Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

“Σουβενίρ” απ’ τις διακοπές

        Ο Μανώλης ο τραυματιοφορέας, οι νοσηλεύτριες βάρδιας, ο Χρήστος που, μαζί με τα φάρμακα, μοίραζε κι ένα αυτοσχέδιο αστείο, ανάλογα πόσο το σήκωνε η κατάσταση του αρρώστου, ο ηρωικός γιατρός που εξυπηρετούσε, ταυτόχρονα, προγραμματισμένα ραντεβού, έκτακτες εισαγωγές και τις αγωνιώδεις ερωτήσεις των συγγενών στους διαδρόμους. 

«Εδώ πέρα έρχονται περιστατικά απ’ ούλη την Κρήτη και τα γύρω νησιά που δεν έχουνε υποδομές. Πολλαπλασιάζονται οι αρρώστοι και λιγοστεύουμε εμείς. Καμιά κενή θέση δεν αναπληρώθηκε, καμιά πρόσληψη, καμιά μέριμνα για το προσωπικό, μόνο παχιά λόγια και χειροκροτήματα. Ας είναι δα… εμείς τ’ αγαπούμε αυτό που κάμουμε και δεν περιμένουμε από δαύτους, πράμα!» ήταν ο μονόλογος του Μανώλη κατά τη διαδρομή μας μέσα στο ασανσέρ, με το φορείο ανάμεσά μας. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν το ιδρωτάρι που έσταζε απ’ τη μάσκα του και μούσκευε τη λευκή του ρόμπα. Και το χαμόγελό του που δεν σταμάτησε στιγμή να στολίζει το ωραίο του βλέμμα. Με γλυκόλογα και έμφυτη ευγένεια ξεπροβόδισε την άρρωστή μας για την κρίσιμη εξέταση που είχε να κάνει. Κι αυτή του ανταπόδωσε τις ευχές και τα γλυκόλογα, καθώς την έσερνε στο διαγνωστικό θάλαμο. Ίσως ο Μανώλης να συνέβαλε στο ελάχιστο, για να βγει μια στάλα καλύτερη η εξέταση…

Ο χώρος αναμονής ενός δημόσιου νοσοκομείου, είναι το πιο αξιόπιστο δελτίο ειδήσεων σήμερα. Εδώ δεν υπάρχουν μασκοφόροι γραφιάδες και χάρτινοι πολιτικάντηδες της μιας χρήσης. Εδώ είναι το μέτωπο της μάχης. Κι αν αντέχει το στομάχι και τα μάτια, το παρακολουθείς ευλαβικά ως το τέλος. Τα φορεία πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, απ’ το δρόμο ακούγονται οι σειρήνες των ασθενοφόρων, στον επάνω όροφο είναι τα κρούσματα της πανδημίας,  οι λιγοστοί συγγενείς που τους επιτρέπεται η παραμονή ανταλλάσσουν ματιές αγωνίας μεταξύ τους, νέα παιδιά με ορούς και φιάλες αίμα μπηγμένες στις φλέβες τους σέρνουν τα βήματά τους στο διάδρομο, να ξεκλέψουν λίγες αχτίδες ήλιου απ’ τα παράθυρα. «Σηκώθηκες παλικαράκι μου; Μπράβο σου, σιδερένιος, και γρήγορα σπίτι σου!» ακούστηκε μια ενθουσιώδης κραυγή κι ο νεαρός με το ωχρό πρόσωπο αναθάρρησε και καλημέρισε μ’ ένα νεύμα τον γείτονά του, απ’ το διπλανό θάλαμο.

Στο αντικρινό κρεββάτι του απλόχωρου δωματίου, είναι ξαπλωμένη η Ευτυχία. Μια πανέμορφη γυναίκα, λυγερόκορμη, με ξέμπλεκα τα μακριά της μαλλιά, γλυκομίλητη και με λεβέντικο βλέμμα. Αν δεν ήταν καρφωμένο το μελανιασμένο μπράτσο της σ’ ένα μηχάνημα με αλουμινόχαρτα και ορούς, θα ήταν τώρα κοντά στα τρία της παιδιά, στο σύντροφό της, στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της, αυτή που όλοι εμείς περιφρονούμε ασυστόλως. «Το απόγευμα θα ᾽ρθούν και τα μικιά να τα δω που τα πεθύμησα». Κι άντε να βρεις λόγια τώρα, απ’ αυτά τα τετριμμένα και ανούσια, να στήσεις κουβέντα μαζί της. Που κάθε της λέξη είναι και μια ευθύβολη σφαίρα στο φόβο, κάθε της φράση κι ένα καλαμπούρι στο θηρίο που την πολεμάει. «Παρήγγειλα του Σήφη ένα κεφαλομάντηλο για όταν πέσουν τα μαλλιά μου κι αυτός ο αθεόφοβος τι μου έφερε; Ένα παρεό απ’ αυτά που φορούμε στη θάλασσα… Ίντα να πεις; Άντρες!...»

Σούρουπο στο λαβύρινθο του νοσοκομείου κι ο Μινώταυρος έχει σωριαστεί στα πατώματα απ’ τα τσαμπουκαλίδικα χτυπήματα της Ευτυχίας. Απ’ το σαλόνι του ορόφου, πίσω απ’ τις βαριές πόρτες, που ανοίγουν μόνο με την άδεια των γιατρών, ακούγονται παιδικές φωνούλες. Η Ευτυχία αγέρωχη και καμαρωτή, σπρώχνει το τροχήλατο μηχάνημα με το ελεύθερο χέρι της, διασχίζει το διάδρομο και πέφτει στις αγκαλιές των δικών της. Με μια υπερκόσμια ψυχραιμία, σαν να υποδεχόταν τα παιδιά απ’ το σχολείο, και το μόνο που είχε να φροντίσει, ήταν να τους βάλει να φάνε.

Η τηλεόραση στον τοίχο ξερνάει τις ειδήσεις της ημέρας. Φωτιές, θάνατοι, πλημμύρες, νέα κρούσματα, ρεκόρ ανεργίας και τα χαλαρά μπάνια του γραμμωμένου πρωθυπουργού, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από δω. Την έκλεισα γρήγορα. Να μη μολύνει το χώρο με τις βρωμερές της σαβούρες. Βγήκα ως το μπαλκόνι για καθαρό αέρα. Ας είναι να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι της! Το φθινόπωρο, μου είπε, έχει να δέσει τα ματσάκια της τ’ αμάραντα· δυόσμους, φασκόμηλα κι αρισμαρί. Έχει να πάει να προσκυνήσει στον Άγιο Φανούριο στις Βρύσσες, να γράψει τη μικρή στο ωδείο που της αρέσει η μουσική, να τους μαγειρέψει το αγαπημένο τους φαγητό, πατάτες τηγανητές με ξερό ανθοτύρι και ρίγανη. Να πάρει και μια περούκα, κοντά στο φυσικό της χρώμα θα διαλέξει, μήπως και ξεγελάσει τα παιδιά μέχρι να ξαναβγούν τα μαλλιά της κι ένα καφέ μολύβι για το περίγραμμα των φρυδιών, απ’ αυτά που είναι ανεξίτηλα και δεν ξεθωριάζουν.

Δεν ξέρω αν η (βολική) θεωρία της “προσωπικής ευθύνης” είναι αυτή που θα μας σώσει σ’ αυτό το χάος. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα, είναι ότι υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που ορίζουν μονάχοι το χρέος τους, δίχως να δίνουν σημασία στις παιδαριώδεις παραινέσεις των ακαμάτηδων πολιτικών. Κι αν υπάρχει ακόμα κάτι όρθιο σ’ αυτή την κοινωνία, είναι γιατί έχουμε ανθρώπους που πιστεύουν, οραματίζονται και παλεύουν για το ανέφικτο. Το concept (για να καταλαβαινόμαστε με τους αμερικανοσπουδαγμένους πολιτικούς μας), είναι ένα:

«Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος» (*)

(* Νίκος Καζαντζάκης – Ασκητική) 

 Πηγή φωτογραφιών

           

 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Εφτά (παρά κάτι μέρες)


Η πρώτη ανάρτηση του Απάγκιου έγινε πριν εφτά χρόνια, στην εκπνοή του Αυγούστου, με τη ρομαντική ακόμα εκδοχή που είχε τότε το αποκαλόκαιρο. Λίγη άμμος παραχωμένη στις ραφές των ρούχων, μυρωδιές απ’ την αλμύρα μιας παραλίας, και τις πλαστικές (μόνο) μάσκες που οργώναμε τους βυθούς, να έχουν θαμπώσει απ’ το θαλασσόνερο. Με τις ανοιχτές πληγές της οικονομικής κρίσης να έχουν επουλωθεί απ’ την αλισάχνη και τα άγχη της επιβίωσης να έχουν, πρόσκαιρα, ξεσκοτεινιάσει στις αυγουστιάτικες λιακάδες. Η επιστροφή στους ρυθμούς της πόλης ήταν πιο υποφερτή, γιατί αφήναμε πίσω μας μνήμες-λευκά βότσαλα, για να μη χαθούμε. Το καλοκαίρι το αποχαιρετούσαμε με σφιχτές αγκαλιές και αυθόρμητα φιλιά κι αυτό ήταν το πιο δυναμωτικό συμπλήρωμα για την ψυχική μας υγεία.

Μέσα στα εφτά αυτά χρόνια ήρθαμε κοντά, εμπιστεύτηκε ο ένας τον άλλο, ακουμπήσαμε την ψυχή μας στα διαδικτυακά κύματα και την αφήσαμε να ταξιδέψει πάνω απ’ την ασχήμια της καθημερινότητας, αναζητώντας δέκτες της τρυφερότητάς μας. Αν θα μπορούσα να κάνω έναν απολογισμό των “εσόδων” μας, αυτός θα ήταν μια αράδα με λέξεις. Παρέα, οικειότητα, γήτεμα, χαμόγελα, τραγούδια, ψίθυροι, κουβέρτα, χάδια, ομορφιά, ελπίδα, μοίρασμα, τρέμουλο, συγκίνηση, εξύψωση… Οι ασπίδες μας για να ξεχειμωνιάζουμε τους φόβους μας. 


Με μάσκα χειρουργική φέτος, αλλά με την επιδίωξη να μην τη φορέσουμε εντός μας, να μην αφήσουμε την εσωστρέφεια να προστεθεί στο καλάθι των αναγκών μας. Και με την ελπίδα να συνεχίσουμε να εκπέμπουμε μέσω του πληκτρολογίου μας και να στέλνουμε κωδικοποιημένα μηνύματα στην απέναντι όχθη. 


Τρία βιβλία, συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, σμιξίματα με νέους φίλους και βιβλιοπαρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις, άπειρες συγκινήσεις και μοναδικές στιγμές. Για όλα όσα αξιώθηκα να βιώσω κοντά σας, ένα ολόκαρδο Ευχαριστώ και όλη μου την αγάπη.

 Καλούς προορισμούς να έχετε στη ζωή σας κι ανθρώπους να σας φιλάνε και να φυλάνε τα όνειρά σας.  

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Λαχανάκια Βρυξελλών


Οι διμερείς διαπραγματεύσεις με τον Αντώνη, δεν είχαν την επιθυμητή έκβαση. «Δεδομένων των συνθηκών και της οικονομικής δυσχέρειας που μας απειλεί, οφείλουμε να καταφύγουμε στο μηχανισμό δανεισμού απ’ τις μεγάλες δυνάμεις», μου εξήγησε με περίλυπο ύφος στο βραδινό μας γεύμα. Μεταξύ γιαουρτιού και παξιμαδιού, μου το ξεφούρνισε το μαντάτο:
-     Πρέπει να τους καλέσουμε όλους πάλι, για να το φέρουμε γλυκά το πράγμα. Βάλε το παιδί για ύπνο κι έλα να συζητήσουμε τι θα ετοιμάσουμε για το τραπέζωμα.
-     Είναι η τελευταία σου κουβέντα; τον ρώτησα απελπισμένη.
-     Έννοια σου, κι αυτή τη φορά, θα είμαι προετοιμασμένος. Έτσι και ανακατευτεί στα οικογενειακά μας, θα θέσω βέτο και θα της κόψω τον αέρα.
Ήθελα να του πω ότι ο αέρας της μάνας του δεν κόβεται ούτε με ναρκοθετημένο φράγμα, αλλά οι συνθήκες δεν μου το επέτρεψαν. Η ανεργία μάς χτυπούσε πάλι την πόρτα κι αν δεν καταφεύγαμε στο δανεισμό απ’ την Αγγέλα, σύντομα θα κάναμε αγκαζέ τον Μεγάλο Περίπατο, στο προαύλιο του Κορυδαλλού. Το ταξί του Αντώνη παροπλίστηκε, κι εγώ κυνηγάω ένα μεροκάματο σαν τον “Θόδωρο με το δίκαννο”. Ποιος κάνει σήμερα μαθήματα καλλιτεχνικών; Τόσα χρόνια σπουδές και ξέμεινα με τα πινέλα κι ένα πτυχίο που η κορνίζα του είναι πιο πολύτιμη απ’ το περιεχόμενο. Και δεν ξέρω τι παραμύθι να πω απόψε στο παιδί για να κοιμηθεί…
Απ’ την τηλεόραση στο σαλόνι, ακούγονται οι δηλώσεις του πρωθυπουργού, στις Βρυξέλλες. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, μου έλυσε το πρόβλημα. «Νικόλα μου, απόψε θα σου πω για ένα τρανό βασιλόπουλο που ταξίδεψε σε μια μακρινή χώρα, για να μαζέψει κονδύλια για τους υπηκόους του. Ίδρωσε, ξαγρύπνησε, πάλεψε με άγρια θηρία και γύρισε πίσω νικητής και τροπαιούχος. Και ζήσαν αυτοί καλά, κι άντε να κοιμηθείς τώρα, γιατί έχω ν’ απλώσω ένα πλυντήριο και να σκεφτώ πώς θα διαχειριστώ τους διαθέσιμους πόρους μας…. Τι μαγειρεύουμε αύριο, Χριστέ μου;»

Ευτυχώς που ο Νικόλας ήταν λιώμα στην κούραση. Στις πρώτες κιόλας λέξεις του αυτοσχέδιου παραμυθιού, μού έριξε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα οίκτου, γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέα. Μάλλον δεν του άρεσε η ιστορία του τρανού βασιλόπουλου. Πώς να ξεγελάσεις τα παιδιά; Τα παραμύθια τους είναι ποιοτικά και ουδεμία σχέση έχουν με τις τηλεοπτικές σαβούρες που αποκοιμίζουν τους μεγάλους. Και εξακολουθώ να μην ξέρω τι θα μαγειρέψω αύριο. Τι να τρώει άραγε, απόψε, το βασιλόπουλο;
«Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, μετά από μια κοπιαστική ημέρα με μαραθώνιες συζητήσεις, απόλαυσαν το δείπνο τους που περιείχε λαχανικά στον ατμό με αφρό παντζαριού. Στη συνέχεια, έφαγαν αφράτα ψωμάκια με πράσο και φιλέτο κοτόπουλου, με σος κάρδαμου. Για επιδόρπιο, γεύτηκαν σορμπέ ροδάκινο, με γλυκό κρασί».
Ανοίγω τον καταψύκτη με την παντελώς αβάσιμη προσμονή να βρω ένα ξεχασμένο πακετάκι κιμά. Ή έστω ένα σετάκι κατεψυγμένου κοτόπουλου, μπούτι-στήθος. Μετράω με αγωνία τα μπούτια και τις φτερούγες που είχαμε φάει την Κυριακή και δεν μου βγαίνει πλεόνασμα. «Αποχαιρέτα το, το πακέτο στήριξης», ψιθυρίζει χλευαστικά ο μπάρμπα Στάθης απ’ τον παγωμένο πυθμένα του συρταριού. Με κοιτούσε ασκαρδαμυκτί και πάγωσα απ’ το βλέμμα του. «Από αύριο, και σε βάθος τριετίας, θα βοσκάτε ζαρζαβατικά. Κι αυτά με μέτρο και προσωπική ευθύνη. Κι αυτός είναι ένας εύλογος, ένας δίκαιος συμβιβασμός». Την τελευταία φράση δεν είμαι σίγουρη αν την άκουσα απ’ το μπάρμπα Στάθη, ή απ’ την τηλεόραση που έπαιζε ακόμα Βρυξέλλες.
Λαχανάκια Βρυξελλών θα τους μαγειρέψω αύριο.
Με τον Αντώνη ξημερωθήκαμε να προσαρμόσουμε τους διαθέσιμους πόρους μας, στο επιτελικό χάος της ζωής μας. Η Αγγέλα τρώει στην καθισιά της όσο πέντε ευρωπαίοι ηγέτες και δεν την ξεγελάς με καναπεδάκια πασαλειμμένα με λιαστή ντομάτα και ρόκα. Μετά από μαραθώνιες διαβουλεύσεις, και λίγο πριν μας βρει το χάραμα, καταλήξαμε κι εμείς, σ’ έναν “εύλογο και δίκαιο συμβιβασμό”. Θα πάρουμε ένα μικρό δάνειο απ’ την τράπεζα, για να εξασφαλίσουμε το κυρίως δάνειο απ’ την Αγγέλα. Στις ισχνές αντιδράσεις μου ότι θα βάλουμε διπλή θηλειά στο λαιμό μας, και μνημόνιο και εποπτεία, ο Αντωνάκης προέβαλε ένα σαθρό δίλημμα, απ’ αυτά που χρησιμοποιούν ευρέως οι πολιτικοί, όταν τα έχουν κάνει μούσκεμα στην οικονομία.
«Ή εμένα, ή το μπάρμπα Στάθη. Διάλεξε…»




Συνεχίζεται…
Το 1ο επεισόδιο με συνταγή για ντολμαδάκια, μπορείτε να το θυμηθείτε εδώ.


***Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους***

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Στο αποκαλόκαιρο…



Σ’ ένα χρυσαφένιο κολπάκι της Λαυρεωτικής. Στο τελείωμα κάθε άνοιξης ήταν το ραντεβού τους, και λίγο πριν πιάσουν οι πρώτες ψύχρες του Νοέμβρη, το ανανέωναν για την επόμενη σεζόν. Τα μικρά διαμερίσματα μιας πολυώροφης  πολυκατοικίας, στην καρδιά της πρώην εργατούπολης, ήταν ο τόπος που πρωτοσυναντήθηκαν πριν χρόνια, τότε που τα παιδιά τους ήταν ακόμα μικρά κι ερχόντουσαν εδώ για οικογενειακές διακοπές. Έκτοτε, η πολυκατοικία πάλιωσε, τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικά τους παιδιά και η παρέα των -ηλικιωμένων πια- παραθεριστών, ολοένα και μεγάλωνε. Όσοι είχαν ακόμα “γερά κότσια”, στρίμωχναν ένα ράντζο στην κάμαρά τους και φιλοξενούσαν τα εγγόνια τους.

Οι εποχές με τα παιδικά καροτσάκια, τις πλαστικές κουλούρες, τις τσουγκράνες και τα κουβαδάκια που κουβαλούσαν παλιά στην παραλία, έφυγαν ανεπιστρεπτί. Μια εμπριμέ τσάντα από καραβόπανο, ένα πλαστικό σκουφάκι για τις κυρίες, δυο ξεφτισμένες πετσέτες κι ένα παγούρι νερό, είναι όσα αντέχουν να κουβαλούν πια ως την παραλία, μαζί με τις αναμνήσεις απ’ τα παλιά καλοκαίρια τους. Οι θαλασσόπετρες που μάζεψε η κυρία Εύα με την εγγονή της πριν χρόνια, ο μελωδός με τους αστερίες και τα κοχύλια που είχε βγάλει με τη μάσκα του ο εγγονός του κυρίου Απόστολου, το μαξιλαράκι της Βασούλας που δεν κοιμόταν τα βράδια αν δεν το είχε αγκαλιά κι είχε ακόμα τη μυρωδιά απ’ τις μπούκλες της, το σκουριασμένο ποδηλατάκι του Πέτρου, η παλιά κούκλα της Έρσης με το φλοράλ φουστανάκι που της είχε ράψει η γιαγιά της· όλα ήταν ακόμα αφημένα στη θέση τους, λες και θα ερχόταν ξαφνικά  το λεφούσι με τα εγγόνια για να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. 



-      Πήρα κάτι μπάμιες απ’ τη λαϊκή, όνειρο!
-      Πώς θα τις κάνεις; Στο φούρνο; Μακάρι να τις έτρωγε κι ο δικός μου.
-      Δεν τις τρώει ο Απόστολος τις μπάμιες; Ήμαρτον Παναγία μου!
-      Τον πειράζουν στο έντερο… άσ᾽τα Βούλα μου, γεράματα...

Οι γαστρονομικές συζητήσεις ήταν στην ημερησία διάταξη και, συνήθως, ξεκινούσαν αμέσως μετά την κρυάδα της πρωινής βουτιάς στα κρυστάλλινα νερά. Οι άντρες έμεναν συνήθως πιο πίσω, κουβέντιαζαν επιγραμματικά τα νέα τους κάτω απ’ τα αρμυρίκια κι ύστερα έκαναν χάζι τις κυράδες που πάλευαν να φορέσουν τα πλαστικά σκουφάκια τους. Κι ύστερα, βουτούσαν όλες μαζί, σαν ένα μικρό κοπάδι από κουρασμένες γοργόνες, ξεφωνίζοντας μακρόσυρτα επιφωνήματα απόλαυσης απ’ την επαφή τους με τη δροσεράδα του νερού. Με τα χέρια τους κωπηλατούσαν ήρεμα και σταθερά, σαν παλιές μηχανές ψαρόβαρκας, δίχως φασαρία και πλατσουρίσματα, αλλά με σταθερή ρότα ως την κίτρινη σημαδούρα, ως εκεί που μετρούσαν τις αντοχές τους και εκεί ακριβώς που άρχιζαν το κουβεντολόι τους. Σχημάτιζαν ένα κύκλο στο νερό που από μακριά έμοιαζε πολύχρωμο στεφάνι από πλαστικά σκουφάκια και δεν έβγαιναν έξω, αν δεν περνούσαν σαράντα λεπτά. Εντολή γιατρού. Για να έχουν καλό χειμώνα, δίχως γρίπες και ρευματόπονους. 



-      Την Κυριακή έχουμε τα εξάμηνα του Απόστολου. Θα ᾽ρθουν τα παιδιά να με πάρουν από αύριο και δεν θα ξαναγυρίσω, Βάσω μου. Του χρόνου πάλι, αν θέλει ο Θεός…
-      Όλα θα πάνε καλά, Έρση μου. Και για τις γλάστρες, μη νοιάζεσαι. Θα τις ποτίζω εγώ. Και να ᾽ρθεις το μεσημέρι να φάμε παρεούλα, έτσι μάτια μου;
-      Μεγάλο φόρτωμα σάς έχω γίνει, βρε Βάσω. Πάλι θα με τραπεζώσετε;
-      Kι εμείς δυο κούτσουρα απομείναμε πια, τι νομίζεις; Μακάρι να είχαμε τα παιδιά κοντά μας και να τα βλέπαμε. Καμιά φορά σε ζηλεύω, βρε Έρση μου… Λοιπόν, σήμερα έχει γαύρο το μενού.
-      Στο τηγάνι θα τον κάνεις; 
-      Μπααα… τηγανητά ο Πέτρος; Θα πάει πριν της ώρας του! Λαδορίγανη στο φούρνο.


Χρόνο με το χρόνο, τα σκουφάκια λιγοστεύουν και τ’ αρμυρίκια είναι κατειλημμένα από ξαπλώστρες και πιτσιρίκια που σερβίρουν καφέδες στους λουόμενους. Ανάμεσα στα σκουπίδια και τ’ αποτσίγαρα, ακουμπάνε ακόμα κάνα-δυο φθαρμένες τσάντες, μ’ ένα κοκκινόχρωμο αγκωνάρι πάνω τους, για να τις συγκρατεί στην αμμούδα. Παραδίπλα, δυο-τρία ζευγάρια σαγιονάρες. Οι παλιές σαγιονάρες των καλοκαιριών τους. Με λιωμένες σόλες  και ξεχειλωμένες στο σχήμα των ποδιών τους. Να μετράνε παρουσίες. Και να συντροφεύουν η μια την άλλη. Μέχρι να κλείσει ο κύκλος με τα πλαστικά σκουφάκια και μέχρι η σημαδούρα στο ακρόβραχο, ν’ αποσυρθεί κι αυτή.


Συμμετοχή στις “Ιστορίες Καλοκαιριού” που οργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ΚΕΙΜΕΝΟ

(Σημ.: Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)