Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Καράβι συστημένο μέσω ΕΛ.ΤΑ.

Τραβάω ένα νούμερο απ’ το μηχάνημα που ξερνάει χαρτάκια στο ταχυδρομείο.
Περιμένω τη σειρά μου, παρατηρώντας τα πακέτα στα απέναντι ράφια που περιμένουν κι αυτά με τη σειρά τους, τους παραλήπτες τους.
Κρατάω σφιχτά το μαγικό χαρτάκι που κατέφτασε στα χέρια μου, αφού έκανε μια μίνι περιοδεία στη βόρεια Ελλάδα.
Η ειδοποίηση «Έχεις πακέτο» έφτασε στον πολύπαθο προορισμό της, αφού προηγουμένως ταξίδεψε στην όμορφη συμπρωτεύουσα, σε άλλη παραλήπτρια που προφανώς θα πήρε τη δικιά μου ειδοποίηση (?) Κομφούζιο!.... έχω την υποψία πως η αποστολέας μέχρι τη Νικολούλη θα κατέφευγε, προκειμένου να βρει το χαμένο ειδοποιητήριό μου…

 Με δυναμική παρέμβαση λοιπόν του πανίσχυρου Βιμ, η κατάσταση διαλευκάνθηκε και οι ειδοποιήσεις βρήκαν τις σωστές παραλήπτριες.
Δεν θα είχα καταλάβει τις διαστάσεις που πήρε το ζήτημα, αν δεν με κοίταζε έντονα η υπάλληλος του ταχυδρομείου μόλις είδε την ειδοποίηση.
«Εσείς είστε λοιπόν η παραλήπτρια;»
«Περιμένατε κάποιαν άλλη;»
«Χαμός έγινε γι αυτό το πακέτο... Το έστειλαν κατά λάθος Θεσσαλονίκη και...»
Μου λέει τον πόνο της, της λέω το δικό μου πως «...είχαμε ξεροσταλιάσει τόσες μέρες να περιμένουμε!...», και φεύγω με το φάκελλο-υπερπαραγωγή της Αριστέας υπό μάλης.

Στη διαδρομή προς τη δουλειά, δεν κρατιέμαι και κάνω μια πρόχειρη στάση για ν’ ανοίξω το πακέτο.
Δεν έχω υπολογίσει η αφελής, πως είναι πιο απλό ν’ απασφαλίσεις μια βόμβα,  παρά ν’ ανοίξεις πακέτο τυλιγμένο απ’ την Αριστέα.
Ξετυλίγω ίσαμε μια καλούμπα σπάγκο, αλλά διαπιστώνω πως για ν’ ανοίξω μια δίοδο στις κολλητικές ταινίες και στα χαρτιά περιτυλίγματος, πιθανόν να χρειαστώ δισκοπρίονο.

Στο ράδιο παίζει ένα αγαπημένο του Μάνου.
Βρίσκω πως εκφράζει απόλυτα αυτό που νιώθω και συγκινούμαι απ’ αυτή την απροσδόκητη συγκυρία.

Στο κάθισμα του συνοδηγού, είναι απλωμένη η μικρή μου περιουσία:
* ένα σαπούνι ντεκουπαρισμένο, συσκευασμένο σαν καραμέλα,  σε διαφανές σελοφάν με κορδέλες στο πλάι...
* και μια κάρτα/σελιδοδείκτης με ντεκουπάζ στις ίδιες αποχρώσεις με το δίσκο
* κι ένα κολλημένο σημείωμα στο εσωτερικό, με γραμματοσειρά “Iris’’
* κι ένας ξύλινος δίσκος σερβιρίσματος, με όλη την τέχνη και το μεράκι της…
Τι άλλο θέλει μια μέρα για να γίνει ξαφνικά μαγική;

 Είναι κι αυτή η "Κοινωνία ώρα αγάπης" που μας έχει βάλει για διαγώνισμα.
Που άμα δεν το κατέχεις το ντεκουπάζ, τι να ζωγραφίσεις πάνω στο σκαρί της;
Γιατί άντε και γράφεις δυο αράδες με συγκινητικά και ευχολόγια.
Η μηχανή δεν παίρνει μπροστά με τα λόγια.
Θέλει να τραβήξεις την άγκυρα και να κάνεις τα χέρια σου χωνιά:
“H ζωή είναι ωραία βρε ρεμάλια!... μην τη χαραμίζετε στα ρηχά!”
Κι εκεί μέσα στην κίνηση της λεωφόρου, με το ημερήσιο δρομολόγιο προκαθορισμένο και απελπιστικά προβλέψιμο,
ένα λευκό πανί υψώθηκε κι έγινε το χιουντάι, μικρό καράβι!
Γιατί αυτό είναι το καύσιμο της αγάπης.
Κάποιος να σε νοιάζεται,
να βουτήξει τα χέρια του στις μπογιές και στα διαλυτικά για να σε πάει ξαφνικά βαρκάδα στο ρεύμα προς Αμπελόκηπους.

Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια.
Αριστέα, δικό σου!

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Α+Τ=love

[Παίζοντας με τις λέξεις #8]


Χτύπησε το κουδούνι. Άντε, πάμε έξω στο προαύλιο να παίξουμε. Θα’ρθει κι η μάνα να σου περάσει ζεστό τυρόψωμο απ’ τα κάγκελα. Θα φοράς μπλε ποδιά Λάουρα με λευκό πικεδένιο γιακαδάκι και στην ώρα των καλλιτεχνικών, θα σκαλίσεις μια καρδιά κι ένα βέλος να τη λογχίζει, πάνω στο θρανίο  του Τάκη. Στις ράχες των βιβλίων και στα ενδότερα των τετραδίων σου, θα ζωγραφίσεις με το λευκό πάρκερ τον κωδικό πρόσβασης στον πρώτο σου έρωτα: Α+Τ=love. Στην ώρα του Ομήρου θ’ ανατριχιάσεις και δεν θα ξέρεις αν είναι απ’ το διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη ή απ’ τον ήχο της κιμωλίας που τρίζει στο μαυροπίνακα. Θα αντιγράψεις πολυσέλιδα κατεβατά απ’ τη Δομή, εκατό δραχμές η δόση, για το χατίρι σου όμως χαλάλι η σπατάλη αυτή, να έχεις ένα εφόδιο στη ζωή σου, στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης, να την ξεσκονίζεις και να την αποστηθίζεις ανελλιπώς. Με την ατυχία που σε δέρνει, ο μαυροπίνακας, η ποδιά Λάουρα και η Δομή, θα αποσυρθούν άμα τη αποφοιτήσει σου. Το σφουγγάρι θα κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο πάνω στον πίνακα, σβήνοντας οριστικά τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι», μαζί με τα καλλιγραφικά γράμματα της ανήλικης ζωής σου. Ο σχολικός ενεστώτας, έχει γίνει ήδη συντελεσμένος αόριστος.   

Χτύπησε το ξυπνητήρι. Έλα σήκω, άργησες πάλι. Είσαι ήδη κάτοχος ταυτότητας, φορολογικού μητρώου και κάρτας ανεργίας. Ανοίγεις τη σάκα σου και βρίσκεις μόνο κλειδιά, πορτοφόλι και κινητό. Η ανατριχίλα της κιμωλίας έχει φύγει δια παντός απ’ τη ζωή σου, μαζί με τον Τάκη και τα αναπάντεχα μητρικά τυρόψωμα στα διαλείμματα. Στον οικοδομικό ωκεανό της πόλης, σου αντιστοιχεί το γονεϊκό δυάρι στο Κουκάκι, με τη μυρωδιά του τυρόψωμου να έχει ποτίσει τις μελαμίνες της κουζίνας κι ένα μικρό μπαλκονάκι με ξεφτισμένες τέντες και κόκκινα γεράνια. Θα τα ξεδιψάς με το ίδιο τσίγκινο ποτιστήρι που πότιζε ο πατέρας και θα είσαι σίγουρη πως κάθεται ακόμα στην αγαπημένη του φερ-φορζέ, φύλακας άγγελος στα δύσκολα που θα’ρθουν. Στο ελάχιστο μερτικό ουρανού που θα σου αντιστοιχεί, θα βλέπεις το ίδιο φεγγάρι με τον σύγχρονο Τάκη των εφηβικών σου χρόνων. Μεσοτοιχία οι ζωές σας… «Δυο μισοφέγγαρα φτιάχνουν ένα ολόκληρο», θα σου ψιθυρίσει ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Θα ενώσετε τα γεράνια και τους φόβους σας και θα στήσετε ένα παλάτι με φτηνά έπιπλα και τεντζερικά, αλλά έντιμα βλέμματα αφοσίωσης και αγάπης.

Στον εξακολουθητικό μέλλοντα της ζωής σου, θα συχνάζεις όλο και πιο συχνά στη σχολική αίθουσα, θα προσπαθείς να ανακαλέσεις τον ήχο της κιμωλίας, τη μυρωδιά των φαγητών  και τις στοίβες με τις Μανίνες και τις σούπερ Κατερίνες. Θα ενθουσιαστείς όταν ανακαλύψεις δύο ξεθωριασμένους τόμους της Δομής στο παλιατζίδικο και θα τους ξεφυλλίσεις με αγωνία μήπως κι έχουν ακόμα χαραγμένα τα αρχικά Α+Τ=love  στις μέσα σελίδες τους. Θα ξαναγράψεις στο πιο ψηλό σημείο του μαυροπίνακα με καλλιγραφικά γράμματα, τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι».
  
«Είμαι – ήμουν - θα είμαι».
«Μάνα – κόρη – σύντροφος και φύλακας άγγελος».

Ένα παιδικό χεράκι θα σε τραβάει να πάτε έξω για παιχνίδι. Θα της μάθεις να ποτίζει τα γεράνια και να εμπιστεύεται τα αυγουστιάτικα φεγγάρια. 

Συμμετείχε στον όγδοο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», στον ιστοχώρο της Μαρίας. Την ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου που άνοιξε για άλλη μια φορά διάπλατα την πόρτα της και μας φιλοξένησε με αγάπη και φροντίδα. Όπως και όλη την παρέα μας που έγραψε, διάβασε και μοιράστηκε σκέψεις και συναισθήματα.

[Η φωτογραφία της ανάρτησης απ' το διαδίκτυο]

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

25 λέξεις #8


Κυβερνοπολιτικός: «Η ανάπτυξη εκτινάσσεται στα ύψη».
Αντιπολιτευτικός: «Απλά κάνει τραμπολίνο».
Επιστήμονας: «Ένα είδος Φάτα Μοργκάνα».
Μετεωρολόγος: «Απλά θα βρέξει».
Ερωτευμένος: «Σάλτο-μορτάλε στην αγκαλιά της!»
Συννεφόσπιτο: «Κλείσε το πορτατίφ, μαζεύονται άνθρωποι»...


Μια φωτογραφία και ένα ΚΕΙΜΕΝΟ, είχαν σαν άθροισμα 21 ολιγόλεκτες λεζάντες. Όλες υπέροχες και με διαφορετικές προεκτάσεις στην καθηλωτική φωτογραφία της Μαρίας Νικολάου.  Το παιχνίδι με τις εικόνες και τις λέξεις είναι μια αφορμή να συναντηθούμε στο χώρο της Μαρίας και να ζήσουμε μια μικρή περιπέτεια στο μαγικό κόσμο των λήψεών της. Ευχαριστώ πολύ τους συμπαίκτες μου και σ’ αυτό τον κύκλο παιχνιδιού και εύχομαι να συνεχίσουμε ν’ ανοίγουμε παράθυρα στη φαντασία και στη σκέψη μας. 
Με την Μαρία να μας δίνει το σύνθημα, με ένα "κλικ"...

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Μενού εξορίας και πλυντήρια ιστορίας

Όταν βρέθηκα πριν λίγα χρόνια στη Μακρόνησο, στην καθιερωμένη ετήσια επίσκεψη που οργανώνει η Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (Π.Ε.Κ.Α.Μ.), πήρα φεύγοντας μαζί μου λίγο θυμάρι και τα σκαμμένα πρόσωπα των ανθρώπων που ταξίδεψαν ως εκεί για να προσκυνήσουν, να θυμηθούν τις μέρες που τα πολυβολεία ξέρναγαν θάνατο, να μνημονεύσουν τους χαμένους συντρόφους τους και να φύγουν συγκινημένοι απ’ το μικρό λιμάνι του νησιού. 

Στη σιωπηλή πεζοπορία μας ως το εμβληματικό άγαλμα του Μακρονησιώτη Δεσμώτη,  άκουγες μόνο αναστεναγμούς, σιγανούς για να μη ταράξουν την ιεροσύνη του τόπου. Ο αέρας μύριζε έντονα αλμύρα και θυμάρι κι ανεβαίνοντας την κακοτράχαλη διαδρομή ως το μνημείο, το δέος και η συγκίνηση κορυφωνόταν. Σε κάθε απομεινάρι του πιο φρικαλέου τόπου της σύγχρονης ιστορίας μας, ένιωθες έντονα την παρουσία των χιλιάδων βασανισμένων ψυχών. Το μεγάλο κτίριο με τους αρτοκλίβανους, το μικρό θεατράκι, το σημείο που σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ τριακόσιοι φαντάροι του Α’ ΕΤΟ, τα μισογκρεμισμένα σπίτια, μια υπαίθρια εκκλησία, τα σκουριασμένα κουφάρια αυτοκινήτων και τα διάσπαρτα ερείπια που –παρά το ότι το νησί έχει χαρακτηριστεί ως προστατευμένο μνημείο- έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου και της ανθρώπινης αδιαφορίας.

 Μια λιτή ξύλινη επιγραφή, στη μνήμη του Δημήτρη Τατάκη (μέλος του ΚΚΕ & του ΕΑΜ Ναυτικών). Είχε στοιχηματίσει με τους βασανιστές του πως δεν θα υπογράψει δήλωση. Τήρησε το λόγο του και τίμησε τα ιδανικά του. Ξεψύχησε δεμένος πάνω σ’ ένα σιδερένιο πάσαλο, μετά από 33 μέρες. Ένας απ’ τους χιλιάδες ήρωες που μαρτύρησαν σ’ αυτόν τον τόπο. Και που παρά τα μεσαιωνικά βασανιστήρια και την απόλυτη εξαθλίωση που βίωσαν, δεν σταμάτησαν στιγμή να πασχίζουν παλληκαρήσια να κρατηθούν όρθιοι και να διατηρούν τη συντροφικότητα μεταξύ τους.

 Στην Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο, λειτουργεί απ’ το 2007 το Μουσείο Μακρονήσου. Μια μικρή περιήγηση με την ακούραστη συντροφιά του πρώην εξόριστου Γρηγόρη Ριζόπουλου, [Αρχιτέκτονας & γλύπτης του «Δεσμώτη Μακρονησιώτη», καθώς και  πρόεδρος του ΠΕΚΑΜ], είναι μια σπάνια ευκαιρία για επαφή με την ιστορία. Μέσα από φωτογραφικό υλικό, βιβλία, αντικείμενα που κατασκεύαζαν οι κρατούμενοι, κειμήλια απ’ τα στρατόπεδα, γράμματα και κάρτες κρατουμένων, οι ήρωες και οι θυσίες τους αποκτούν υπόσταση και διεκδικούν το αυτονόητο. Ιστορική επίγνωση και τιμωρία των απανταχού «Μπαϊρακτάρηδων»

 Αμφιβάλλω αν οι εκδρομείς των βορείων προαστίων που οργάνωσαν πρόσφατα εκδρομή (σικ) στη Μακρόνησο, έχουν επισκεφτεί ποτέ το Μουσείο, έχουν διαβάσει την ιστορία του νησιού, έχουν αντικρύσει στα μάτια κάποιον απ’ τους επιζήσαντες ή έχουν γίνει κοινωνοί σε μαρτυρίες για τις μέρες εκείνες. Αν γνωρίζουν την Ζωζώ Πετροπούλου, την Πότα Κακαβά, την Αλέκα Παϊζη και την Κατίνα Σηφακάκη.  Αν τα μεζεδάκια της ιστορίας που τους κέρασε ένα βιβλιοπωλείο κι ένα κηφισιώτικο  κέτερινγκ, χόρτασαν επαρκώς τη γαστρονομική τους πείνα. Γιατί για πνευματική, ούτε λόγος! Τι να σου κάνει άλλωστε  ένα «Μενού εξορίστων», όταν η πνευματική παχυσαρκία έχει χτυπήσει μαύρο; Προφανώς θα ήταν ένα σύντομο διάλειμμα, μια δίαιτα εξπρές, πριν επιστρέψουν στη γαστρονομική πανδαισία και την ιστορική αμεριμνησία του μικρού τους, ασήμαντου μικρόκοσμου.
Τουλάχιστον ας μη λερώνουν τους τόπους αυτούς. Καλύτερη η άγνοια της ιστορίας, παρά η παραχάραξή της.



Για την ιστορία: Ένα αντίστοιχο «Μενού Εξορίας» είχε φιλοξενηθεί στο  γκαιμπελικής σχολής δημοσίευμα, της φιλοναζιστικής εφημερίδας «4η Αυγούστου» (αρ. φύλλου 38, Σεπτέμβριος 1967) με τίτλο: «Αποκλειστικόν ρεπορτάζ 4ης Αυγούστου - Γυάρος».

 «Παιχνίδια και γέλια με την θάλασσαν, βουτιές και πατητές, ηλιοκαμένα σώματα και κρέμες προστατευτικές δια την ηλιοθεραπείαν. Οι όρμοι το πρωί έχουν την εικόνα πλαζ. Οι κρατούμενοι κάνουν ηλιοθεραπείαν, γυμναστικήν ή κολυμβούν. Πολλοί εξ αυτών διαθέτουν αναπνευστήρας, βατραχοπέδιλα και όπλα δι’ υποβρύχιον ψάρεμα, εις το οποίον επιδίδονται ελευθέρως. Η νήσος έχει άφθονον ψάρι και δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι γυρίζουν εις τους θαλάμους των με το δίχτυ των γεμάτο».
"Φάλαγγα στην κορυφή": σχέδιο με σινική μελάνι του Γ. Φαρσακίδη
«Αλλά και η συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων είναι υποδειγματική. Τα μεγάφωνα καλούν τους φυλακισμένους λέγοντας: ‘Παρακαλούμε τον κύριο τάδε…’. Χαρακτηριστικόν επίσης της ευγενείας, η οποία επικρατεί εις το στρατόπεδον είναι το ότι, εφόσον κληθούν κρατούμενοι δι’ υποθέσεις των εις τας αρμοδίας υπηρεσίας, ουδέποτε ίστανται ορθοί κατά το διάστημα της εκεί παραμονής των. Πάντοτε τους προσφέρεται κάθισμα».
"Μακελειό στη Χαράδρα": Χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη
 Μόνο ένα παράπονο ακούστηκε από τους 2.000 κρατούμενους. Ήταν η διαμαρτυρία της βουλευτού της ΕΔΑ Μαρίας Καραγιώργη, για την προμήθεια κάποιων ειδών. Ο διοικητής του στρατοπέδου έσπευσε να καθησυχάσει τους δαιμόνιους «ρεπόρτερ» που έκαναν έρευνα στο νησί. Κατ’ αυτόν, οι κρατούμενες ζητούσαν «εσώρουχα μαύρου χρώματος με δαντέλα, μπικίνι, μπικουτί, ρόλεϊ και λακ για τα μαλλιά, μαγιό ‘ντε πιες’, λάδι ηλίου διαφορετικής μάρκας από το της καντίνας και άλλα παρόμοια».
"Tο καψόνι της ορθοστασίας": Σχέδιο του Γ. Φαρσακίδη 
Αυτή ήταν η μοναδική «δημοσιογραφική» μαρτυρία για την Γυάρο. Οι δαιμόνιοι «δημοσιογράφοι» που εξασφάλισαν την άδεια της χούντας να επισκεφτούν και να περιγράψουν το κάτεργο αυτό, ήταν δύο στελέχη του «Κόμματος 4ης Αυγούστου», έμπιστοι του Κώστα Πλεύρη, ο οποίος τότε ήταν τσιράκι του στρατηγού Λαδόπουλου. Ο Σπύρος Μανωλόπουλος, περιφερειακός διοικητής Θεσσαλονίκης της οργάνωσης του Πλεύρη και ο Πολύδωρος Δάκογλου, στέλεχος της ηγεσίας και ιδρυτής μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, του χουντικού ΕΝΕΚ.
Κάποια ονόματα μας είναι γνώριμα νομίζω…
 [περισσότερο φωτογραφικό υλικό: http://makronissos.net/makronissos/literature/?lang=el]

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Τα θέματα των εξετάσεων

Τη Δευτέρα δίνουν το πρώτο τους μάθημα στις πανγονεϊκές εξετάσεις. Έκθεση. Της έβαλα στο χέρι ένα χαρτάκι να το αποστηθίσει και να το θυμάται την κρίσιμη ώρα.
«Σ’ αγαπάω ρε μάνα!»
Θα πέσει σίγουρα αυτό το θέμα. Να το διαβάσεις καλά. Θυμάσαι όταν ήσουν μικρή και με πήγαινες βόλτα τις Κυριακές που δεν δούλευες; Που σε ρώταγα γιατί δεν φοράς κι εσύ τακούνια όπως οι άλλες μαμάδες; «Μα, για να είμαστε στο ίδιο ύψος αγάπη μου!», έλεγες και γελούσες. Μέχρι που παρατήρησα τα πόδια σου. Πόσο πρησμένα ήταν απ’ την κούραση! Σε κρατούσα σφιχτά απ’ το χέρι για να νιώθω ασφαλής. Όταν άρχισε να χαλαρώνει το χέρι μου στο δικό σου, νόμιζες πως σ’ αγαπώ λιγότερο και πως δεν σ’ έχω πια ανάγκη. Ήταν που δοκίμαζα τα πρώτα μου βήματα, δίχως τις βοηθητικές ρόδες σου.  Ήρθε η ώρα να σου σφίξω εγώ το χέρι και να σε περάσω με ασφάλεια απέναντι, στη μεγάλη λεωφόρο. Στην ενήλικη ζωή μου.

 Στον πατέρα μου έδωσα μια σύντομη περίληψη των διδαγμένων κεφαλαίων που μου έμαθε με αγάπη και προσήλωση.
«Μπορεί να καυγαδίζουμε διαρκώς και να διαφωνούμε σε πολλά. Πάντα όμως καμάρωνα για σένα. Γιατί μου έμαθες  να έχω τη δική μου γνώμη και να τολμώ να την εκφράζω. Και για κείνα τα βράδια που γύριζες κουρασμένος απ’ το μηχανουργείο, με τη βρώμικη φόρμα και τα λιγδιασμένα χέρια και καθόσουν πλάι μου να πούμε μαζί την ιστορία και τη γεωγραφία. Κι ας έκλειναν τα μάτια σου απ’ την κούραση κι ας μην είχες βάλει μπουκιά όλη τη μέρα στο στόμα σου. Όταν μεγάλωσες λίγο, κατάλαβα γιατί με άφηνες πάντα να σε νικάω στο ποδόσφαιρο. Γιατί άφηνες πάντα ανοχύρωτο το τέρμα σου. Γιατί δεν φόρεσες ποτέ κολλαριστό κουστούμι κι αστραφτερά παπούτσια. Δεν με νοιάζει αν δεν σπούδασες, να το θυμάσαι αυτό. Μου φτάνει που υπήρξες το πρότυπό μου κι ο αγαπημένος μου ήρωας. Που μου άφησες χώρο να ψηλώσω και να σε ξεπεράσω στο μπόι. Στην ξύλινη κάσα που σημείωνες με το μολυβάκι σου το ύψος μου, είναι χαραγμένες οι θυσίες και οι αντοχές σου. Απ’ αυτήν την τελευταία χαρακιά σου, θα συνεχίσω να μετράω τη ζωή μου… 
Σ’ ευχαριστώ ρε πατέρα!»


Γραμμένο με πολλή αγάπη και θαυμασμό για τους γονείς που δίνουν καθημερινά εξετάσεις κι αριστεύουν. Μπορεί να μην έχουν πτυχία και περγαμηνές, αλλά μονάχα με το ένστικτο και τις ισχνές δυνατότητές τους, ανταποκρίνονται με συνέπεια κι επιτυχία στο γονεϊκό ρόλο τους.
Αφορμή για το κείμενο, ήταν η λευκή κόλα που μας προέτρεψε να βγάλουμε η Αριστέα και να γράψουμε για την «Κοινωνία -  ώρα αγάπης» Την ευχαριστώ θερμά για το προειδοποιημένο διαγώνισμα που μας έβαλε.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

25 λέξεις # 7 [ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ]


Ικέτης στο κακοτράχαλο ακρωτήρι.
«Θεέ των πάντων, που μ’ ευλόγησες με καρπούς και τρυφερά βλαστάρια, δεν απόμεινε παρά το φιλέρημο τρυγόνι 
να τανύζει τα φτερά του στα γυμνά μου σκέλη».


Φιλοξενήθηκε στον 7ο κύκλο των 25λεκτων, στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου.
Η επιβλητική φωτογραφία της Μαρίας, ήταν η αφετηρία και η αφορμή. Κόντρα στο ημερολόγιο που επιμένει πως έχουμε ανθοφορία εκεί έξω, η Μαρία ακτινογράφησε την άλλη εκδοχή της άνοιξης. Την εσωτερική γύμνια, τα αγκάθια της μοναξιάς, το φαρμάκι που στάζει σα ρετσίνι απ’ τα άγονα κλαριά «Τίποτα δε γίνεται… εδώ δε φυτρώνουν θαύματα πια…»
Κι ας το ξέρεις καλά πως σε κάθε σταύρωση, αντιστοιχεί και μια ανάσταση. Πως κάτω απ’ την πέτρα κυλάει γάργαρο το νερό. Και φτάνει ως τη φλέβα, την κάνει να χτυπάει πάλι με δύναμη, χορταριάζει και ανθίζει το θαύμα. Πίστη και υπομονή θέλει.

Καλή Ανάσταση σ’ ότι αφήσαμε να νεκρωθεί τα τελευταία χρόνια!

Υ.Γ. Στην Μαρία οφείλω ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!» γιατί σε καιρούς ξηρασίας, τολμάει να φυτεύει μικρούς σπόρους στο χώμα, να τους φροντίζει με προσήλωση και να χαίρεται όταν βγαίνουν οι πρώτοι καρποί. Είναι εύκολο να κυκλοφορείς μ’ ένα δρεπάνι και να κόβεις ανθρώπινα φτερά, ελπίδες και όνειρα. Το ζητούμενο είναι η σπορά. Εκεί θα κριθούμε όλοι άλλωστε. 

[Οι φωτογραφίες είναι της Μαρίας Νικολάου]

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

1997 – 2015 [11ο συμπόσιο ποίησης]


Ήταν να πάει λέει το παιδί στις πανελλαδικές,
[άριστος θηρευτής παρεμπιπτόντως]
καμάκωνε σαν τον Άη-Γιώργη [μεγάλ' η χάρη του]
δράκοντες εξεταστικούς  
με εικοσάρια και επαίνους.

Αφού σου λέει,
απ' τη θερμοκοιτίδα του μαιευτηρίου
τσιφ στο εκ-παιδευτήριο με το κίτρινο σχολικό
γιατί άμα δεν τα μάθεις από μωρά κολύμπι,
μετά σου πνίγονται.
Ναι αμέ!

Σαράντισε που λες το πρόωρο
αγκού και ιδιαίτερα [πενήντα η ώρα παρεμπιπτόντως]
και ρευόταν βρεφική αριθμητική
και φαρίν λακτέ με αστρολάβους
«Μία για τη μαμά!»
και ρυζάλευρα με αζιμούθια
«Και μία για το μπαμπά!»

Στις νουτρίτσιες - 5 φρούτα / σούπερ δυναμωτικές
είχε ήδη γνωμοδοτηθεί:
*τι φρούτο θα γίνει
*τι ομάδα θα είναι
*πού θα κάνει μεταπτυχιακό
*πού θα κάνει διδακτορικό
*πού θα μείνει
*πού θα εργαστεί
*με ποια θα συνάψει σχέση
*πότε θα παντρευτεί
*πόσα παιδιά θα κάνει
*πότε θα χωρίσει
*πότε θα αποδημήσει
Όλα και παραόλα σου λέω!

Κι ήρθε η αποφράς μέρα των εξετάσεων που λες Φεβρωνία μου
και το ζαβό δε σηκώθηκε
όλως αιφνιδίως
«Σήκω για τη μαμά πουλάκι μου!»
«Το βηματοδότη του μπαμπά δε τον σκέφτεσαι;»

 Είδαν κι έπαθαν οι Χριστιανοί
να τον ξεκρεμάσουν απ' το πολύφωτο
[έλεγκαντ με ματ συρματόσχοινο και λεντ φθορίου παρεμπιπτόντως]

Περιστρεφόμενος στο κενό
σαν το κρεμαστό παιχνίδι που είχε στην κούνια του μωρό
κουρντισμένος στη μελωδία:
«γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης»
στη διαπασών το είχε βάλει το σκασμένο
κι έφερνε γύρους στο ταβάνι
με τη γλώσσα του να κρέμεται
[που παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν είχε βγάλει γλώσσα αυτό το παιδί]
και τα παιδικά του αεροπλανάκια
«που μείναν α-α-αταξίδευτα»

χέρια-πόδια στο κενό
κι όλοι ψάχνουν το γιατί
να κλωτσήσει το σκαμνί;
αιφνιδίως και αναιτίως!

Κλώτσησε την τύχη του το χαζό!
Λαμπρός επιστήμων θα γινόταν.
Απαρεγκλίτως!


Ø    Δεκαοκτάχρονος μαθητής σε γειτονιά της Νέας Σμύρνης, έκανε διπλή απόπειρα αυτοκτονίας επειδή δεν έγραψε καλά στις πανελλαδικές εξετάσεις στις 5 Ιουλίου 2010
Ø    27 Ιανουαρίου 2010, 18χρονος μαθητής των εκπαιδευτηρίων Μάνεση στο Νέο Ηράκλειο, βούτηξε στο κενό από μπαλκόνι τρίτου ορόφου, έξω από τη σχολική αίθουσα
Ø    Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012,  δεκαοκτάχρονη αυτοκτόνησε στη Νέα Ερυθραία
Ø    28 Μαΐου 2014, δεκαοκτάχρονος μαθητής στα Γιαννιτσά Πέλλας  ανέβηκε σε μία πολυκατοικία και βούτηξε στο κενό δίνοντας τέλος στη ζωή του, πριν από την γραπτή εξέταση του πρώτου μαθήματος των Πανελλαδικών εξετάσεων
Ø    Τρίτη 10 Ιουνίου 2014, δεκαοκτάχρονη μαθήτρια έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στο Ηράκλειο Κρήτης μέσα στις σχολικές τουαλέτες, κατά τη διάρκεια της εξέτασης
Πηγή: thepressproject

 
 Η συμμετοχή μου στο 11ο συμπόσιο ποίησης που οργάνωσε η Αριστέα μας, 
στο μπλογκ της «Η ζωή είναι ωραία», με υποχρεωτική τη λέξη «παιδί». Οι συμμετοχές ξεπέρασαν αριθμητικά και ποιοτικά κάθε προηγούμενο, σωστοί «θησαυροί» όπως τους χαρακτήρισε με συγκίνηση η ίδια στο ξεκίνημα του συμποσίου.
Μέρες που είναι και βιώνοντας την κορύφωση της αγωνίας των εφήβων μας που ρίχνονται στην αρένα αντιμέτωποι με το «θηρίο» των εξετάσεων, ας δώσουμε κι εμείς τις δικές μας εξετάσεις ως γονείς.
Και το πιο SOS κεφάλαιο στη δική μας ύλη, δεν είναι το «Πώς έγραψες;»,
αλλά το «Πώς νιώθεις;»





Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ο «κυρ-Γιώργης» μας εκπαιδεύει

Πριν 32 χρόνια, πέθανε ολομόναχος στο μικρό διαμέρισμά του στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν  Μεγάλη Τρίτη, τον Απρίλη του 1984.

Το έλεγε πάντα με καμάρι πως καταγόταν από το Διακοφτό. Εκεί ξεκίνησε και την  καριέρα του, ανεβάζοντας σε μικρή ηλικία  θεατρικές παραστάσεις με αυτοσχέδια σκηνικά και πρωταγωνιστές τους συνομήλικους συγχωριανούς του. Οι γονείς του ήταν αντίθετοι στην προοπτική να γίνει θεατρίνος. Από το 1929, όταν τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο και για έξι χρόνια, προσπαθούσε να τους πείσει να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τελικά, μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα: Έβαλε τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα να ζητήσει από τους θεοσεβούμενους γονείς του να του επιτρέψουν να σπουδάσει σε ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας. Τα κατάφερε τελικά  και το 1938 αποφοίτησε απ’ τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα. Κι ας τον είχαν κόψει αρχικά  στις εισαγωγικές εξετάσεις, επειδή πρόφερε βαθιά το λάμδα και το σίγμα. Όταν ο Αιμίλιος Βεάκης έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του για το δίπλωμα, αυτοί νόμισαν ότι ο Βεάκης ήταν διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου και έσπευσαν με χαρά να δείξουν το τηλεγράφημα στους συγχωριανούς. Προς δυσάρεστη έκπληξή τους όμως, κάποιοι γνώριζαν στο Αίγιο το όνομα του μεγάλου αυτού ηθοποιού κι έτσι έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Για πολλά χρόνια η αντιμετώπιση που είχε ο Διονύσης από συγγενείς και συγχωριανούς ήταν απαξιωτική έως και εχθρική.

Το 1940, ο Διονύσης υπηρετεί ως λοχίας στην πρώτη γραμμή του ελληνοαλβανικού μετώπου και παίρνει μέρος σε μεγάλες μάχες. Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνηση απ’ το παρελθόν, είχε πει σε συνέντευξή του: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες». Βγήκε  τελικά ζωντανός απ’ την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στο Διακοφτό, με μόνο διαθέσιμο μέσο …τα πόδια του.

 Στην ταινία «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» ο Σακελλάριος είχε πρόβλημα στη σκηνή με τα χαστούκια που δεν του έβγαιναν πιστευτά. Ούτε ο Ορέστης Μακρής, ούτε ο Τσαγανέας, ούτε ο Γαβριηλίδης μπορούσαν να δώσουν χαστούκι σωστά και με δύναμη. Οπότε μπαίνει ο Παπαγιαννόπουλος και λέει του Σακελλάριου. «Φέρε μία να της δώσω εγώ χαστούκι» και φραπ! το πέτυχε με την πρώτη. «Δόξα σοι ο Θεός!», λέει ο Σακελλάριος και γυρνάει προς τα 300 περίπου κορίτσια που συμμετείχαν στην ταινία: «Ποια θέλει να είναι η επόμενη;» Μέχρι τότε όλες ήθελαν για να κερδίσουν το γκρο πλαν, μετά όμως το χαστούκι του Παπαγιαννόπουλου, μόνο μία προσφέρθηκε. Φραπ! δίνει μία ο Παπαγιαννόπουλος και της βγάζει ένα δόντι. «Α, δεν πειράζει...», είπε η κοπέλα, «...ήταν χαλασμένο και θα πήγαινα στον οδοντίατρο να το βγάλω».

Στην ιστορική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο Διονύσης  παίζει τέσσερις ρόλους. Του Βυζαντινού ζητιάνου, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Καραγκιόζη και του Γέρου του Μοριά. Ως Θόδωρος Κολοκοτρώνης, κατέβαινε απ’ το βάθρο του αγάλματός του για να εμψυχώσει τους Έλληνες να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Το τέλος του ρόλου του τον έβρισκε πάντα βουρκωμένο. Μαζί του κι οι θεατές που –εν μέσω δικτατορίας (Ιούνιος 1973)- διψούσαν για ελευθερία λόγου και πολιτική σάτιρα. Σ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων έγινε λαϊκό προσκύνημα. Οι πρωταγωνιστές της ιδέας και της υλοποίησης -Τζένη Καρέζη και Κώστας Καζάκος- κατάφεραν να ξεγελάσουν τη λογοκρισία της χούντας και πήραν την άδεια για ν’ ανέβει η παράσταση στο καλοκαιρινό «Αθήναιον» της Πατησίων, απέναντι απ’ το Μουσείο. Έχοντας απίστευτη απήχηση στο κοινό, το έργο αυτό ξεπέρασε τα στενά θεατρικά όρια και αποτέλεσε πολιτικό γεγονός. Παρά την καθημερινή παρουσία εσατζήδων για να τρομοκρατήσουν  τον κόσμο, η παράσταση έγραψε ιστορία. 24 ηθοποιοί, μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και στο τραγούδι ο αξέχαστος Ξυλούρης. Τα συνθήματα απ’ τα πανό της παράστασης υιοθέτησαν οι φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, λίγους μήνες αργότερα.


Απ’ τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ το 1938, μέχρι το θρυλικό «Ταξίδι στα Κύθηρα» το 1984, συμμετείχε σε 136 ταινίες, θεατρικά έργα και τηλεοπτικές εκπομπές. Κατά τραγική ειρωνεία, η αυλαία στις ζωές των δύο πρωταγωνιστών της ταινίας του Αγγελόπουλου,  συνέπεσε την ίδια χρονιά.


Για την ιστορία, ο Αγγελόπουλος βρήκε τον Κατράκη στο νοσοκομείο και του πρότεινε να παίξει στην ταινία που ετοίμαζε. Ο Μάνος δάκρυσε: «Θέλω να το κάνω, έστω κι αν πεθάνω. Μόνο που δεν ξέρω αν σου κάνω. Μπορεί να μου συμβεί κάτι. Εάν το ρισκάρεις εσύ, εγώ το ρισκάρω». Ο Αγγελόπουλος δίχως δεύτερη σκέψη απάντησε: «Το ρισκάρω!». Όταν πήγαν τον Μάνο στις Κάννες για να δει την ταινία, στη διάρκεια της προβολής είχε συγκινηθεί πάρα πολύ. «Νομίζω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει». Λίγο καιρό μετά πέθανε. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1984. Ο Διονύσης δεν πρόλαβε να ζήσει την εμπειρία της βράβευσης. Είχε φύγει λίγους μήνες πριν τον Μάνο, που πέθανε τον Σεπτέμβρη.



Απ’ όλες τις επικές ατάκες του αγαπημένου μας Νιόνιου, κρατάω την πιο συγκλονιστική, προς τον πολιτικό του αντίπαλο Μάνο Κατράκη: 
«Χάσαμε κι οι δυο!...» 
Όλος ο παραλογισμός του εμφυλίου και της εξορίας, οπτικοποιείται σ’ αυτή τη φράση, αποτυπωμένη με συγκλονιστικό τρόπο απ’ τον Παπαγιαννόπουλο.



[υλικό & φωτογραφίες για την ανάρτηση, αντλήθηκαν από πηγές στο διαδίκτυο και προσωπικά αναγνώσματα]