Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Ο Μάης και τα ματωμένα γαρύφαλλα


«Παιδί μου, θυμάμαι σαν τώρα τα καμιόνια με τα πτώματα που στάζανε τα αίματα, σαν να ᾽τανε σφαχτάρια», μονολογούσε μια γερόντισσα σε μια ιστορική περιήγηση στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Το Μπλοκ 15, ήταν το Νταχάου της Ελλάδας, λίγοι όμως το γνωρίζουμε κι ας είναι δυο βήματα απ’ την πόλη που ζούμε.
Περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν εκεί την περίοδο της Κατοχής: Εβραίοι, τσιγγάνοι, πολιτικοί κρατούμενοι, κομμουνιστές, ανάμεσά τους και οι 200 που μεταφέρθηκαν στην Καισαριανή για να εκτελεστούν, την Πρωτομαγιά του 1944.
Τα φορτηγά που τους μετέφεραν διέσχισαν το Χαϊδάρι και οι μελλοθάνατοι πάσχιζαν να πουν ένα τελευταίο «αντίο» στους δικούς τους, με τα αποχαιρετιστήρια σημειώματα που πέταγαν σαΐτες στο δρόμο.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν ανάμεσα στους διακόσιους νεκρούς Ακροναυπλιώτες της Καισαριανής. Ήταν μορφωμένος και ήξερε γερμανικά, γι’ αυτό και ανέλαβε χρέη διερμηνέα. Όταν το παλιοτόμαρο που εκτελούσε χρέη διοικητή, ο Καρλ Φίσερ, τον είδε ανάμεσα στους μελλοθανάτους της Πρωτομαγιάς του '44, του πρότεινε να τον απαλλάξει:
«Νάιν, όχι εσύ, γύρνα πίσω στη σειρά σου, θα πάρει κάποιος άλλος τη θέση σου στο φορτηγό».
Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε και προτίμησε να θυσιαστεί, παρά να καταδικάσει κάποιον άλλον.

«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση», έγραψε στο τελευταίο σημείωμα που έγινε και ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη.
Στο Χαϊδάρι αντηχούν ακόμα οι οιμωγές των βασανισμένων και τα γέλια των καθαρμάτων που διοικούσαν το στρατόπεδο. Ο κτηνώδης ταγματάρχης Πάουλ Ραντόμσκι, ήταν ένας μέθυσος βασανιστής που έφερε από την Ουκρανία το «γαλόνι» της εξόντωσης των ποδοσφαιριστών της Ντιναμό Κιέβου, εκείνων που τόλμησαν να ρεζιλέψουν τους Ναζί στο περιβόητο «ματς του θανάτου» τον Αύγουστο του 1942.
Στα χέρια του στυγερού δολοφόνου Ραντόμσκι (αποτάχθηκε το ’44, όταν μέθυσε και απείλησε να σκοτώσει την υποδιοικητή του), το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, έγινε συνώνυμο της φρίκης, του σαδισμού και του θανάτου.

Οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, κουβέρτες, τρεχούμενο νερό, ούτε καν αποχετευτικό σύστημα. Οι φυλακισμένοι ήταν γεμάτοι ψείρες και οι ασθένειες θέριζαν. Όποιον αρρώσταινε, τον ξέγραφαν. Ο μοναδικός γιατρός του στρατοπέδου χρησιμοποιούσε τα ελάχιστα φάρμακα για να θεραπεύει τους στρατιώτες των Ες-Ες.
Τα μαστιγώματα και οι ξυλοδαρμοί ήταν σε ημερήσια διάταξη. Στον φράχτη του στρατοπέδου, είναι ακόμα καρφωμένα τα τσιγκέλια-βραχιόλια που έδεναν τους κρατούμενους για να τους βασανίσουν. Τους στοίβαζαν επί ώρες στο μεγάλο θάλαμο, στο εσωτερικό του κτηρίου, τόσο ασφυχτικά, που δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Ώρες ατέλειωτες, δίχως τροφή και νερό, δίχως οξυγόνο. Ξαμολούσαν άγρια σκυλιά για να τους σπάσουν το ηθικό, τους καίγανε τα ρούχα και τους έκαναν ομαδικά  καψόνια. Για ν’ ακούν και οι απ’ έξω και να φοβούνται. Μοιραία, το όνομα του στρατοπέδου και η δυσοίωνη νεκροκεφαλή που στόλιζε την πύλη του, συμβόλιζαν τον αναπόφευκτο θάνατο.

«Μorgen kaputt», φώναζαν αντί χαιρετισμού οι φύλακες προς τα φορτηγά με τους νεοσυλλέκτους δέσμιους: «Αύριο, θα πεθάνετε». Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ανακρίνονταν με ανελέητα βασανιστήρια στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, από τα οποία δεν έβγαινε κανένας ζωντανός και αρτιμελής.
Αρκετοί τρελάθηκαν μέσα στο στρατόπεδο και έσκιζαν τη νύχτα με τα ουρλιαχτά τους. Πολλοί δολοφονήθηκαν από τους αδυσώπητους φρουρούς ή προτίμησαν την αυτοκτονία.
Το Μπλοκ 15 ήταν η πτέρυγα των μελλοθανάτων, εκείνων που δεν θα ξανάβλεπαν το φως του ήλιου. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι περίπου 2.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο Χαϊδάρι, ανάμεσά τους και 25 γυναίκες. Ανάμεσά τους και όλοι οι Εβραίοι που φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο, μεταφέρθηκαν με τα τρένα της φρίκης στο Άουσβιτς, για να θανατωθούν στους θαλάμους αερίων.

Σε ποιο σχολείο, μας μάθανε πως η Αθήνα ήταν γεμάτη στρατόπεδα θανάτου και τόπους βασανισμού; Σε ποιο μάθημα μας δίδαξαν πως η ιστορία του τόπου ξεκίνησε μετά τον 19ο αιώνα, πως τα χώματα που πατάμε σήμερα είναι ποτισμένα με το αίμα τόσων ηρώων; Πως στην καρδιά της Αθήνας, εκεί που στεγάζονται σήμερα μεγαλομάγαζα και εταιρείες, μαρτύρησαν στα υπόγειά τους τόσοι αγωνιστές;
«Όταν έπεφτε το βράδυ, ακούγαμε τις κραυγές των βασανισμένων απ’ τα παράθυρα του νοσοκομείου. Προσευχόμασταν να σταματήσει αυτό το αιματοκύλισμα. Γιατί τόσος πόνος Θεέ μου;» μου διηγήθηκε μια ηλικιωμένη κυρία που ήταν νοσηλεύτρια στο Αρεταίειο. Ακριβώς απέναντι, ήταν τα περιβόητα κολαστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας. Εδώ, το αντίστοιχο δόγμα των ντόπιων οπαδών του Ραντόμσκι, ήταν: «Φίλος ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα».
Εδώ μαρτύρησε ο ήρωας Σπύρος Μουστακλής απ’ την ομάδα του Αναστασίου Σπανού. Ήταν 28 Απριλίου του ’86, όταν άφησε την τελευταία του πνοή, παράλυτος απ’ τις «φροντίδες» των βασανιστών του.

Σ’ ένα άλλο «ευαγές ίδρυμα» σωφρονισμού, στις Στρατιωτικές Φυλακές στο Μπογιάτι, βασανίστηκε άγρια ο Αλέκος Παναγούλης. Όπως μας είχε διηγηθεί ο αδερφός του σε μια περιήγηση, είχαν κατασκευάσει ένα ειδικό κελί απομόνωσης για τον Αλέκο, που ήταν αντίγραφο τάφου. Τα δύο αδέλφια δεν είχαν καμιά επαφή, παρ’ ότι έγκλειστοι στην ίδια φυλακή. Πέρασε φρικώδη βασανιστήρια (ο Θεοφιλογιαννάκος κεντούσε με καυτές βελόνες την ουρήθρα του, αργότερα όμως στη δίκη των χουντικών, ορκιζόταν πως τον εκτιμούσε απεριόριστα, γιατί δεν λύγισε ποτέ!) Του κατάσχεσαν ακόμα και τη γραφική ύλη, ωστόσο αυτός χρησιμοποίησε για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Έφυγε 36 χρονών, την Πρωτομαγιά του ’76, μετά από ένα αμφισβητούμενο "τροχαίο" στη Λεωφ. Βουλιαγμένης.



Επειδή η λήθη είναι το χαρακτηριστικό της φυλής μας, το κείμενο είναι μια άσκηση μνήμης και ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ όλα τα βασανισμένα θύματα του φασισμού, στους τυραννισμένους προγόνους και στις χαροκαμένες μανάδες που ακολουθούσαν την αιμάτινη διαδρομή απ’ τα καμιόνια, για να βρουν τα πτώματα των παιδιών τους. 
Και για όσους επιμένουν στην ιστορική αμνησία, το κρίμα (θηλειά) στο λαιμό τους.
[Φωτογραφίες απ’ το προσωπικό μου αρχείο και από το διαδίκτυο]

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

αποδομημένη σοκολατόπιτα


(προετοιμασία)
−“τι να κρατάμε στην Αριστέα;”
ρώτησε κάποια απ’ την παρέα
−“καμιά σοκολατόπιτα;”
πρότεινε μία αδαής
ιιιιι… στα όρη στ’ άγρια βουνά
τον κόρφο φτύσαμε ευθύς
κάναμε το σταυρό μας
ξεπλύναμε με αγιασμό
το στόμα της αμαρτωλής
και φούρνο αναζητήσαμε
με προϊόντα ολικής

(υλικά)
διαλέξαμε κριτσίνι
μ’ αγαύη και ταχίνι
με κρούστα κανναβόσπορο
και ποικιλία εφτά καρπών
και μπάρες δημητριακών
και για ποτάκι χαλαρά
smoothies βραστών λαχανικών
κέφι που έχει να γίνει
ετούτο το συμπόσιο
αθάνατο θα μείνει

(εκτέλεση)
«να πεθάνει ο Χάρος ο άχαρος / ο λευκοαλευρωμένος
κι οπού θα πίνουν έτοιμους / χυμούς και κόκα κόλες
πουλάκι να μην κελαηδεί / να γίνοντ’ οι  μπριζόλες
δίκοκκοι  λιναρόσποροι και κριθαριού νιφάδες
τα ύστερα της ζάχαρης / τόσων δοντιών φονιάδες
ρύζι λευκό-κακό σπυρί / να μη ριζοβλαστήσει
και μακαρόνι ολικής την πλάση να ταΐσει»

(σερβίρισμα)
−εβίβα στην παρέα!
μας είπε η Αριστέα
−πεθαίνω για να ζω
ήταν το σύνθημά μου
κι όποιος δεν αποδόμησε
σωστά το νόημά μου
ενημερωτικό σημείωμα
του στέλνω με μια ρήση:
«Φοβόταν τρομερά το θάνατο
γιατί δεν είχε ακόμα ζήσει» (*)

(*) Φραντς Κάφκα


Η αποδόμηση της συγκεκριμένης σοκολατόπιτας, πραγματοποιήθηκε επιτυχώς στο 23ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας, που χρόνια τώρα, έχει κηρύξει ανοιχτό πόλεμο με τη ζάχαρη (και όχι άδικα). Το θέμα του Συμποσίου, αν και θανατερό, ανέδειξε το μεγαλείο της ζωής και τη διαχείριση του πένθους. Τελικά, αυτό που αποδομήθηκε σ’ αυτό το Συμπόσιο, ήταν ο θάνατος. Με την εξαιρετική θεματική ιδέα της Αριστέας και τις υπέροχες συμμετοχές των φίλων.
Θερμά συγχαρητήρια στον νικητή του Συμποσίου, τον Γιάννη μας, που αποδόμησε ΚΑΙ τον κανόνα της πρωτιάς που, ως τώρα, ήταν γυναικεία υπόθεση.



Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Στην Θεσσαλονίκη (ηλιόλουστα και χαλλλαρά)…


Πήγαμε οδικώς και επιστρέψαμε “ιπτάμενοι”. Η “απογείωση” πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης 11/4, στην αίθουσα (το λες και Κοσμοδρόμιο) του Συλλόγου Ζωγράφων Θεσσαλονίκης και Βορείου Ελλάδας. Η παρουσίαση του βιβλίου μου, είχε -εδώ και καιρό οργανωθεί- απ’ την καλή φίλη Ρένα. Για όσους δεν την ξέρουν (πράγμα απίθανο μεταξύ μας), η Ρένα είναι η προσωποποίηση της γυναίκας-ορχήστρας. Νομίζω πως δεν υπάρχει κάποια δημιουργία, που να διαφεύγει απ’ το πεδίο δράσης της. Μεταξύ των πολλών καθηκόντων και δραστηριοτήτων της λοιπόν, η Ρένα οργάνωσε ήσυχα και αθόρυβα αυτή τη βραδιά.

Ο ορισμός της φιλοξενίας και της καλής παρέας. Ευχαριστώ απ' την καρδιά μου όλους τους φίλους που με τίμησαν με την παρουσία τους και γέμισαν την καλαίσθητη αίθουσα. Τον γλυκύτατο Πρόεδρο του Συλλόγου Περικλή Μπαλάφα, τον Πάρη Βορεόπουλο, την Λαμπρινή Κοτσίδου, τον Νίκο Μπουκουβάλα, τον Πρέδρο της Εταιρείας Συγγραφέων Β. Ελλάδας κ. Αλέκο Δαφνομήλη που βρέθηκε κοντά μας και όλους τους φίλους και τα μέλη του συλλόγου. Την Ρένα Χριστοδούλου, την Αντωνία, την Ελένη και την Χρύσα για την πολύτιμη βοήθειά τους με τα διεκπεραιωτικά, την Σοφία Μπαξεβανίδου & την Μαρία Ρίζου (επιτέλους ανταμώσαμε κι από κοντά) κι όλα τα "καρντάσια" εκ Θεσσαλονίκης... 


Αν μπορούσα να το χωρέσω σε μια φράση, αυτό που ζήσαμε εκεί πάνω, αυτή θα ήταν: «Τι να σε λέω τώρα;»


Υ.Γ. Χαλλαρά αύριο, θα έχουμε και βίντεο της βραδιάς, στο γιουτιούμπι…



Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Ευ θνήσκειν [Παίζοντας με τις λέξεις #19]


−Να᾽ρθεις να με ζητήσεις απ’ τον μπαμπά. Τι θα λένε στη γειτονιά που μ’ έχεις ακόμα αστεφάνωτη; Να βάλεις το καλό σου κουστούμι και να᾽ρθεις, Αργύρη μου… να παντρευτούμε με το καλό  και να φύγουμε αμέσως για το ταξίδι μας στη Βενετία… αύριο πρωί να᾽ρθεις σπίτι μου…

«Δεν έχει επιστροφή κύριε Αργύρη. Μονάχα αυτή η προσμονή που έχει επινοήσει, την κρατάει στη ζωή. Ό,τι σας φωτίσει ο Θεός από δω και πέρα. Υπομονή και φροντίστε να παίρνει την αγωγή της για να μην υποτροπιάσει».

−Το γαμπριάτικο κουστούμι; Έλα Παναγία μου! Χάζεψες κι εσύ, ρε πατέρα, τώρα; Στην αποθήκη θα ᾽ναι, τράβα βρες το. Ευκαιρία να κάνεις κι ένα ξεκαθάρισμα εκεί μέσα, κι ό,τι βρεις, χάρισμά σου. Ρε, τι πάθαμε με τα γερόντια!... Να ᾽χω τόσα βάσανα, κι αυτοί στην κοσμάρα τους!...
~ // ~

−Άργησες Αργύρη.
−Το χάπι σου Ευανθία… Δώδεκα πήγε…. Πιες το να πάμε στην εκκλησία.
−Τι όμορφος γαμπρός που είσαι! Αχ, κι αυτή η μοδίστρα δεν φάνηκε ακόμα να φέρει το νυφικό. Να ᾽ρθεις πάλι αύριο Αργύρη μου.  Δεν προλαβαίνουμε να στεφανωθούμε απόψε. Έχω να ετοιμάσω και τις βαλίτσες για το ταξίδι… Τι καιρό κάνει άραγε εκεί πέρα;
−Ξεκουράσου Ευανθίτσα μου. Θα φροντίσω εγώ τις βαλίτσες. Να, κοίτα, σου έφερα και φωτογραφίες απ’ τη Βενετία. Μ’ αυτό το βαπορέτο θα διασχίσουμε το μεγάλο κανάλι…
−Αύριο Αργύρη μου. Να φορέσεις το γαμπριάτικό σου και να ᾽ρθεις να με ζητήσεις. Ο μπαμπάς περιμένει…

Συγύρισε σχολαστικά το κομοδίνο της, όσο εκείνη παραδιδόταν σ’ έναν βαθύ ύπνο. Πάνω στα διαφημιστικά φυλλάδια με τις ρομαντικές εξορμήσεις στα βενετσιάνικα κανάλια, τακτοποίησε τα υγρά χαρτομάντηλα και το παλιό κουρδιστό ρολόι. Απ’ την προβλήτα μιας λαγκούνας πετάχτηκαν στάλες νερού, πάνω στην καρτέλα με τα χάπια. Το ποτήρι της λικνιζόταν με χάρη μπροστά στο παλάτι των Δόγηδων. Ο ψηλόλιγνος γονδολιέρης με το λευκό ψαθάκι, χαμογελούσε στο γυάλινο πυθμένα της κανάτας. Το πιεσόμετρο σκαρφάλωσε στη Γέφυρα των Στεναγμών, κι ο Αργύρης νόμισε προς στιγμή, πως διασχίζει μαζί με τους φυλακισμένους, το ύστατο μονοπάτι της ζωής∙ απ’ το δουκικό ανάκτορο, στην κόλαση των βασανιστηρίων και την εκτέλεση, εκεί που τους έστελνε η ανελέητη εξουσία των ιεροεξεταστών.

Πριν φύγει από κοντά της, ακούμπησε το ξύλινο εικόνισμα της Παναγίας πάνω στις αλαβάστρινες καμάρες του Αγίου Μάρκου∙ η άφεση των αμαρτιών θα ερχόταν με τα ορμητικά νερά της παλίρροιας, που ολοένα ένιωθε να πλησιάζουν απειλητικά.
Τακτοποίησε το κουστούμι του στην κρεμάστρα. Αύριο πάλι…
~ // ~
Κάθε πρωί ο Αργύρης φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του, έσερνε τα βήματά του ως το κρεββάτι της και ζητούσε το χέρι της. Τα μοναχικά του βράδια τα ζέσταιναν οι μνήμες και οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες του γάμου τους. Το ταξίδι που δεν πήγαν ποτέ, ναυάγησε στην επιφάνεια του κομοδίνου της.

Και κάθε μέρα η Ευανθία ξαναγεννιόταν απ’ τις στάχτες της. Λες και περίμενε υπομονετικά τους δύο Μαυριτανούς να χτυπήσουν την καμπάνα του Αγίου Μάρκου για να φύγει παρέα με τον σύντροφό της∙ καβάλα στο φτερωτό λιοντάρι, πέρασαν ένα βράδυ την αψιδωτή έξοδο προς τ’ αστέρια. 
* * * * * * * *
Σημείωση: η φωτογραφία είναι απ’ τη γαλλική ταινία “Amour” παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μίχαελ Χάνεκε με τους Ζαν Λουί ΤρεντινιάνΕμανουέλ Ριβά και Ιζαμπέλ Υπέρ.

Το ανεκπλήρωτο ταξίδι στην Βενετία, έγινε μέσα απ’ το 19ο παιχνίδι λέξεων που οργανώνει και φιλοξενεί η Μαρία, στο Χάρτινο Καραβάκι της.
Αφιερωμένο σ’ όλους τους απόμαχους της ζωής που έμειναν μαζί, 
ως το τέλος του “ταξιδιού” τους.
Ευχαριστώ θερμά, όλους όσους δίνουν το παρόν στο παιχνίδι μας και την Μαρία που το στηρίζει με συνέπεια και πολλή δουλειά. 
* * * * * * * *
Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES ήταν το σύνθημα για να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα, επί χρόνια.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στην Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου.