«…Μουά σκοτούρ, φουρτούν
καφκάλ, ανακατοσίρ...»
«Ο Λογοθετίδης πέθανε!»… δεν το
πίστεψα… ανέβηκα πάνω κι όταν το διαπίστωσα αυτό το πράγμα… ήταν πολύ θλιβερό…
Η δε κηδεία του ήταν ένα πράγμα… τι να σου πω δηλαδή, όλη η Αθήνα τον
ακολούθησε… τον αγαπούσανε πολύ, ήταν αξιαγάπητος… και τον ραίνανε με λουλούδια
και, θα σου φανεί περίεργο, γελούσανε και χειροκροτούσανε! Λες κι είχε την
τελευταία του πρεμιέρα».
[Σμάρω Στεφανίδου για τον Βασίλη Λογοθετίδη, που έφυγε τέτοια
μέρα, πριν 56 χρόνια].
Κάτω στα δικά μας τώρα…
Eνόσω η πηδαλιούχος Άνγκελα καταβροχθίζει πατάτες
τηγανητές στις Βρυξέλλες…
Με το πρόσωπο βουτηγμένο στο
νερό το βρήκανε να επιπλέει.
Με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χωρίς
ζώνη ασφαλείας.
Στην κλειστή στροφή της
λεωφόρου με τον ουρανό.
Πρεμιέρα στην πίστα του Παραδείσου.
Ο Παντελής και το ύστατο
χειροκρότημα.
Η λαμαρίνα… η λαμαρίνα όλους
τους σβήνει αγόρι μου.
Ξυλοκοπήθηκε ο πρωτοθεματίτης ρεπόρτερ
του νεκροτομείου, αλλά όχι οι υποψήφιοι αναγνώστες της φυλλάδας.
Οι ίδιοι που αγόρασαν το τεύχος
με τον Παύλο.
Δώρο, γιγαντοαφίσα με τον
ημιθανή ήρωα.
Ο Ρουπακιάς απασφαλίζεται και η
δικαιοσύνη βομβαρδίζεται.
Παρήλθε το 18μηνο, άνοιξε το
τριώδιο και ξεκίνησαν οι εκπτώσεις.
Ρουπακιάς έξω – 10 μωρομάνες +
11 βρέφη [0-3 ετών] = μέσα
Υποσιτίζονται, κρυώνουν, δεν
έχουν επαφή με τον έξω κόσμο.
Μόλις κλείσουν τα τρία τους χρόνια,
θα αποχωριστούν τη μητέρα τους και θα πάρουν το δρόμο για κάποιο άλλο ευαγές ίδρυμα.
Ο διπλωμάτης Γεωργιάδης, το δεξί
χέρι του Μητσοτάκη, μεσοτοιχία με τον Χριστοφοράκο και κολιγιά με τον καλό
σαμαρίτη Παπασταύρου, νωρίς σκατζάρισε με το διπλωματικό του διαβατήριο.
Στα ανήλικα θύματά του στη
Μολδαβία, ισοβίως θα μυρίζει το ψαρόλαδό του.
Οι πρόσφυγες επέζησαν απ’ τον
πόλεμο, αλλά όχι απ’ τα συρματόπλεχτα τείχη της φιλόξενης Ευρώπης.
«Την ώρα που θα ξεψυχάτε,
κοιτάξτε λίγο το φακό… να εδώ!»
Επίκληση: να περάσει επειγόντως το
Κούρο Σίβο απ’ τη ρότα μας!