Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Α+Τ=love

[Παίζοντας με τις λέξεις #8]


Χτύπησε το κουδούνι. Άντε, πάμε έξω στο προαύλιο να παίξουμε. Θα’ρθει κι η μάνα να σου περάσει ζεστό τυρόψωμο απ’ τα κάγκελα. Θα φοράς μπλε ποδιά Λάουρα με λευκό πικεδένιο γιακαδάκι και στην ώρα των καλλιτεχνικών, θα σκαλίσεις μια καρδιά κι ένα βέλος να τη λογχίζει, πάνω στο θρανίο  του Τάκη. Στις ράχες των βιβλίων και στα ενδότερα των τετραδίων σου, θα ζωγραφίσεις με το λευκό πάρκερ τον κωδικό πρόσβασης στον πρώτο σου έρωτα: Α+Τ=love. Στην ώρα του Ομήρου θ’ ανατριχιάσεις και δεν θα ξέρεις αν είναι απ’ το διαπεραστικό βλέμμα του Τάκη ή απ’ τον ήχο της κιμωλίας που τρίζει στο μαυροπίνακα. Θα αντιγράψεις πολυσέλιδα κατεβατά απ’ τη Δομή, εκατό δραχμές η δόση, για το χατίρι σου όμως χαλάλι η σπατάλη αυτή, να έχεις ένα εφόδιο στη ζωή σου, στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης, να την ξεσκονίζεις και να την αποστηθίζεις ανελλιπώς. Με την ατυχία που σε δέρνει, ο μαυροπίνακας, η ποδιά Λάουρα και η Δομή, θα αποσυρθούν άμα τη αποφοιτήσει σου. Το σφουγγάρι θα κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο πάνω στον πίνακα, σβήνοντας οριστικά τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι», μαζί με τα καλλιγραφικά γράμματα της ανήλικης ζωής σου. Ο σχολικός ενεστώτας, έχει γίνει ήδη συντελεσμένος αόριστος.   

Χτύπησε το ξυπνητήρι. Έλα σήκω, άργησες πάλι. Είσαι ήδη κάτοχος ταυτότητας, φορολογικού μητρώου και κάρτας ανεργίας. Ανοίγεις τη σάκα σου και βρίσκεις μόνο κλειδιά, πορτοφόλι και κινητό. Η ανατριχίλα της κιμωλίας έχει φύγει δια παντός απ’ τη ζωή σου, μαζί με τον Τάκη και τα αναπάντεχα μητρικά τυρόψωμα στα διαλείμματα. Στον οικοδομικό ωκεανό της πόλης, σου αντιστοιχεί το γονεϊκό δυάρι στο Κουκάκι, με τη μυρωδιά του τυρόψωμου να έχει ποτίσει τις μελαμίνες της κουζίνας κι ένα μικρό μπαλκονάκι με ξεφτισμένες τέντες και κόκκινα γεράνια. Θα τα ξεδιψάς με το ίδιο τσίγκινο ποτιστήρι που πότιζε ο πατέρας και θα είσαι σίγουρη πως κάθεται ακόμα στην αγαπημένη του φερ-φορζέ, φύλακας άγγελος στα δύσκολα που θα’ρθουν. Στο ελάχιστο μερτικό ουρανού που θα σου αντιστοιχεί, θα βλέπεις το ίδιο φεγγάρι με τον σύγχρονο Τάκη των εφηβικών σου χρόνων. Μεσοτοιχία οι ζωές σας… «Δυο μισοφέγγαρα φτιάχνουν ένα ολόκληρο», θα σου ψιθυρίσει ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Θα ενώσετε τα γεράνια και τους φόβους σας και θα στήσετε ένα παλάτι με φτηνά έπιπλα και τεντζερικά, αλλά έντιμα βλέμματα αφοσίωσης και αγάπης.

Στον εξακολουθητικό μέλλοντα της ζωής σου, θα συχνάζεις όλο και πιο συχνά στη σχολική αίθουσα, θα προσπαθείς να ανακαλέσεις τον ήχο της κιμωλίας, τη μυρωδιά των φαγητών  και τις στοίβες με τις Μανίνες και τις σούπερ Κατερίνες. Θα ενθουσιαστείς όταν ανακαλύψεις δύο ξεθωριασμένους τόμους της Δομής στο παλιατζίδικο και θα τους ξεφυλλίσεις με αγωνία μήπως κι έχουν ακόμα χαραγμένα τα αρχικά Α+Τ=love  στις μέσα σελίδες τους. Θα ξαναγράψεις στο πιο ψηλό σημείο του μαυροπίνακα με καλλιγραφικά γράμματα, τη χρονική αντικατάσταση του «είμαι».
  
«Είμαι – ήμουν - θα είμαι».
«Μάνα – κόρη – σύντροφος και φύλακας άγγελος».

Ένα παιδικό χεράκι θα σε τραβάει να πάτε έξω για παιχνίδι. Θα της μάθεις να ποτίζει τα γεράνια και να εμπιστεύεται τα αυγουστιάτικα φεγγάρια. 

Συμμετείχε στον όγδοο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», στον ιστοχώρο της Μαρίας. Την ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου που άνοιξε για άλλη μια φορά διάπλατα την πόρτα της και μας φιλοξένησε με αγάπη και φροντίδα. Όπως και όλη την παρέα μας που έγραψε, διάβασε και μοιράστηκε σκέψεις και συναισθήματα.

[Η φωτογραφία της ανάρτησης απ' το διαδίκτυο]

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Τα μανουσάκια της κυρά-Πολυξένης

Θυμιώ να με λέτε. Ευθυμία το βαφτιστικό μου, στη μνήμη του μοναχογιού της νουνάς, που τον εκτελέσανε δεκαεφτά χρονώ παλληκάρι οι τσολιάδες στον εμφύλιο. Η σχωρεμένη η νουνά το’βαλε όρο στη μάνα: 
 «Άμα δε σ’αρέσει τ’ όνομα κουμπάρα, άμε βρες άλλον να στο βαφτίσει!»
Η κυρά-Πολυξένη ήταν η πρακτική γιάτρισσα που με ξεγέννησε, η μοναδική συγχωριανή που γιατροπόρεψε τη μάνα στη δύσκολη γέννα της. Παλιά πρόσφυγας απ’ την Τασκένδη, την κορόιδευαν τα παιδιά στις αλάνες, γιατί είχε λέει γυάλινο το ζερβό της μάτι και το μισό της καύκαλο ήταν από λαμαρίνα, θυμητάρι από τραύμα στις μάχες του αντάρτικου, στα κορφοβούνια της Παρνασσίδας. Κι ως βγήκα καχεκτική σαν τα χαμόδεντρα στις πεζούλες της πλαγιάς, με λυπήθηκε και το’ ταξε πως θα με βαφτίσει αν ζούσα. Σπάνια μίλαγε, μα τη θυμάμαι να μαζεύει μανουσάκια απ’ τις βραγιές και να τα φέρνει σπίτι μας με λίγα αυγουλάκια απ’ τις κοσάρες της, να φάω να δυναμώσω που ήμουνα λειψή απ’ την αδενοπάθεια. Ξέφυγε ο νους, συμπαθάτε με…

Στην πρόσκληση της μάνας στα βαφτίσια, μονάχα τρεις νοματαίοι ήρθαν. Η Βαρδαμήλαινα με το σακάτικο ισχίο σερνάμενη απ’ τον καλότροπο άντρα της τον κυρ-Χρόνη κι η κυρά-Βενετσιάνα του φούρναρη. Άλλος συγχωριανός δεν πάτησε στην εκκλησιά, κι ας σταυροκοπιόντουσαν γονυπετώς στους εσπερινούς, αφού πρότερα βριζόντουσαν στα κεφαλόσκαλα. Ως κι ο κυρ-Θόδωρος ο μπακάλης, που η μάνα  τον ανάστησε με ενέσεις πενικιλίνης σαν θανατοπάλευε με τις πνευμονίες και που της είχε μεγάλη υποχρέωση καταπώς έλεγε, μήτε κι αυτός ήρθε. Πολύ την έγδαρε αυτό τη μάνα. Συμπαθάτε με, συγκινήθηκα…

Θυμιώ λοιπόν. Της Ματούλας Καραμπίνη. Αγνώστου πατρός στα χαρτιά. «Βαριά σκιά θα πλακώνει το κορίτσι μας!», μοιρολογούσε η γιαγιά. Βροχή τα δάκρυα στης μάνας την τριμμένη ποδιά. Κύρτωνε η ράχη της στο μαρμάρινο νεροχύτη. Παρευθύς τεντωνόταν σαν ελατήριο, έσιαζε τις φουρκέτες της και καμωνόταν πως ψαχούλευε το ραφάκι με τα μπακίρια και τα κατσαρολικά. «Μη τα λες αυτά μπροστά στο παιδί!» τη μάλωνε χαμηλόφωνα, μα εγώ τις άκουγα κάθε σύθαμπο στην αυλή πάνω στα ασβεστωμένα πλιθιά, να κλαίνε φαρμακωμένες κάτω απ’ τη γέρικη μουριά κι ύστερα να προσεύχονται  στους ξύλινους αγίους στο εικονοστάσι.

Ο πάτερ-Τιμόθεος μας διάβαζε τα συναξάρια του Νικόδημου, για τη φιλαυτία και τ’ ανθρώπινα πάθη, μεγάλη βδομάδα κι ετοιμαζόμασταν να γιορτάσουμε την Πασχαλιά. Όρμησε αλαφιασμένη στο ναό η κυρά-Πολυξένη, «Τρέχα πουλάκι μου σπίτι… η μάνα σου…». Μήτε που θυμάμαι πώς έφτασα στην αυλόπορτα, τραβηγμένο ήταν το σιδερένιο μάνταλο. Κατάχαμα στην κουρελού τη βρήκα, με τα μυγδαλωτά της μάτια ορθάνοιχτα, σαν την Παναγιά στο εικονοστάσι μας,  ένα ξέπνοο κουφάρι μ’ όλη τη θλίψη του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπό της… η μανούλα μου στο σταυρό του μαρτυρίου, αυτόν που στολίζαμε με πανσεδάκια πρωτύτερα στην εκκλησιά.

Αυτό γιατρέ μου με χαράκωσε...Τρεις-τέσσερις άνθρωποι να κουβαλάμε βουβοί το φορτίο της στο αγιάζι, ως τα ριζά του κοιμητηρίου. Οι συγχωριανοί γλεντούσαν την ανάσταση του Χριστού κι ήταν μόνο η κυρά-Πολυξένη που απόθεσε λίγα μανουσάκια πριν την καταπιεί το χώμα. Κι όταν έπεσε η αυλαία κι ο πάτερ-Τιμόθεος έφυγε βιαστικός για το χωριό, φύτρωσαν τα μανουσάκια πάνω στο νωπό χώμα, δεύτερη ανάσταση μου φάνηκε, μύρισα ανοιξιάτικες ευωδιές κι είδα τη μορφή της στον ουράνιο θόλο… στιγμιαία, μα την είδα σας λέω!..


Η κυρά-Πολυξένη και τα μανουσάκια της, πήραν μέρος στον έβδομο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», στο στέκι της Μαρίας μας. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται καλά πως το παιχνιδόλεξο εμπνεύστηκε και πρωτοξεκίνησε η Φλώρα μας στο TEXNIS STORIES. Τη σκυτάλη και τη γενναία απόφαση να το συνεχίσει, πήρε η Μαρία και –προσωπικά- νιώθω ευγνώμων για την παραχώρηση του χώρου και του χρόνου της. Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου τους συνοδοιπόρους και συμπαίχτες που πήραν μέρος σ’ αυτήν την ενότητα, έχοντας μιαν ιδιαίτερη λέξη να διαχειριστούν. Τη φιλαυτία. Καθόλου τυχαία η επιλογή της και χαίρομαι που δουλέψαμε μ’ ένα τέτοιο υλικό στον «πάγκο» μας. Μπορεί να δυσκόλεψε αρχικά, όπως κάθε τι που σκάβει κάτω απ’ την επιδερμίδα μας και απαιτεί να το ψάξουμε στο προσωπικό μας αξιακό «λεξικό», να το ορίσουμε και να του δώσουμε τη διάσταση που του πρέπει.
Ευχαριστώ θερμά για τα σχόλια σας και την αγάπη που περιβάλλατε την κυρά-Πολυξένη!
Ένα ματσάκι μανουσάκια και την καληνύχτα μου!



Οι φωτογραφίες απ’ το προσωπικό λεύκωμα της Μαρίας εδώ: http://mytripssonblog.blogspot.gr/


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Πικρές Αγγελίες


“Ζητείται συνοδηγός σχεδίας με επαγγελματικό δίπλωμα ,για ημερήσιες κρουαζιέρες στα αβαθή κανάλια ενός υπογείου. Ο υποψήφιος θα πρέπει να διαθέτει το προσωπικό του κουπί και έφεση στο τραγούδι, για πρίμο-σιγόντο στο 'έγια μόλα-έγια λέσα', κατά τη διάρκεια του ημερήσιου απόπλου. Προσφέρεται στέγη με φεγγίτη στα παράχθια της Ευφρονίου, τροφή μόνο για σκέψη και πακέτο συνομιλίας απεριορίστων ωρών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να περάσουν απ’ την προβλήτα της πολυκατοικίας, για γνωριμία και σύντομη καταβύθιση στην υποθαλάσσια -ημιυπόγεια κατά τον ιδιοκτήτη- καμπίνα μου”.

Εύπλοια τη βρήκε την ανήλιαγη χαμοκέλα μου ο Μάρκος. Η αγγελία του, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. “Προσφέρεται ανθρώπινο ναυάγιο, για πιθανή σύναψη σχέσης. Διαθέτω μοναξιά σε άριστη κατάσταση, άθικτη ευαισθησία και συναισθηματική ευρυχωρία. Χρόνια άνεργος αλλά όχι ανενεργός. Αποκλείονται διαδικτυακά αιτήματα φιλίας. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις εκ του σύνεγγυς. [Μάρκος]”.

~//~
Όση ώρα τακτοποιούσε τα τσαμασίρια του στον καπλαμά της ντουλάπας, στον αέρα στροβιλιζόταν το άρωμά του. Χειμώνας και φόβος. Αργά το βράδυ, υπό τους ήχους των κυμάτων που λυσσομανούσαν στο φινιστρίνι μας, κούρνιασε σα νεογέννητο κουτάβι στο στήθος μου, τραγουδώντας με συστολή: “έγια μόλα-έγια λέσα/κλείσε με στην αγκαλιά σου μέσα”. Τον έσφιξα τρυφερά και σαλπάραμε για το παρθενικό μας ταξίδι. “Έχω κυκλώσει κάτι αγγελίες στην εφημερίδα, ίσως αύριο να είμαστε τυχεροί…” τον καθησύχασα. Ένιωσα πως γνωριζόμασταν σ’ έναν άλλο χωροχρόνο κι ήρθε η στιγμή ν’ ανταμώσουμε πάλι και να πραγματώσουμε ό,τι είχε απομείνει ημιτελές. Εκείνο το βράδυ παραδόθηκα σ’ ένα βαθύ λήθαργο, λυτρωμένη απ’ τη χρόνια απουσία ύπνου που μου είχε τσακίσει το κορμί και τα νεύρα.

Κάθε πρωί ο Μάρκος, ευθυτενής σαν Βενετός γονδολιέρης, έλυνε τους κάβους της σχεδίας. Ξανοιγόμασταν στους κύκλους που είχαμε χαρτογραφήσει στις εφημερίδες. Με τα βιογραφικά υπό μάλης και με συγκρατημένη αισιοδοξία πως θα εντοπίσουμε μικρές νησίδες σωτηρίας, για να γυρίσουμε το βράδυ πίσω με καλά νέα.

Ζητείται σερβιτόρος [θα με ειδοποιήσουν]

Υπάλληλος γραφείου [μόνο αν υπογράψω δίμηνη σύμβαση πρακτικής, χωρίς αποδοχές]

Καθηγήτρια Αγγλικών για ιδιαίτερα [ζήτησαν προϋπηρεσία σε φροντιστήριο]

Ψήστης [είδαν το βιογραφικό και μου είπαν πως δεν κάνω για τέτοιες δουλειές]

Μπουφετζής [έχω ελπίδες, τους άρεσε το παρουσιαστικό και το πτυχίο μου]

Νεαρή εμφανίσιμη σερβιτόρα [καταγώγιο....αύριο πάω στην εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών, έμαθα πως ψάχνουν τηλεφωνήτριες ]

~//~
Τα βράδια τρυπώναμε σαν σύγχρονοι τρωγλοδύτες στο σκοτεινό υπογειάκι μας, μοιραζόμασταν τις τυρόπιτες που έφερνε τυλιγμένες σε λαδόκολλες ο Μάρκος απ’ το μπουγατσάδικο που τον πήραν δοκιμαστικά, κάναμε ένα παγωμένο μπάνιο και ξαπλώναμε κατάκοποι στο ημίδιπλο, στις παρυφές του φεγγίτη. Σ’ αυτή την υγρή γωνιά ξεχειμωνιάσαμε τις προσδοκίες και τις πίκρες μας. Γλυτώσαμε την απόλυτη ξεφτίλα που φέρνει στον άνθρωπο η ανεργία, γιατί παλέψαμε παρέα. Μπορεί να χάσαμε την επαγγελματική αποκατάσταση και την οικονομική μας ευρωστία, αλλά διατηρήσαμε ακέραιη τη συντροφικότητά μας.



«Αχ αγάπη μου, έβγαλες άσπρες τρίχες… να εδώ, στον κρόταφο…»
Ο Μάρκος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Κι όπως του χάιδευα το κεφάλι στο σκοτάδι, τα εναλλασσόμενα φεγγοβολήματα απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αντανακλούσαν δέσμες χρωμάτων πάνω μας. Εκεί μέτρησα τις νεόκτιστες ρυτίδες και τις πρώτες ασημένιες ανταύγειες στα μαλλιά του. Φίλησα τις χαρακιές στις παλάμες του και του ορκίστηκα πως θα είμαστε για πάντα μαζί.




Οι Πικρές Αγγελίες ταξίδεψαν στον 6ο κύκλο του “Παίζοντας με τις λέξεις”, που οργάνωσε για άλλη μια φορά με απόλυτη επιτυχία η Μαρία στο μπλογκ της Mytripsonblog. To παιχνίδι των λέξεων ήταν μια αρχική έμπνευση της Φλώρας, η οποία και το φιλοξενούσε αρχικά στο χώρο της Texnistories.
Κάθε παιχνίδι είναι κι ένας μικρός απόπλους, με εισιτήριο πέντε λέξεις και με πανιά τη φαντασία και τη συντροφικότητά μας. Κάθε ταξίδι είναι μοναδικό, γεμάτο εμπειρίες & πολύτιμες συμμετοχές, με μια παρέα που ολοένα απλώνεται και διαδίδεται.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους συνταξιδιώτες και κυρίως στην Μαρία μας, που είναι ακούραστος τιμονιέρης και βιγλάτορας!

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Απ’ τον Ντάισελμπλουμ με αγάπη


- Τι σου’λεγε ο Ντάισελμπλουμ τόση ώρα στην πόρτα; Ξεροστάλιασα να περιμένω!
- Για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς. Και σταμάτα να λες έτσι τη μαμά!
- Μα φτυστή ο Γερούν είναι, πώς να την πω;
- Με τ’ όνομά της.
- Αυτή γιατί με λέει Παπαρήγα;
- Ρε Αλέκα, σοβαρέψου επιτέλους. Διαρκώς στείρα αντιπολίτευση. Λοιπόν, παραμονή θα κάνουμε μαζί της ε; Θα΄ναι κι ο θείος Αμβρόσιος με τα ξαδέρφια και η κουμπάρα της η Πατ.
- Η Παναγιώτα απ’ την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων έγινε Πατ; Κι ύστερα σ’ ενοχλεί που λέω τη μάνα σου Ντάισελμπλουμ!
- Αχ να χαρείς, μπορούμε να περάσουμε μια ειρηνική βραδιά δίχως να βγουν πάλι τα μαχαίρια; Χάρη στο ζητάω. Να μας πάει καλά η καινούργια χρονιά ρε Αλέκα!
- Έλεγα να πάμε ένα ταξιδάκι τα δυο μας... για μια… ανακεφαλαιοποίηση.
- Αδύνατον! Η μαμά έχει κάνει τόσες ετοιμασίες. Μπορούμε να πάμε μετά τις γιορτές όμως. Τι λες για Πήλιο;
- Έχεις πάρει έγκριση ή θα το φέρουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;
- Έλεος Αλέκα! Κάντο για μένα. Η μαμά έχει αδύνατη κράση… θυμάσαι τι είπε ο γιατρός;
- Πως πάμε για…γκρέξιτ. Από τότε πέρασαν επτά πρωτοχρονιές, ο Επίτροπος κάλεσε την κλάση της κι αυτή ακόμα στον προθάλαμο είναι.
- Χτύπα ξύλο χριστιανή μου!
- Βρε δε πα να χτυπάς όλους τους κέδρους και τις παλισάνδρες; Αυτή είναι γάτα εφτάψυχη!
- Αλέκα; Θες το κακό της μαμάς;
- Μήπως Αράχωβα καλύτερα; Άκουσα πως το Πήλιο είναι αποκλεισμένο.
- Δεν την αγαπάς καθόλου λοιπόν!
- Απόδειξη πως φέτος θα φάω πάλι τη γαλοπούλα της… στη μάπα.
- Θα πάμε Καλάβρυτα!
- Την αγαπάω ρε Σωτήρη…
- Τη γαλοπούλα;
- Την Γερούν! Κι εγώ σαν μάνα την έχω, γι αυτό τσακωνόμαστε διαρκώς. Και ξέρω πως μ’ αγαπάει κι αυτή. Κι ας μας γίνεται στενός κορσές.
- Mη σου πω και Καϊμακτσαλάν!


- Γρήγορα ρε Αλέκα, θα μας βρει στη Μεσογείων η νέα χρονιά!
- Τα παράπονά σου στην τροχαία Σωτήρη! Ουδεμία ευθύνη φέρω για την κίνηση. Τι θες δηλαδή; Να βάλω τον έλικα να πετάξουμε;
- Ναι; Έλα μαμά… έχουμε κολλήσει στο φανάρι… το ξέρω πως αργήσαμε… μη φωνάζεις ρε μαμά…ξεκινήστε να τρώτε κι ερχόμαστε… άντε, σε κλείνω…
- Ωρύεται η Γερούν;
- Αλέκα! Επιτέλους κόφτο μέρα που είναι!
- Νύχτα είναι. Για την ακρίβεια κοντεύουν μεσάνυχτα.
- Αχ, θα την πιάσει η καρδιά της αν δεν είμαστε πριν τις δώδεκα…
- Γιατί; Θα μεταμορφωθεί η άμαξα σε κολοκύθα; Ηρέμησε ρε Σωτήρη, φτάσαμε σχεδόν. Το τηλέφωνο…
- Ναι; Έλα ρε μαμά… Ναι το ξέρω πως πρέπει να πιει το χάπι του ο θείος… ας το πάρει κι ερχόμαστε κι εμείς…


- Επιτέλους!... Ωχ, τι φώτα είναι αυτά;
- Χειροκρότημα στον κυβερνήτη του Εντερπράϊζ! Διαστημόπλοιο το έκανε το μπαλκόνι! Πόσες μπομπίνες φωτάκια έβαλε η άτιμη;
- Αλέκα, αυτό είναι… ασθενοφόρο!

- Πού την πάμε;
- Ευαγγελισμό.
- Ρε μάνα…
- Μην της μιλάτε κύριε, δεν σας ακούει.
- Εννοείτε πως...
- Η διάγνωση θα γίνει στο νοσοκομείο. Προς το παρόν, αναπνέει απ’ το μηχάνημα.

- Μάλλον άλλαξε χρονιά... δες τα πυροτεχνήματα έξω...
- Το τηλέφωνο... σήκωσέ το ρε Σωτήρη.
- Ο θείος είναι... βρήκε λέει το δώρο μας κάτω απ’ το δέντρο...ένα φάκελλο από ταξιδιωτικό γραφείο... ταξίδι για δύο στο Πήλιο... έχει λέει κι αφιέρωση... 

«Για τα Παπαρηγάκια μου με πολλή αγάπη!»




Η ιστορία συμμετείχε στον 5ο κύκλο “Παίζοντας με τις λέξεις” που οργάνωσε και φιλοξένησε η Μαρία στο μπλογκ της: http://mytripssonblog.blogspot.gr/

Ένα εγκάρδιο ευχαριστώ στην Μαρία για τη ζεστή της φιλοξενία

& σ’ όλους τους φίλους & φίλες που συμμετείχαν, διάβασαν και αξιολόγησαν τις συμμετοχές. 

Για την ιστορία, το παιχνίδι αυτό ξεκίνησε πάνω σε μια ιδέα της αγαπημένης μας Φλώρας.



Ολόψυχα εύχομαι τα φετινά Χριστούγεννα να μας αφήσουν πρωτοφανές πλεόνασμα πληρότητας, γαλήνης και αγάπης!

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Λουστρίνια νούμερο 37

4ο Παιχνίδι Λέξεων


«Το καστόρινο μποτίνι σε 39… και τη γόβα πίσω… και τη μπαλαρίνα με το σουέτ φιογκάκι… τα δοκιμάζω και θα δω ποιο θα πάρω».
Το κλασσικό παραμύθι : «Η αναποφάσιστη σαρανταποδαρούσα». Τίποτα δεν πήρε. Είχε χρόνο για σκότωμα. Μόλις τηλεφώνησε η κολλητή της, έφυγε δρασκελίζοντας ανοιγμένα κουτιά και  διάσπαρτα παπούτσια. Επιστρέφω στα κουτιά τους τα μποτίνια νούμερο 39, τις δωδεκάποντες νούμερο 40 -το 39 την χτύπαγε στο κότσι- και τις μπαλαρίνες με το σουέτ φιογκάκι. Μου φάνηκαν μελαγχολικές, μετά την οδυνηρή δοκιμασία τους στα πόδια της κυρίας με το κότσι. Σάμπως να τις άκουσα ν’ αναστενάζουν «Βάρκες μας έκανε η μαντάμ!»…

Ανεβαίνοντας στο πατάρι, ακούω για εκατομμυριοστή ίσως φορά, τον ήχο του τριξίματος απ’ την πετσικαρισμένη σκάλα. Θαρρώ πως γερνάμε μαζί. Όταν πρωτόπιασα  δουλειά στο πρατήριο υποδημάτων «Το Μιλάνο», ήταν μια κομψή στριφογυριστή σκάλα, που χαιρόσουν να την ανεβοκατεβαίνεις. Τακτοποιώ τα κουτιά στα ράφια τους. Στην κορυφή τα 36άρια… τεντώνομαι κι η μέση μου κάνει συγχορδία στη σκάλα του Μιλάνου. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πάντα ταξινομούσα δεδομένα στη ζωή μου. Μάλλον ήταν το πεπρωμένο μου να γίνω πωλήτρια παπουτσιών. Και το βράδυ σπίτι, συνεχίζω να τακτοποιώ για να διατηρώ το τέμπο μου. Τα παιχνίδια στο δωμάτιο του Πετράκη, τα βιβλία της Ρηνούλας, τα άπλυτα του Τάσου. Τα σώβρακα στους 90 βαθμούς… τις κάλτσες στη συρταριέρα… την γκόμενα του Τάσου στο πατάρι του μυαλού μου… ψηλά, μαζί με τα 36άρια...  «Ματίνα κατέβα! Πελάτισσα»…

Με λένε Ματίνα και φοράω το νούμερο 37. Οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι ως το νούμερο 35, κάπου στην εφηβεία μου. Λουστρινένια παπούτσια, σχολείο, βιβλία κι ένα σύντομο πέρασμα απ’ το δάσος της ξεγνοιασιάς, πριν φανεί ο κακός λύκος. Ο έσχατος ηρωικός αντιπερισπασμός της καλής μου μοίρας, στα άβολα παπούτσια που μου κράταγε ρεζερβέ η ζωή για τα επόμενα χρόνια.  Μαζί με τη μάνα μου, έθαψα τη σχολική ποδιά και τα λουστρινάκια μου. Πήγα τροχάδην στις νυφικές γόβες, νούμερο 38. Ευγενώς δανειοδοτημένες απ’ την ξαδέρφη Γιωργία. Έπλεαν τα πόδια μου, αλλά «M’ αυτούς τους πάτους, ποιος θα το καταλάβει;». Κανείς δεν κατάλαβε πως εκείνο το βράδυ δεν έκλαιγα από συγκίνηση, μα για το θεόρατο νούμερο ζωής που μου διαλέξανε.

Ο Τάσος φορούσε 43. Μολύβι το πόδι του. Το διαπίστωσα μόλις επιστρέψαμε απ’ το ταξίδι του μέλιτος. Πέντε μέρες στο πατρικό του, στους εξωτικούς Γαργαλιάνους. Τότε κατάλαβα πως το 37, δεν ζευγαρώνει επ’ουδενί με το 43. Νόμος της υποδηματοποιίας. Η τροχιά που διαγράφει μια κλωτσιά του 43, είναι απείρως μεγαλύτερη απ’ το ισχνό διάνυσμα του 37. «Με λίγο μολυβόνερο, ποιος θα το καταλάβει;»

Στο χαμηλοτάβανο παταράκι του Μιλάνου, έχω κρυμμένο ένα κουτί με τ’ αγαπημένα μου λουστρίνια, νούμερο 37. Με περίμεναν υπομονετικά να τακτοποιήσω όλα τα κουτιά στη θέση τους και να το σκάσουμε παρέα. Το αφεντικό γέρασε, το Μιλάνο κλείνει, ο Πετράκης φοράει πια νούμερο 44 και η Ρηνούλα 39. Ο Τάσος φοράει παντόφλες κι η γκόμενα του Τάσου παντρεύτηκε έναν βιομήχανο, πολλά νούμερα μεγαλύτερό της.
Απόψε φοράω τα λουστρίνια μου και ξαναμένω ορφανή. Χρωστάω σ’ ένα νούμερο που δεν το φόρεσα ποτέ. Το 36.

Tα λουστρίνια της Ματίνας περπάτησαν στο 4ο Παιχνίδι Λέξεων συντροφιά με υπέροχους συνοδοιπόρους - περιπατητές.
Η Μαρία άνοιξε και πάλι τις φιλόξενες πόρτες της και μας κέρασε άπλα, συγκινήσεις και χαμόγελα.
Στη μικρή της γκαλερί (μπλογκ το λέει εκείνη), μοιραστήκαμε τις συμμετοχές μας και περάσαμε αξέχαστες στιγμές.
Εύχομαι καλές περπατησιές στα παπούτσια μας κι ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για την τιμή που μου κάνατε!

Σαν υστερόγραφο να θυμίσω πως το Παιχνίδι αυτό ήταν μια ιδέα της Φλώρας, η οποία και το φιλεξενούσε αρχικά στο χώρο της Τexnistories.
Χάρη στην Μαρία, συνεχίστηκε κι έγινε θεσμός.
Μακάρι να μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τα πολύτιμα κομμάτια του και να κάναμε μια συλλογική έκδοση.
Ποτέ δεν ξέρεις...

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

2o παιχνίδι λέξεων: Το Mανιφέστο της Εκάλης


Σύντροφοι και συντρόφισσες της ηρωικής περιοχής μας, σας καλωσορίζω στην πρώτη μας αντιεξουσιαστική κινητοποίηση! Με ιδιαίτερη συγκίνηση διακρίνω ανάμεσα στο ακροατήριο, παλιούς συναγωνιστές απ’ το τένις κλαμπ, γόνους πολύπαθων εφοπλιστικών οικογενειών και ένδοξους πολιτικούς που συνθλίβονται σήμερα κάτω απ’ τις ερπύστριες του κομμουνιστικού θηρίου. Το παρών τους επίσης δίνουν διακεκριμένοι μαχητές της δημοσιογραφίας, αλλά και απλοί-ανώνυμοι πολίτες που υψώνουν τη γροθιά τους στο τυραννικό καθεστώς της ανάλγητης αντιελιτίστικης κυβέρνησης.

Τα μηνύματα που καταγράφονται καθημερινά απ’ τους σκληρά χειμαζόμενους συμπολίτες μας, προκαλούν αγανάκτηση κι ανησυχία. Πενταμελής οικογένεια στην περιοχή Δημοσιογραφικά, αδυνατεί να συντηρήσει το σκυρόδεμα στην εσωτερική τους πισίνα. Ηλικιωμένο ζευγάρι στην οδό Ρόδων, σιτίζεται αποκλειστικά με κατεψυγμένες καραβίδες και δευτεροκλασάτο χαβιάρι Σεβρούγκα, ενώ έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις οικογενειών που δεν έχουν πρόσβαση σε Chardonnay Sauvignon Blanc!... Η τραγωδία συνεχίζεται με μαρτυρίες για λιποθυμίες παιδιών στο St Catherine's British Embassy school, για δραματική μείωση της κατανάλωσης αστακού, καθώς και για τραγικές περικοπές στις επανορθωτικές θεραπείες spa και ανόρθωσης γλουτών. Σήμερα το πρωί είχαμε επώνυμη καταγγελία από κάτοικο της περιοχής, που μας εξομολογήθηκε συντετριμμένος πως θα καταφύγει σε αίτηση επιδόματος για την επισκευή του πίσω θερμαινόμενου τζαμιού της Porche Cayenne.


Φίλες και φίλοι,

Ας σταθούμε αλληλέγγυοι στον συνάνθρωπο που ζει δίχως Φιλιππινέζα στη μεζονέτα του.

Στον εφοπλιστή που κινδυνεύει άμεσα απ’ την επερχόμενη ληστρική φορολόγηση.

Στον τέως υπουργό και συμπολίτη μας, που αφιέρωσε τη ζωή του στον πολιτικό στίβο της χώρας και σήμερα αναγκάζεται να πουλάει βιβλία για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του, έχοντας άνεργη γυναίκα και μωρό παιδί.

Στην απλή, ανώνυμη Εκαλιώτισσα, που συνωστίζεται στα μπαζάρ επώνυμων ρούχων για μια Celia Kritharioti κι αντέχει στωικά το μαρτύριο του κεριού για την αποτρίχωση στο μπικίνι της, μην έχοντας πλέον τους οικονομικούς πόρους για μια στοιχειώδη θεραπεία λέιζερ.

Στα παιδιά που μεγαλώνουν ασφυκτικά, σ’ ένα περιβάλλον δίχως πριβέ πάρτι, δίχως ποδηλατοδρόμιο, με το γκαζόν ακούρευτο σε πολλά πάρκα και με το i-phone 5 ακόμα στις σάκες τους. Κι αυτό δίχως αναβάθμιση!...

Στον ένδοξο δημοσιογράφο, τον αφανή εργάτη των συμφερόντων μας, που δίνει σκληρές μάχες στο μετερίζι της βαυαρικής ενημέρωσης.

Καλούμε όλους τους συμπολίτες να συμμετέχουν δυναμικά στην αυριανή κινητοποίηση, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πέντε μηνών απ’ την κομμουνιστική επέλαση στην περιοχή μας.

Την εκδήλωση θα ανοίξει η συντρόφισσα Άννα Βίσση, που θα απαγγείλει στίχους απ’ την «Μεθυσμένη Πολιτεία» και μνημειώδη αποσπάσματα Καρβέλα και Ναταλίας Γερμανού.

Θα ακολουθήσει ανάγνωση του επικού αριστουργήματος «Το φιλί του Δράκου», απ’ την εμβληματική συγγραφέα Χρύσα Δημουλίδου, η οποία θα τιμήσει την εκδήλωση πριν μεταβεί στο Πέραμα για να κάνει παρέα με απλούς ψαράδες.

Θα εκτεθεί αρχειακό υλικό με παράνομες εκδόσεις απ’ το «Πρώτο Θέμα», «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΤΟ ΒΗΜΑ». Επίσης θα προβληθούν πενήντα εκπομπές του Σταύρου Θεοδωράκη, όλες οι προεκλογικές ομιλίες του και ιστορικές συλλογές άρθρων απ’ το Protagon, εμπνευσμένες απ’ την αντιστασιακή του πάλη.

Θα ακολουθήσει πορεία προς το σκληρά δοκιμαζόμενο Κεφαλάρι, όπου και θα κατατεθεί στεφάνι βιντάζ, φτιαγμένο από πέρλες και ροζ ορχιδέες Σιγκαπούρης.

Τόπος συνάντησης: Sushi Bar στην κεντρική πλατεία.
Να μη λείψει κανείς!
Κανένα σπίτι δίχως σούσι!




Η τοπική οργάνωση Μαχητών-Αντιεξουσιαστών Εκάλης, ευχαριστεί θερμά την συντρόφισσα Μαρία  για την υπέροχη φιλοξενία που μας πρόσφερε στο ζεστό της στέκι: mytripsonblog!



Επίσης στέλνει αγωνιστικούς χαιρετισμούς σ’ όλα τα συντρόφια που συμμετείχαν στο Παιχνίδι και δεσμεύεται πως θα κορυφώσει τους αγώνες της για τα δίκαια αιτήματά της.

Άμα τη απελευθερώσει της πόλης μας, θα τελεστεί τουρνουά/τρισάγιο στο ιστορικό τένις κλαμπ, με ελεύθερη πρόσβαση ακόμα και σε εκπροσώπους λαϊκών συνοικιών.

Los Venceremos!...

Το μανιφέστο φιλοξενήθηκε στο μηνιαίο περιοδικό 
"Ανθρώπων Έργα - Digital Art Magazine" - τεύχος Ιουνίου



Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

150 shades of Vangelis


Με κάτι πρόχειρες μετρήσεις, οι συνολικές αποχρώσεις του Βαγγέλη είναι 150. Κάλτσες, σώβρακα και φανέλες, από 50 χρώματα η κάθε ντάνα.
Οι 45 κατασκευαστές πλυντηρίων, σήκωσαν τα χέρια ψηλά.

Να το κάνω βιβλίο τώρα αυτό;  “150 shades of  Vangelis”.
Ότι γυρίζει απ’ τo συνεργείο ψόφιος στην κούραση κι εγώ ερεθίζομαι απ’ τη λιγδιασμένη φανέλα του και τον καλώ σε ανομολόγητα ερωτικά παιχνίδια. Στο μεταξύ έχω κάνει φασίνα, έχω μαγειρέψει, έχω φέρει τα παιδιά απ’ το σχολείο, τα έχω διαβάσει κι έχω σιδερώσει και μια στοίβα ρούχα. Αλλά η λίμπιντος ανεπηρέαστη. Κι αντί να ταβλιαστώ  να ισιώσει το κορμάκι μου απ’ την κούραση,  κοτσάρω ζαρτιέρες, σιθρού κομπινεζόν και το τιγρέ βρακάκι που μου είχε πάρει ο Βαγγέλης απ’ το τζάμπο. Αρπάζω κι ένα πλαστικό μαστίγιο απ’ τις απόκριες που είχα ντύσει τη μικρή αμαζόνα και στήνομαι στο μπάνιο, να περιμένω με λαχτάρα το κορμί του Βαγγέλη.

«Ρε πας καλά;» μου λέει για να με ξενερώσει. Τα πήρε κρανίο γιατί είχα γεμίσει την μπανιέρα αφρούς και φύλλα βιολέτας.
«150 σκάσαμε στην ΕΥΔΑΠ προχτές... και πας και χαλάς τόσο νερό; Κι η γλάστρα τι σου’φταιξε και τη μάδησες
Βγήκε έξαλλος απ’ το κόκκινο δωμάτιο (τον καμπινέ εννοώ, αλλά στο βιβλίο θα το λέω έτσι). Εγώ είχα φτάσει στην κορύφωση της έξαψης. Τον ήθελα κολασμένα. Ξαναγύρισε ανεμίζοντας τη σφουγγαρίστρα. «Μαστίγωσέ με!» τον διέταξα. «Θέλω να νιώσω τις υδρόφιλες λωρίδες της βιλέντα  στην πλάτη μου!... Να χώσεις τα κρόσσια της στον περιστρεφόμενο κουβά και να μου ραπίσεις με το κοντάρι τον πισινό...».

Ελάχιστα θυμάμαι μετά τη σφαλιάρα που έφαγα.
Όταν είδα το χέρι του να υψώνεται απειλητικά, νόμιζα πως συμμετείχε στα ερωτικά μου καλέσματα.  Έτρωγα ξύλο αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να φχαριστιέμαι ή ν’ ανησυχώ για την υγεία μου.
Παρασυρμένη απ’ την ταινία, του φώναζα το βούρλο: “Χτύπα με!... Κάνε με σκλάβα σου!”...
Και μ΄έκανε μπλε μαρέν ο Βαγγέλης, αλλά οργασμούς δεν ένιωσα. Ούτε καν μια τοσοδούλα απόχρωση ευχαρίστησης... Μη σου πω πως ντράπηκα, γιατί μέχρι χτες γκάριζα στους συλλόγους και στις παρέες, για την ενδοοικογενειακή βία.
Κι έκανα κηρύγματα στη μικρή ν’ αγαπάει το σώμα της και να μην ανεχτεί ποτέ κανέναν ν’ ασκήσει βία πάνω της.
Και κυρίως, γιατί τη χειρότερη βία την άσκησα εγώ στον Βαγγέλη. Τον υποβίβασα σε σαδιστή - επιβήτορα και την αγάπη μας σ’ ένα παρακμιακό αρχέτυπο σχέσης: ο ζάμπλουτος - πανέμορφος πρίγκιπας και η υποταγμένη παρθένα-σταχτοπούτα.

Κοιτάζω στο μπαλκόνι την ολάνθιστη βιολέτα και χαμογελάω.  Σούρουπο έξω. Τα παιδιά τιτιβίζουν στο δωμάτιό τους.  Ο Βαγγέλης έρχεται σε λίγο. Ετοίμασα το αγαπημένο του φαγητό. Στρώνω τραπέζι και περιμένω να ζήσω το όνειρο. Της Ελληνίδας νοικοκυράς που ίσως και να είναι μίλια μπροστά απ’ τα μικροαστικά πρότυπα που μας σερβίρονται ως προχωρημένα μοντέλα ζωής.

Ο Βαγγέλης έρχεται καβάλα στο σαραβαλάκι του.
Δεν πιλοτάρει, δεν φοράει  μεταξωτή γραβάτα και θέλει τα χέρια μου αλυσοδεμένα στο κορμί του κι όχι σε χειροπέδες.
Οι μέρες μας  έχουν τις γήινες αποχρώσεις της καθημερινότητας.
Κι οι νύχτες μας  κατακόκκινους  παραδοσιακούς οργασμούς, δίχως βοηθήματα.
Στη δική μας φαντασίωση, η γενετήσια πράξη έχει τις αποχρώσεις του έρωτα.


O Βαγγέλης και οι αποχρώσεις του, συμμετείχαν στο Παιχνίδι Λέξεων που οργάνωσε η Μαρία μας, στο μπλογκ της mytripsblog. To Παιχνιδόλεξο εμπνεύστηκε και ξεκίνησε τη θητεία του στα μέρη της Φλώρας μας: TEXNIS STORIES. Φιλοξένησε υπέροχες ιστορίες και ποιήματα, μας έκανε μια μεγάλη παρέα και αγαπήθηκε απ’ όλους μας.
Σας ευχαριστώ πολύ που αγαπήσατε την πολυχρωμία του Βαγγέλη και εύχομαι λιγότερο γκρι στη ζωή μας!

Υ.Γ. Για τους λάτρεις των αποχρώσεων, ο ιδανικός προορισμός είναι ο φωτογραφικός χρωματόκοσμος της Μαρίας.



Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Κόντρα γάμος



- «Οι γονείς μας κι εμείς θα χαρούμε να σας δούμε στο γάμο μας, που θα γίνει...»

- Σβήσ’το «γονείς».

- «Θα χαρούμε να σας δούμε στο γάμο μας που θα γίνει στον Ιερό Ναό...»

- Σβησ’το «ιερός ναός».

- «... που θα γίνει στην εκκλησία της Παναγίας της Γρηγορούσας, την Κυριακή 29 Ιουνίου, στις 6 το απόγευμα...»

- Σβησ’το «απόγευμα», εννοείται.

- «... Οι οικογένειες...»… ξέρω, να το σβήσω.

- Πουλιά στον αέρα πιάνεις!

- «Μενέλαος και Σουλτάνα»

- Με κουράζεις...

- «Μένιος και Τάνια». Ευχαριστημένη;

- Πόσα θα τυπώσουμε;

- Διακόσια, καλά είναι;

- Ναι αμέ...να το τυπώσουμε και σε αεροπανό. Να πετάει μια βδομάδα πριν, σ’ όλο το λεκανοπέδιο.

- Πολλά είναι ε;

- Ρε Μένιο για γάμο πάμε, όχι για δημαρχία. Εκατό και πολλά σου λέω!

- Δεν πάμε οι δυο μας με τον κουμπάρο να τελειώνουμε;

- Μέσα! Γουστάρεις;

- Θα πεθάνει απ’ τον καημό της η μάνα μου.

- Ένας λόγος παραπάνω τότε!

- Θες να πεθάνει η μάνα μου Τάνια;

- Πρακτικά σκέφτομαι ρε Μένιο. Μ’ ένα σμπάρο – δυο τριγόνια...

- Τι εννοείς;

- Nα κάνουμε και τα δύο μυστήρια την ίδια μέρα. Θα μας κάνουν και καλύτερη τιμή.

- Αχ, τι λες;

- Εκείνη φταίει. Μ’ έχει ταράξει στα «Αν δεν καλέσετε τον θείο Αναξίμανδρο, την ξαδέρφη Ζηνοβία, τα ανήψια Προκόπη και Ματθίλδη και τη γιαγιά Πολυχρονία... Θα πεθάαανω»! Αυτό δεν είναι λίστα γάμου. Ευχέλαιο “Υπέρ υγείας” είναι.

- Μα να μην πάρουμε την ευλογία της γιαγιάς Πολυχρονίας;

- Όλα τα ξαδέρφια σου που την πήραν, είναι χωρισμένα.

- Εκατό και κλείσαμε! Μετά το γάμο τι θα τους κάνουμε;

- Θα τους δώσουμε εξιτήριο.

- Δεν θα τους πάμε σ’ ένα κτήμα;

- Κτήμα στο μπόϊ σου ρε Μένιο! Βρακί δεν έχει ο κώλος μας...

- Θα πεθάνει απ’ τη ντροπή της η μάνα μου!

- Να καλέσουμε τότε και τον Πέτρο Γαϊτάνο. Να ψάλλει ένα ποτ πουρί, του γάμου και της τάβλας...

- Τουλάχιστον θα βάλεις νυφικό;

- Αν δεν βάλω, θα πεθάνει η μάνα σου;

- Ρε Τάνια, αυτή τη στιγμή περιμένει κάθε μάνα! Μη γίνεσαι κυνική!

- Γράψε λάθος Μένιο. Η στιγμή αυτή είναι δική μας. Και για να μη μακρυγορούμε. Πάρε υπογλώσσια μαζί σου και πήγαινέ της τα χαμπέρια μου!

- Για πες...

- Η νύφη θα βάλει ό,τι πιο ανέμελο έχει στη ντουλάπα της.

Μετά το γάμο, πάμε παραλία. Έχω συνεννοηθεί με τα κορίτσια που έχουν την ψησταριά και θα μας στρώσουν τραπεζοκαρέκλες πλάϊ στο κύμα.

Φεγγαράδα, ψητά σούβλας, μεζεδάκια, σαλάτες και μπόλικα καφάσια Μαλαματίνες. Όλα κλεισμένα. Α! ...και λάϊβ μουσική ε;

- Αυτό θα τη μαλακώσει κάπως τη μαμά...

- Η κομπανία που παίζει τα Σαββατόβραδα. Δυο κιθάρες κι ένα μπουζούκι... στα φωνητικά ο Νώντας.

- Ε ρε χαρές που θα κάνει κυρα-Θοδώρα!

- Αν δεν πεθάνει, την περιμένουμε με μια μεγάλη αγκαλιά, πες της!

- “Μετά το μυστήριο, θα δοθεί μπιτς-πάρτυ στο παραλιακό Καφέ-Ψητοπωλείο ‘Οι Μάγισσες της Σούβλας’

- Σβήσ’το “μπιτς-πάρτυ”, “Θα γίνει γλέντι” γράψε!

- Εκατό τελικά;

- Και δώρο τα υπογλώσσια!



Η προετοιμασία του “Κόντρα Γάμου” τους, συμμετείχε στο 8ο Παιχνίδι Λέξεων του TEXNISTORIES.

O Μένιος και η Τάνια, σας ευχαριστούν ολόθερμα για την ψήφο εμπιστοσύνης σας και τη διάκριση που τους χαρίσατε.
Και πάνω απ’ όλα, ένα τεράστιο ευχαριστώ στην Φλώρα, για τη γλυκιά φιλοξενία της και την αδιάκοπη φροντίδα της.
Με την ευχή τα τελετουργικά να είναι λιγότερο φλύαρα, για να μη χάνεται ο στόχος και η ουσία... 



Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Skasmos Antonakis!

- Antonis αργούμε; Μάϊνε κότσια
πονέσανε γαμώτεν!
- Αγάντα και φτάνουμε ρε
Ανγκέλα… Και τούτος ο ανήφορος, κατήφορο θα φέρει! Λίγο ακόμα και βγαίνουμε στις αγορές.
- Σφίγγεν και το σακάκι ρε
Antonis!
- Ξεκουμπώσου ρε Ανγκέλα! Μια
βόλτα βγήκαμε, μη μου τη βγάλεις ξινή!
- Bας ιστ ξινή;
- Άει κοιτάξου στον καθρέφτη να
μάθεις… Να, εδώ στη στροφή
είναι η ταβέρνα!
- Βας ιστ ταβέρνα;
- Εδώ που θα ντερλικώσεις ρε Ανγκέλα… Κατσικάκεν, σαγανάκεν και
μελιτζαλοσαλάτεν… Βερστάντεν;
- Αααα…κατσικάκεν… μπίτε!
- Άιντε, μπίτεν - φάτεν να τελειώνουμε, ανάθεμα την ώρα που σ’
έφερα στην Πλάκα. Δεν σε πήγαινα στο Πασαλιμάνι καλύτερα, να δεις
τις μαούνες!...
- Βας ιστ μαούνες;
- Ανγκέλα παράτα τις ερωτήσεις και μπούκαρε μέσα να τελειώνουμε.
Σνελ!
- Αααα… Ωραίεν ταβέρνεν!... Μπίτε Antonis, να κάτσουμε στο
παράθυρεν! Ιχ θέλω να βλέπω όξω!
- Είναι πιασμένο το παράθυρο ρε Ανγκέλα. Τι να κάνουμε δηλαδή;   Να τους σηκώσουμε τους ανθρώπους με το έτσι θέλω;
- Γιααα!... Nα πάνε στα τσακίδιεν! Ράους!... Σνελ! Τσόγλαν μπόις!
- Όχι… όχι… όχι! Μη βαράς ρε Ανγκέλα, θα φύγουν ήσυχα και
αυτοβούλως. Ε παιδιά;
- Λίμπλιχε Antonis… Δημοκρατία καπούτ! Και μην πας κόντρεν,
γιατί θα σε στείλω Καλαμάτεν να μαζεύεις μούσμουλεν. 
- Καλά ρε Ανγκέλα… να παραγγείλουμε;
- Γιαααα!
- Ψιτ, παιδί! Έλα για παραγγελία!
- Να φέρω κατάλογο ή να σας πω τι έχουμε;
- Πες μας… η κυρία δεν ξέρει να διαβάζει.
- Το κατάλαβα κύριε… Αγράμματη, αλλά με βαρύ χέρι.
- Σσστττ… τι λες παιδάκι μου; Ξέρεις ποια είναι αυτή; Kι εμένα; 
Δεν με γνώρισες;
- Nαι μωρέ, σαν ποιους μοιάζετε; Α!..στην τηλεόραση δεν παίζετε; 
Στο παιχνίδι με την Μπεκατώρου; 
- Ω Γκοτ!... Θα σκίσω το πτυχίο μου! Κι είναι και του Χάρβαρντ! Ανγκέλα, να παραγγείλουμε να τελειώνουμε; Έχω αφήσει τα παιδιά   μόνα και θα μου το κάνουνε βουλή το σπίτι…
- Γιαα!... Να σου πω Antonis, εσύ θα πληρώσεν ε;
- Τι ερώτηση!... Φυσικά εγώ!.. Δηλαδή, θα κάνω εξοδολόγιο. Είχα 
κάτι έκτακτα αυτό το μήνα, δεν μου φτάνουν για τραπεζώματα.
- Ντάνκεν Antonis!... Πού’σαι μικρέν, φέρτεν κατσικάκεν λαδορίγανεν, σπανακόπιτεν, μελιτζανοσαλάτεν, τυροκαυτερέν,σαλάτεν και λουκάνικεν.
- Φραγκφούρτης μαντάμ;
- Νάϊν, Φραγκφούρτεν αηδίεν … χωριάτικα με πράσεν ουντ θρούμπι… 
Και πέτα μια σφυρίδεν στα κάρβουνεν… Και μπύρεν!
- Ποτήρι;
- Νάϊν, βαρέλεν!
- Μόνο αυτά;
- Δεν πεινάεν… θα τσιμπήσεν μόνο. Έχεν και ταξίδεν μετά και θα
στουμπώσεν αν φάεν πολύ.
- Γλυκό θα πάρετε;
- Νάϊν γλυκό! Κάνω δίαιτεν. Δεν χωράεν στα σακάκεν μου!

…………………………………

- Αntonis… ωραίο νταμάρεν αυτό!
- Η Ακρόπολη είναι ρε Ανγκέλα! Δεν έχεις ακουστά;
- Νάϊν… Δεν σε πειράζεν να την πάρεν μαζί μου, ε Antonis; Θα
ξεμπαζώσεν το μέρος ουντ θα χτίσεν εδώ, Μall νάμερ ζβάϊ.
- Φοβάμαι ότι θα έχουμε αντιδράσεις Ανγκέλα.
- Στ’ από τέτοιεν μου Antonis!
- Ανγκέλα σταμάτα να επεμβαίνεις στις ζωές των άλλων. Άλτ!...
- Skasmos Αntonakis! Τα “αλτ” και τους τσαμπουκάδεν σου, νάϊν σε 
μένα! Άει ρούφεν τ’ αυγό σου! 

…………………………………

- Ψιτ παιδί!... Άκουσα καλά; Με είπε Αντωνάκη της;
- Καλά ακούσατε. Το αυγό το θέλετε μελάτο;





Σαξεστορίτες & Σαξεστορίτισσες! 
Η Ανγκέλα κι ο Αντωνάκης, μετά την Πλάκα, κυκλοφόρησαν στο 7ο Παιχνίδι της Φλώρας ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ. Παλιά τους τέχνη κόσκινο... 
Σας ευχαριστούν θερμά που ανεχτήκατε τη φαγωμάρα τους και σας υπόσχονται πως σύντομα, όλοι θα έχουν πρόσβαση στα παϊδάκια. Αουφίντερζεν! 


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Σύνθημα: “΄Εχεις ταπεράκι”. Παρασύνθημα: “Θέλω να σε δω!”

Πήρα το μήνυμά σου. Κι εγώ θέλω να σε δω. Να με περιμένεις στην εξώπορτα, με τα χέρια ορθάνοιχτα να με σφίξουν μέσα τους. Ντρέπομαι να στο πω. Κοτζάμ γαϊδάρα, που αυτοπροσδιορίζεται στον κύκλο της ως ανεξάρτητη. Και να περιμένω με κρυφή λαχτάρα το σύνθημά σου. Την αιώνια αφορμή για να τρέξω κοντά σου. Το ταπεράκι σου. Που έχει κάνει αμέτρητες διαδρομές, ούτε το τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι να ήταν. Έχει μεταφέρει τη φροντίδα και το νοιάξιμό σου, με τη μορφή ενός μουσακά ή μιας ντάνας αχνιστών λαχανοντολμάδων. Πάντα στριμωγμένα, για να χωρέσει όση περισσότερη αγάπη γίνεται. Τοποθετημένα με αρχιτεκτονική διάταξη, για να μου θυμίζει τις διδαχές σου περί τάξης.

Φεύγοντας βιαστικά, σου δίνω ένα πεταχτό φιλί. Κρύβει μέσα του, όσα δεν τολμώ να σου πω. Απ’ τις αγκυλώσεις και τους εγωισμούς μου. «Έχω ανάγκη να με νοιάζεσαι. Να μου μαγειρεύεις και να μου θυμίζεις διαρκώς, πόσο τυχερή είμαι που εισπράττω τόση αγάπη». Στην καληνύχτα σου, αποκωδικοποιώ τα λόγια που δεν πρόλαβες να μου πεις. «Να τρως καλά και να προσέχεις. Σε λατρεύω!». Αχ βρε μάνα! Όταν εγώ είχα το χρόνο σύμμαχο, εσύ τον είχες εχθρό. Έτρεχες να προλάβεις τη βάρδια στη δουλειά. Και τώρα που εσύ έχεις το χρόνο φίλο σου, εγώ τρέχω να προλάβω τη δική μου βάρδια στη ζωή. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε.

Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο σε νιώθω να μικραίνεις. Να γίνεσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι που διεκδικεί την προσοχή μου. Ν’ ακούω τα άγχη και τις στεναχώριες σου. Για το ραντεβού στο ΙΚΑ που δεν κατάφερες να κλείσεις, για τα φάρμακα που ακριβύνανε, για την πετσοκομμένη σύνταξη. Κι όσο κυρτώνουν οι ώμοι σου, τόσο θέλω να σ’ αγκαλιάσω και να σου πω «Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου!». Και ποτέ δεν το είπα η δειλή. Μόνο εξυπνάδες σου πουλάω «Δεν υπάρχει ΙΚΑ ρε μάνα!... ΕΟΠΥΥ το λένε τώρα». Κι εσύ ν’απαντάς με αθώα παιδικότητα «Μάλιστα! Όλα τα’χει η Μαριωρή, ο ΕΟΠΥΣ τη μάρανε!...». Κι εγώ να σε διορθώνω με περίσσιο θράσος «Ο φερετζές ρε μάνα… ο φερετζές!».

Κάθε φορά που ανοίγω το ταπεράκι, με τυλίγουν τα αρώματα της αγάπης σου. Μοσχοκάρυδο για τον πόνο, κανέλλα για δυνάμωμα, πιπέρι για προστασία. Κι όσο δοκιμάζω τις γεύσεις σου, δακρύζω στη σκέψη. Για κείνη την ώρα… Που δεν θα με περιμένεις μ’ ένα ταπεράκι στην πόρτα. Που θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα οικτίρω τον εαυτό μου για όσα δεν σου είπα. Τότε, που θα έχω εγώ το χρόνο, μα δεν θα τον έχεις πια εσύ… Θα ξεγλιστράς λίγο-λίγο απ’ τη ζωή και θα κάνεις καλαμπούρια με τον θάνατο.

«Μάνα, σου έφερα καινούργια νυχτικιά. Μπαμπακερή, να σε ζεσταίνει το χειμώνα…»
«Όλα τα 'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει!...»
«Τώρα βρήκες να το πεις σωστά;»
«Και τότες μπόραγα, μα έψαχνα αφορμή να μείνεις λίγο παραπάνω… ν’ ακούω τα πειράγματά σου…»
«Πεθύμησα τα ταπεράκια σου ρε μάνα!»
«Σαν λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τις μαγεριές σου!...»
Θα με αποστομώσεις. Λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου, κουρασμένη.

Στο ξεκίνημα της… “μετά τάπερ” ζωής μου.


Το συγκεκριμένο ταπεράκι, ταξίδεψε ως το TEXNIS STORIES και συμμετείχε στο 6ο παιχνίδι του 2ου κύκλου "Παίζοντας με τις λέξεις". Διακρίθηκε και βραβεύτηκε, μα κυρίως "γέμισε" ξανά με συγκίνηση και κοινές μνήμες, απ' όλους τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της Φλώρας. Σας ευχαριστώ ολόθερμα όλους για τα συγκινητικά σας σχόλια και την προσωπική σας κατάθεση για τα αντίστοιχα ... ταπεράκια που σημάδεψαν τη ζωή σας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Φλώρα και τη φιλόξενη γωνιά της.