Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

"Διδάσκουμε ζωή, κύριε…" [Rafeef Ziadah]

 


«Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό.

Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό που έπρεπε να ταιριάξει στον ρυθμό του ήχου και τον περιορισμό στις λέξεις.

Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό που έπρεπε να ταιριάξει στον ρυθμό του ήχου και τον περιορισμό στις λέξεις, επαρκώς γεμάτες με στατιστικές, μετρήσεις, απαντήσεις.

Και τελειοποίησα τα αγγλικά μου και έμαθα τις αποφάσεις μου του ΟΗΕ.

Αλλά κι έτσι, αυτός με ρώτησε, κυρία Ζιάντεχ, δεν νομίζετε ότι όλα θα μπορούσαν να επιλυθούν αν απλά σταματούσατε να διδάσκετε τόσο μίσος στα παιδιά σας;

Παύση.

Κοίταξα μέσα μου να βρω δύναμη για να δείξω υπομονή αλλά η υπομονή δεν έρχεται στο στόμα μου καθώς οι βόμβες πέφτουν πάνω στη Γάζα.

Η υπομονή απλώς με εγκατέλειψε.

Παύση. Χαμόγελο.

Διδάσκουμε ζωή, κύριε.

Εμείς οι Παλαιστίνιοι διδάσκουμε ζωή μετά που αυτοί κατέλαβαν τους ύστατους ουρανούς.

Διδάσκουμε ζωή μετά που έχτισαν τους εποικισμούς τους και τα τείχη του απαρτχάιντ, μετά τους ύστατους ουρανούς.

Μα δώστε μας μόνο μια ιστορία, μια ανθρώπινη ιστορία. Κάτι που δεν είναι πολιτικό.

Εμείς θέλουμε μόνο να πούμε στον κόσμο για εσάς και τον λαό σας, οπότε δώστε μας μια ανθρώπινη ιστορία.

Μην αναφέρετε αυτή τη λέξη “απαρτχάιντ” και “κατοχή”.

Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό.

Γιατί δεν μας λέτε μια ιστορία για μια γυναίκα στη Γάζα που χρειάζεται φάρμακα;

Ή μήπως για εσάς;

Εμπιστευτείτε μου τους νεκρούς σας και δώστε μου μια λίστα των ονομάτων τους με περιορισμό τις χίλιες διακόσιες λέξεις.

Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό που έπρεπε να ταιριάξει στον ρυθμό του ήχου και τον περιορισμό στις λέξεις, απαλλαγμένο από όλα εκείνα που είναι απευαισθητοποιημένα από το αίμα της τρομοκρατίας.

Κι έτσι τους έδωσα ψηφίσματα του ΟΗΕ και στατιστικές και καταδικάζουμε, αποδοκιμάζουμε, απορρίπτουμε.

Μα αυτές δεν είναι δύο ίσες πλευρές: ο κατακτητής και ο κατεχόμενος.

Και εκατό νεκροί, διακόσιοι νεκροί, και χίλιοι νεκροί.

Και εν μέσω εγκλημάτων πολέμου και σφαγών, εγώ εκφέρω λέξεις και χαμογελώ “όχι εξωτικά”, “όχι τρομοκρατικά”.

Και μετρώ και ξαναμετρώ εκατό νεκρούς, διακόσιους νεκρούς, χίλιους νεκρούς.

Είναι κανείς εκεί έξω;

Ακούει κανείς;

Θα ήθελα να μπορούσα να θρηνήσω πάνω από τις σορούς τους.

Θα ήθελα να μπορούσα απλά να τρέξω ξυπόλυτη σε κάθε προσφυγικό καταυλισμό και να κρατήσω κάθε παιδί, να σκεπάσω τα αυτιά του ώστε να μη χρειάζεται να ακούει τον ήχο των βομβαρδισμών για το υπόλοιπο της ζωής του, όπως εγώ.

Σήμερα το σώμα μου ήταν ένα τηλεοπτικό μακελειό.

Κι επιτρέψτε μου να σας πω μόνο πως τα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν έχουν κάνει ποτέ τίποτα γι’ αυτό.

Και κανένας ρυθμός ήχου, κανέναν ρυθμό ήχου κι αν εφεύρω, όσο καλά κι αν είναι τα αγγλικά μου, κανένας ρυθμός ήχου, κανένας ρυθμός ήχου δεν θα τους φέρει πίσω.

Διδάσκουμε ζωή, κύριε.

Εμείς οι Παλαιστίνιοι ξυπνάμε κάθε πρωί για να διδάξουμε στον υπόλοιπο κόσμο ζωή, κύριε».

Ραφίφ Ζιάντεχ



ëH Γάζα από υπαίθρια φυλακή έχει μετατραπεί σε έναν περίκλειστο ομαδικό τάφο. Περισσότεροι από 7.000 αγνοούμενοι και πάνω από 22.000 νεκροί, στη συντριπτική πλειονότητα γυναίκες και παιδιά, ενώ το 80% απειλείται με πείνα. Εκεί ζωή και θάνατος δεν είναι μόνον αριθμοί, αλλά ιστορίες αντοχής και απαντοχής μέσα στην κόλαση ενός πολέμου, που δεκαετίες τώρα διαιωνίζεται με μικρότερες ή μεγαλύτερες διακοπές, εξαναγκάζοντας τον πληθυσμό και ιδίως τις γυναίκες σε μια «συλλογική αποστολή» επιβίωσης, που γίνεται σχεδόν άθλος.

 

Πηγή

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Ο άνθρωπος που φοβόταν τα χέρια του

 


Είμαι ένας άνθρωπος που αρνιόταν να χρησιμοποιεί τα χέρια του

“Χρόνιος αντιρρησίας χρήσης άνω άκρων” η διάγνωση

Από μικρός άκουγα μόνο

“Να κρατάς άμυνα σ’ όσους είναι πιο δυνατοί

Να βαράς αλύπητα όσους είναι αδύναμοι”

Στο σχολείο μού δίδαξαν πως πρέπει πάντα να βγαίνω νικητής

και πως η ήττα είναι ντροπή

Κι όποιος σταθεί εμπόδιο “Χτύπα τον για να μάθει”

 

Στο σπίτι με ξαγρυπνούσαν τα ουρλιαχτά της μάνας

κάτι βράδια που της χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο

ο πατέρας “οι γυναίκες θέλουν ξύλο για να στρώσουν”

Στη γειτονιά έβλεπα φίλους να πετροβολούν αδέσποτα

Να δοκιμάζουν τις σφεντόνες τους στα σπουργίτια

Στο στρατό εκπαιδεύτηκα να σημαδεύω αόρατους εχθρούς

“Χτύπα τους στο ψαχνό”

 

Σε κάθε γωνιά της ζωής μου παραμόνευε κι ένα “Χτύπα”

Στη δουλειά ο προϊστάμενος με παρότρυνε να χτυπήσω μια καλή

θεσούλα “αν δεν χτυπήσεις κάτω απ’ τη ζώνη δεν πρόκειται να προκόψεις”

Επαγγελματίας Ανεπρόκοπος έμεινα

Οι φίλοι μ’ έκαναν πέρα γιατί ποτέ δεν χτυπήθηκα μαζί τους

“τι άντρας είσ’ εσύ που δεν παλεύεις;”

Φοβήθηκα τα χέρια μου, τ’ ομολογώ

μην έρθει η ώρα που θ’ αυτομολήσουν απ’ το κορμί μου

κι επανέλθουν στις συμβατικές ρυθμίσεις τους

ΧΤΥΠΑ

 

Τη μέρα που αποφάσισα να κόψω τα χέρια μου

“Άχρηστα πετσιά, κουράστηκα με δαύτα

Θα τα πετάξω στ’ αγρίμια να ξαλαφρώσουν οι ώμοι μου”

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα στο κέντρο

Τα πουλιά χτυπούσαν τρομαγμένα τα φτερά τους μέσα στα καπνογόνα

Οι αστυνόμοι χτυπούσαν τους διαδηλωτές

Τα παιδιά ξυλοκοπούσαν ανελέητα ένα σκουρόχρωμο χαμίνι

Λυσσασμένα ανθρωπόμορφα σκυλιά χτυπούσαν μετανάστες

Κυλούσε το αίμα από παντού γινόταν πηχτή λάσπη και γλιστρούσε στους υπονόμους

 

Κι ήρθε απ’ το πουθενά και κούρνιασε στο κρεμασμένο χέρι μου

ένας αλήτης σκύλος

που δεν ήξερε να γαβγίζει ο άθλιος

Με κάτι ακατάληπτα γουργουρητά αγκάλιασε το φόβο μου

Χάιδεψε την παλάμη μου με τις βρωμότριχές του

Κι ένιωσα να φλέγονται τα χέρια μου

Τους νευροδιαβιβαστές να ξαναμπαίνουν σε λειτουργία

Όλα τα “ΧΤΥΠΑ” που με σφυροκοπούσαν τόσα χρόνια

σκορπίστηκαν σαν πολύχρωμος χαρτοπόλεμος στη γκρίζα πόλη

 

Εκείνη τη σκυλίσια μέρα λοιπόν

ένα δίποδο ον έμαθε την ορθή λειτουργία των χεριών του

από ένα τετράποδο κυνηγόσκυλο που δεν διέθετε χέρια

παρά μονάχα ένα σπάνιο βίτσιο

να κυνηγάει τις χαρές του

στις ερημιές των ανθρώπων.

 


Η συμμετοχή μου στο 31ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε και φιλοξένησε η Αριστέα μας στον ιστότοπό της  Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ

Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που αγκάλιασαν τη συγκεκριμένη συμμετοχή μου. Η λέξη-κλειδί αυτού του συμποσίου ήταν η “αγκαλιά”. Και με αφορμή τη λέξη αυτή, δημιουργήθηκαν 31 αγκαλιές-συμμετοχές. Κάθε μια ιδιαίτερη και συγκινητική. Κι όλες μαζί, μια τεράστια κυκλωτική αγκαλιά γύρω απ’ την Αριστέα, που σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής της, μας απέδειξε περίτρανα πως η “Ζωή είναι ωραία”, κυρίως όταν χρειαστεί να δώσεις γενναίες μάχες γι’ αυτήν. Ολόψυχα σάς εύχομαι να βγαίνετε νικητές στις μικρές και μεγάλες μάχες της ζωής σας! Καλότυχη να είναι η νέα σας χρονιά, πιο φωτεινή και πιο ανθρώπινη Y

 


[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

 

 

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Πολλά Δε Θέλει Ο Άνθρωπος [*]

 


Τότε που οι χριστουγεννιάτικες μπάλες ήταν γυάλινες και απαστράπτουσες. Στα κλαδιά του δέντρου απλώναμε λωρίδες από βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι. Απ’ το ίδιο υλικό ήταν και οι λευκές νιφάδες που κολλούσαμε στο τζάμι (δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στην αγορά τα σπρέι χιονιού, καθώς και τα σπρέι αφαίρεσης χιονιού).

Το ραδιόφωνο έπαιζε από νωρίς το πρωί παραδοσιακά κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα και ακολουθούσε το ‘πλούσιο εορταστικό πρόγραμμα’ με χριστουγεννιάτικα τραγούδια απ’ την ‘παλιά δισκοθήκη’. Αγαπημένα ελληνικά και ξένα κομμάτια συνόδευαν τις προετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι. Κι ενόσω η αλησμόνητη φωνή της Δόμνας Σαμίου έδινε τη θέση της στον Frank Sinatra και τον Dean Martin, η λαμαρίνα με το ψητό (εισαγόμενο αρνάκι Νέας Ζηλανδίας ήταν η τάσης της εποχής), ετοιμαζόταν για  την αλερετούρ διαδρομή ως τον φούρνο της γειτονιάς. Καλές οι σύγχρονες κουζίνες και οι φούρνοι με διακόπτες αφής, αλλά σαν εκείνη τη μυρωδιά που ανέδυε η λαμαρίνα, καθώς την κουβαλάγαμε με τις εφημερίδες πίσω στο σπίτι, δεν υπάρχει.


Η ‘Ραδιοτηλεόραση’ με το εορταστικό πρόγραμμα πάνω στο κολλαριστό σεμεδάκι του μακρόστενου τραπεζιού, πλάι στην κρυστάλλινη φοντανιέρα γεμάτη με τζοκόντες και νουαζέτες για τους επισκέπτες. Στον επάργυρο δίσκο παραταγμένα τα κολονάτα ποτηράκια για λικέρ βύσσινο (απ’ το θρυλικό ΑΚΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛ) και παραδίπλα τα πιατάκια απ’ το καλό μας σερβίτσιο (αυτό που έκανε εμφανίσεις μονάχα σε γιορτές και σχόλες).


Οι κυλιόμενες σκάλες της μνήμης θα μας ανεβάσουν ως τον έβδομο όροφο του ΜΙΝΙΟΝ. Εκεί που μας περίμενε πιστά κάθε χρόνο ένας Άι Βασίλης, απ’ τις πιο γλυκές και σταθερές αξίες της παιδικής μας ηλικίας. Σε μια εποχή που ο όρος ‘shopping therapy’ δεν είχε εφευρεθεί ακόμα, μια ολόκληρη πόλη ζούσε τον δικό της καταναλωτικό παράδεισο. Ένα μαγικό σκηνικό με κινούμενες κούκλες στις τεράστιες βιτρίνες που ζωντάνευαν τους ήρωες της Disney. Στριμωξίδι στον έκτο όροφο για να δούμε ζωντανό θεατρικό με την Μαριάννα Τόλη και τον Ντάνο Λυγίζο κι ύστερα γραμμή για τους έβδομους ουρανούς της παιδικής μας αθωότητας. Τα πρώτα μας view master με κλασικά παραμύθια, ήταν αυτά που χαράχτηκαν για πάντα στις μνήμες μας.


Η βόλτα στη στολισμένη Αθήνα και το ΜΙΝΙΟΝ κατέληγε συνήθως με δυο πεντανόστιμα σουβλάκια απ’ τη ‘Λιβαδειά’ (με καρφωτό ψωμάκι από πάνω), κι ύστερα στο ημιυπόγειο της Πανεπιστημίου για λαχταριστούς λουκουμάδες στο θρυλικό ‘ΑΙΓΑΙΟΝ’ (φαγώθηκε κι αυτό στο βωμό των μνημονίων).



Επιστροφή στο σπίτι με τον ηλεκτρικό απ’ την Ομόνοια ή το λεωφορείο απ’ την Πλατεία Κάνιγγος. Αν βρίσκαμε αδειανές θέσεις, ρίχναμε τον πιο μακάριο ύπνο στις αγκαλιές των δικών μας. Ήταν τότε που η αγορά δεν είχε πλημμυρίσει ακόμα με ηλεκτρονικά παιχνίδια και ακριβές κονσόλες. Τα παιχνίδια ήταν λιγοστά, τυλιγμένα μ’ εκείνο το  λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο χαρτί ‘πολυτελείας’.



Στην παραμορφωτική αντανάκλαση απ’ την κατακόκκινη μπάλα του δέντρου, εκείνες οι μνήμες αναβοσβήνουν με νοσταλγία και πληρότητα. Ίσως ήμασταν η τυχερή γενιά που πρόλαβε να ζήσει την παιδική της αθωότητα, πασπαλισμένη με μπόλικη χρυσόσκονη και παραμύθι. Κι όσο κι αν ήταν λεπτές και εύθραυστες οι μπάλες εκείνες, αποδείχτηκαν ανθεκτικές και ανεκτίμητες. Σαν το ξύλινο τρενάκι που κυλούσε ανυποψίαστο στις ράγες του, δίχως έγνοιες και κυρίως δίχως φόβο.



Στους δαιδαλώδεις τροχιόδρομους της ενήλικης ζωής μας, εκείνον τον γέρο-καρβουνιάρη θ’ ανακαλούμε ισοβίως. Θα στριμωχνόμαστε στο μπροστινό κουπέ, πλάι στον μολυβένιο στρατιώτη και το ξύλινο αλογάκι. Στους ‘τυχερούληδες’ της Εl Greco και στην αχώριστη φίλη μας την Παταπούφα. Στη ρομαντική κούκλα με το λουλουδάτο κρινολίνο και το πλαστικό μωρό με το ενσωματωμένο δισκάκι ομιλίας κάτω απ’ τη φουφούλα του. Θα στριφογυρίζουμε την ξύλινη σβούρα και θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με την κουρδιστή μαϊμού και το ντέφι της.



Πέρασε η ώρα. Πάω να δω την ‘Ωραία Κοιμωμένη’ μέσα απ’ το παλιό σπιτάκι-view master. Κλικ στη λευκή καμινάδα και ξεκινάει το παραμύθι…



Καλά και ευσπλαχνικά Χριστούγεννα να έχουμε Y κουράγιο και δύναμη στο ζόρικο παιχνίδι της καθημερινότητας. Αξίζει να είμαστε μέλη της γραφικής κοινότητας που οραματίζεται έναν παραμυθένιο κόσμο. Να παραμένουμε τα πιτσιρίκια που διεκδικούν το μερτικό τους στην ελπίδα και την τρυφερότητα.



[*] Ο τίτλος της ανάρτησης είναι εμπνευσμένος απ’ το συγκλονιστικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη

ëΟι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους

 

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

«Τα χάπια σου, τα πήρες;»

 


Ήταν η καθιερωμένη ‘καληνύχτα’ τους λίγο πριν κλείσουν αποκαμωμένοι τα βλέφαρά τους και παραδοθούν στις αγκάλες του Μορφέα. Κι ας το ήξεραν καλά κι οι δυο τους πως ακολουθούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες των γιατρών. Πιεσόμετρο, φάρμακα, γιαουρτάκι με λίγα λιπαρά και συγκινήσεις με ρέγουλο, ήταν η απαράβατη καθημερινότητά τους. Παρέα μ’ ένα παλιό μπαστούνι από ξύλο κρανιάς, ψηλόκορμο σαν τον Φιλάρετο, στηριγμένο στην αλουμινένια περπατούρα της Δαφνούλας του. Στην είσοδο της μικροσκοπικής γκαρσονιέρας τους, χωμένης σ’ ένα απ’ τα τεράστια συγκροτήματα γκρίζων πολυκατοικιών στο κέντρο της πόλης.

Θα σφηνώσει την κουβέρτα τρυφερά γύρω απ’ τους ώμους της, να μη βρει χαραμάδα η παγωνιά να τρυπώσει στο γέρικο κορμί της, κι αυτή θα κουρνιάσει στην αγκαλιά του και θα του υπενθυμίσει το ταξίδι που έχουν σ’ εκκρεμότητα και που όλο το αναβάλλουν και πως αύριο που θα έχει λιακάδα, είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάνε ως εκεί. Θα της υποσχεθεί πως, αν ξημερωθούν κι έχουν δυνάμεις, θα πάρουν τα μπαστούνια τους και θα σύρουν τα βήματά τους ως την πλατεία. «Θα σε κεράσω και ρυζόγαλο απ’ το Πελίτ», θα της ψιθυρίσει στο ημίφως κι αυτή θα του γκρινιάξει πως θα τους ανέβει πάλι το ζάχαρο με τα καμώματά του αυτά. Κι όλο θα κουκουβίζει πλάι του, με τα πόδια της διπλωμένα μέσα στα δικά του, παλιά συνήθεια κι αυτή, από τότε που τουρτούριζαν στις υγρές χαμοκέλες της νιότης τους και ζεσταινόντουσαν απ’ τα χνώτα τους και μια λάμπα πετρελαίου.

Αν είχε όντως λιακάδα την επόμενη μέρα, θα ξεροστάλιαζαν ολημερίς στο σκουροπράσινο παγκάκι της πλατείας. Άραγε να ήταν ακόμα σκαλισμένα τα ονόματά τους στο ροζιασμένο ξύλο; «Με τόσα στρώματα βερνίκι που θα το ’χουν περάσει, θα έχουν σβήσει πια» θα της έλεγε στη διαδρομή. «Και τι μ’ αυτό;» θα του αποκρινόταν με πείσμα, «εμείς έχουμε τις μνήμες μας που δεν τις σβήνει κανένα βερνίκι!»

Αν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα, θα γινόντουσαν ξανά δυο ερωτευμένα παιδιά που διεκδικούν αδιαπραγμάτευτα την ευτυχία τους. Θα αντάλλαζαν πεταχτά φιλιά και όρκους αγάπης και θα ξανασκάλιζαν τα ονόματά τους στο παγκάκι, κάτω απ’ το ασημένιο φως του φανοστάτη. Η διαδρομή ως την πλατεία, μια ευθεία δρόμος που παλιά την έκαναν με γρήγορες δρασκελιές, τώρα φάνταζε σαν μια οδύσσεια που ήθελε υπομονή και κουράγιο. «Όσο μπορείτε, να περπατάτε» ήταν η συμβουλή του γιατρού. Κι άντε να του εξηγήσεις τώρα του επιστήμονα πως τα ρημαγμένα πόδια κρέμονται σαν βαλσαμωμένα κούτσουρα στα γέρικα κορμιά. Πόδια που πενθούν για όσα δεν πρόλαβαν να περπατήσουν, πόδια που δεν πάτησαν ποτέ σε ηλιόλουστες λεωφόρους, παρά μονάχα σε καρόδρομους με αγκάθια και αγριόπετρες.

Ευτυχώς που δεν είχε λιακάδα την επόμενη μέρα. Άνοιξαν οι ουρανοί και ξέπλυναν με τα δάκρυα του Θεού τις ανομίες των ανθρώπων. Κομμένοι κορμοί δέντρων, λαμαρίνες θεόρατες που έκλειναν την πρόσβαση στην πλατεία, ξεριζωμένα παγκάκια, αποκεφαλισμένοι φανοστάτες, σκουριασμένες παιδικές κούνιες και ξεριζωμένα αγριολούλουδα απ’ τα άρβυλα των φρουρών της τάξης. Όλα τα συντρίμμια που είχαν αφήσει πίσω τους οι ταχυμεταφορείς της ανάπτυξης, έγιναν μια άμορφη μάζα φθαρτών υλικών.

Μανταλώσανε το παράθυρο να μη γλιστρήσει η βροχή απ’ τα φουσκωμένα κουφώματα. Οι αφίσες στον αντικρινό τοίχο μούλιασαν. Ένα παιδί είχε γράψει με κατακόκκινη μπογιά χτες βράδυ το σύνθημα. «ΑirBnb παντού – Γείτονες πουθενά». Πάνω στο κομοδίνο, το τικ τακ του ρολογιού ακούγεται σαν χαλασμένη βρύση που ξερνάει τις τελευταίες σταγόνες της κλεψύδρας. Σύμβαση ορισμένου χρόνου κατάντησαν τη ζωή. «Κι αυτοί οι συνταξιούχοι, δεν πεθαίνουν κιόλας… ζούνε αρκετά χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους» όπως είχε πει κάποτε κι ένας πολιτικός γυρολόγος.

«Τα χάπια σου, τα πήρες

Σαν το φυλλαράκι που έπεσε ηττημένο απ’ το κομμένο δεντρί της πλατείας, ακούστηκε η φωνή της. Πού πήγε και θυμήθηκε βραδιάτικα το παραπονιάρικο ηπειρώτικο που τραγουδάγανε παλιά στο κουζινάκι τους;

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω.

 


ëΗ συμμετοχή μου στο δρώμενο «Στείλε μήνυμα» που οργανώνει η Mαίρη στη ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ της. Μια εικόνα και μια ιστορία, όπως ο καθένας μας την εμπνέεται και την εκφράζει. Η συγκεκριμένη είναι αφιερωμένη σε κάτι «πεισματάρηδες και κακομαθημένους συνταξιούχους» που αντί να πάνε να πεθάνουν, αυτοί κάθονται και αγαπιούνται. Οι αθεόφοβοι!...