«Εδώ πέρα έρχονται περιστατικά απ’ ούλη την Κρήτη και
τα γύρω νησιά που δεν έχουνε υποδομές. Πολλαπλασιάζονται οι αρρώστοι και
λιγοστεύουμε εμείς. Καμιά κενή θέση δεν αναπληρώθηκε, καμιά πρόσληψη, καμιά
μέριμνα για το προσωπικό, μόνο παχιά λόγια και χειροκροτήματα. Ας είναι δα…
εμείς τ’ αγαπούμε αυτό που κάμουμε και δεν περιμένουμε από δαύτους, πράμα!» ήταν ο μονόλογος του
Μανώλη κατά τη διαδρομή μας μέσα στο ασανσέρ, με το φορείο ανάμεσά μας. Αυτό
που θυμάμαι έντονα ήταν το ιδρωτάρι που έσταζε απ’ τη μάσκα του και μούσκευε τη
λευκή του ρόμπα. Και το χαμόγελό του που δεν σταμάτησε στιγμή να στολίζει το
ωραίο του βλέμμα. Με γλυκόλογα και έμφυτη ευγένεια ξεπροβόδισε την άρρωστή μας
για την κρίσιμη εξέταση που είχε να κάνει. Κι αυτή του ανταπόδωσε τις ευχές και
τα γλυκόλογα, καθώς την έσερνε στο διαγνωστικό θάλαμο. Ίσως ο Μανώλης να
συνέβαλε στο ελάχιστο, για να βγει μια στάλα καλύτερη η εξέταση…
Ο χώρος αναμονής ενός δημόσιου νοσοκομείου, είναι το
πιο αξιόπιστο δελτίο ειδήσεων σήμερα. Εδώ δεν υπάρχουν μασκοφόροι γραφιάδες και
χάρτινοι πολιτικάντηδες της μιας χρήσης. Εδώ είναι το μέτωπο της μάχης. Κι αν
αντέχει το στομάχι και τα μάτια, το παρακολουθείς ευλαβικά ως το τέλος. Τα
φορεία πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, απ’ το δρόμο ακούγονται οι σειρήνες των
ασθενοφόρων, στον επάνω όροφο είναι τα κρούσματα της πανδημίας, οι λιγοστοί συγγενείς που τους επιτρέπεται η
παραμονή ανταλλάσσουν ματιές αγωνίας μεταξύ τους, νέα παιδιά με ορούς και
φιάλες αίμα μπηγμένες στις φλέβες τους σέρνουν τα βήματά τους στο διάδρομο, να
ξεκλέψουν λίγες αχτίδες ήλιου απ’ τα παράθυρα. «Σηκώθηκες παλικαράκι μου;
Μπράβο σου, σιδερένιος, και γρήγορα σπίτι σου!» ακούστηκε μια ενθουσιώδης
κραυγή κι ο νεαρός με το ωχρό πρόσωπο αναθάρρησε και καλημέρισε μ’ ένα νεύμα τον
γείτονά του, απ’ το διπλανό θάλαμο.
Στο αντικρινό κρεββάτι του απλόχωρου δωματίου, είναι
ξαπλωμένη η Ευτυχία. Μια πανέμορφη γυναίκα, λυγερόκορμη, με ξέμπλεκα τα μακριά
της μαλλιά, γλυκομίλητη και με λεβέντικο βλέμμα. Αν δεν ήταν καρφωμένο το μελανιασμένο
μπράτσο της σ’ ένα μηχάνημα με αλουμινόχαρτα και ορούς, θα ήταν τώρα κοντά στα
τρία της παιδιά, στο σύντροφό της, στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της, αυτή
που όλοι εμείς περιφρονούμε ασυστόλως. «Το απόγευμα θα ᾽ρθούν και τα μικιά
να τα δω που τα πεθύμησα». Κι άντε να βρεις λόγια τώρα, απ’ αυτά τα
τετριμμένα και ανούσια, να στήσεις κουβέντα μαζί της. Που κάθε της λέξη είναι
και μια ευθύβολη σφαίρα στο φόβο, κάθε της φράση κι ένα καλαμπούρι στο θηρίο
που την πολεμάει. «Παρήγγειλα του Σήφη ένα κεφαλομάντηλο για όταν πέσουν τα
μαλλιά μου κι αυτός ο αθεόφοβος τι μου έφερε; Ένα παρεό απ’ αυτά που φορούμε
στη θάλασσα… Ίντα να πεις; Άντρες!...»
Σούρουπο στο λαβύρινθο του νοσοκομείου κι ο Μινώταυρος
έχει σωριαστεί στα πατώματα απ’ τα τσαμπουκαλίδικα χτυπήματα της Ευτυχίας. Απ’
το σαλόνι του ορόφου, πίσω απ’ τις βαριές πόρτες, που ανοίγουν μόνο με την
άδεια των γιατρών, ακούγονται παιδικές φωνούλες. Η Ευτυχία αγέρωχη και
καμαρωτή, σπρώχνει το τροχήλατο μηχάνημα με το ελεύθερο χέρι της, διασχίζει το
διάδρομο και πέφτει στις αγκαλιές των δικών της. Με μια υπερκόσμια ψυχραιμία,
σαν να υποδεχόταν τα παιδιά απ’ το σχολείο, και το μόνο που είχε να φροντίσει,
ήταν να τους βάλει να φάνε.
Η τηλεόραση στον τοίχο ξερνάει τις ειδήσεις της
ημέρας. Φωτιές, θάνατοι, πλημμύρες, νέα κρούσματα, ρεκόρ ανεργίας και τα χαλαρά
μπάνια του γραμμωμένου πρωθυπουργού, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από δω. Την
έκλεισα γρήγορα. Να μη μολύνει το χώρο με τις βρωμερές της σαβούρες. Βγήκα ως
το μπαλκόνι για καθαρό αέρα. Ας είναι να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι της! Το
φθινόπωρο, μου είπε, έχει να δέσει τα ματσάκια της τ’ αμάραντα· δυόσμους,
φασκόμηλα κι αρισμαρί. Έχει να πάει να προσκυνήσει στον Άγιο Φανούριο στις
Βρύσσες, να γράψει τη μικρή στο ωδείο που της αρέσει η μουσική, να τους
μαγειρέψει το αγαπημένο τους φαγητό, πατάτες τηγανητές με ξερό ανθοτύρι και
ρίγανη. Να πάρει και μια περούκα, κοντά στο φυσικό της χρώμα θα διαλέξει, μήπως
και ξεγελάσει τα παιδιά μέχρι να ξαναβγούν τα μαλλιά της κι ένα καφέ μολύβι για
το περίγραμμα των φρυδιών, απ’ αυτά που είναι ανεξίτηλα και δεν ξεθωριάζουν.
Δεν ξέρω αν η (βολική) θεωρία της “προσωπικής ευθύνης”
είναι αυτή που θα μας σώσει σ’ αυτό το χάος. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα, είναι
ότι υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που ορίζουν μονάχοι το χρέος τους, δίχως να
δίνουν σημασία στις παιδαριώδεις παραινέσεις των ακαμάτηδων πολιτικών. Κι αν
υπάρχει ακόμα κάτι όρθιο σ’ αυτή την κοινωνία, είναι γιατί έχουμε ανθρώπους που
πιστεύουν, οραματίζονται και παλεύουν για το ανέφικτο. Το concept (για να καταλαβαινόμαστε με τους αμερικανοσπουδαγμένους
πολιτικούς μας), είναι ένα:
«Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η
δουλειά του να μολώνει το χάος» (*)
(* Νίκος Καζαντζάκης – Ασκητική)