη

ëΟι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους

 

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

«Τα χάπια σου, τα πήρες;»

 


Ήταν η καθιερωμένη ‘καληνύχτα’ τους λίγο πριν κλείσουν αποκαμωμένοι τα βλέφαρά τους και παραδοθούν στις αγκάλες του Μορφέα. Κι ας το ήξεραν καλά κι οι δυο τους πως ακολουθούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες των γιατρών. Πιεσόμετρο, φάρμακα, γιαουρτάκι με λίγα λιπαρά και συγκινήσεις με ρέγουλο, ήταν η απαράβατη καθημερινότητά τους. Παρέα μ’ ένα παλιό μπαστούνι από ξύλο κρανιάς, ψηλόκορμο σαν τον Φιλάρετο, στηριγμένο στην αλουμινένια περπατούρα της Δαφνούλας του. Στην είσοδο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας τους, χωμένης σ’ ένα απ’ τα τεράστια συγκροτήματα γκρίζων πολυκατοικιών στο κέντρο της πόλης.

Θα σφηνώσει την κουβέρτα τρυφερά γύρω απ’ τους ώμους της, να μη βρει χαραμάδα η παγωνιά να τρυπώσει στο γέρικο κορμί της, κι αυτή θα κουρνιάσει στην αγκαλιά του και θα του υπενθυμίσει το ταξίδι που έχουν σ’ εκκρεμότητα και που όλο το αναβάλλουν και πως αύριο που θα έχει λιακάδα, είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάνε ως εκεί. Θα της υποσχεθεί πως, αν ξημερωθούν κι έχουν δυνάμεις, θα πάρουν τα μπαστούνια τους και θα σύρουν τα βήματά τους ως την πλατεία. «Θα σε κεράσω και ρυζόγαλο απ’ το Πελίτ», θα της ψιθυρίσει στο ημίφως κι αυτή θα του γκρινιάξει πως θα τους ανέβει πάλι το ζάχαρο με τα καμώματά του αυτά. Κι όλο θα κουκουβίζει πλάι του, με τα πόδια της διπλωμένα μέσα στα δικά του, παλιά συνήθεια κι αυτή, από τότε που τουρτούριζαν στις υγρές χαμοκέλες της νιότης τους και ζεσταινόντουσαν απ’ τα χνώτα τους και μια λάμπα πετρελαίου.

Αν είχε όντως λιακάδα την επόμενη μέρα, θα ξεροστάλιαζαν ολημερίς στο σκουροπράσινο παγκάκι της πλατείας. Άραγε να ήταν ακόμα σκαλισμένα τα ονόματά τους στο ροζιασμένο ξύλο; «Με τόσα στρώματα βερνίκι που θα το ’χουν περάσει, θα έχουν σβήσει πια» θα της έλεγε στη διαδρομή. «Και τι μ’ αυτό;» θα του αποκρινόταν με πείσμα, «εμείς έχουμε τις μνήμες μας που δεν τις σβήνει κανένα βερνίκι!»

Αν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα, θα γινόντουσαν ξανά δυο ερωτευμένα παιδιά που διεκδικούν αδιαπραγμάτευτα την ευτυχία τους. Θα αντάλλαζαν πεταχτά φιλιά και όρκους αγάπης και θα ξανασκάλιζαν τα ονόματά τους στο παγκάκι, κάτω απ’ το ασημένιο φως του φανοστάτη. Η διαδρομή ως την πλατεία, μια ευθεία δρόμος που παλιά την έκαναν με γρήγορες δρασκελιές, τώρα φάνταζε σαν μια οδύσσεια που ήθελε υπομονή και κουράγιο. «Όσο μπορείτε, να περπατάτε» ήταν η συμβουλή του γιατρού. Κι άντε να του εξηγήσεις τώρα του επιστήμονα πως τα ρημαγμένα πόδια κρέμονται σαν βαλσαμωμένα κούτσουρα στα γέρικα κορμιά. Πόδια που πενθούν για όσα δεν πρόλαβαν να περπατήσουν, πόδια που δεν πάτησαν ποτέ σε ηλιόλουστες λεωφόρους, παρά μονάχα σε καρόδρομους με αγκάθια και αγριόπετρες.

Ευτυχώς που δεν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα. Άνοιξαν οι ουρανοί και ξέπλυναν με τα δάκρυα του Θεού τις ανομίες των ανθρώπων. Κομμένοι κορμοί δέντρων, λαμαρίνες θεόρατες που έκλειναν την πρόσβαση στην πλατεία, ξεριζωμένα παγκάκια, αποκεφαλισμένοι φανοστάτες, σκουριασμένες παιδικές κούνιες και ξεριζωμένα αγριολούλουδα απ’ τα άρβυλα των φρουρών της τάξης. Όλα τα συντρίμμια που είχαν αφήσει πίσω τους οι ταχυμεταφορείς της ανάπτυξης, έγιναν μια άμορφη μάζα φθαρτών υλικών.

Μανταλώσανε το παράθυρο να μη γλιστρήσει η βροχή απ’ τα φουσκωμένα κουφώματα. Οι αφίσες στον αντικρινό τοίχο μούλιασαν. Ένα παιδί είχε γράψει με κατακόκκινη μπογιά χτες βράδυ το σύνθημα. «ΑirBnb παντού – Γείτονες πουθενά». Πάνω στο κομοδίνο, το τικ τακ του ρολογιού ακούγεται σαν χαλασμένη βρύση που ξερνάει τις τελευταίες σταγόνες της κλεψύδρας. Σύμβαση ορισμένου χρόνου κατάντησαν τη ζωή. «Κι αυτοί οι συνταξιούχοι, δεν πεθαίνουν κιόλας… ζούνε αρκετά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους» όπως είχε πει κάποτε κι ένας πολιτικός γυρολόγος.

«Τα χάπια σου, τα πήρες

Σαν το φυλλαράκι που έπεσε ηττημένο απ’ το κομμένο δεντρί της πλατείας, ακούστηκε η φωνή της. Πού πήγε και θυμήθηκε βραδιάτικα το παραπονιάρικο ηπειρώτικο που τραγουδάγανε παλιά στο κουζινάκι τους;

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω.

 


ëΗ συμμετοχή μου στο δρώμενο «Στείλε μήνυμα» που οργανώνει η Mαίρη στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ της. Μια εικόνα και μια ιστορία, όπως ο καθένας μας την εμπνέεται και την εκφράζει. Η συγκεκριμένη είναι αφιερωμένη σε κάτι «πεισματάρηδες και κακομαθημένους συνταξιούχους» που αντί να πάνε να πεθάνουν, αυτοί κάθονται και αγαπιούνται. Οι αθεόφοβοι!...

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη | Adonis |

 


// Ως τώρα, η γη ζωγραφιζόταν σαν αχλάδι
                εννοώ σαν στήθος
Όμως η διαφορά στήθους και ταφόπλακας είναι μονάχα ένα γεωμετρικό τέχνασμα:
Νέα Υόρκη,
ένας πολιτισμός με τέσσερα πόδια. Κάθε κατεύθυνση ένας φόνος
κι ένας δρόμος προς τον φόνο,
                στις αποστάσεις ανάμεσα το βογκητό των πνιγμένων.

Νέα Υόρκη

Μια γυναίκα – ένα άγαλμα γυναίκας
Στο ένα της χέρι σηκώνει ένα κουρέλι που το ονόμασαν ελευθερία
τα σκουπίδια που ονομάσαμε ιστορία
στο άλλο της χέρι πνίγει ένα παιδί που το λένε γη […]

Εδώ,
σε τούτη την πλευρά του κόσμου όπου τα βράχια σκεπάζονται με βρύα, μαθαίνω, ομολογώ. Θυμάμαι ένα φυτό που το έλεγαν ζωή ή χώρα μου, θάνατο ή χώρα μου – έναν άνεμο παγωμένο σαν σεντόνι, ένα πρόσωπο που σκοτώνει το παιχνίδι, ένα μάτι που κυνηγά το φως, κι επινοώ το αντίθετό σου, χώρα μου,

                   Κατεβαίνω στην κόλασή σου και κραυγάζω:
          Αποστάζω ένα δηλητήριο – ελιξίριο για σένα και σε ζωντανεύω

Ομολογώ: Νέα Υόρκη, έχεις στη χώρα μου στοά και κλίνη, καρέκλα και προσκέφαλο. Κι όλα είναι προς πώληση: η μέρα και η νύχτα, η πέτρα της Μέκκας και το νερό του Ευφράτη. Ανακοινώνω: Ασθμαίνουσα ωστόσο, παραβγαίνεις στην Παλαιστίνη, στο Ανόι, σε Βορά και Νότο, Ανατολή και Δύση, ανθρώπους που δεν έχουν άλλη ιστορία απ’ τη φωτιά,

Και λέω:
Μετά τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, όλοι μας κουβαλάμε τα κομμένα μας κεφάλια σε πιατέλες, περιμένοντας την αναγέννηση […]

«Αναζήτησε τη δράση. Οι λέξεις πέθαναν» λένε άλλοι. Οι λέξεις πέθαναν γιατί οι γλώσσες σας εγκατέλειψαν τη συνήθεια των λέξεων για τη συνήθεια του πιθηκίζειν.

Η λέξη; Θέλετε να ανακαλύψετε τη φωτιά της; Τότε γράψτε. Λέω γράψτε, δεν λέω πιθηκίστε, ούτε λέω αντιγράψτε. Γράψτε – απ’ τον ωκεανό ως τον κόλπο δεν ακούω ούτε μια γλώσσα, δεν διαβάζω ούτε μια λέξη. Μόνο ένα βουητό από φθόγγους.  Γι’ αυτό δεν βλέπω ούτε έναν να εκτοξεύει φλόγες.
Η λέξη είναι το ελαφρύτερο πράγμα αλλά σηκώνει το φορτίο όλων των πραγμάτων. Η δράση είναι κατεύθυνση και στιγμή, κι η λέξη οι
κατευθύνσεις όλες και ο χρόνος όλος.
Η λέξη – το χέρι, το χέρι – το όνειρο

Σε ανακάλυψα φωτιά πρωτεύουσά μου,
Σε ανακάλυψα ποίηση,
Και προκαλώ τη Βηρυτό. Με φορά και τη φορώ. Σαν αχτίδες περιπλανιόμαστε και ρωτάμε: Ποιος διαβάζει, ποιος βλέπει;


Το Φάντομ του Νταγιάν και το πετρέλαιο κυλά προς τον προορισμό του. Ο θεός είπε την αλήθεια και ο Μάο δεν έσφαλε: «Τα όπλα είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στον πόλεμο, μα όχι καταλυτικός. Ο άνθρωπος, αυτός είναι ο καταλυτικός παράγοντας» και δεν υπάρχει τελική νίκη ούτε τελική ήττα […]

Στα ογδόντα γίνομαι δεκαοχτώ. Το είπα και το επαναλαμβάνω μα η Βηρυτός δεν με ακούει.
Πτώμα: Εκείνο που ενώνει την επιδερμίδα με το ρούχο
Πτώμα: Εκείνο που πλαγιάζει σαν βιβλίο δίχως μελάνι
Πτώμα: Εκείνο που δεν κατοικεί στη σύνταξη του σώματος και στη γραμματική του
Πτώμα: Εκείνο που διαβάζει τη γη σαν πέτρα και όχι σαν ποτάμι
(ναι αγαπώ ενίοτε τα γνωμικά και τα αποφθέγματα,
                                Αν δεν παθιάζεσαι, τότε είσαι πτώμα!)
Λέω και επαναλαμβάνω,
η ποίησή μου είναι δέντρο, ανάμεσα στα κλαδιά και ανάμεσα στα φύλλα υπάρχει μόνο η μητρότητα του κορμού
Λέω και επαναλαμβάνω,
η ποίηση είναι το ρόδο των ανέμων. Όχι του ανέμου μα της πνοής του, όχι της περιστροφής μα της τροχιάς.
Καταργώ λοιπόν τον κανόνα και ορίζω έναν κανόνα για κάθε στιγμή. Πλησιάζω και δεν αποχωρώ. Αποχωρώ και δεν επιστρέφω. Κατευθύνομαι προς τον Σεπτέμβρη και τα κύματα.
Κουβαλώ λοιπόν στους ώμους μου την Κούβα και στη Νέα Υόρκη, ρωτώ: Πότε θα φτάσει ο Κάστρο; Κι ανάμεσα στο Κάιρο και τη Δαμασκό περιμένω, πάνω στον δρόμο που οδηγεί…


                …Συναντήθηκαν ο Γκεβάρα με την ελευθερία.
                Βυθίστηκαν μαζί στο στρώμα του χρόνου και
                κοιμήθηκαν. Κι όταν ξύπνησε δεν τη βρήκε εκεί.
                Άφησε τον ύπνο και μπήκε στο όνειρο,
στο Μπέρκλεϊ, στη Βηρυτό στ’ απομεινάρια των κυττάρων, εκεί όπου το καθετί ετοιμάζεται να γίνει κάτι…//

****************************************************************************

Adonis - “Ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη” (απόσπασμα) - Ποίηση (1949 – 2008), Εκδόσεις Πατάκη – Μετάφραση από τα αραβικά: Αγγελική Σιγούρου

 

Κατά τον Άδωνη, η γυναίκα θα σώσει τον κόσμο, αυτό που ονομάζουμε Δύση έχει αποτύχει, οι έννοιες Δημοκρατία και Ελευθερία δεν είναι δυτικές αλλά αποκλειστικά ελληνικές, το ζήτημα της ποίησης είναι δύσκολο, όπως του έρωτα, ο Ρίτσος είναι ο μεγαλύτερος κομμουνιστής ποιητής και  ο δημιουργός είναι πάντα εξόριστος, ακόμα και στην ίδια του τη γλώσσα.


Σημ. Ο Αλί Αχμάντ Σαΐντ Ασμπάρ γεννήθηκε στη Συρία το 1930. Υιοθέτησε το μυθολογικής καταγωγής ψευδώνυμο “Adonis”, ένα μη μουσουλμανικό όνομα που υπογραμμίζει την οικουμενικότητα της δημιουργίας του. Μεγάλωσε στο χωριό Κασαμπίν, αλλά απ’ την ηλικία των 26 χρόνων, ζει ως αυτοεξόριστος. «Ο ποιητής είναι πάντα εξόριστος, ακόμη και στην ίδια του τη χώρα, στην ίδια του τη γλώσσα» όπως συχνά έλεγε. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου της Βηρυτού και υπήρξε εκδότης των περιοδικών «Shi’r» (Ποίηση) και «Mawaqif» (Θέσεις). Από το 1970 έως το 1985 δίδαξε Αραβική Λογοτεχνία στον Λίβανο. Από το 1985 ζει μόνιμα στο Παρίσι, το οποίο επισκεπτόταν συχνά και προηγουμένως. Έχει τιµηθεί με το κορυφαίο γερμανικό βραβείο Γκαίτε, και έχει προταθεί αρκετές φορές ως υποψήφιος για το Βραβείο Νόµπελ.

Στην πρώτη φωτογραφία είναι με τον καλό του φίλο Τίτο Πατρίκιο, σε μία απ’ τις πολλές επισκέψεις του στην Ελλάδα. Ο Πατρίκιος είχε γράψει γι’ αυτόν: «Αν τα συνοψίσω, θυμάμαι τρία πράγματα από τον Άδωνη: την ευαισθησία του, την κριτική του σκέψη και τη γενναιοδωρία του.

Επειδή με ρώτησαν πως βλέπω τον Άδωνη στη σχέση του με την Ελλάδα, όχι μόνο προσωπικά εγώ ως γνώριμος και φίλος, αλλά ως ποιητής στη γλώσσα και στο χώρο μου, ας απαντήσω ότι νιώθω τον Άδωνη να είναι ταυτόχρονα ξένος, να είναι από αλλού και να μας φέρνει άλλα, καινούρια πράγματα και ταυτόχρονα να είναι δικός μας.

Όταν γνωριστήκαμε του είπα, το θυμάμαι αυτό: “Πώς πήρες για ψευδώνυμο ένα όνομα από την ελληνική μυθολογία;”

Έβαλε τα γέλια τότε και μου είπε: “Μα ο Άδωνης είναι από τη Μεσοποταμία, εσείς οι Έλληνες τον πήρατε από εμάς”. Στην ουσία, με την επιλογή του, συνδυάζει και τους δύο πολιτισμούς».

Ολόκληρο το άρθρο του Τίτου Πατρίκιου (Ένας Έλληνας από τη Μεσοποταμία), εδώ:

“Η γιατρειά θα ήταν ο κόσμος να γινόταν ένα παγκόσμιο πανεπιστήμιο Δικαιοσύνης κι Ελευθερίας, σε αντίθεση με την προσπάθεια να μετατραπεί σε μια πελώρια Αγορά"


 

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

 

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Σκάντζα βάρδια

 


Τα τελευταία χρόνια της καριέρας της στη νοσηλευτική, δούλευε νυχτέρι για να είναι κοντά μας το πρωί που θα ξυπνούσαμε. Και όσο πιο πολλές ώρες γινόταν, παρούσα στη ζωή μας.

11.00-07.00, ένα οχτάωρο δηλαδή που περιείχε όλες τις εμπειρίες που ένας συνηθισμένος άνθρωπος ίσως και να μη βιώσει ποτέ στη ζωή του. Βαριά τραυματισμένους νεαρούς, ετοιμοθάνατους γέροντες και χειρουργημένους ασθενείς που την περίμεναν με προσμονή να τους παρηγορήσει μ’ ένα καλαμπούρι ή ν’ ανακουφίσει τους πόνους τους μ’ έναν καλό λόγο κι ένα χάδι στο μέτωπο. Ήταν κι αυτή η μανία που είχε για καθαριότητα και τάξη. Όλα να είναι συγυρισμένα και καλοφροντισμένα. Τα φάρμακα, οι βραδινές νοσηλείες και κυρίως η άγρυπνη παρουσία της στο προσκεφάλι των αρρώστων της μέχρι να ξημερώσει. Στα ολιγόλεπτα διαλείμματα που έκανε, όταν ησύχαζαν τα κουδούνια απ’ τα δωμάτια, έγερνε σ’ ένα μεταλλικό σκαμπό στο γραφείο των νοσηλευτών κι ακουμπούσε την πλάτη της στον τοίχο για να πάρει δυνάμεις. Το πρωί που σχολούσε ήταν όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια.

«Καλά ξεμπουρδουκλώματα» αποκρινόταν συνήθως, όταν έπαιρνε ευχές για «χρόνια πολλά». Κι άντε να βρεις λέξεις να παρηγορήσεις έναν τέτοιον άνθρωπο που έχει μαθητεύσει στον πόνο και τον θάνατο, χρόνια ολόκληρα. Ίσως γι’ αυτό μάς αποχαιρέτησε μονάχα μ΄ ένα τρεμουλιαστό δακρυάκι που κύλησε απ’ τα μάτια της καθώς ξεγλιστρούσε λίγο λίγο απ’ τη ζωή.

Το πρωί της Τετάρτης που έφυγε, ήταν όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια. Καθαρή νυχτικιά -το κύριο μέλημά της-, οι ευχές και οι παρακαταθήκες της, καθώς και οι επίγειες εκκρεμότητές της. Να τα βρούμε όλα στρωμένα και πεντακάθαρα. Εμείς, οι φρουροί της επόμενης βάρδιας…

[Η Φωτεινή μας, η μάνα μας, κοιμήθηκε πλήρης ημερών και υπερπλήρης αγάπης, την Τετάρτη 4 του Οκτώβρη. Αναπαύεται, πια, στα πάτρια χώματα της Κρήτης]