Artwork: Zack Zdrale |
Πάει
καιρός τώρα που στο σπίτι εφαρμόζουμε την αλάνθαστη μέθοδο της κυβέρνησης, σ’ ό,τι
αφορά τη διαχείριση κρίσεων. Όταν, για
παράδειγμα, τα βρίσκουμε μπαστούνια με τα παιδιά και δεν μπορούμε ν’ ανταποκριθούμε
στις -δίκαιες ομολογουμένως- απαιτήσεις τους, ακολουθούμε την αλάνθαστη μέθοδο
του “στρίβειν δια της ατομικής ευθύνης”. Πρακτικά μιλώντας βέβαια, η τακτική
αυτή δεν βελτιώνει σε τίποτα το βιοτικό μας επίπεδο, εδραιώνει όμως στα παιδιά τη
συνήθεια της συναίνεσης και της ανοχής.
«Μάνα,
θα χρειαστώ καινούργια αθλητικά, φέτος».
«Μια
χαρά είν’ αυτά που έχεις».
«Έχει
τρυπήσει η σόλα, τι μια χαρά μου λες;»
«Καλά
λοιπόν. Ας γίνει το δικό σου. Να ξέρεις όμως ότι, αν πάρεις εσύ καινούργια παπούτσια,
δεν θα φτάσουν τα λεφτά ν’ αλλάξουμε τη μπαταρία του βηματοδότη της γιαγιάς».
«Και
θα τριγυρνάω με τρύπια παπούτσια στο καταχείμωνο, ρε, μάνα;»
«Και
το πάει η καρδιά σου να πάθει καμιά συγκοπή η γιαγιά και να το ’χεις κρίμα στο
λαιμό σου μια ζωή; Όχι πες μου, το πάει;»
«Ε
τώρα, έτσι όπως το θέτεις…»
«Η
γιαγιά ΣΟΥ, βρε! Η γιαγιά σου που σε μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο, που είχαν να
το λένε στη γειτονιά πόση λατρεία σου είχε, που σου τηγάνιζε, ανελλιπώς, πατάτες
τσιπς που σ’ αρέσανε, θυμάσαι; Φλόμωνε το σπίτι στη τηγανίλα για να φας εσύ
τραγανιστές πατατούλες, μετά το σχολείο…»
«Καλά
καλά, φτάνει. Μ’ έπεισες».
«Τι
εννοείς σ’ έπεισα; Ότι το κάνεις για μένα; Για μένα το κάνεις;»
«Για
τη γιαγιά το κάνω. Για να της πάρουμε τη μπαταρία του βηματοδότη της. Το
λήγουμε τώρα, γιατί έχω και διάβασμα;»
«Εγώ,
παιδί μου, ένα τελευταίο πράγμα θα σου πω. Να ξέρεις πως εξάντλησα όλες μου τις
προσπάθειες για μια δίκαιη απόφαση, αλλά με βάση τον προϋπολογισμό του σπιτιού,
τα διαθέσιμα κεφάλαιά μας δεν αφήνουν το ελάχιστο περιθώριο απόκλισης. Εγώ…»
«Μάνα,
φεύγω! Δεν μ’ ενδιαφέρουν όλ’ αυτά, παρά μονάχα πως θα μείνω χωρίς παπούτσια το
χειμώνα».
«Άκου
τον τι λέει! Που έτσι και πάθει κάτι η γιαγιά, δεν το συζητώ, θα πλαντάξει απ’
τη στεναχώρια του κι ο πατέρας σου. Ε, άμα πέσει κι αυτός, δεν το συζητώ, κλάψε
με κι εμένα!... Θα σκάσει κι η μάνα μου η δόλια και ποιος θα σ’ αποβγάλει, μετά
στη ζωή, αγόρι μου; Ποιος; Όχι πες μου ποιος!... Η θειά σου η Βάσω μ’ ένα νεφρί
κι άντρα με ζάχαρο; Δεν το συζητώ!»
«Συνεχίζεις
και το συζητάς όμως. Είπαμε, το θέμα έληξε. Τι άλλο θες να σου πω δηλαδή;»
«Πως
είσαι ευχαριστημένος έτσι που τα διευθετήσαμε τα πράγματα. Αχ, σε παρακαλώ, πες
στη μανούλα πως είσαι μια χαρά χαρούμενος, τώρα, αγόρι μου. Για πες να τ’ ακούσει
η έρμη μάνα…»
«Είναι
απαραίτητο τώρα αυτό;»
«Aχ αγόρι μου, είσαι άμυαλο ακόμα και δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της ευθύνης σου. Λίγο να φερθείς επιπόλαια, θα δυναμιτίσεις τα θεμέλια του σπιτιού μας. Κι άμα πέσουμε εμείς, πάει κι η κοινωνία, αποσαθρώνεται ο ιστός της χώρας, γκρεμίζεται ο ευρωπαϊκός νότος, βουλιάζουν τα Βαλκάνια. Κι άμα βουλιάξουν τα Βαλκάνια... πάει κι η Ευρώπη... πάει η Ασία, πάει κι η Αμερική...»
«Ρε
μάνα, έλεος!... Είπαμε. Με τα παλιά παπούτσια και την ίδια φόρμα θα τη βγάλω
φέτος. Τι άλλη θυσία μπορώ να κάνω, εγώ, δηλαδή για να σωθεί η ανθρωπότης;»
«Εκείνα
τα χαρτζιλίκια που μαζεύεις στον κουμπαρά σου…»
«Ε,
τι;»
«Να,
σκέφτηκα… μήπως τσοντάραμε κι εμείς και να βάζαμε λίγο πετρέλαιο μη
πουντιάσουμε φέτος;»
«Σοβαρά
τώρα;»
«Aν
δεν βάλουμε όλοι πλάτη αγόρι μου, πώς θα βγει η χώρα απ’ αυτή την κρίση;»