Tύλιξε ένα ματσάκι μαβιές βιολέτες
στη ζελατίνα, ετοίμασε το σακουλάκι με τα μοσχολίβανα και τα καρβουνάκια και
ξεκίνησε βαρύθυμος για το γνώριμο Γολγοθά του. Περνώντας απ’ το εκκλησάκι της Αγίας
Ειρήνης, έκανε το σταυρό του και κοντοστάθηκε ν’ ακούσει τις ψαλμωδίες των
γυναικών που στόλιζαν το ξύλινο κουβούκλιο. Ευωδιές από μαγιάτικα τριαντάφυλλα,
φρεσκοκομμένες πασχαλιές και πολύχρωμα χριστολούλουδα, ξύπνησαν μνήμες. Προς
στιγμή, σαν ν’ αντίκρυσε ανάμεσα στις κοπέλες και το Ρηνιώ του. Σάμπως να τον
είδε κι αυτή και του πρόσφερε ένα κλαράκι με λεμονανθούς «Είναι απ’ τον ξύλινο σταυρό Του, κράτα το, να’χεις την ευλογία Του…»
Αχνοφέγγιζε
Μεγαλοπαρασκευή και το μονοπάτι προς το κοιμητήριο, ολοένα γέμιζε διαβάτες. Σαν
αργοκίνητη πομπή μυρμηγκιών, που σχηματίζει μια νοητή γραμμή. Επιτάφια
στεφάνια, υπαίθριοι πάγκοι με κεριά και φαναράκια, παιδάκια που τα σέρνανε
μαυροντυμένες γυναίκες κι ένας μαβής ουρανός από πάνω, πένθιμος και λυπητερός.
«Θ’ αξιωθούμε να φτιάξουμε ένα
σπιτάκι στο γιαλό Ρηνιώ μου, να σε χτυπάει το θαλασσινό ανεμάκι, να γίνουν καλά
τα πνεμόνια σου και να βάλουν λίγο χρώμα τα μαγουλάκια σου…» Πικρογέλαγε το Ρηνιώ, που ήξερε
πως λίγα είναι τα ψωμιά της και μέχρι να μαζευτούν οι οικονομίες για το σπιτάκι του γιαλού, το χτικιό θα τους
προλάβαινε. Κι όπως τρυπήσανε τα πνεμόνια της πριν λίγα χρόνια, τρύπησε και τ’
όνειρό τους και βούλιαξε μεσοπέλαγα της ζωής τους, σαν παλιό σκαρί που το
κατάπιαν τα μανιασμένα κύματα.
Κάτι
γνωστοί του παρατήρησαν πως, αντί να περάσει την πόρτα του κοιμητηρίου,
λοξοδρόμησε τελευταία στιγμή. Κανείς βέβαια δεν ασχολήθηκε μαζί του, ούτε
αναρωτήθηκαν γιατί πήρε άξαφνα το δρόμο προς την παραλία, με τις βιολέτες
παραμάσχαλα. «Θα του έστριψε καμμιά βίδα
πάλι…», έτσι συνήθιζαν να λένε πίσω απ’ την πλάτη του, από τότε που βυθίστηκε
στη μοναξιά του κι απομονώθηκε στο μικρό του λυόμενο∙ μια ανήλιαγη τρώγλη ήταν,
φτιαγμένη από λαμαρίνες και ελενίτ, μπηγμένη στην απόληξη μιας ρεματιάς. Τους χειμώνες
έζεχνε την υγρασία της και τα καλοκαίρια
γινόταν ένα αφιλόξενο ξεροτόπι, που ξέρναγε σκουπίδια και μπόχα απ’ τα σωθικά
της.
Έφτασε με δρασκελιές στο γιαλό και χόρεψε σαν εκστασιασμένος δερβίσης πάνω στην άμμο, γελώντας δυνατά
και φωνάζοντας ακατάληπτες κουβέντες στον ουρανό, λες κι ήταν κάποιος συνομιλητής
του καθισμένος στα σύννεφα. Κοντοστάθηκε στο μικρό ξύλινο σπιτάκι της παραλίας
που φιλοξενούσε τα καλοκαίρια τον ναυαγοσώστη και τους χειμώνες άγρια θαλασσοπούλια
και μοναχικούς κοκκινολαίμηδες. Έσπρωξε με μια αγκωνιά τη σαρακιασμένη πορτούλα,
σκούπισε τα παπούτσια του σ’ ένα
ανύπαρκτο ψαθί πάνω στην άμμο κι ανέβηκε την εσωτερική σκαλίτσα∙ στο στενό ανώγι,
στόλισε τις βιολέτες στα ξύλινα δοκάρια, άνοιξε αόρατα παντζούρια να μπει η
θαλασσινή αύρα στο “σπίτι”, φώναξε το Ρηνιώ να’ρθει κοντά του, να κάνουν τη βεγγέρα
τους απόψε, εδώ, στο ακρόπρωρο του θνητού κόσμου, στο σύνορο της ζωής με την Ειμαρμένη.
«Τ’ ακούς Ρηνιώ μου; Θα
γιορτάσουμε επιτέλους την Ανάσταση στο σπιτάκι μας. Θα φέρω το Άγιο Φως να
σταυρώσουμε το μεσοστύλι κι εσύ να με περιμένεις με τους λεμονανθούς σου στο
κατώφλι… μόνο μη ξεχάσεις το κλειδί Ρηνιώ μου… φύλαγέ μου το κλειδί της καστρόπορτας!…»
Σαν να
κοιμόταν για μέρες στο υπαίθριο κουβούκλιο του ξυλόσπιτου. Ο διασώστης που
ανέλαβε την αποκαθήλωσή του, θα διηγείται αργότερα για τα λεμονόκλαρα που ήταν τυλιγμένα στο άψυχο σώμα. «Θε μου σχώρα με, σαν τον ιερό επιτάφιο ήταν!…»
[Συμμετοχή στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη, εμπνευσμένη
και
οργανωμένη απ’ την Μαίρη και την Γήινη Ματιά της.
Η φωτογραφία-σκυτάλη που παρέλαβα απ’ την Μαριάννα, ήταν η αφορμή για την
ιστορία αυτή και με τη σειρά μου παραδίδω στην επόμενη σκυταλοδρόμο μας, στο γοργοπόδαρο
Αριστάκι μας, μια αγαπημένη
φωτογραφία, ενός πολυαγαπημένου και ταλαντούχου φίλου, ερασιτέχνη - εραστή της φωτογραφίας]
Με το καλό η Ανάσταση! Εγκάρδιες ευχές σ' όλους!