Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

O γύρος μιας κατσαρόλας σε πέντε χρόνια

Ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ & το απόλυτο SUCCESS STORY του!...

Ποιος είπε ότι δεν υπάρχουν θαυματοποιοί σήμερα;
Πως λείπει η έμπνευση και η καινοτομία;
Πως στέρεψε η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά;
Πως η μελαγχολία και η παραίτηση είναι μονόδρομος;

Μύθος όλα! Εδώ και πέντε χρόνια λειτουργεί, αναπτύσσεται και βγαίνει εκτός συνόρων, ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Μαζί με τους ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ που στηρίζουν το όραμα και τις καθημερινές δραστηριότητές του, μετρούν ήδη πάνω από 2.500,000 (ναι, δυόμιση εκατομμύρια) μερίδες φαγητού, χωρίς διακρίσεις σε χρώμα, θρησκεία, ηλικία, οικονομική κατάσταση.  Άνεργοι, εργαζόμενοι, μαθητές, φοιτητές, νοικοκυρές και συνταξιούχοι έχουν γνωρίσει την εμπειρία της Κοινωνικής Κουζίνας κι έχουν βρεθεί συνδαιτυμόνες στις γειτονιές που μαγειρεύει.

Κι ο χάρτης με τις στάσεις  του ΑΛΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ διαρκώς επεκτείνεται, δημιουργώντας νέους σταθμούς,ακόμα και εκτός συνόρων:
--- ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ,ΑΛΛΙΚΑΝΤΕ, ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ, ΧΑΙΔΑΡΙ, ΑΙΓΑΛΕΩ, ΣΑΛΑΜΙΝΑ, ΠΑΤΡΑ, ΜΕΓΑΡΑ, ΜΥΤΙΛΗΝΗ, ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟς, ΜΟΣΧΑΤΟ, ΚΑΛΙΘΕΑ,ΠΛ.ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ,ΠΕΙΡΑΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ---

Στις 4 Δεκέμβρη του 2016, το τολμηρό εγχείρημα του Κώστα έκλεισε τα πέντε του χρόνια. Αντιγράφω απ’ την ανοιχτή πρόσκληση που έκανε σ’ όλους μας μέσα απ’ το μπλογκ του:
«ΣΤΑ 5 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 2011 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2016 ΕΧΟΥΜΕ ΦΤΙΑΞΕΙ ΠΑΝΟ ΑΠΟ 2.500.000 ΝΑΙ ΔΥΟΜΙΣΗ ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΜΕΡΙΔΕΣ ΦΑΓΗΤΟΥ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ,ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΤΕ, ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΤΕ, ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΑΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ,ΓΙΑΤΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ!
ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 55 ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΣΤΙΣ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ 3 Η ΩΡΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ,ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΖΩΝΤΑΝΑ,ΨΗΣΤΑΡΙΕΣ,ΧΑΡΙΣΤΙΚΟ ΜΠΑΖΑΡ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ,ΧΑΡΙΣΤΙΚΟ ΠΑΖΑΡΙ ΡΟΥΧΩΝ,ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ ΣΕ ΔΡΑΣΗ!!!»

Την Κυριακή το βράδυ στην οδό Παραμυθίας, ζήσαμε όλοι ένα αληθινό παραμύθι. Γιατί όταν βρεθείς κοντά στον Κώστα και την ομάδα του, ανεβαίνεις λίγο πιο πάνω στην ανθρώπινη κλίμακα, ίπτασαι της μετριότητας και του «δε γίνεται». Εκεί μέσα όλα γίνονται, οι κατσαρόλες είν’ ευλογημένες να γεμίζουν χρόνια τώρα, οι ανθρώπινες αλυσίδες μεγαλώνουν, όσοι βρέθηκαν για οποιονδήποτε λόγο στο κοινωνικό περιθώριο αναλαμβάνουν ρόλους, μοιράζονται το πρόβλημά τους και διαπιστώνουν πως δεν είναι μόνοι. Υπάρχει οργανωμένο πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας από εθελοντές καθηγητές, παιδιά οικονομικά αδύναμων οικογενειών που διαπρέπουν στα μαθήματα και προετοιμάζονται για πανελλήνιες, στήνονται γιορτές και γενέθλια για τους μικρούς φίλους, ομιλίες σε πανεπιστήμια και φορείς, ταξίδια στο εξωτερικό για την εξάπλωση της ιδέας, η κουζίνα της Ισπανίας στήθηκε ήδη, επισκέψεις από ξένους εκπροσώπους τύπου ή άλλων οργανώσεων, τα ράφια αδειάζουν αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο πάντα βρίσκεται ο «από μηχανής Θεός», ένα φορτηγάκι θα ξεφορτώσει στην είσοδο τρόφιμα, εθελοντές και παρέες παιδιών θα κατηφορίσουν ως τον Κεραμεικό προσφέροντας εργασία και τρόφιμα... κι εκεί, σ’ αυτό το ακούραστο μελίσσι, ο Κώστας αεικίνητος, πάντα με το χαμόγελο, με νεύρο και με άποψη και με τη δύναμη που του δίνει η γνώση και η εμπειρία όλων αυτών των χρόνων. Η ανυπαρξία της πολιτείας είναι έκδηλη, καθώς και το υστερόβουλο «ενδιαφέρον» μεγάλων εταιρειών για να προσφέρουν μεν – κάνοντας ρεκλάμα το λογότυπό τους δε. Όλοι αυτοί είναι εκ προοιμίου αποκλεισμένοι. Εκτός απ’ το θρυλικό μουσαμαδένιο πανό της κοινωνικής κουζίνας, δεν υπάρχουν εταιρείες και σπόνσορες. Μόνο άνθρωποι με χαμόγελα και θετική διάθεση.


//Όπως μου έλεγε ένας φίλος απ’ την ομάδα του: Φαντάσου πως επί χρόνια, βρέξει-χιονίσει, μαγειρεύει ακατάπαυστα μια και δυο φορές τη μέρα, σε διαφορετικούς τόπους, συνδιαλέγεται εκατοντάδες ανθρώπους, έχει σερβίρει εκατομμύρια μερίδες και τα βράδια, σαν να έχει περάσει μια ξεκούραστη και χαλαρή μέρα, θα δώσει ομιλία σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε δημοσιογράφους κι ύστερα θα υποδεχτεί παλιούς και νέους φίλους στο σπίτι του για ένα καφεδάκι και κουβέντα..//
Θα πρότεινα γι αυτές τις γιορτές, να φυλάξουμε και μια βόλτα ως τον Κεραμεικό, ή σε κάποια  γειτονιά που μαγειρεύει. Υπάρχει αναλυτικό πρόγραμμα στο μπλογκ του & στη σελίδα του fb, καθώς και φωτογραφίες απ’ τις εξορμήσεις τους, ανάγκες που έχουν και πολλά άλλα. Καλά είναι τα ευχολόγια και οι γραπτές παροτρύνσεις, μα είναι καιρός πια να βγούμε για λίγο απ’ τη βολή της κουζίνας μας και να γίνουμε ΑΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.


Μόνο έτσι θα καταννοήσουμε τη δυναμική της κοινωνικής κουζίνας: Στο δρόμο γινόμαστε όλοι μια παρέα, δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, κανείς δεν θα χρειαστεί να τσαλακωθεί για να ζητήσει μια μερίδα φαϊ. Μαγειρεύουμε όλοι μαζί, βοηθάμε στο σερβίρισμα, τρώμε παρέα, συζητάμε και μοιραζόμαστε ιδέες και έγνοιες,  και στο τέλος φεύγουμε με το στομάχι και την ψυχή χορτάτα. Ο μόνος που θα μείνει νηστικός, θα είναι ο φόβος. 


φωτογραφίες προσωπικές και απ' τη σελίδα στο facebook


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Επί τη ονομαστική του εορτή


«Χρόνια πολλά κυρ-Λευτέρη!» ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του καφετζή απ’ το μικρό κουζινάκι που έψηνε τον πρώτο καφέ της μέρας. Ένα υποτονικό «Να’σαι καλά ρε φίλε...» ακούστηκε μέσα απ’ τα κιτρινισμένα δόντια του εορταζόμενου, καθώς  έσερνε την καρέκλα του ανάποδα για να βλέπει έξω. Καθάρισε με το μανίκι το νοτισμένο απ’ την υγρασία του απόβροχου τζάμι, για να ξεχωρίζει καλύτερα τις φιγούρες στο δρόμο. Την ώρα αυτή ξεκινούσε η  ιεροτελεστία του «βαρύ γλυκού μετά δημοσίων θεαμάτων» όπως χαριτολογούσε στους πρωινούς θαμώνες. Χάζευε τα περαστικά παιδιά που πήγαιναν σχολείο, παρατηρούσε τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα, μάντευε τις έγνοιες των περαστικών μανάδων που έσερναν βαρύθυμα  καρότσια με μωρά και σακούλες με ψώνια κρεμασμένες στα πλαϊνά χερούλια, τους μαγαζάτορες  που σήκωναν τα ρολά των εμπορικών τους, τον παλαίμαχο κουλουρά με τα ζεστά σταφιδόψωμα και τα ολόφρεσκα θεσσαλονικιώτικα κι όπως τον έβλεπε να στέκει ορθός στο  πρωινό αγιάζι με το ζαβό του πόδι να κρέμεται στον αέρα, παρακάλαγε να ξεπουλήσει γρήγορα την πραμάτεια του και να γυρίσει στη ζέστα του σπιτιού του. Κι έτσι γινόταν, δεν έφτανε η μέρα στη μέση της κι ο ηλικιωμένος κουλουράς τάιζε ήδη τα περιστέρια με τα σουσάμια που είχαν απομείνει στην τάβλα του.

Δεν το άλλαζε με τίποτα τούτο το πρωινό αντέτι, ήταν η μόνη διαφυγή απ’ τις μοναχικές ώρες που ακολουθούσαν στους μουχλιασμένους τοίχους του δωματίου του. Δωμάτιο καθ’ υπερβολήν, ένα πρώην πλυσταριό ήταν στην ταράτσα μιας μαθουσάλειας διπλοκατοικίας, που η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του το νοίκιαζε μ’ ένα πενιχρό ποσόν για να συμπληρώνει τη σύνταξή της. Στο λιλιπούτειο δωματιάκι του,  ο κυρ-Λευτέρης είχε νοικοκυρέψει τα λιγοστά του έπιπλα και ζούσε παρέα με τις αναμνήσεις  και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες των αγαπημένων του, μοναδικά στολίδια στους ξεφλουδισμένους  τοίχους.  Η γιορτή του σηματοδοτούσε χρόνια τώρα την απαρχή του εφιάλτη του. Τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν, η μοναξιά γινόταν ανήμερο θηρίο, τα βράδια ξαγρυπνούσε πλάι στη φωτογραφία της κυρά-Θάλειας που η κακή της μοίρα την πήρε μακριά του πριν λίγα χρόνια, τα παιδιά ξενιτεμένα σε κάτι θειούς στον Καναδά, απ’ τις φωτογραφίες που έστελναν μ’ ένα μικρό χαρτζιλίκι «για τα φάρμακα και να βάλεις πετρέλαιο στη σόμπα», γνώρισε τις οικογένειες τους, καμάρωνε τα εγγόνια του και προσευχόταν να τους έχει ο Θεός καλά.

Είχε μεσημεριάσει πια, μακρινές αστραπές φωσφόριζαν στο σκοτεινιασμένο ουρανό, σμήνη πουλιών πετάριζαν  προς τις δεντροφωλιές τους, ο καφετζής μάζευε βιαστικά το μαγαζί,  μόνο ο κυρ-Λευτέρης είχε απομείνει  μαραζωμένος που οι λιγοστοί του φίλοι δεν ήρθαν να τους κεράσει, μα τέτοια γιορτάρα μέρα λίγοι αφήνουν τις οικογένειές τους για να τρέχουν στους καφενέδες.

 Λίγο πριν σουρουπώσει, τρόμαξε απ’ τα  ποδοβολητά στη σπειροειδή σκάλα που οδηγούσε στο ταρατσάκι του. Το επόμενο λεπτό, είχε  ανοίξει απότομα  η πόρτα  κι η παρέα των καφενόβιων φίλων είχε μπουκάρει στο δωματιάκι. Ο Μανώλης μ’  ένα ασκί μαρουβά και καλτσούνια με τυροζούλι,  ο Παντελής με καβρουμάδες και λουκάνικα, ο Χιώτης με κουρμάδες και μαστέλα κι ο Αναστάσης ο χόλμπας μ’ ένα τσουκάλι αχνιστά  γιαπράκια «πεσκέσι απ’ την κυρά για τη γιορτή σου». Προς επίρρωση όλων, ο καφετζής με το καλό του κουστούμι  κι ένα ταψί ζεστό ρεβανί:  «Να πάν’οι πίκρες κάτω ρε Λευτέρη!»

 Η ιστορία του κυρ-Λευτέρη φιλοξενήθηκε με άλλες είκοσι μία υπέροχες συμμετοχές,  
στον 10ο κύκλο του ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, στο χώρο της Μαρίας μας (mytripsonblog). 
Ο ήρωας της ιστορίας εκπροσωπεί όλους τους μοναχικούς-απόμαχους της ζωής που θα περάσουν και φέτος τις γιορτινές μέρες πίσω απ’ τα παχνισμένα τζάμια ενός καφενείου, γύρω από μια αναμμένη σόμπα θα ζεστάνουν τα ροζιασμένα χέρια τους για να έρθει κοντά η μία ψυχή με την άλλη.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

25 λέξεις # 10 [στολίζουμε τα δέντρα μα δεν τα προστατεύουμε]

Δήμιοι δέντρων μ’ αλυσοπρίονα
εμποδίζουν λέει τη διέλευση οχημάτων στο ορυχείο•
να’ξερες κυρ-χρυσοθήρα
πώς καραδοκούν οι κάργιες
όταν οι ψυχές τους αναλύονται απ’ τις κουφάλες,
στοιχειώνοντας τις νεκρές σας πόλεις.


 Συμμετείχε στα 25λεκτα, στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου


Αφιερωμένο στους επενδυτές και νομοθέτες που βαφτίζουν ως «νομιμότητα» το έγκλημα στις Σκουριές. Ό,τι είναι νόμιμο βέβαια, δεν είναι απαραίτητα και ηθικό, δίκαιο και αποδεκτό. Όσοι αντιστάθηκαν, ένιωσαν τη βία και την καταστολή στο πετσί τους, επιβεβαιώνοντας το «χρυσό κανόνα» πως τα ιδιωτικά συμφέροντα είναι πάνω απ’ τους νόμους και τα κοινωνικά αγαθά.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

«Ο Άι-Βασίλης Αστροναύτης»

[κι άλλες απανωτές δωρο-εκτοξεύσεις]



 Κι εκεί απάνω που έλεγα με σιγουριά πως… ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! [σωτηρία κι Άι-Βασίλης], σκάει μύτη ειδοποίηση ταχυδρομείου να παραλάβω συστημένο.
Με σηκωμένο φρύδι και ύφος Εμπειρογνώμονα-Kαταστροφολόγου με διδακτορικό στη Mιζερολογία, ξεκίνησα το μονόλογο: “Σιγά μην είναι για καλό... κάνα μπουγιουρντί θα’ναι πάλι χρονιάρες μέρες... την τύχη μου μέσα!”
Η πρώτη δωρο-εκτόξευση απ’ το κοσμοδρόμιο της Αριστέας, με αποστόμωσε. Μου το παραδίδει η ευγενική υπάλληλος στο γκισέ και για να με αποτελειώσει, μου πετάει στα μούτρα κι ένα: “Καλές γιορτές να έχετε”.

Αναπτήρες με ρομαντικό ντεκουπάζ σε παλ χρώματα (small, medium)
Ταμπακιέρα ασορτί (το λες και ντε-πιες)
Σαπούνι  & σελιδοδείκτης ντεκουπάζ  (κάθε φορά και καλύτερα)
Κι όλα τα αξεσουάρ αγάπης (αποξηραμένα πορτοκάλια με κανέλλα και χειροποίητη καρτούλα λουλουδοστολισμένη και απαστράπτουσα)

[σημείωση: οι χάρτινοι κύλινδροι είναι μέρος του αμπαλάζ· στη διάνοιξη του πακέτου πήρα τη βοήθεια φίλου πυροτεχνουργού]

 “Έπαθα Χαρά!”, έβαλα την παλάμη μου στο μέτωπο μην έχω δέκατα... “δε μπορεί, τυχαίο θα ήταν… αύριο θα ξαναείναι όλα χάλια”.
Ο ταχυδρόμος χτύπησε δεύτερη φορά κι η επόμενη μέρα διέψευσε πανηγυρικά τις  δυσοίωνες προβλέψεις μου. Αυτή τη φορά, η Σμαραγδο-εκτόξευση έγινε απ’ την ηρωική μεγαλόνησο. Πάλι ταχυδρομείο, η υπάλληλος ήταν παραπάνω ευγενική μαζί μου, έπαθα πάλι “Χαρά”, ίσως να είχα και δέκατα συγκίνησης, γιατί έτρεμα και δε με βαστούσαν τα πόδια μου.

 Μια υπέροχη δαντελοστολισμένη κάρτα κι ένα πλεχτό ελατάκι απ’ τα χεράκια της , ένα βιβλίο και μπόλικες δόσεις φροντίδας  και αγάπης. Απ’ τη  λατρεμένη και πολυτάλαντη Ρούλα μας.

Τρίτη συνεχόμενη μέρα, κι ο ταχυδρόμος χτυπάει ξανά κουδούνι. Αν ξανάρθει κι αύριο, σκέφτηκα να καλέσω την οικογένεια του να πιούμε όλοι μαζί ένα κρασάκι.
Αυτή τη φορά, η σούπερ-έκπληξη κατέφτασε απ’ τον πλανήτη Άσωτος Γιος. Ο εσωκλειόμενος αστροναύτης με ενημέρωσε πως ήταν ο μυστικός μου ταίρης στη λίστα της μυστικής χριστουγεννιάτικης ανταλλαγής της Μαριλένας μας

Λάτρεψα την πανέξυπνη χειροποίητη κάρτα του με κολλάζ απ’ τα μπλογκ μας και ενσωματωμένο ημερολόγιο. Τα “Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα” του Παπαδιαμάντη, ήταν ένα βιβλίο που δεν το είχα διαβάσει παρά μόνο αποσπασματικά στο διαδίκτυο και πάντα ήθελα να το αποκτήσω.  Ένα ξύλινο γούρι συμπλήρωνε το υπέροχο γιορτινό πακέτο του που μ’ ενθουσίασε.

Άσωτε, πώς το λέτε εσείς στη ΝΑΣΑ; Εμείς εδώ το λέμε 
«Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω!!!»

Αριστέα, Ρούλα, Άσωτε, Μαριλένα, σας ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για το παιχνίδι, την έμπνευση, τη χαρά και τη συγκίνηση που μοιραστήκαμε!!! 

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Η πύλη της άμμου (*)

Το περσινό φθινόπωρο στο θέατρο βράχων του Βύρωνα, ο Γιώργης Ξυλούρης έστησε ένα πρωτοποριακό στη σύλληψη και απόλυτα πετυχημένο μουσικό σμίξιμο όλων των μουσικών ρευμάτων της Κρήτης, με λύρες, βιολιά, λαούτα, μαντολίνα, ασκομπαντούρες, θιαμπόλια και αγαπημένους δημιουργούς. Απ’ τους λυράρηδες της Σητείας και τους ερασιτέχνες μαντιναδόρους των Ανωγείων, μέχρι τον Ψαραντώνη και τον Ross Daly. Ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο παράδοση, ιστορία, περηφάνια και ελπίδα.


Σ’ ένα ασφυχτικά γεμάτο θέατρο που η συγκίνηση και η κατάνυξη επικρατούσε σ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που κράτησε η συναυλία, θυμάμαι έντονα τα λόγια του Γιώργη στην εισαγωγή αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ήταν μια μυσταγωγία, ένα κάλεσμα σ’ αυτούς που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, αλλά που η παρουσία τους ήταν εκεί, ανάμεσά μας, γιατί η μουσική έχει αυτά τα κρυφά μονοπάτια, ξεγλιστρά και φτάνει ως τα μεϊντάνια τ’ ουρανού κι ενώνει ζωντανούς κι αγγέλους.

 Με την υπόσχεση πως αυτό το σμίξιμο θα έχει συνέχεια, ο Γιώργης μας αποχαιρέτησε εκείνο το βράδυ πολύ συγκινημένος και περήφανος για την καταγωγή και τους προγόνους του. Μόλις δυο μήνες μετά, τέτοιες μέρες ήταν, όταν πέταξε ξαφνικά μακριά μας από καρδιακή ανακοπή ενώ οδηγούσε τη μηχανή του. Ο Θεός είναι αλάνθαστος στο σημάδι κι οι βασιλιάδες της γενιάς μας όσο πάνε και λιγοστεύουν.

 Τις ίδιες μέρες του Νοέμβρη, έφυγε πριν δεκαοχτώ χρόνια ο μεγάλος μας ποιητής και ζωγράφος, Μιχάλης Κατσαρός, αφήνοντας πίσω του την πολύτιμη Διαθήκη του.

 Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.


Εκεί που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού,  στην πύλη της άμμου του Λουδοβίκου, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους. Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικό και μαντζουράνα οι χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα,  πως τα λόγια τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.


(*) Ο τίτλος της ανάρτησης είναι δανεισμένος απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Δραμουντάνη ή Λουδοβίκου των Ανωγείων. Στο σημείωμα του δίσκου του γράφει: 
"Η Πύλη της Άμμου είναι η πόρτα που βγάζει στο αβέβαιο,στο δύσκολο,στο τίποτε. Είναι μια πύλη όπου ο άνεμος ραπίζει και ο χρόνος φορεί κουρελιασμένη πέτρα. Πάνω στην άμμο είμαστε αδιάβαστοι στο περπάτημα, ούτε αφήνουμε ούτε βρίσκουμε καθαρά ίχνη. Όλοι κάποτε διαβαίνουμε την ωραία Πύλη της Άμμου και είναι σαν να ξαναμπαίνουμε στην κολυμπήθρα..."


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Οικογενειακές ιστορίες τύπου: "Μάνα φεύγω, πάω εργαστήρι" / "Ζώνη να βάλεις!"

Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό πρωινό, οι κορφές των κυπαρισσιών στραφτάλιζαν στ’ ανέβασμα του ήλιου, τ’ αηδόνια κελαηδούσαν μελωδίες, κάτι πλατανόφυλλα ήταν απλωμένα σ’ ένα μπουγαδόσκοινο και μια αεικίνητη ύπαρξη στροβιλιζόταν στ’ ανθισμένα παρτέρια του κήπου. Η μάνα της την παρατηρούσε ανήσυχη και κάθε τόσο της φώναζε με αυστηρή φωνή, που στον απόηχό της όμως έσταζε μέλι: «Κουβέρτα να πάρεις... και φέρε πίσω τα μανταλάκια, έχω μπουγάδα ν’ απλώσω... κι αυτά τα πλατανόφυλλα, γιατί στο καλό  τ’ άπλωσες ρε πουλάκι μου;»

 Το “Airis Place” είναι ένας ζεστός πολυ-χώρος και αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα απόλυτης ευταξίας και αρχιτεκτονικής στην τοποθέτηση αντικειμένων και υλικών. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μικρό αυτό εργαστήρι θα ανακηρυχθεί ιστορικός χώρος, αφού εδώ θα έχουν αναβιώσει τα αρχαία συμπόσια, η λαϊκή αγορά (πολύ κουβάλημα ρε παιδιά!), η σύγχρονη έκδοση των τοιχογραφιών με τη μέθοδο ντεκουπάζ, μαθήματα Κρακελέ και «Γέλα-ρε», πίνακες σε καμβάδες, ξύλα κοπής, δίσκους σερβιρίσματος, μπιμπερό και φύλλα δέντρων, καθώς και αναπαλαιώσεις σε μικροέπιπλα. Επίσης λειτουργεί τα τελευταία χρόνια παράρτημα “Σαπουνογραφίας” και ήδη έχουν διακοσμηθεί και δωρηθεί πέντε κοντέινερ σαπούνια “Νταβ” και δύο γλυκερίνης. Η τελευταία τάση θέλει την πολυτάλαντη δημιουργό να παρεμβαίνει δημιουργικά σε παλιές εγκυκλοπαίδειες (εικοσάτομες) και να τις κοκκαλώνει στο κεφάλαιο: «Η ζωή είναι ωραία».

Στις ετοιμασίες για το χειμερινό της εργαστήρι, ένας έντονος πόνος στη μέση την αιφνιδίσε. Ξαφνιάστηκε... παραξενεύτηκε... Mα πως; H μέρα μου ήταν αρκετά χαλαρή”.
Απλά έβαφε μια μεσοτοιχία, ενώ ταυτόχρονα πληκτρολογούσε ένα χαϊκού, κουλάντριζε και τον Μαξ που σαλιάριζε με τη γειτόνισσα, φωτογράφιζε στο ενδιάμεσο τις νευρώσεις ενός μαρουλόφυλλου, πέρναγε γκλίτερ κάτι κλασέρ, είχε ρίξει και μια πατσαβουρόπιτα στο φούρνο, έστρωνε και κάτι φλοκάτες στο δίπατο και κατεβαίνοντας τη σκάλα για ογδοηκοστή φορά, συνέβη το μοιραίο κάτω απ’ το υπόστεγο του κήπου.

-      Να σε τρίψω με λίγη Βολταρέν να ισιώσεις;
-      Αχ… την έβαλα για διαφανές ανάγλυφο σ’ ένα κρακελέ που έκανα πρόσφατα…
-      Πάω να φέρω τα βαζάκια να σου ρίξω καμιά βεντούζα τουλάχιστον…
-      Τα έκανα ρεσώ για τον κήπο… ΠΟΝΑΩ!
-      Α το βρήκα!... κάπου είχε πάρει το μάτι μου ένα Λέοντος.
-      Αυτό το αυτοκόλλητο με τις τρύπες λες;
-      Αυτό. ΠΟΝΑΣ;
-      Το είχα βάλει τις προάλλες στο εξώφυλλο ενός βιβλίου…
-      ΤΟ ΕΜΠΛΑΣΤΡΟ;
-      Μα ναι, το έκανα περίγραμμα για να ψεκάσω με το πιστόλι του πάουερτεξ, ροζ πουά μοτίβα. Πού είναι το παράξενο αγάπες μου;… ΠΟΝΑΩ!
-      Εκείνα τα μεσουλίντ που σου είχα φέρει το καλοκαίρι…
-      Αχ εκείνα τα μικρά άσπρα κουφετάκια; Δεν ξέρεις πώς μ’ εξυπηρέτησαν Αφρούλι μου! Τα κόλλησα στο γαμήλιο στεφάνι των παιδιών… είχαν σωθεί οι πέρλες και μου έλειπαν κάνα-δυο για να συμπληρώσω την τρέσα. Έκτακτη έγινε!

Οι συγκεκριμένες «Οικογενειακές ιστορίες» είναι αφιερωμένες με πολλή αγάπη στην Αριστέα. Γιατί έχει καταφέρει να δημιουργήσει -εξ αποστάσεως- μιαν ανοιχτή “Εστία” όπου συνυπάρχουμε πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας (τύφλα να’χει η Χίλαρυ)!
Με χιούμορ, φροντίδα και νιάξιμο, αλλά και με συνέπεια και πειθαρχία στα όρια που η ίδια έχει ορίσει.
Και γιατί στην τελική, οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι συχνά πιο ισχυροί απ’ τους δεσμούς αίματος.




Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Το κορίτσι του νυχάδικου


Η Τζίνα είναι υπάλληλος  πολυσύχναστου νυχάδικου. Είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω από κοντά, αλλά τη βλέπω και κάθε πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά μου. Περιμένοντας στο φανάρι της περιοχής, την χαζεύω από μακριά να ετοιμάζει τα σύνεργά της. Συνήθως εκείνη την ώρα, τακτοποιεί τα μπουκαλάκια με τα βερνίκια, καθαρίζει τους νιπτήρες ή εξυπηρετεί ήδη την πρώτη πελάτισσα της μέρας.

Είναι  μικροκαμωμένη και αέρινη.  Από μακριά,  μοιάζει με αραχνοΰφαντη κουρτίνα,  που κινείται κατά τη φορά του ανέμου. Το δέρμα της είναι σχεδόν διάφανο και τα άκρα της είναι ισχνά, αλλά καλοσχηματισμένα. Το μόνο στοιχείο που δίνει όγκο στη φιγούρα της, είναι  οι πορφυρές  μπούκλες της,  που πέφτουν σαν κατακόκκινος καταρράκτης ως τη μέση της. Έχει μάτια υγρά και φλύαρα, που όταν βρίσκουν άλλα μάτια-αποδέκτες, στήνουν αμέσως κουβέντα μαζί τους. Το στόμα της είναι μια μικρή, άγρια ορχιδέα. Άλλοτε διάπλατα ανοιχτή, αποκαλύπτοντας μια σειρά μαργαριταρένια δόντια. Κι άλλοτε σφραγισμένη, έτσι όπως οι οδηγίες της ιδιοκτήτριας το απαιτούν. 
//Δεν μιλάμε, παρά μόνο για τα εντελώς απαραίτητα. Μόνο αν μας απευθύνουν το λόγο, απαντάμε ευγενικά και λακωνικά//

Το λεξιλόγιό της περιλαμβάνει περιορισμένες φράσεις, όπως «Περάστε στο νιπτήρα παρακαλώ». Και γενικά, ό,τι έχει να κάνει με πόδια, νύχια, φτέρνες, κάλους, χρώματα,  βερνίκια και τεχνοτροπίες. Είναι εκπαιδευμένη στο να ξεπετάει ανά μισάωρο την κάθε πελάτισσα.  Και να δέχεται αδιαμαρτύρητα, όλα τα ραντεβού-σφήνες. Η παραγωγικότητά της μετριέται σε ζευγάρια πόδια και χέρια ανά ημέρα, σε  χρόνους και σε σιωπές. Όσο λιγότερο μιλάει κι όσο περισσότερο αποδίδει, τόσο η θέση της γίνεται λιγότερο  επισφαλής για τη σεζόν που τρέχει.

Η Τζίνα δεν είναι παρά ένα αναλώσιμο ανταλλακτικό στη φάμπρικα της ομορφιάς. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να βρεθεί άνεργη και να αντικατασταθεί απ’ την επόμενη «Τζίνα», που περιμένει στην ουρά των άνεργων κοριτσιών. Ακόμα και στις «δύσκολες μέρες»  που τις βγάζει με αναβράζοντα αναλγητικά,  είναι υποχρεωμένη  να παίξει επάξια την παράστασή της. Να καθίσει  στο σκαμνάκι της και να σκύψει στα πόδια που είναι απλωμένα απέναντί της.  Απεριποίητα και ανυπόμονα να δεχτούν τις φροντίδες της.  Να τα πλύνει, να τα τυλίξει στην πετσέτα, να τα περιποιηθεί και να τα χαλαρώσει με τα χάδια και τις μαλάξεις της. Οι κλεφτές ματιές της κινούνται αγχωμένα, ανάμεσα στην αφεντικίνα, στο ρολόι και στην πελάτισσα.  Που συνήθως ξεφυλλίζει αδιάφορα ένα περιοδικό, ή συζητάει με την κάτοχο των ποδιών του διπλανού νιπτήρα.

Η Τζίνα δεν θα αποκτήσει ποτέ ένα πολυσέλιδο βιογραφικό. Που να γράφει το πραγματικό της όνομα «Ευγενία» κι όχι το επαγγελματικό της ψευδώνυμο. Δεν θα νιώσει την αγωνία των συνομηλίκων της, που τούτη την εποχή δίνουν πανελλήνιες  εξετάσεις. Στην καθημερινότητά της, δεν προσμένει τίποτα περισσότερο,  απ’ την εύνοια της ιδιοκτήτριας κι  ένα ευτελές φιλοδώρημα  στο μεταλλικό κουτάκι που υπάρχει για όλα τα κορίτσια στο ταμείο. Ίσως κι ένα βλέμμα κατανόησης απ’ την πελάτισσα που περιποιείται. Ενδεχομένως, να μην της πουν ποτέ πόσο ανακουφιστικά είναι τα χάδια της. Και πόσο όμορφα είναι τα λουλούδια που ζωγραφίζει μ’ ένα μικροσκοπικό πινέλο πάνω στα νύχια. Καμιά πελάτισσα δεν θα αντιληφθεί το καρδιοχτύπι της, την ώρα που της βγάζει με ευλαβική προσοχή τις πλαστικές σαγιονάρες και της φοράει τα πέδιλα. Με χειρουργικές κινήσεις. Να μην χαλάσει το χρώμα. Και διαμαρτυρηθεί η πελάτισσα. Και τα ξανακάνει όλα απ’ την αρχή. Ασετόν, βερνίκι, χρώμα, λουλουδάκι και περίγραμμα. Κι έχοντας χρεώσει το «ποινικό της μητρώο» με μια δυσαρεστημένη πελάτισσα και αρκετή ώρα χασομέρι.
Και δεν θα διαβάσει  ίσως ποτέ, πως οι άνθρωποι που κατέχουν την τέχνη του αγγίγματος, είναι βαθιά μορφωμένοι. 

Σημείωση:  Η ιστορία της Τζίνας είχε πρωτοδημοσιευτεί τον Ιούνιο του ’13 στο παλιό ιστολόγιο που με φιλοξενούσε. Ανασύρθηκε χάρις στη δυνατή μνήμη και στην παρότρυνση της Αριστέας, στην οποία και την αφιερώνω με όλη μου την ευγνωμοσύνη και αγάπη. Από τότε πέρασαν τρία και κάτι χρόνια, τα νύχια όμως εξακολουθούν να είναι το φλέγον θέμα για κάποιες υπάρξεις και η περιποίησή τους το μέσο επιβίωσης για τις απανταχού Τζίνες.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι ήρωες που ξεχάστηκαν κι εμείς που κοιμόμαστε ήσυχοι

// Οι καιροί που οι ήρωες κοιμούνταν ήσυχοι κάτω απ' το χώμα τους πέρασαν. Τώρα οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι. Γιατί τη θυσία τους δεν την πήραν μαζί τους. Την άφησαν κληρονομιά σ' αυτούς που θάρθουν - όχι για να επαναλάβουν τη θυσία - αλλά για να την κάνουν δύναμη που προλαβαίνει τις τέτοιες θυσίες.

Δεν είναι ανάγκη ο τροχός της Ιστορίας να βουλιάζει μες στο αίμα για να πάει η Ιστορία μπροστά - αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι. Γιατί οι Χτίστες του ακόμη δεν ξανάσαναν. Αγρυπνούμε πάντα πάνω στο γκρεμό τους με τ' αφτί στημένο κατά τη στεργιά, μην τύχει και πάψει ν' ακούεται η φωνή που χιλιάδες χρόνια ακούεται μες στην Ιστορία:
"Φύλακες Γρηγορείτε, για να μην σας πιάσουν στον ύπνο κείνοι που κυνηγούν τον ύπνο σας!"
Περιμένω κι εγώ μέρα τη μέρα να με μπαρκάρουν. Ξέρω πως είμαι "ναύλος". Όμως δεν περίμενα ήρεμα. Είναι ανώφελο να παρασταίνω εδώ τον άτρομο. Φιλολογία με τον κίνδυνο δεν γίνεται. Το ά γ ν ω σ τ ο έρχεται καταπάνω μου αφηνιασμένο, χωρίς όνομα, χωρίς διαστάσεις. Μακρονήσι δε θα πει τίποτα. Τα νησιά μονάχα τους δεν μισούν, δεν σκοτώνουν. Δεν έχουν κακία. Όλη την κακία την μάζεψαν - αλλίμονο -εκείνοι που απ' τ’ όνομα τους βγήκε η λέξη "α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς".


Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα. Τελείωσα όλα μου τα τσιγάρα και τώρα κάθομαι με τα μάτια ανοιχτά κι αγρυπνώ. Μήπως - αλήθεια φοβάμαι; Σε ποιον να το πω; Όμως ναι, φοβάμαι. Μα μπροστά σε τί; Μπροστά στο θάνατο ή μπροστα στις αμφιβολίες της αθανασίας; Σκέφτηκα ακόμη μια φορά. Σκέφτηκα πολλές ακόμη φορές. Σκέφτηκα σκληρά, βασανιστικά. Κι αποφάσισα. Ναι. Κι εγώ αυτήν αγαπούσα. Αυτήν, την απλή, την αστόλιστη ζωούλα...Που πάει με τα πόδια στο μπακάλη για ν' αγοράσει ψωμί κι ελιές. Αυτήν...Κι όχι την άλλη, κείνην που φιγουράρει στα βιβλιοπωλεία. Τον ήλιο αγαπούσα κι εγώ. Τον ήλιο που ζέσταινε τη ράχη μου. Όχι τα φωτοστέφανα!
....Πού το ξέρω γω πού θα βρίσκομαι αύριο;
Τελευταία οι αποφάσεις παίρνονται απότομα. Καταργήθηκε η γραφειοκρατία. Οι υπουργοί κυβερνούν χειρονακτικά. Με χειρονομίες και σήματα.

"Αποστείλατε  είκοσιν  εκ των  εις χείρας σας κρατουμένων δια να κατηγορηθώσιν ως προδόται και να εκτελεσθώσιν"

Η συντομία μήτηρ πάσης Τυραννίας. Αλλά...Ας σταματήσουμε. Γιατί έφτασε η ώρα να μπούμε στο δεύτερο κύκλο. Να κάνουμε την άγραφη τραγωδία μας γραφτή. Και πρέπει να το κάνουμε τώρα. Όσο ζουν ακόμη τα μάτια κείνα που δεν τα θόλωσε το αίμα ή τα δάκρυα. Υπάρχουν νεκροί όρθιοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δε μιλήσουν. Εύκολα που γίνονται όλα στις παλιές τραγωδίες! Έμπαιναν στα βιβλία ή κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Δεν έμπαιναν  στα παπούτσια. Η φαντασία έχει την τάση να πετά, πότε να περπατά με τα πόδια, πολύ περισσότερο να μπαίνει μέσα σε κάτι σόλες που από ώρα σε ώρα κινδύνευαν να βρεθούν στον αέρα. Γι' αυτό, ό,τι κι αν είναι τούτο το βιβλίο - τραγωδία, ελεγεία, κομμός - πρέπει να αποσπασθεί αμέσως από τα χέρια του συγγραφέα του και να παραδοθεί στα χέρια του αναγνώστη.

Το χαρτί λυώνει...Και τα γράμματα γρήγορα σβήνουν, και χάνονται. Λοιπόν ...ας αρχίσουμε. Η μέρα είναι ζεστή. Τα κατοπινά - το πού θα τα εμπιστευθούμε αυτά τα χαρτιά, το πώς θα τα σώσουμε - αυτά είναι δεύτερη έγνοια...//
Ηρώ Κωνσταντοπούλου
Στέλιος Καρδάρας

Ηλέκτρα Αποστόλου

Ιουλία Μπίμπα

Λέλα Καραγιάννη

Ναπολέων Σουκατζίδης

Κατίνα Σηφακάκη
[Το κείμενο είναι απόσπασμα απ’ το βιβλίο του  Μενέλαου Λουντέμη, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα / Σαρκοφάγοι ΙΙ]