Αθήνα-Πύργος: σκάρτες τέσσερις ώρες, χωρίς
αλέ-ρετούρ, αλλά με φουλ πακέτο προσφορών.
Θερμοκρασία: έκανε ντουέτο με την πίεση· γύρω
στους είκοσι βαθμούς, που όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, αυξανόταν
κατακόρυφα μαζί με την αγωνία και την προσμονή.
Παρασκευή και 13: καθόλου
γρουσούζικη δεν αποδείχτηκε η μέρα, τουναντίον, ήταν γεμάτη μπουκλωτές αγκαλιές,
συγκινήσεις και κρασοκατανύξεις.
Το ραντεβού μας με την Γιούλη ορίστηκε σε
κεντρικό σημείο της πόλης. Ήταν η πρώτη που θα συναντούσα, για να πάμε παρέα
στην Αριστέα κι από κει στο βιβλιοπωλείο του Αγαθοκλή. Δεν γνωριζόμασταν κι
έτσι όπως ήμουν στημένη καταμεσής του δρόμου, χαμογελούσα στην κάθε διερχόμενη
- υποψήφια “Γιούλη”. Κι αυτές
ανταπέδιδαν συγκαταβατικά τα χαμόγελα, με όλη την κατανόηση που επιστρατεύει
κάθε σοβαρός άνθρωπος σε μια αλαφροΐσκιωτη που παρατηρεί τους περαστικούς με
ύφος Μις Μαρπλ, λίγο πριν ανακαλύψει τον δολοφόνο της Λαίδης Καμίλα Τρεσίλιαν,
στο κτήμα του Ντέβον. Ευτυχώς η αποκάλυψη της Γιούλης έγινε εγκαίρως και πριν
εκτεθώ ανεπανόρθωτα στην τοπική κοινωνία του Πύργου. Και του Ντέβον γενικότερα.
Η Γιούλη εν τω μεταξύ, καθόλου δεν
μου κίνησε τις αρχικές υποψίες ότι ήταν αυτή που περίμενα. Ίσα-ίσα που η
αετίσια ματιά μου την αγνόησε παντελώς, θεωρώντας βέβαιο πως είναι μια νεαρή
μαθήτρια που σχόλασε απ’ το φροντιστήριο.
Εκείνη βέβαια με αναγνώρισε και για να προλάβει την περαιτέρω έκθεσή μου
με τις περαστικές, μου έκανε σινιάλο ανεμίζοντας το βιβλίο μου. «Θα είχε δουλειά κι έστειλε την ανιψιά της»,
σκέφτηκα. Το σερί των ατυχών μου προβλέψεων τερματίστηκε εκεί· όταν η γλυκιά Γιούλη μου μίλησε και αναγνώρισα
τη στεντόρεια φωνή της (προς στιγμή
νόμιζα πως ήταν πλέι-μπακ, για τόση ταχύνοια μιλάμε!..)
Κι ύστερα φύγαμε για να συναντήσουμε την Αριστέα. Με
την οποία γνωριζόμασταν ήδη, οπότε η προκαθορισμένη μας συνάντηση, μου φαινόταν
υπόθεση ρουτίνας (σαν έμπειρο λαγωνικό της Σκότλαντ Γυαρντ ένα πράγμα). Ωστόσο,
μετά από αρκετά πισωγυρίσματα επί της κεντρικής λεωφόρου, τηλέφωνα, «όχι τόσο χαμηλά», ξανά-μανά
τηλέφωνα, «λίγο πιο πάνω, εκεί που
είναι μισάνοιχτη μια κυπαρισσολαδί γκαραζόπορτα», τελικά σταματήσαμε
αποκαμωμένοι στο πάρκινγκ ενός φούρνου, αναζητώντας στα βάθη της λεωφόρου, η
μια την άλλη. Στο χρονικό διάστημα που μας πήρε για να συναντηθούμε επιτέλους
από κοντά, η μις Μαρπλ θα είχε εξιχνιάσει ήδη το μυστηριώδες έγκλημα και θα
έπινε το τσάι της με τον αγαπημένο της ανιψιό Ρέημοντ και τη λαίδη Σέτζγουικ,
στο μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου Μπέρτραμ. Μια ανάσα δρόμος απ’ το
Ντέβον.
Σαββατιάτικο πρωινό, λιακάδα,
καφεδάκι στο Κατάκολο, θάλασσα να φοράει τα γιορτινά της και μια πόλη-κούκλα!
Τι άλλο να ζητήσει κανείς απ’ την καλή του μοίρα;
«Μπορούμε να σας τραβήξουμε μια
φωτογραφία;»
«Μήτε για γλαροδόλωμα δεν κάνουν...
δεν τις είδες κουνήματα και σκέρτσα; Θε μου σχώρα με!...»
Σάββατο απόγευμα, ανήμερα της
παρουσίασης (μεγάλ’ η χάρη της) και η αγωνία κορυφώνεται στον πύργο της διαγαλαξιακής
Πριγκίπισσας Άϊρις. Παρά τις προτροπές των φίλων να αποφύγει να ετοιμάσει την
Άρτα με τα Γιάννενα, εκείνη ετοίμασε τελικά και την Άρτα και τα Γιάννενα και
την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, μέχρι και τις παρυφές του Σαιντ-Μαίρυ-Μιντ
λίγο έξω απ’ το Λονδίνο. Η Μις Μαρπλ έλειπε μόνο απ’ τις πιατέλες της. Φυσικά
και δεν περίσσεψε χρόνος να ετοιμαστεί με την ηρεμία της, αφού τύλιγε, έψηνε,
ξεφούρνιζε και ματατύλιγε... κι αν δεν πηγαίναμε να την πάρουμε λίγη ώρα πριν
την παρουσίαση, ίσως να έψηνε ακόμα. Φορτώσαμε ένα καμιόνι ρολίνια, τοστίνια,
σφολιατίνια και λοιπά εδέσματα και ποτά και ξεκινήσαμε για την παρουσίαση. Η
αγωνία μου πήγε γρήγορα περίπατο, αφού ένιωσα απ’ την πρώτη στιγμή πως είμαι
στα νερά μου, παρέα με “ωραίους” ανθρώπους. Γνώρισα επιτέλους από κοντά και τις διαδικτυακές φίλες
μας, την Ελένη, την Νάσια και το ηρωικό “Αφρούλι”, την επιστήθια φίλη της Αριστέας μας (τέρας ηρεμίας, χαλάρωσης και υπερβατικού διαλογισμού).
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε
με το απαιτούμενο τρακ, τόσο όσο χρειαζόταν μέχρι να συγχρονιστούμε, να
χαλαρώσουμε και να γίνουμε μια παρέα. Ερασιτέχνες όλοι μας· συγγραφείς,
ακροατές, ομιλητές, συνδαιτυμόνες σε μια βιβλιο-γιορτή, βρήκαμε γρήγορα τα κοινά μας
βήματα και περάσαμε αξέχαστα. Ακόμα και η μικρή συντροφιά που έμεινε ως αργά
στο πατάρι του Αγαθοκλή για κουβέντα και ανταλλαγές εμπειριών, ήταν απ’ τις πιο
ωραίες στιγμές της παρουσίασης. Εκτός πρωτοκόλλου σχεδόν όλα, δίχως ιδιαίτερες
προετοιμασίες και πρόβες, αλλά μόνο με τις φροντίδες των φίλων που είχαν
φροντίσει για τα δέοντα. Ένα θα σας πω. Ο Αγαθοκλής με υποδέχτηκε εκείνο το
απόγευμα στο βιβλιοπωλείο του, δείχνοντάς μου το πατάρι «Σας έχω μια έκπληξη, ανεβείτε να δείτε». Το πατάρι έπαιζε κρητικές
μουσικές, στο τραπέζι με περίμενε ένα καλάθι λουλούδια και δυο σειρές
μεταλλικές καρέκλες είχαν στοιχηθεί περιμένοντας τους επισκέπτες. Και ήταν όλοι
τους υπέροχοι!
Απέραντη
ευγνωμοσύνη για τους καλούς φίλους που βρέθηκαν κοντά μου και με στήριξαν και σ’
αυτήν την προσπάθεια!
Υ.Γ. Μαζί με τις καλύτερες
αναμνήσεις μου απ’ αυτό το ταξίδι, κρατάω καλά φυλαγμένη μέσα μου την εικόνα ενός
νέου κοριτσιού, που ήρθε στην παρουσίαση και μας μίλησε για το κοινωνικό
φροντιστήριο, τους καθηγητές που το στηρίζουν χρόνια τώρα και τα όνειρά της. Καθάριο
βλέμμα, έντιμη γλώσσα και επίγνωση του ρόλου της. Γιατί υπάρχουν κι αυτά τα παιδιά. Δεν είναι
οι επώνυμοι μαχητές ενός ριάλιτι, αλλά οι πιο έντιμοι αγωνιστές της ζωής.