Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Η παρέλαση



//Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;

Ναι... Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν. Θα 'ναι καμιά εκατοστή... Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο... Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή... Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους...

Περίμενε... Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά... Ήσυχα - ήσυχα... Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο!... Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα...

Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους!... Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι... Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι... Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει...

Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία... Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο...//

Απόσπασμα απ’ το μονόπρακτο έργο “Παρέλαση” της Λούλας Αναγνωστάκη.
Ολόκληρη η τριλογία της “Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη” και “Η παρέλαση” πρωτοπαίχτηκε απ’ το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Όντας διαχρονικό και τραγικά επίκαιρο, παίζεται διαρκώς σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας και όχι μόνο. Μία εξ αυτών ήταν και η παράσταση του Ένκε Φεζολάρι, το χειμώνα του 2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Άραγε το είχε προβλέψει τότε ο ταλαντούχος (και αλβανικής καταγωγής) Ένκε, ότι θα έρθει η εποχή που τα εκκολαπτήρια του φασισμού και του συντηρητισμού θα αναβιώνουν χρόνο με το χρόνο;
Στο έργο της αξέχαστης Λούλας Αναγνωστάκη, πρωταγωνιστούν δυο αδέρφια, η Ζωή και ο Άρης. Ζουν σαν εξόριστοι στην  ασφάλεια του δωματίου τους και εντελώς απομονωμένοι απ’ τον έξω κόσμο. Η μόνη τους επαφή με την πόλη και τους ανθρώπους, είναι ένα “παράθυρο”. Η ιδέα της παρέλασης που γίνεται κάτω απ’ το σπίτι τους, μοιάζει σαν η μοναδική διέξοδος απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Απ’ το παράθυρο θα παρακολουθήσουν την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβαση της παρέλασης. Απ’ το μικρό αυτό φεγγίτη, θα εισβάλει ο έξω κόσμος που τόσο καιρό αποφεύγουν και θα τους συντρίψει. Στις αποχρώσεις της γαλανόλευκης σημαίας, θα προστεθεί το κόκκινο του αίματος, γιατί με αίμα είναι βαμμένη η ιστορία αυτού του τόπου. Κι εκεί θα μείνουν εγκλωβισμένοι και μετέωροι στην προσδοκία, τα όνειρα, τις μνήμες, το αβάσταχτο παρόν, το ζοφερό μέλλον, το φόβο... όλα αυτά που μας κρατούν ακόμα και σήμερα ακινητοποιημένους σ’ ένα ”παράθυρο”, θιασώτες μιας παρέλασης.  Και μένει αναπάντητο το ερώτημα, που και  η Αναγνωστάκη το αφήνει –σκόπιμα ίσως; - στο έργο της: θα βγουν επιτέλους στο προσκήνιο οι θεατές; Θα υπερβούν το φόβο τους για να παρέμβουν  στη μελλοντική ιστορία; Ή θα παραμείνουν αποστασιοποιημένοι κομπάρσοι και φοβισμένοι θεατές, ανακυκλώνοντας τα ανθρώπινα πάθη και λάθη τους στο διηνεκές;
Με την προσδοκία να γιορτάσουμε σύντομα την εθνική μας απελευθέρωση απ' το φόβο και τις αγκυλώσεις. Δίχως τυμπανοκρουσίες και στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά μόνο με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης μας να διαμορφώσουμε την ιστορική συγκυρία που ανήκουμε. 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Εν Πύργω…

Αθήνα-Πύργος: σκάρτες τέσσερις ώρες, χωρίς αλέ-ρετούρ, αλλά με φουλ πακέτο προσφορών.

Θερμοκρασία: έκανε ντουέτο με την πίεση· γύρω στους είκοσι βαθμούς, που όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, αυξανόταν κατακόρυφα μαζί με την αγωνία και την προσμονή.

Παρασκευή και 13: καθόλου γρουσούζικη δεν αποδείχτηκε η μέρα, τουναντίον, ήταν γεμάτη μπουκλωτές αγκαλιές, συγκινήσεις και κρασοκατανύξεις.

Το ραντεβού μας με την Γιούλη ορίστηκε σε κεντρικό σημείο της πόλης. Ήταν η πρώτη που θα συναντούσα, για να πάμε παρέα στην Αριστέα κι από κει στο βιβλιοπωλείο του Αγαθοκλή. Δεν γνωριζόμασταν κι έτσι όπως ήμουν στημένη καταμεσής του δρόμου, χαμογελούσα στην κάθε διερχόμενη - υποψήφια “Γιούλη”. Κι αυτές ανταπέδιδαν συγκαταβατικά τα χαμόγελα, με όλη την κατανόηση που επιστρατεύει κάθε σοβαρός άνθρωπος σε μια αλαφροΐσκιωτη που παρατηρεί τους περαστικούς με ύφος Μις Μαρπλ, λίγο πριν ανακαλύψει τον δολοφόνο της Λαίδης Καμίλα Τρεσίλιαν, στο κτήμα του Ντέβον. Ευτυχώς η αποκάλυψη της Γιούλης έγινε εγκαίρως και πριν εκτεθώ ανεπανόρθωτα στην τοπική κοινωνία του Πύργου. Και του Ντέβον γενικότερα.

Η Γιούλη εν τω μεταξύ, καθόλου δεν μου κίνησε τις αρχικές υποψίες ότι ήταν αυτή που περίμενα. Ίσα-ίσα που η αετίσια ματιά μου την αγνόησε παντελώς, θεωρώντας βέβαιο πως είναι μια νεαρή μαθήτρια που σχόλασε απ’ το φροντιστήριο.  Εκείνη βέβαια με αναγνώρισε και για να προλάβει την περαιτέρω έκθεσή μου με τις περαστικές, μου έκανε σινιάλο ανεμίζοντας το βιβλίο μου. «Θα είχε δουλειά κι έστειλε την ανιψιά της», σκέφτηκα. Το σερί των ατυχών μου προβλέψεων τερματίστηκε εκεί·  όταν η γλυκιά Γιούλη μου μίλησε και αναγνώρισα τη στεντόρεια  φωνή της (προς στιγμή νόμιζα πως ήταν πλέι-μπακ, για τόση ταχύνοια μιλάμε!..)

Κι ύστερα φύγαμε για να συναντήσουμε την Αριστέα. Με την οποία γνωριζόμασταν ήδη, οπότε η προκαθορισμένη μας συνάντηση, μου φαινόταν υπόθεση ρουτίνας (σαν έμπειρο λαγωνικό της Σκότλαντ Γυαρντ ένα πράγμα). Ωστόσο, μετά από αρκετά πισωγυρίσματα επί της κεντρικής λεωφόρου, τηλέφωνα, «όχι τόσο χαμηλά», ξανά-μανά τηλέφωνα, «λίγο πιο πάνω, εκεί που είναι μισάνοιχτη μια κυπαρισσολαδί γκαραζόπορτα», τελικά σταματήσαμε αποκαμωμένοι στο πάρκινγκ ενός φούρνου, αναζητώντας στα βάθη της λεωφόρου, η μια την άλλη. Στο χρονικό διάστημα που μας πήρε για να συναντηθούμε επιτέλους από κοντά, η μις Μαρπλ θα είχε εξιχνιάσει ήδη το μυστηριώδες έγκλημα και θα έπινε το τσάι της με τον αγαπημένο της ανιψιό Ρέημοντ και τη λαίδη Σέτζγουικ, στο μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου Μπέρτραμ. Μια ανάσα δρόμος απ’ το Ντέβον.

Μια ανάσα δρόμος και το κέντρο της πόλης, όπου θα συναντήσουμε τον Αγαθοκλή και τον αδερφό του. Εκεί, στο μοντέρνο και στυλάτο χώρο τους, με περιμένει η επόμενη έκπληξη. Το απλόχωρο πατάρι του βιβλιοπωλείου, λειτουργεί ως αναγνωστήριο και είναι υπέροχα διακοσμημένο και φιλόξενο. Στον φαρδύ ξύλινο πάγκο, κειμήλιο απ’ το παρελθόν όπως μας διηγήθηκε, συστηθήκαμε, γελάσαμε, συζητήσαμε και οργανώσαμε κάποιες λεπτομέρειες της παρουσίασης. Ήταν απ’ αυτές τις συναντήσεις που ξέρεις πως ήταν μοιραίο να γίνουν, με ανθρώπους που σου είναι οικείοι, αν και είναι η πρώτη φορά που τους βλέπεις.


Σαββατιάτικο πρωινό, λιακάδα, καφεδάκι στο Κατάκολο, θάλασσα να φοράει τα γιορτινά της και μια πόλη-κούκλα! Τι άλλο να ζητήσει κανείς απ’ την καλή του μοίρα;
«Μπορούμε να σας τραβήξουμε μια φωτογραφία;»
«Και δεν τραβάτε;»
«Ποιες ήταν αυτές ρε μάνα;»
«Μήτε για γλαροδόλωμα δεν κάνουν... δεν τις είδες κουνήματα και σκέρτσα; Θε μου σχώρα με!...»


Σάββατο απόγευμα, ανήμερα της παρουσίασης (μεγάλ’ η χάρη της) και η αγωνία κορυφώνεται στον πύργο της διαγαλαξιακής Πριγκίπισσας Άϊρις. Παρά τις προτροπές των φίλων να αποφύγει να ετοιμάσει την Άρτα με τα Γιάννενα, εκείνη ετοίμασε τελικά και την Άρτα και τα Γιάννενα και την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, μέχρι και τις παρυφές του Σαιντ-Μαίρυ-Μιντ λίγο έξω απ’ το Λονδίνο. Η Μις Μαρπλ έλειπε μόνο απ’ τις πιατέλες της. Φυσικά και δεν περίσσεψε χρόνος να ετοιμαστεί με την ηρεμία της, αφού τύλιγε, έψηνε, ξεφούρνιζε και ματατύλιγε... κι αν δεν πηγαίναμε να την πάρουμε λίγη ώρα πριν την παρουσίαση, ίσως να έψηνε ακόμα. Φορτώσαμε ένα καμιόνι ρολίνια, τοστίνια, σφολιατίνια και λοιπά εδέσματα και ποτά και ξεκινήσαμε για την παρουσίαση. Η αγωνία μου πήγε γρήγορα περίπατο, αφού ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή πως είμαι στα νερά μου, παρέα με “ωραίους” ανθρώπους. Γνώρισα επιτέλους από κοντά και τις διαδικτυακές φίλες μας, την Ελένη, την Νάσια και το ηρωικό “Αφρούλι”, την επιστήθια φίλη της Αριστέας μας (τέρας ηρεμίας, χαλάρωσης και υπερβατικού διαλογισμού).
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε με το απαιτούμενο τρακ, τόσο όσο χρειαζόταν μέχρι να συγχρονιστούμε, να χαλαρώσουμε και να γίνουμε μια παρέα. Ερασιτέχνες όλοι μας· συγγραφείς, ακροατές, ομιλητές, συνδαιτυμόνες σε μια  βιβλιο-γιορτή, βρήκαμε γρήγορα τα κοινά μας βήματα και περάσαμε αξέχαστα. Ακόμα και η μικρή συντροφιά που έμεινε ως αργά στο πατάρι του Αγαθοκλή για κουβέντα και ανταλλαγές εμπειριών, ήταν απ’ τις πιο ωραίες στιγμές της παρουσίασης. Εκτός πρωτοκόλλου σχεδόν όλα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες και πρόβες, αλλά μόνο με τις φροντίδες των φίλων που είχαν φροντίσει για τα δέοντα. Ένα θα σας πω. Ο Αγαθοκλής με υποδέχτηκε εκείνο το απόγευμα στο βιβλιοπωλείο του, δείχνοντάς μου το πατάρι «Σας έχω μια έκπληξη, ανεβείτε να δείτε». Το πατάρι έπαιζε κρητικές μουσικές, στο τραπέζι με περίμενε ένα καλάθι λουλούδια και δυο σειρές μεταλλικές καρέκλες είχαν στοιχηθεί περιμένοντας τους επισκέπτες. Και ήταν όλοι τους υπέροχοι!
Απέραντη ευγνωμοσύνη για τους καλούς φίλους που βρέθηκαν κοντά μου και με στήριξαν και σ’ αυτήν την προσπάθεια!




Υ.Γ. Μαζί με τις καλύτερες αναμνήσεις μου απ’ αυτό το ταξίδι, κρατάω καλά φυλαγμένη μέσα μου την εικόνα ενός νέου κοριτσιού, που ήρθε στην παρουσίαση και μας μίλησε για το κοινωνικό φροντιστήριο, τους καθηγητές που το στηρίζουν χρόνια τώρα και τα όνειρά της. Καθάριο βλέμμα, έντιμη γλώσσα και επίγνωση του ρόλου της.  Γιατί υπάρχουν κι αυτά τα παιδιά. Δεν είναι οι επώνυμοι μαχητές ενός ριάλιτι, αλλά οι πιο έντιμοι αγωνιστές της ζωής. 

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ραντεβού στον Πύργο

Τον Ιούνιο που μας πέρασε, είχε γίνει η πρώτη παρουσίαση των “Ιστοριών της διπλανής κρίσης”, στην Αθήνα. Στο άγχος και την παραζάλη, θυμάμαι πολύ έντονα ότι η  πυξίδα μου ήταν κολλημένη στους εκτός Αθηνών φίλους, που δεν ήταν δυνατόν να έρθουν. Είχα κατασυγκινηθεί απ’ τα μηνύματά τους πριν την παρουσίαση. Προσπαθούσα να φανταστώ τα πρόσωπά τους, να μαντέψω τι έκαναν εκείνες τις στιγμές και πόσο ωραίο θα ήταν να βρισκόντουσαν για λίγο κοντά μας.   Είναι που η απόσταση δυναμώνει τις σχέσεις και η επικοινωνία συντελείται με τον πιο αλάνθαστο μέσο, την παράλληλη σκέψη. Eκείνο το βράδυ, ήμουν σίγουρη πως είχαμε καταφέρει –έστω και για λίγο- να γεφυρώσουμε νοερά την απόσταση και να γίνουμε  μια μεγάλη παρέα.

Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν μπορούσα να φανταστώ τότε, πως οι δύο υπερδυνάμεις (Αριστέα & Γιούλη) θα έβαζαν μπροστά ένα φιλόδοξο σχέδιο. Να οργανώσουμε μια παρουσίαση στον Πύργο, σε μια πόλη που μου είναι σχεδόν άγνωστη, ωστόσο κίνησαν γη και ουρανό για να βρεθεί ο χώρος, ο χρόνος και τα μέσα και να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα. Και φτάσαμε αισίως λίγες μέρες πριν την εκδήλωση, στο χώρο που μας παραχωρεί ο εξαιρετικός φίλος Αγαθοκλής Κωτσάκης, στο βιβλιοπωλείο του ΦΩΤΟΓΝΩΣΗ στο κέντρο του Πύργου, το προσεχές Σάββατο 14 Οκτώβρη. Το συνωμοτικό σύμπαν του Κοέλιο, βρήκε άξιους εκφραστές στα πρόσωπα των φίλων, που κυριολεκτικά κάνουν έναν αγώνα δρόμου για να στήσουν αυτή τη γιορτή.

Εγκάρδια “ε υ χ α ρ ι σ τώ” για την τιμή που μου κάνετε και την αγάπη σας!
Ετοιμάζω μπαγκάζια, μπόλικα... χαρτομάντηλα και ραντεβού στον όμορφο Πύργο. 
Για να γνωριστούμε: θα κρατάω ένα βιβλίο, να κρατάτε το χαμόγελό σας!


Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Τα παγκάκια έχουν τη δική τους ιστορία

O Στέφαν Τσβάιχ (*) γράφει γιατί ανακουφίστηκε όταν έμαθε πως πέθανε η μητέρα του:
«Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά μας- δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δεν μπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα:  ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον κόσμο».
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου” (εκδόσεις Printa)

«Koυράστηκα...» η ξέπνοη φράση του κυρ-Στέφανου, μετά τη βίαιη έξωσή του απ’ το αυτοσχέδιο καταφύγιό του, ένα παγκάκι στην οδό Μαρασλή, στη μάντρα του Ευαγγελισμού. Σωτήριον έτος 2013, φθινόπωρο, λίγο πριν ο μέγας άρχων της πόλης παραμορφώσει (“αναπλάσει” στο πιο σικ του...) την πλατεία Κλαυθμώνος, ξηλώνοντας τα παγκάκια και ντύνοντας με μοχέρ πουλόβερ τους κορμούς των δέντρων. Στο πρόσωπο του αξιοπρεπέστατου κυρ-Στέφανου, που υπήρξε υποδειγματικός στην ευταξία και την καθαριότητα του πάγκου και του περιβάλλοντος χώρου που τον φιλοξένησε, εξαντλήθηκε η υποκρισία, η δολιότητα και ο σαδισμός των φυλάρχων. Εισαγγελική εντολή (ας είχαν τόσο γρήγορα αντανακλαστικά και στους επαγγελματίες νταβατζήδες της δημόσιας γης), αστυνομικές και δημοτικές αρχές σε αγαστή συνεργασία, προκειμένου να ξηλώσουν τον ανεπιθύμητο γέροντα, το παγκάκι, τα μπιμπελό και τις κουβέρτες του, τα λιγοστά του υπάρχοντα μαζί και την αξιοπρέπεια, την καρδιά του και την υπάρξη του ολόκληρη. Λες και η ταξιανθία του Κολωνακίου υπονομευόταν απ’ τα πλαστικά λουλούδια που είχε στολίσει το υποτιθέμενο μπαλκονάκι του...

Το ξήλωμα του κυρ-Στέφανου, δεν ήταν παρά ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα προς τους επίδοξους καταληψίες πάγκων:
«Μην τρέφετε αυταπάτες για διαθέσιμα παγκάκια σ’ όσους είναι κατώτεροι ταξικά!»
Ή όπως ακούστηκε πρόσφατα στη ΔΕΘ:
«Η κοινωνική ισότητα είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Ή ακόμα πιο ποιητικά, απ’ τον μετρ της διανόησης και του έλλογου [παρα]λόγου του. Το λες και «Βούλωσέ το φίλτατε!»...

Φίλτατε, μη λες ότι είσαι άστεγος.
Στη χώρα αυτή
κανείς δεν είναι άστεγος
Κάτω από το γαλανό μας ουρανό
στη σκιά της Ακρόπολης
στον ψίθυρο της Ιστορίας,
είτε μένουμε σε βίλα,
είτε μένετε σε παγκάκι
όλους μας σκέπει η Αθηνά η Παλλάδα
κι η Παναγιά η γλυκυτάτη μητέρα μας.

«Εσωτερικός διάλογος με έναν άστεγο»
Απ’ την ποιητική συλλογή του Άδωνη Γεωργιάδη:  “Κλειούς παραφερνάλια”

Ηθικόν δίδαγμα: Η Παναγιά να μας κόβει παγκάκια και να τους δίνει βίλες...

(*) O Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη στις 28 Νοεμβρίου 1881. Ως το 1935 -αν εξαιρέσουμε το πολυάριθμα ταξίδια του στο εξωτερικό- ζει στην Αυστρία (Βιέννη και Σάλτσμπουργκ). Μεταφράζει Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Βεράρεν, δημοσιεύει ποίηση ("Ασημένιες χορδές", "Τα πρώτα στεφάνια"), νουβέλες ("Φόβος", "Αμόκ", "Σύγχυση των αισθήσεων" κ.ά.), θεατρικά ("Βολπόνε"), δοκίμια, καθώς και τα περισσότερα έργα μια μεγάλης σειράς βιογραφικών μελετών και λογοτεχνικών πορτρέτων για μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος ("Τρεις δάσκαλοι: Μπαλζάκ-Ντίκενς-Ντοστογιέφσκι", "Ρομαίν Ρολάν", "Μαρία Αντουανέτα", "Μαρία Στιούαρτ", "Θρίαμβος και τραγωδία του Εράσμου του Ρότερνταμ" κ.ά.). Το 1933, με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές στη γειτονική Γερμανία, τα βιβλία του Τσβάιχ γίνονται στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας. Το 1935 εγκαταλείπει οριστικά την Αυστρία, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και το 1940 αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1941 φεύγει για τις ΗΠΑ και από κει για τη Βραζιλία. Πικραμένος από τα πολιτικά γεγονότα και από το τέλος της εποχής που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο "Ο χθεσινός κόσμος", αυτοκτονεί μαζί με τη γυναίκα του στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στην Πετρόπολη, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]


* όπως με ενημέρωσε καλός φίλος, η ποιητική συλλογή του ΑΔόνειδος "Κλειούς παραφερνάλια", είναι τρολιά. Πολύ πετυχημένη πάντως, αφού θα μπορούσε άνετα να είχε γραφεί απ' τον ίδιο.