Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Μίμης Φωτόπουλος - Μαθήματα ιστορίας




"Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;

-Ναι.

Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:

-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κά­ψανε το σπίτι;

-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλη­μένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.

-Τότε, γιατί;

-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώ­σουν.

-Από τους Γερμανούς;

-Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…

-Τότε από ποιους;

-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».

-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;

-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.

-Δεν καταλαβαίνω.

-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».

-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;

-Όχι, για την ελευθερία.

-Ποια ελευθερία;

-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες εί­ναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.

Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθά­ριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια για το μεσημέρι.

-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;

-Από την Αγγλία!

-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;

-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια και πέ­φτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.

-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;

-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καί­νε τα ξένα και τα πολύ μακρινά σπίτια.

Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρί­ζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.

Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυ­νομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε… διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παι­διών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλι­ώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…

Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπί­δες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.

Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέ­σον» πανάκριβα.

Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κά­τασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγι­άδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;

Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.

Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη στη μα­τωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σε εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σε εγγλέζικα αεροπλάνα κι γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Πού και πού άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον… έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλιτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρό­μιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυ­τές για πάντα. Μπορεί και να ’ναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.

Από τις δώδεκα ως τις δύο, το μεσημέρι, ήταν δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κι έπαιρνα τους δρό­μους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον» κι ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σε έναν άνθρωπο.

-Τι ’ναι, βρε παιδιά;

-Κουκουές.

-Πιάστε τον!

Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λιντσά­ρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!

Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλεί­δωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι του ’χάνε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απέξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κι έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κι εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…

Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο κα­μένο μου σπίτι, στάθηκα στην Πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθει­ες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σε άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ πιτσιρίκος, δεν είχα αποκτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τις σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμέ­νες. Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τα’ αποκτήσω και μου ’χε μείνει ο καη­μός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…

Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυ­ρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.

-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; Του λέω.

-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Εκείνος, που το πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που έμοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπι­θαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκα­νε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα εκείνη την εποχή.

Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλίτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.

Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κά­ποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε κάτι ν’ αρπάξουν, πεντέξι απο­τυχημένοι ηθοποιοί κι ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αφτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-,του είπε ένα «ναι». Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.

-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.

-Προχώρα! Ήταν η απάντηση.

Είχε πάρει… γραμμή από τον υποβολέα και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς στο βάθος τούς μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα ώστε να καθίσω να το αναλύσω.

Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη, του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σε’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κι οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κι έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύ­ρισε αλλού το κεφάλι της, μόλις με αντίκρισε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αφτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμό­γελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σαν φίδι:

-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;

-Εσύ δεν φώναξες μέσα στους δρόμους «Λαοκρα­τία!»;

-Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπα­θώ, γενικά, τις φωνές. Μου αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.

-Εδώ, βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.

-Ο κύριος Αποστόλης;

-Μάλιστα!

-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.

-Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…

-Κατάλαβα…

-Πάρτε τον!

Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.

Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συ­νεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Απο­στόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αφτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σε έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σε ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σε ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θα ’χε κουραστεί, φαίνεται, από τις… έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σαν βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σαν μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο αγριεμένος:

-Τι είναι αυτό;

-Ποιο;

-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντε­λόνι σου… Τι είναι; Ξαναβρυχήθηκε.

-Α, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!

-Αρχιφύλαξ!

-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη ση­μαία!

-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;

-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κι επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου για να δει και τα’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.

Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλ­λους. Ο Ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.

-Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;

Περίεργο! Όταν με έπιασε με τον Αποστόλη, ήταν άγριος σαν τον Μεγαλέξανδρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σαν λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο και οι σκύλοι, από μακριά με γαβγίζουνε κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις… πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά εκεί, στην οδό Καρνεάδου…"



Μίμης Φωτόπουλος | απόσπασμα απ’ το βιβλίο «ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ – Χρονικό» | εκδ. 24γράμματα | Ο αλησμόνητος «θείος μας Μίμης» έφυγε από κοντά μας μια μέρα σαν την αυριανή στις 29 Οκτώβρη του 1986





Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Μαντάμ Σουσού

 


Τι θέλετε, παρακαλώ;

Να υπογράψετε το δελτίο του ψωμιού.

– Περιττόν! Αλέ μοσιέ!

Ο αστυφύλακας ήταν ευγενικός:

– Αν δεν υπογράψετε τη δήλωση, μαντάμ, δε θα μπορείτε σε λίγο να πάρετε ψωμί από πουθενά.

– Μερσί. Θα τρώω παντεσπάνι.

– Θα λείψουν όλα, μαντάμ. Και μπορεί να πεινάσετε.

– Ε, είστε γελοίος, μον σερ, του απάντησε η Σουσού μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο συγκατάβασης, καθότι είναι αστείο να λες ότι ημπορεί να πεινάσει μια Καντακουζηνού. Ημπορεί, ασφαλώς, να πεινάσεις εσύ και έλα τότε να χτυπήσεις το κουδούνι του μεγάρου μου να σου δώσω να φας μαζί και με την οικογένειά σου. Αν πεινάς και τώρα, ορίστε εις την κουζίνα μου. Έχει φάει κόσμος και ντουνιάς στο σπίτι μου. Τεό, στρώσε του κυρίου στην κουζίνα.

Ο αστυφύλακας άνοιξε τόσα τα μάτια ακούγοντας αυτά που του έλεγε η Σουσού κι έφυγε απορημένος. Σαν ήρθε το μεσημέρι ο Μηνάς κι έμαθε το επεισόδιο, πήρε με το καλό τη γυναίκα του και της εξήγησε ότι έκανε λάθος, γιατί το δελτίο τροφίμων εφαρμόστηκε σε όλη την Ευρώπη.

– Και στη Γαλλία; ρώτησε η Σουσού.

– Βέβαια.

– Και στην Αγγλία;

– Μα φυσικά. Οι μεγαλύτεροι αριστοκράτες λόγω του πολέμου έχουν τα δελτία τους. Άλλωστε στον πόλεμο είναι της μόδας να κάνουν τους δυστυχείς και οι πολύ πλούσιοι.

Αφού ήταν της μόδας, η μεγάλη εκείνη αριστοκράτισσα δέχτηκε να κάνει τη σχετική δήλωση, όχι όμως όπως ήταν συντεταγμένη από την αστυνομία. Αποτραβήχτηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και έγραψε με το ίδιο της το χέρι όσα της χρειάζονταν για τον επισιτισμό των μεγάρων της:

Εν Αθήναις τη 20 Δεκεμβρίου, ενταύθα και επί της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, πρόσωπα τρία, εγώ και ο σύζυγός μου Μηνάς μετά του μικρού μου Κάθριν Καντακουζηνού. Όσον αφορά το προσωπικό μου, πρώτον ο αρχιπρωτοκολλοφύλαξ μου Λεό, δεύτερον ο αρχιθυροφύλαξ μου Τεό, ακολούθως η αρχικαμαριέρα μου Αμαλί και η καμαριέρα μου Λουσή (δεν την απέλυσα παρά τα ελαττώματά της), ο σοφέρ μου και ο μάγειρός μου, λαϊκοί τύποι, ένεκα χαμηλής καταγωγής τρώνε πολύ. Περί ημάς τα αναγκαιούμενα τρόφιμα ημερησίως είναι τα εξής και παρακαλώ το κράτος να μου τα εξασφαλίσει οπωσδήποτε, καθόσον από λεπτά άλλο τίποτε. Διά το υψηλόν μικρό μου Κάθριν Καντακουζηνού να μην ενδιαφέρεσθε καθότι η διατροφή του είναι δουλειά της αριστοκρατικής μαμάς του.

Λοιπόν:

Ημερησίως δυο αστακοί, τον έναν τον τρώμε, τον άλλο τον πετάμε. Πρωινό, τέιον κομπλέ, ήγουν ζαμπόνι (ευρωπαϊκό), μαρμελάς, βούτυρο Ολλανδίας, λίγο γαλατάκι, πολλά γλυκά, χαβιαράκι ρωσικό, τρώμε τα μισά και τα άλλα στην υπηρεσία. Το μεσημέρι πολυποίκιλα φαγητά παντός είδους από φασιανό μέχρι κοτοπουλάκι και μπόλικα καθόσον έχουμε και πειναλέους στο τραπέζι κάθε μεσημέρι, τρεις-τέσσερις (εάν ευαρεστείσθε, κύριε αστυνόμε, ορίστε παρακαλώ). Από σαμπάνια προτιμώ το κοκτέιλ καθόσον η σαμπάνια έχει εξευτελιστεί πενήντα δραχμές το μπουκάλι η ντόπια. Και σου λένε ευρωπαϊκή και άντε να το καταλάβεις – τους κρύους! Περί το απόγευμα, φάιβ ο-κλοκ κατά τις επτά, λεπτούτσικα πράματα, καθόσον στομάχια αριστοκρατικά και όταν έχουμε κόσμο απ’ του ντέι, βάλτε περισσότερα.

Σύμφωνοι;

Όσο για το εσπέρας, λιχουδιές. Επειδής και δεν ημπορώ να σας τα περιγράψω όλα, σας επισυνάπτω και τον μάγερα του μεγάρου να σας το πει λεπτομερώς. Κρατήστε, περικαλώ, σημειώσεις, μη λείψει τίποτις καθόσον σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον.

Κολωνάκι τη 20 Δεκεμβρίου.

Υπόχρεος (εσείς)

Μαντάμ ΣΟΥΣΟΥ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ

Καθυστερόγραφον.

 Όσον περί το ψωμί, αστειεύομαι. Εννοείται, φυσικά, ότι εγώ μόλις καταδέχομαι να τσιμπήσω. Και ο άντρας μου παρομοίως. Λόγω του ότι έχω όμως λαϊκούς ανθρώπους στο μέγαρόν μου (υπηρέτας και υπηρετρίας) σας επισυνάπτω εις την παρούσαν δήλωσιν και τον σοφέρ μου να σας πει πόσο ψωμί χρειάζονται ημερησίως οι πτωχοί.

Μετά τιμής (ιδικής σας)

Μαντάμ ΣΟΥΣΟΥ

Σαν έγραψε τη δήλωση συτή η Σουσού, την έστειλε με τον Λεό κι αποτραβήχτηκε στα διαμερίσματα του μικρού, που δε χόρταινε να το βλέπει μέσα στο ροζ του κρεβατάκι. Δυο ολόκληρα δωμάτια είχε στη διάθεσή του το Σουσουδάκι και η υψηλή μαμά του κοιτώντας το στα γαλανά ματάκια γέμιζε απέραντη χαρά κι έπλεκε όνειρα πολλά, ενώ κατάστρωνε το «μικρόν πρωτόκολλον». Σύμφωνα με αυτό τρεις μπόνες επρόκειτο να προσληφθούν, μια για τα γαλλικά, μια για τα αγγλικά και μια για τα ελληνικά της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ –«να μάθει ελληνικά τού καλού κόσμου»– και ένας λιβρεοφόρος για την επίβλεψη. Οι ώρες των επισκέψεων θα ήταν ορισμένες «και όχι άντε-άντε να μπαίνει ο καθένας να το βλέπει».

Αγκαλιές και φιλιά ματς-μουτς και άλλα παρόμοια λαϊκά απηγορεύοντο.

– Ουά-ουά, έκλαιγε το μικρό.

– Χρυσούλι μου!

– Ουά-ουά.

– Το καημενούλι μου! Παρετήρησες, Μηνά, ότι κλαίει γαλλιστί; Θεέ μου, να του βάλουμε το φυλαχτό να μην το ματιάσουν οι φαρμακομύτες! […]


Δημήτρης Ψαθάς | Απόσπασμα απ’ το χιουμοριστικό μυθιστόρημα “Μαντάμ Σουσού” | Αθήνα 1977 | Το έργο γράφτηκε εν μέσω κατοχής: 1942

 

ëΠριν την αγαπημένη Άννα Παναγιωτοπούλου που αποθέωσε το ρόλο, πρώτη τηλεοπτική Μαντάμ Σουσού ήταν η αλησμόνητη Άννα Παϊτατζή. Ο Δημήτρης Ψαθάς είχε περάσει από οντισιόν πολλές γνωστές ηθοποιούς της εποχής, μέχρι να καταλήξει στην Άννα. Στο πλευρό της έπαιζαν ο Ιάκωβος Ψαρράς (στο ρόλο του πιστού Παναγιωτάκη) και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς (στο ρόλο του τυχοδιώκτη αριστοκράτη Καντακουζηνού). Το πρώτο επεισόδιο της σειράς είχε προβληθεί απ’ την ΥΕΝΕΔ, στις 6 Οκτωβρίου 1972και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1973. Απ’ τα 65 επεισόδια που παίχτηκαν, δεν σώζεται ούτε ένα.


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

«Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν∙ όλο δόλο κι απάτη»

 Στρατηγός Μακρυγιάννης




Να ντρέπονται, άραγε, οι δικαστές στην τοποθεσία που φέρει την ετικέτα Ελλάδα 2.0;

Ανώτατοι, κατώτεροι, εισαγγελείς, αρεοπαγίτες και λοιποί παρατρεχάμενοι; Ένας κλητήρας έστω, απ’ αυτούς που τοιχοκολλούν εξώσεις και πλειστηριασμούς;

Κάθε φορά που πατάνε με τα παπούτσια τους στα μάρμαρα της πλατείας, αναριγούν καθόλου;

Και τώρα που ήρθε μια ξένη εισαγγελέας για να τους ελέγξει και να τους τραβήξει τ’ αυτί, θα τσαλακωθεί καθόλου η  ασυνειδησία και η προκλητική τους αδράνεια; Θα στηθεί κάποιος από δαύτους στον καθρέφτη του για να τον φτύσει;

Πώς νιώθει άραγε ένας γηραλέος εισαγγελέας που έχει φάει τα δικαστήρια με το κουτάλι κι έχει αποστηθίσει τόμους νομικής, μπροστά σ’ αυτόν τον Πατέρα; Έχει ακόμα κρεμασμένα στο γραφείο του εικονίσματα, ακαδημαϊκούς τίτλους και οικογενειακές φωτογραφίες;

Διαβάζει άραγε ποίηση ο (κάθε) εισαγγελέας;

Κάθε φορά που αντικρίζει τα μάτια του Αγίου Πατέρα, ανακαλεί άραγε τους στίχους του Ρίτσου;

«Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή

Ξένη απ’ τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ’ το δίκιο οι νόμοι»

---------------------------------------

ΥΓ. Κι όλοι εμείς που αναζητάμε επίγειους απεσταλμένους εξ ουρανού, που προσκυνάμε ιερές παντόφλες και λείψανα σε σημαιοστολισμένους ναούς, που δακρύζουμε κάθε φορά που ανάβουμε ένα κεράκι και παρακαλούμε τους προσωπικούς μας άγιους-προστάτες, να έχει περάσει άραγε απ’ το μυαλό κάποιου από εμάς πως, πάντα, θα υπάρχει ανάμεσά μας ένας θνητός προορισμένος να σηκώσει το σταυρό  και να θυσιαστεί για πάρτη μας; Για να βγάλει το φίδι απ’ το λαγούμι του και ν’ ανοίξει δρόμους για την ελπίδα και τo φως;

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

ΙΣΤΟΡΙΑ

 



Κάποτε, όταν ήμασταν παιδιά, είδαμε κρεμασμένα στον τοίχο του σπιτιού τον κόκκινο σκούφο του κοριτσιού, τη νυχτικιά της γιαγιάς, τη μουσούδα του λύκου και το ψαλίδι του κυνηγού. Η περιέργεια της ηλικίας και το ρίσκο του παιχνιδιού μάς οδήγησαν ενστικτωδώς στο μοίρασμα των ρόλων, ενώ η μαγεία του μύθου και η εμπειρία της μεταμόρφωσης δημιούργησαν τον εθισμό μας στην υποκριτική. Από τότε, υποδυόμαστε τακτικά και εναλλάξ τα πρόσωπα της ιστορίας, πότε καταπίνοντας και πότε ελευθερώνοντας ο ένας τον άλλον.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Ειρήνη Ρηνιώτη | Απ’ την ποιητική της συλλογή “ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ”| εκδ. ΑΓΡΑ | σελ. 12

Πίνακας ζωγραφικής: Γιώργος Ρόρρης