«Παιδί
μου, θυμάμαι σαν τώρα τα καμιόνια με τα πτώματα που στάζανε τα αίματα, σαν να ᾽τανε
σφαχτάρια»,
μονολογούσε μια γερόντισσα σε μια ιστορική περιήγηση στο στρατόπεδο του
Χαϊδαρίου.
Το
Μπλοκ 15, ήταν το Νταχάου της Ελλάδας, λίγοι όμως το γνωρίζουμε κι ας είναι δυο
βήματα απ’ την πόλη που ζούμε.
Περισσότεροι
από είκοσι χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν εκεί την περίοδο της Κατοχής:
Εβραίοι, τσιγγάνοι, πολιτικοί κρατούμενοι, κομμουνιστές, ανάμεσά τους και οι
200 που μεταφέρθηκαν στην Καισαριανή για να εκτελεστούν, την Πρωτομαγιά του
1944.
Τα
φορτηγά που τους μετέφεραν διέσχισαν το Χαϊδάρι και οι μελλοθάνατοι πάσχιζαν να
πουν ένα τελευταίο «αντίο» στους δικούς τους, με τα αποχαιρετιστήρια σημειώματα
που πέταγαν σαΐτες στο δρόμο.
Ο
Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν ανάμεσα στους διακόσιους νεκρούς Ακροναυπλιώτες της
Καισαριανής. Ήταν μορφωμένος και ήξερε γερμανικά, γι’ αυτό και ανέλαβε χρέη
διερμηνέα. Όταν το παλιοτόμαρο που εκτελούσε χρέη διοικητή, ο Καρλ Φίσερ, τον
είδε ανάμεσα στους μελλοθανάτους της Πρωτομαγιάς του '44, του πρότεινε να
τον απαλλάξει:
«Νάιν, όχι εσύ,
γύρνα πίσω στη σειρά σου, θα πάρει κάποιος άλλος τη θέση σου στο φορτηγό».
Ο
Σουκατζίδης αρνήθηκε και προτίμησε να θυσιαστεί, παρά να καταδικάσει κάποιον
άλλον.
«Πατερούλη,
πάω για εκτέλεση»,
έγραψε στο τελευταίο σημείωμα που έγινε και ταινία από τον Παντελή
Βούλγαρη.
Στο
Χαϊδάρι αντηχούν ακόμα οι οιμωγές των βασανισμένων και τα γέλια των καθαρμάτων
που διοικούσαν το στρατόπεδο. Ο κτηνώδης ταγματάρχης Πάουλ Ραντόμσκι, ήταν ένας
μέθυσος βασανιστής που έφερε από την Ουκρανία το «γαλόνι» της εξόντωσης των
ποδοσφαιριστών της Ντιναμό Κιέβου, εκείνων που τόλμησαν να ρεζιλέψουν τους
Ναζί στο περιβόητο «ματς του θανάτου»
τον Αύγουστο του 1942.
Στα
χέρια του στυγερού δολοφόνου Ραντόμσκι (αποτάχθηκε το ’44, όταν μέθυσε και
απείλησε να σκοτώσει την υποδιοικητή του), το στρατόπεδο συγκέντρωσης του
Χαϊδαρίου, έγινε συνώνυμο της φρίκης, του σαδισμού και του θανάτου.
Οι
συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, κουβέρτες,
τρεχούμενο νερό, ούτε καν αποχετευτικό σύστημα. Οι φυλακισμένοι ήταν γεμάτοι
ψείρες και οι ασθένειες θέριζαν. Όποιον αρρώσταινε, τον ξέγραφαν. Ο μοναδικός
γιατρός του στρατοπέδου χρησιμοποιούσε τα ελάχιστα φάρμακα για να θεραπεύει
τους στρατιώτες των Ες-Ες.
Τα
μαστιγώματα και οι ξυλοδαρμοί ήταν σε ημερήσια διάταξη. Στον φράχτη του
στρατοπέδου, είναι ακόμα καρφωμένα τα τσιγκέλια-βραχιόλια που έδεναν τους κρατούμενους
για να τους βασανίσουν. Τους στοίβαζαν επί ώρες στο μεγάλο θάλαμο, στο εσωτερικό
του κτηρίου, τόσο ασφυχτικά, που δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Ώρες ατέλειωτες,
δίχως τροφή και νερό, δίχως οξυγόνο. Ξαμολούσαν άγρια σκυλιά για να τους σπάσουν
το ηθικό, τους καίγανε τα ρούχα και τους έκαναν ομαδικά καψόνια. Για ν’ ακούν και οι απ’ έξω και να
φοβούνται. Μοιραία, το όνομα του στρατοπέδου και η δυσοίωνη νεκροκεφαλή που
στόλιζε την πύλη του, συμβόλιζαν τον αναπόφευκτο θάνατο.
«Μorgen kaputt», φώναζαν αντί χαιρετισμού
οι φύλακες προς τα φορτηγά με τους νεοσυλλέκτους δέσμιους: «Αύριο, θα πεθάνετε». Και ξεκαρδίζονταν
στα γέλια.
Οι
πολιτικοί κρατούμενοι ανακρίνονταν με ανελέητα βασανιστήρια στα κρατητήρια της
οδού Μέρλιν, από τα οποία δεν έβγαινε κανένας ζωντανός και αρτιμελής.
Αρκετοί
τρελάθηκαν μέσα στο στρατόπεδο και έσκιζαν τη νύχτα με τα ουρλιαχτά τους.
Πολλοί δολοφονήθηκαν από τους αδυσώπητους φρουρούς ή προτίμησαν την αυτοκτονία.
Το
Μπλοκ 15 ήταν η πτέρυγα των μελλοθανάτων, εκείνων που δεν θα ξανάβλεπαν το φως
του ήλιου. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι περίπου 2.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο
Χαϊδάρι, ανάμεσά τους και 25 γυναίκες. Ανάμεσά τους και όλοι οι Εβραίοι που
φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο, μεταφέρθηκαν με τα τρένα της φρίκης στο Άουσβιτς,
για να θανατωθούν στους θαλάμους αερίων.
Σε
ποιο σχολείο, μας μάθανε πως η Αθήνα ήταν γεμάτη στρατόπεδα θανάτου και τόπους
βασανισμού; Σε ποιο μάθημα μας δίδαξαν πως η ιστορία του τόπου ξεκίνησε μετά
τον 19ο αιώνα, πως τα χώματα που πατάμε σήμερα είναι ποτισμένα με το αίμα τόσων
ηρώων; Πως στην καρδιά της Αθήνας, εκεί που στεγάζονται σήμερα μεγαλομάγαζα και
εταιρείες, μαρτύρησαν στα υπόγειά τους τόσοι αγωνιστές;
«Όταν
έπεφτε το βράδυ, ακούγαμε τις κραυγές των βασανισμένων απ’ τα παράθυρα του
νοσοκομείου. Προσευχόμασταν να σταματήσει αυτό το αιματοκύλισμα. Γιατί τόσος
πόνος Θεέ μου;»
μου διηγήθηκε μια ηλικιωμένη κυρία που ήταν νοσηλεύτρια στο Αρεταίειο. Ακριβώς
απέναντι, ήταν τα περιβόητα κολαστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, στο σημερινό Πάρκο
Ελευθερίας. Εδώ, το αντίστοιχο δόγμα των ντόπιων οπαδών του Ραντόμσκι, ήταν: «Φίλος
ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα».
Εδώ
μαρτύρησε ο ήρωας Σπύρος Μουστακλής απ’ την ομάδα
του Αναστασίου Σπανού. Ήταν 28 Απριλίου του ’86, όταν άφησε την τελευταία του πνοή,
παράλυτος απ’ τις «φροντίδες» των βασανιστών του.
Σ’
ένα άλλο «ευαγές ίδρυμα» σωφρονισμού, στις Στρατιωτικές Φυλακές στο Μπογιάτι,
βασανίστηκε άγρια ο Αλέκος Παναγούλης. Όπως μας είχε
διηγηθεί ο αδερφός του σε μια περιήγηση, είχαν κατασκευάσει ένα ειδικό κελί
απομόνωσης για τον Αλέκο, που ήταν αντίγραφο τάφου. Τα δύο αδέλφια δεν είχαν
καμιά επαφή, παρ’ ότι έγκλειστοι στην ίδια φυλακή. Πέρασε φρικώδη βασανιστήρια
(ο Θεοφιλογιαννάκος κεντούσε με καυτές βελόνες την ουρήθρα του, αργότερα όμως στη
δίκη των χουντικών, ορκιζόταν πως τον εκτιμούσε απεριόριστα, γιατί δεν λύγισε
ποτέ!) Του
κατάσχεσαν ακόμα και τη γραφική ύλη, ωστόσο αυτός χρησιμοποίησε για μελάνι το
αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Έφυγε 36 χρονών, την Πρωτομαγιά του ’76, μετά από ένα αμφισβητούμενο "τροχαίο" στη Λεωφ. Βουλιαγμένης.
Έφυγε 36 χρονών, την Πρωτομαγιά του ’76, μετά από ένα αμφισβητούμενο "τροχαίο" στη Λεωφ. Βουλιαγμένης.
Επειδή
η λήθη είναι το χαρακτηριστικό της φυλής μας, το κείμενο είναι μια άσκηση
μνήμης και ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ’ όλα τα βασανισμένα θύματα του
φασισμού, στους τυραννισμένους προγόνους και στις χαροκαμένες μανάδες που ακολουθούσαν
την αιμάτινη διαδρομή απ’ τα καμιόνια, για να βρουν τα πτώματα των παιδιών τους.
Και για όσους επιμένουν στην ιστορική αμνησία, το κρίμα (θηλειά) στο λαιμό τους.
[Φωτογραφίες απ’ το
προσωπικό μου αρχείο και από το διαδίκτυο]