Τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και τακτοποίησε τα
σιδερωμένα στα συρτάρια τους.
«Τα σώβρακα
να τα σιδερώνεις, για να πεθαίνουν τα μικρόβια» άκουγε τη φωνή της συνείδησης
απ’ το υπερπέραν. Ύστερα ετοίμασε το αυριανό φαγητό, αφού τεμάχισε με χειρουργική
ακρίβεια το κρεμμύδι, έτσι ώστε αυτό να περάσει απαρατήρητο απ’ το ιεροεξεταστικό
βλέμμα των παιδιών. Κάτι αξόδευτα κλάματα που είχαν μαζευτεί από καιρό στους κερατοειδείς,
κατρακύλησαν στην κατσαρόλα και τσιγαρίστηκαν με τα δάκρυα απ’ το βατικιώτικο∙ «Από ξηροφθαλμία πάντως, δεν κινδυνεύεις,
μικρή μου!» ξανακούστηκε η φωνή, απ’ τη χοάνη του απορροφητήρα αυτή τη φορά.
Αργά το βράδυ, και αφού τα καλοσιδερωμένα σώβρακα φορέθηκαν και κοιμήθηκαν μακαρίως,
μάζεψε τα κουράγια της, το τραπέζι, τα άπλυτα πιάτα, τα βρόμικα ρούχα και τα πεταμένα
παιχνίδια στο σαλόνι. Στο γιορτινό χαρτόνι πάνω στο ψυγείο, τα παιδιά είχαν διαγράψει
με κόκκινο μαρκαδόρο, άλλο ένα κουτάκι. «Τριάντα
μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα». Έβγαλε το αγιοβασιλιάτικο μαγνητάκι, ξεκρέμασε
το χαρτόνι κι άρχισε να τρίβει το κοκκινάδι που είχε ξεστρατίσει, πασαλείβοντας
την επιφάνεια του ψυγείου. «Χο-χο-χο… ό,τι
γράφει, δεν ξεγράφει» της χαμογέλασε σαρδόνια η αγιοσύνη του. «Πού να τα βάζεις νυχτιάτικα με ανεξίτηλους αγίους;»
σκέφτηκε και αποχώρησε παραδομένη και κατάκοπη. Αύριο πάλι…
Λίγο πριν βυθιστεί σ’ έναν ληθαργικό ύπνο, ανέσυρε το μαύρο τεφτέρι
της για να κάνει το ταμείο της ημέρας. Σήμερα, έσβησε μια προσβολή απ’ τον
μεγάλο. Σήμερα, μια απαξιωτική συμπεριφορά απ’ την κόρη. Σήμερα, μιαν άγρια σπρωξιά
απ’ τον Θωμά. Σήμερα, μια αδικία απ’ τον προϊστάμενο. Σήμερα, έβγαλε ένα
εισιτήριο με την αμαξοστοιχία. Χτες, είχε ετοιμάσει μια βαλιτσούλα με τα
απαραίτητα∙ όλα κουβαριασμένα και ασιδέρωτα, των εσωρούχων συμπεριλαμβανομένων.
Αύριο, θα έχει μετανιώσει που δεν τους άφησε πίσω, ένα μαγειρεμένο φαγάκι. Μεθαύριο,
θα μάθει πως την ψάχνουν εναγωνίως όλοι τους, για να πραγματώσει τα “σήμερα” που
τα άφησε σύξυλα κι εξαφανίστηκε.
Το τεφτέρι γέμισε πια. Απ’ την εύθρυπτη κιμωλία, δεν απόμειναν
παρά ελάχιστοι, λευκοί κόκκοι. Ίδια απόχρωση με τις φύτρες που στολίζουν το
στεφάνι των μαλλιών της. Τα έπιασε ένα σφιχτό κότσο, όπως τότε που μοσχομυρίζανε
ξιδόνερο κι αρισμαρί, και ξάπλωσε νωχελικά στο παράθυρο του κουπέ. Το τρένο ξεκινάει
το παλινδρομικό του ταξίδι πάνω στις ξύλινες τραβέρσες κι απ’ το παράθυρο χαζεύει
τη διαδρομή προς το “χτες”. Θα μετρήσει αντίστροφα τις μέρες, τα χρόνια, τα
όνειρα, θα κάνει σταθμό στο αρυτίδωτο πρόσωπο και στις νεανικές επιθυμίες που,
κάποτε, είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Κι αυτή, όλο και θα μικραίνει∙ θα
γίνει το κορίτσι με τα στιλπνά μαλλιά που μετράει αντίστροφα τις μέρες ως τα
Χριστούγεννα. Ανυποψίαστη για τα βακτήρια που αναπτύσσονται στις ραφές των
εσωρούχων και παντελώς αδιάφορη για κρεμμύδια, τρίφτες και τσιγαρίσματα σε κατσαρόλες.
Με την επίγνωση πως το αύριο θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με
το σήμερα, παραδόθηκε κι απόψε στο όνειρο της φυγής, κρυμμένη στο σιδερένιο
τρενάκι που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ το σαλόνι.
Φέτος, θα ζητήσει απ’ τον αϊ-Βασίλη μια καινούργια κιμωλία…
Ήταν η συμμετοχή μου στη Φωτο-συγγραφική σκυτάλη ΙΙ
που διοργανώνει η Μarypertax στη Γήινη Ματιά για
δεύτερη φορά.
Η φωτογραφία-σκυτάλη, μού παραδόθηκε απ’ το Αριστάκι μας
(Η ζωή είναι
ωραία) και προέρχεται απ’ τον ιστότοπο:
Παραδίδω με τη σειρά μου τη σκυτάλη μου στη Μαρίνα
μαζί με μια αγαπημένη φωτογραφία της πολυαγαπημένης μας
και με όλες μου τις ευχές για όμορφες εμπνεύσεις και καλούς
προορισμούς∙ στο παιχνίδι αλλά και στη ζωή της εν γένει.
[Μαρίνα μου, νομίζω πως είναι απ’ τα
αγαπημένα σου θέματα…]