Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Εκλήθη προς μετάταξη


“Σύντομον σχολικόν ενθύμιον απ’ την τάδε τάξη
του τάδε δημοτικού, την τάδε χρονιά”
Ο κύριος Φάνης εν μέσω αμνοεριφίων
ανένταχτος αιθεροβάμων και ευφάνταστος καινοτόμος
μας ήρθε στην τάξη  πρωτοκάραβος και απλόκαρδος
με τη βίτσα του τη βεργολυγερή που όλοι μας την τρέμαμε
από κάτι “καλοδασκάλους” κατά το πρωτόκολλο…
αυτός την ξεμασκάλισε την έκανε διχάλα
σαν υδροφάντης την στροβίλιζε στον αέρα
κι έψαχνε να βρει τη νερομάνα φλέβα
“έτσι θ’ ακουρμάζεστε κι εσείς κάτω από κάθε λέξη
ν’ αναζητάτε τις ρίζες και τις πηγές της
να τις φυτεύετε για να καλοκαρπίσουν
γιατί δίχως λέξεις δεν υπάρχει σκέψη
και δίχως σκέψη πεθαίνουν οι ιδέες”…

Τον έφαγε το λησμονοβότανο τον κύριο Φάνη
τον δάσκαλο τον αηδονόλαλο της τάδε τάξης
που έφερε τις λέξεις του μια μέρα να τις ριζοβολήσει
κι όταν τον πήραν είδηση πως φύτευε τους σπόρους του
για ισότητες και δικαιοσύνες και πολεμόχαρους αιμοπότες
αίφνης εκλήθη προς μετάταξη λόγω ψυχικής διαταραχής
κι έτσι επιστρέψαμε κι εμείς τ’ αθώα πρόβατα
στην κανονικότητα του χερσοχώραφού μας
γίναμε μεγάλοι κι ευπρεπείς και άπραχτοι
και ευλαβείς κολλυβογραμματιζούμενοι
μεροδούληδες και μονοφαγάδες
ως ορίζει του ισχυρού ο νόμος.

Ευπειθώς υποφέρω,
Ένας μαθητής σου απ’ τα παλιά
που έφτασε τα χρόνια και τα λόγια σου

Συμμετείχε στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας που οργάνωσε και έτρεξε 
στο στέκι της Η ζωή είναι ωραία
Εξαιρετικές συμμετοχές και σ’ αυτό το συμπόσιο, νέες παρουσίες, ξεχωριστές διαδρομές και εκδοχές πάνω στον καμβά των λέξεων που μας έδωσε η Αριστέα. 
Εγκάρδια “ευχαριστώ” στους φίλους γι’ αυτό το  υπέροχο συναπάντημά μας και φυσικά 
στην -άψογα οργανωμένη- Αριστέα μας! 

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λεωφόρος των Ψυχών


Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια  που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.

«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.

Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.

Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»

Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου εικονίσματα».

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους.

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της…



Συμμετείχε στο 16ο "Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε  η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ είναι στην αρχική της μορφή.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κρυφά σχολειά


// Σου περνούσε αυτό που ήθελε με έναν τρόπο που, ήθελες-δεν ήθελες, θα τον καταλάβαινες. Τώρα πάω στο σχολείο εκτός φυλακών και την Κυριακή είχα σκοπό να πήγαινα να τον έβλεπα σε μια εκκλησία που ψέλνει. Ήθελα κάποια πράγματα να του πω, ότι σ’ αυτό το σχολείο που πάω τώρα, λείπει ο Ζουγανέλης, λείπει. Σ’ αυτό το σχολείο του Κορυδαλλού ένιωθα ότι αποφυλακιζόμουν, πήγαινα με χαρά, περίμενα από τις 8 παρά τέταρτο ν’ ανοίξει ο υπάλληλος την πόρτα. Το Σαββατοκύριακο που δεν είχαμε σχολείο στεναχωριόμουν...//

Γιώργος Ζουγανέλης: Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών Κορυδαλλού. Πάντα πρόθυμος για την καινοτομία, μ’ αυτό το καθησυχαστικό χαμόγελο και το ήρεμο βαθύ βλέμμα, δίδαξε πώς γίνεται το όνειρο πραγματικότητα.
Ήταν ο φωτισμένος δάσκαλος που έστησε και υπηρέτησε το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας» των Φυλακών Κορυδαλλού. Με όραμα να προσφέρει το «δώρο της μόρφωσης» στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του σχολείου των φυλακών και με την πεποίθηση πως η εκπαίδευση έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, έβαλε σκοπό της ζωής του να προσφέρει τις γνώσεις του στους κρατουμένους, παρέχοντάς τους την δυνατότητα ν’ αποκτήσουν απολυτήριο γυμνασίου. Αμέσως μόλις ανέλαβε τη διεύθυνση του σχολείου, ξήλωσε τις κάμερες που βρίσκονταν στο χώρο στέγασης κι εγκατέστησε έναν φύλακα στην είσοδο του, προσφέροντας στους κρατουμένους μια «χαραμάδα ελευθερίας».

Οι μαθητές τον αποκαλούσαν «δάσκαλο», του μιλούσαν στον ενικό, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, ήταν ένας πόλος έλξης που μαγνήτιζε τους ανθρώπους να βρεθούν μαζί του, να συνεργαστούν και όλοι μαζί να «χτίσουν» μέσα στις φυλακές έναν κόσμο ελεύθερο, δίκαιο, γεμάτο φως και ελπίδα. Τα όπλα του ήταν τα γράμματα και οι τέχνες. Έτσι άνοιγε τον δρόμο για το αύριο των κρατουμένων έξω απ’ τη φυλακή, με εφόδιο την παιδεία, τη γενική μόρφωση και τον πολιτισμό. Λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, χορός, φωτογραφία, κινηματογράφος, μουσική, σχολικά μαθήματα, ξένες γλώσσες, ελληνικά για τους αλλοδαπούς κρατούμενους, δεν υπήρχε άνθρωπος να προσφέρει γνώση και έργο εθελοντικά στο ΣΔΕ κι ο Γιώργος να μην το εντάξει στο πρόγραμμα του σχολείου για τους μαθητές του.

Κατά τραγική ειρωνεία, έφυγε αιφνίδια την ημέρα που γιορτάζουν οι προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών∙ ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, στις 30/01/2016, σε ηλικία 55 χρονών, η σπάνια καρδιά του λύγισε. Αν το έργο του τύχαινε της προβολής και του σεβασμού που του αναλογούσε, θα ξέραμε περισσότερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τίμησε στο έπακρον το ρόλο του και λειτούργησε ένα σχολείο, που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα απ’ τα “ελεύθερα σχολεία”, αντιθέτως αυτά θα έπρεπε να ζηλέψουν και να αντιγράψουν τη μεθοδολογία του.

Λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι αυτής της σχολικής χρονιάς, ας ψάξουμε λίγο στα διάσπαρτα “κρυφά σχολειά” που υπάρχουν τριγύρω μας. Εκεί που κάποια παιδιά θα πάνε ασυνόδευτα στον αγιασμό, ή ακόμα και υπό τους βρυχηθμούς κάποιων ένθερμων γονέων και κηδεμόνων, που αλυχτούν περί  «θωράκισης των σχολείων από τα παιδιά των προσφύγων».  Ας φροντίσουν όλοι αυτοί οι “καλοί γονείς”, να θωρακίσουν τα δικά τους παιδιά απέναντι στον φιλοτομαρισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Το σύγχρονο αναγνωστάρι του ανθρώπου, έχει πρώτη λέξη την Αλληλεγγύη κι εκεί επάνω χτίζεται η κοινωνία του αύριο, αυτή είναι η πιο ουσιαστική παιδεία για όλους, εκεί γεννιέται το όνειρο και μόνο εκεί ανθίζει το χαμόγελο.

Καλή μας φώτιση!


Απ’ το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, ένα σχολείο που Έλληνες καθηγητές, διδάσκουν σε μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο την ελληνική γλώσσα, την ελληνική κουλτούρα και την ελληνική παιδεία. Ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, στο οποίο  κατά καιρούς πηγαίνουν και Έλληνες αναλφάβητοι.


Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Πέντε


Πριν πέντε χρόνια το Απάγκιο σήκωσε πανιά για να ξεκινήσει το διαδικτυακό του ταξίδι, που δεν ήταν παρά μια απόπειρα απόδρασης απ’ την ασφυκτική καθημερινότητα. Στα χρόνια αυτά, αξιώθηκε να γνωρίσει πολλούς και εκλεκτούς φίλους, να δέσει τους κάβους του σε φιλόξενα λιμανάκια και να ζήσει δυνατές συγκινήσεις. Να γεμίσει τα αμπάρια του με δώρα πολύτιμα∙ ευχές και κεράσματα, σμιξίματα και τραπεζώματα, στιγμές νοτισμένες απ’ το άρωμα της παρέας, που μένουν ανεξίτηλες στο χρόνο. Ένα τεράστιο "ευχαριστώ" για την παρουσία σας -ακόμα και εν μέσω της μακρόχρονης απουσίας μου- για τις ευχές και τα μηνύματά σας, για τη νοερή συντροφιά σας που είναι βάλσαμο και στήριγμα στις απρόσμενες φουρτούνες της ζωής. Κάτι κουβέντες που έχουμε ανταλλάξει κατά καιρούς, σαν τα τσαλακωμένα χαρτάκια που διακινούσαμε συνωμοτικά κάτω απ’ τα σχολικά θρανία μας, ήταν η πυξίδα και  η τροχιοδεικτική πορεία προς ένα απάνεμο αραξοβόλι, μέχρι να περάσει η αντάρα.

Αυτό το κακοχείμωνο καλοκαίρι, άφησε πίσω του προσωπικές αλλά και εθνικές απώλειες.  Με τα μάτια ακόμα πρησμένα απ’ τα κάθε λογής “αποκαΐδια”, η διάθεση είναι στα τάρταρα και τα ευχολόγια μοιάζουν άτοπα, όταν κάνεις τη σούμα με τα θύματα της απίστευτης θεομαχίας∙ άνθρωποι να παλεύουν με τον άνεμο, τη φωτιά και το νερό! Έχοντας βιώσει εκείνες τις ασφυκτικές μέρες των πυρκαγιών στο θάλαμο ενός νοσοκομείου συντροφεύοντας αγαπημένο μου πρόσωπο, ο πόνος βάραινε περισσότερο. Να σβήνεις τη φωτιά με άλλη φωτιά, να ζυγιάζεις την προσωπική σου επερχόμενη απώλεια στην πλάστιγγα με τους ατέλειωτους κίτρινους σάκους που έδειχνε η τηλεόραση, ήταν βασανιστικό. Τα “πώς” και τα “γιατί”, θα υπεραναλυθούν και  πιθανότατα θα συρταρωθούν, όπως τα άψυχα σώματα που γέμιζαν εκείνες τις μέρες τα συρτάρια των νεκροθαλάμων. 

Πολύ φοβάμαι ότι η προσοχή μας έχει πάλι αποσπαστεί εκεί που οι σειρήνες της “δημοσιογραφίας” το απαιτούν (“παραλίγο να καεί και το σπίτι του Σάκη”, σου λέει…), μέχρι να σβήσει σαν ισχνό κυματάκι στα ρηχά της μνήμης μας. Κι αν δεν αντιληφθούμε επιτέλους πως η μόνη περιουσία μας είναι η φύση, πως αν δεν γκρεμίσουμε φράχτες και συρματοπλέγματα για ν’ ανασάνει απ’ τον τσιμεντένιο κλοιό και δεν αφήσουμε κατά μέρος τις επεκτατικές μας τακτικές, θα εγκλωβιστούμε ξανά στις δύσβατες ατραπούς μιας αφιλόξενης πολιτείας. Είμαστε στην πιο όμορφη γωνιά του πλανήτη, στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς, όπως μας λένε οι ξένοι ατζέντηδες∙ και δεν διαθέτουμε ακόμα τα στοιχειώδη. Προσπελάσιμους δρόμους για τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Ελεύθερα πεζοδρόμια (αν έχετε κάνει διαδρομές με παιδικά καροτσάκια στην πόλη, καταλαβαινόμαστε). Ας μην συζητήσουμε για τους χτισμένους λόφους της Αττικής, τις νεοσύστατες πολιτείες στο δάσος της Πάρνηθας, τα μπαζωμένα ποτάμια και τις δύσοσμες περιοχές στο Θριάσιο που παλεύουν να επιβιώσουν ανάμεσα σε φουγάρα, αντλίες και δεξαμενές με πετρέλαιο. Πόση πολιτική προστασία να μας φυλάει, αν η προσωπική μας ευαισθησία φτάνει ως το χαλάκι της εξώπορτάς μας; 

Κρατάω στις αποσκευές μου τις κρητικές μας συναντήσεις με φίλους και συγγενείς, τα λόγια και τις ευχές τους, τα τσουγκρίσματα και τις ρακοκατανύξεις κάτω απ’ τη ματωμένη σελήνη, τις παυσίπονες μαντινάδες, τα χτυπήματα στην πλάτη και τα σφιχταγκαλιάσματα πριν την επιστροφή μας στο κλεινόν άστυ∙ όλα αυτά που άπλωσαν μια γλυκερή κρούστα πάνω απ’ τη συσσωρευμένη πικρίλα και τις στρώσεις της λύπης. 

Το κατευόδιο μας στο λιμάνι «Να κλέβεις του χάρου παιδί μου!» ήταν η ύστατη παραγγελιά που πήρα μαζί μου. Επιτρέψτε μου να σας την κοινωνήσω με όλη μου την αγάπη!