Στα
γράφω βιαστικά για να προλάβουμε τον ταχυδρόμο πριν εξαϋλωθεί κι αυτός στο πυρ
το εξώτερον, μαμά. Να βγάλεις προσωπικό αριθμό, μαμά, γιατί λήγει η προθεσμία,
το λένε και το ξαναλένε και ουαί κι αλίμονο αν δεν έχεις κι εσύ τον αριθμό σου.
Και να μπεις στην πλατφόρμα για το
επίδομα θέρμανσης, μήπως σου βάλουν κατιτίς να τσοντάρεις για το πετρέλαιο. Να
κλείσεις ραντεβού και με τον γιατρό σου, όχι απ’ το τηλέφωνο, δεν γίνεται πια
έτσι, μαμά… Πρέπει να μπεις στην εφαρμογή, να τον αναζητήσεις εκεί μέσα και να
κανονίσεις eΡαντεβού. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω λεπτομέρειες τώρα, βρε
μαμά… Κοίτα να πάρεις εγκαίρως και τα φάρμακά σου, μην τα αποσύρουν κι αυτά,
βήχεις άσχημα βρε μαμά, αλλά τα σιρόπια δεν συνταγογραφούνται πια… βάλε λίγο
μέλι και λεμονάκι να μαλακώσει ο λαιμός σου… πού να το βρεις το μέλι που είναι
κι αυτό πανάκριβο, θα μου πεις, και θα ’χεις δίκιο. Τι να σου πω κι εγώ, κάνε
ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.
Και
μην ετοιμάσεις πεσκέσι για τα Χριστούγεννα, μαμά. Το ταχυδρομείο κλείνει στο
χωριό σου. Αλλάζει η εποχή, τώρα όλα είναι ψηφιακά. Κι εσύ δεν έχεις ίντερνετ
εκεί πέρα, μαμά. Ούτε καν ένα smartphone…
Ρώτησα
την τεχνητή νοημοσύνη να μου βρει μια λύση, μαμά. Δεν την ξέρεις, είναι μια
καινούργια μόδα που θα μας κάνει, λένε, τη ζωή πιο εύκολη. Ξέρεις τι μου
απάντησε; «Ζει ακόμα σε τέτοια ηλικία η μητέρα σας; Λογικά, ανήκει στη γενιά
που είχε εξολοθρευτεί τον καιρό της επιδημίας. Έγκριτοι επιστήμονες,
δημοσιογράφοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι την είχαν χαρακτηρίσει, και δικαίως,
‘υγειονομική βόμβα’. Αν παρόλα αυτά, επέζησε και χρήζει ταχυδρόμου, γιατρού και
φαρμάκων, οφείλει να προσαρμοστεί στο νέο μοντέλο συναλλαγών, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει
την επιβάρυνση που προσθέτει στο κράτος με την ύπαρξή της».
Καλύτερα
που έφυγες εγκαίρως, μαμά. Κάτι τέτοια θα συζητούσαμε σήμερα κι εσύ θα
βυθιζόσουν στα σκοτάδια και τις αγωνίες σου. Ίσως εκεί πάνω που είσαι, να φτάσει
με κάποιο τρόπο το γράμμα μου. Πιο πιθανό το βρίσκω να έχει απομείνει ένα
γραμματοκιβώτιο σ’ ένα ουράνιο μεϊντάνι. Και να βρεθεί ένας πονετικός αγγελιοφόρος
για να σου φέρει τα μαντάτα μας. Στη διαδικτυακή μας υστερία πάντως, εγώ συγκρατώ
μονάχα τους κωδικούς πρόσβασης που μας είχες εμπιστευτεί όσο ζούσες.
«Να
μην αγροικάτε τις μπουνταλές που σας λένε, αμέ μόνο ό,τι σας ορμήνεψα. Του
χορτάτου ανθρώπου το στόμα να σκιάζεστε. Τουτοσές ο δίμουρος, ημπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολάκερη
την ανθρωπότητα».
Σε
φαντάζομαι τώρα να δένεις το κεφαλομάντηλό σου και να μας κατακεραυνώνεις από ‘κει
πάνω. «Ούλα σάς τα ορμήνεψα, ξα σας τώρα!»
Φωτογραφία: Θάνος
Τσάκαλος

Αμ μεγάλη και σοφή κουβέντα ξεστόμισε η Χριστινή, Μαρία μου! Και τη μεγάλη αλήθεια μαρτύρησε: "Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα να σκιάζεστε..." Γιατί η απληστία σε δάφτους είναι ένα και το αυτό με το πετσί τους και το μυαλό τους. Ανερούπωτοι ένα πράμα. Δεν σταματούν πουθενά.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Λογική κόστους-οφέλους..." σου λένε μετά οι πάνσοφοι φιλελέδες και συ κάνεις το Σταυρό σου γιατί όσο τον κάνουνε οι παπάδες μάλλον τα γένια αυτωνών βλογάνε.
Αυτό λοιπόν το γραμματάκι θα κρέμεται εκεί κάπου στο να παραδοθώ ή στο να μην παραδοθώ.
Και εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι στα σοβαρά, "μήπως πρέπει και εγώ σε όλο αυτό το συνάφι να τους πάω και γώ κανένα ....γράμμα;"
Μαρία μου, καρδιά μου, την καλησπέρα μου, κορίτσι μου. Αντέχουμε.
"Καλύτερα που έφυγες εγκαίρως, μαμά"
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας σακάτεψες, Μαρία μου! Σφίχτηκε η καρδιά μου!
Το γράμμα σου τα είχε όλα μέσα! Κι όλα πονάνε!
Άντε, να πάω εγώ τώρα να συνεχίσω τους στολισμούς μου, να ξεχαστώ λίγο. (Δικαιούμαι λίγο, α;)
(Αχ, αυτή η γραφή, η αγαπημένη!)