Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό
πρωινό, οι κορφές των κυπαρισσιών στραφτάλιζαν στ’ ανέβασμα του ήλιου, τ’
αηδόνια κελαηδούσαν μελωδίες, κάτι πλατανόφυλλα
ήταν απλωμένα σ’ ένα μπουγαδόσκοινο και μια αεικίνητη ύπαρξη
στροβιλιζόταν στ’ ανθισμένα παρτέρια του κήπου. Η μάνα της την παρατηρούσε ανήσυχη
και κάθε τόσο της φώναζε με αυστηρή φωνή, που στον απόηχό της όμως έσταζε μέλι:
«Κουβέρτα να πάρεις... και φέρε πίσω τα
μανταλάκια, έχω μπουγάδα ν’ απλώσω... κι αυτά τα πλατανόφυλλα, γιατί στο καλό τ’ άπλωσες ρε πουλάκι μου;»
Το “Airis Place” είναι ένας ζεστός πολυ-χώρος και αποτελεί ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα απόλυτης ευταξίας και αρχιτεκτονικής στην τοποθέτηση
αντικειμένων και υλικών. Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν, είναι σχεδόν βέβαιο
ότι το μικρό αυτό εργαστήρι θα ανακηρυχθεί ιστορικός χώρος, αφού εδώ θα έχουν
αναβιώσει τα αρχαία συμπόσια, η λαϊκή αγορά (πολύ κουβάλημα ρε παιδιά!), η
σύγχρονη έκδοση των τοιχογραφιών με τη μέθοδο ντεκουπάζ, μαθήματα Κρακελέ και
«Γέλα-ρε», πίνακες σε καμβάδες, ξύλα κοπής, δίσκους σερβιρίσματος, μπιμπερό
και φύλλα δέντρων, καθώς και αναπαλαιώσεις σε μικροέπιπλα. Επίσης
λειτουργεί τα τελευταία χρόνια παράρτημα “Σαπουνογραφίας” και ήδη έχουν
διακοσμηθεί και δωρηθεί πέντε κοντέινερ σαπούνια “Νταβ” και δύο γλυκερίνης. Η τελευταία τάση θέλει την πολυτάλαντη δημιουργό να
παρεμβαίνει δημιουργικά σε παλιές εγκυκλοπαίδειες (εικοσάτομες) και να τις
κοκκαλώνει στο κεφάλαιο: «Η
ζωή είναι ωραία».
Στις ετοιμασίες για το
χειμερινό της εργαστήρι, ένας έντονος πόνος στη μέση την αιφνιδίσε. Ξαφνιάστηκε...
παραξενεύτηκε... “Mα
πως; H
μέρα μου ήταν αρκετά χαλαρή”.
Απλά έβαφε μια μεσοτοιχία,
ενώ ταυτόχρονα πληκτρολογούσε ένα χαϊκού, κουλάντριζε και τον Μαξ που σαλιάριζε
με τη γειτόνισσα, φωτογράφιζε στο ενδιάμεσο τις νευρώσεις ενός μαρουλόφυλλου, πέρναγε
γκλίτερ κάτι κλασέρ, είχε ρίξει και μια πατσαβουρόπιτα στο φούρνο, έστρωνε και
κάτι φλοκάτες στο δίπατο και κατεβαίνοντας τη σκάλα για ογδοηκοστή φορά, συνέβη
το μοιραίο κάτω απ’ το υπόστεγο του κήπου.
-
Να
σε τρίψω με λίγη Βολταρέν να ισιώσεις;
-
Αχ…
την έβαλα για διαφανές ανάγλυφο σ’ ένα κρακελέ που έκανα πρόσφατα…
-
Πάω
να φέρω τα βαζάκια να σου ρίξω καμιά βεντούζα τουλάχιστον…
-
Τα
έκανα ρεσώ για τον κήπο… ΠΟΝΑΩ!
-
Α
το βρήκα!... κάπου είχε πάρει το μάτι μου ένα Λέοντος.
-
Αυτό
το αυτοκόλλητο με τις τρύπες λες;
-
Αυτό. ΠΟΝΑΣ;
-
Το
είχα βάλει τις προάλλες στο εξώφυλλο ενός βιβλίου…
-
ΤΟ ΕΜΠΛΑΣΤΡΟ;
-
Μα ναι,
το έκανα περίγραμμα για να ψεκάσω με το πιστόλι του πάουερτεξ, ροζ πουά μοτίβα.
Πού είναι το παράξενο αγάπες μου;… ΠΟΝΑΩ!
-
Εκείνα
τα μεσουλίντ που σου είχα φέρει το καλοκαίρι…
-
Αχ
εκείνα τα μικρά άσπρα κουφετάκια; Δεν ξέρεις πώς μ’ εξυπηρέτησαν Αφρούλι μου!
Τα κόλλησα στο γαμήλιο στεφάνι των παιδιών… είχαν σωθεί οι πέρλες και μου
έλειπαν κάνα-δυο για να συμπληρώσω την τρέσα. Έκτακτη έγινε!
Οι συγκεκριμένες «Οικογενειακές ιστορίες» είναι
αφιερωμένες με πολλή αγάπη στην Αριστέα. Γιατί έχει καταφέρει να δημιουργήσει -εξ
αποστάσεως- μιαν ανοιχτή “Εστία” όπου συνυπάρχουμε πολλοί και διαφορετικοί
άνθρωποι, απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας (τύφλα να’χει η Χίλαρυ)!
Με χιούμορ, φροντίδα και νιάξιμο, αλλά και με
συνέπεια και πειθαρχία στα όρια που η ίδια έχει ορίσει.
Και γιατί στην τελική, οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι συχνά πιο
ισχυροί απ’ τους δεσμούς αίματος.