Σ’ ένα
χρυσαφένιο κολπάκι της Λαυρεωτικής. Στο τελείωμα κάθε άνοιξης ήταν το ραντεβού
τους, και λίγο πριν πιάσουν οι πρώτες ψύχρες του Νοέμβρη, το ανανέωναν για την
επόμενη σεζόν. Τα μικρά διαμερίσματα μιας πολυώροφης πολυκατοικίας, στην καρδιά της πρώην
εργατούπολης, ήταν ο τόπος που πρωτοσυναντήθηκαν πριν χρόνια, τότε που τα
παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά κι ερχόντουσαν εδώ για οικογενειακές διακοπές.
Έκτοτε, η πολυκατοικία πάλιωσε, τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικά τους παιδιά και
η παρέα των -ηλικιωμένων πια- παραθεριστών, ολοένα και μεγάλωνε. Όσοι είχαν
ακόμα “γερά κότσια”, στρίμωχναν ένα ράντζο στην κάμαρά τους και φιλοξενούσαν τα
εγγόνια τους.
Οι
εποχές με τα παιδικά καροτσάκια, τις πλαστικές κουλούρες, τις τσουγκράνες και
τα κουβαδάκια που κουβαλούσαν παλιά στην παραλία, έφυγαν ανεπιστρεπτί. Μια εμπριμέ
τσάντα από καραβόπανο, ένα πλαστικό σκουφάκι για τις κυρίες, δυο ξεφτισμένες πετσέτες
κι ένα παγούρι νερό, είναι όσα αντέχουν να κουβαλούν πια ως την παραλία, μαζί
με τις αναμνήσεις απ’ τα παλιά καλοκαίρια τους. Οι θαλασσόπετρες που μάζεψε η
κυρία Εύα με την εγγονή της πριν χρόνια, ο μελωδός με τους αστερίες και τα
κοχύλια που είχε βγάλει με τη μάσκα του ο εγγονός του κυρίου Απόστολου, το
μαξιλαράκι της Βασούλας που δεν κοιμόταν τα βράδια αν δεν το είχε αγκαλιά κι
είχε ακόμα τη μυρωδιά απ’ τις μπούκλες της, το σκουριασμένο ποδηλατάκι του
Πέτρου, η παλιά κούκλα της Έρσης με το φλοράλ φουστανάκι που της είχε ράψει η
γιαγιά της· όλα ήταν ακόμα αφημένα στη θέση τους, λες και θα ερχόταν
ξαφνικά το λεφούσι με τα εγγόνια για να
πάνε όλοι μαζί για μπάνιο.
-
Πήρα
κάτι μπάμιες απ’ τη λαϊκή, όνειρο!
-
Πώς
θα τις κάνεις; Στο φούρνο; Μακάρι να τις έτρωγε κι ο δικός μου.
-
Δεν
τις τρώει ο Απόστολος τις μπάμιες; Ήμαρτον Παναγία μου!
-
Τον
πειράζουν στο έντερο… άσ᾽τα Βούλα μου, γεράματα...
Οι γαστρονομικές
συζητήσεις ήταν στην ημερησία διάταξη και, συνήθως, ξεκινούσαν αμέσως μετά την
κρυάδα της πρωινής βουτιάς στα κρυστάλλινα νερά. Οι άντρες έμεναν συνήθως πιο
πίσω, κουβέντιαζαν επιγραμματικά τα νέα τους κάτω απ’ τα αρμυρίκια κι ύστερα
έκαναν χάζι τις κυράδες που πάλευαν να φορέσουν τα πλαστικά σκουφάκια τους. Κι
ύστερα, βουτούσαν όλες μαζί, σαν ένα μικρό κοπάδι από κουρασμένες γοργόνες,
ξεφωνίζοντας μακρόσυρτα επιφωνήματα απόλαυσης απ’ την επαφή τους με τη δροσεράδα
του νερού. Με τα χέρια τους κωπηλατούσαν ήρεμα και σταθερά, σαν παλιές μηχανές
ψαρόβαρκας, δίχως φασαρία και πλατσουρίσματα, αλλά με σταθερή ρότα ως την
κίτρινη σημαδούρα, ως εκεί που μετρούσαν τις αντοχές τους και εκεί ακριβώς που
άρχιζαν το κουβεντολόι τους. Σχημάτιζαν ένα κύκλο στο νερό που από μακριά
έμοιαζε πολύχρωμο στεφάνι από πλαστικά σκουφάκια και δεν έβγαιναν έξω, αν δεν
περνούσαν σαράντα λεπτά. Εντολή γιατρού. Για να έχουν καλό χειμώνα, δίχως
γρίπες και ρευματόπονους.
-
Την
Κυριακή έχουμε τα εξάμηνα του Απόστολου. Θα ᾽ρθουν τα παιδιά να με πάρουν από
αύριο και δεν θα ξαναγυρίσω, Βάσω μου. Του χρόνου πάλι, αν θέλει ο Θεός…
-
Όλα
θα πάνε καλά, Έρση μου. Και για τις γλάστρες, μη νοιάζεσαι. Θα τις ποτίζω εγώ.
Και να ᾽ρθεις το μεσημέρι να φάμε παρεούλα, έτσι μάτια μου;
-
Μεγάλο
φόρτωμα σάς έχω γίνει, βρε Βάσω. Πάλι θα με τραπεζώσετε;
-
Kι
εμείς δυο κούτσουρα απομείναμε πια, τι νομίζεις; Μακάρι να είχαμε τα παιδιά
κοντά μας και να τα βλέπαμε. Καμιά φορά σε ζηλεύω, βρε Έρση μου… Λοιπόν, σήμερα
έχει γαύρο το μενού.
-
Στο
τηγάνι θα τον κάνεις;
-
Μπααα…
τηγανητά ο Πέτρος; Θα πάει πριν της ώρας του! Λαδορίγανη στο φούρνο.
Χρόνο
με το χρόνο, τα σκουφάκια λιγοστεύουν και τ’ αρμυρίκια είναι κατειλημμένα από
ξαπλώστρες και πιτσιρίκια που σερβίρουν καφέδες στους λουόμενους. Ανάμεσα στα
σκουπίδια και τ’ αποτσίγαρα, ακουμπάνε ακόμα κάνα-δυο φθαρμένες τσάντες, μ’ ένα
κοκκινόχρωμο αγκωνάρι πάνω τους, για να τις συγκρατεί στην αμμούδα. Παραδίπλα, δυο-τρία
ζευγάρια σαγιονάρες. Οι παλιές σαγιονάρες των καλοκαιριών τους. Με λιωμένες σόλες
και ξεχειλωμένες στο σχήμα των ποδιών τους.
Να μετράνε παρουσίες. Και να συντροφεύουν η μια την άλλη. Μέχρι να κλείσει ο
κύκλος με τα πλαστικά σκουφάκια και μέχρι η σημαδούρα στο ακρόβραχο, ν’ αποσυρθεί
κι αυτή.
Συμμετοχή στις “Ιστορίες
Καλοκαιριού” που οργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ΚΕΙΜΕΝΟ
(Σημ.: Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’
το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)