Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ταχυδρομείον «Το ανεπίδοτο»

Photo: http://www.dailymail.co.uk
Στις αρχές του μήνα, ξεκίνησε τη μικρή του Οδύσσεια ο φάκελος απ’ το μυστικό μου ταίρι στο παιχνίδι της Μαριλένας, με τη μυστική ανταλλαγή δώρων.
Στις επόμενες μέρες, όλοι παραλαμβάνανε σιγά-σιγά τα δώρα τους, εκτός από μένα.
Με ρώταγε η Μαριλένα, στεναχωριόταν κι η άγνωστη φίλη που δεν είχε νέα μου.
Με ζώσανε τα φίδια...
Κάθε απόγευμα που γύρναγα σπίτι, έτρεχα σαν την Πατουλίδου στο γραμματοκιβώτιο να δω αν είχε κάτι για μένα.
Με την Μαριλένα αλληλογραφούσαμε σχεδόν καθημερινά, για να την κρατάω ενήμερη.
Στο μεταξύ, το «ταίρι» μου είδε κι απόειδε πως δεν θα δει προκοπή μαζί μου, κι ετοιμάζει και δεύτερο φάκελλο.
Μου γράφει η Μαριλένα κι οι ελπίδες αναπτερώνονται.
Ξανά αγκαλιά με το γραμματοκιβώτιο κάθε απόγευμα... Επί ματαίω πάλι...
Πριν λίγες μέρες δεν άντεξα και πήγα εκστρατεία στα ΕΛΤΑ.
Ωραία πέρασα το πρωί εκείνο. Γνώρισα συμπαθητικούς συνταξιούχους και  γονείς που στέλνανε πακέτα στα παιδιά τους για τα Χριστούγεννα. Θα πήγαν άραγε;
Κατά το μεσημεράκι, η ευτραφής υπάλληλος μου πέταξε στα μούτρα το χαρτάκι με τον αριθμό αποστολής, που είχα ως το μόνο στοιχείο έρευνας.   
«Εδώ δεν έχει τίποτα. Να ρωτήσετε στο γραφείο διανομής»...
Το να πιάσεις γραμμή και να ζητήσεις τον ταχυδρόμο της περιοχής σου, ο οποίος –από τύχη- θα ήταν εκεί και θα εξυπηρετούσε κιόλας, το θεωρούσα σημάδι θεϊκής εύνοιας.
Τόξερα, τόπαιξα και φυσικά η κλήση δεν απαντήθηκε.

Ακολούθησαν κι άλλα τηλέφωνα, ερωτήσεις και έρευνες.
Σήμερα το πρωί και λίγο πριν εκπνεύσει το έτος που ακούει στο όνομα 2013, αξιώθηκα να βρω στο τηλέφωνο, έναν εξυπηρετικότατο άνθρωπο που με βοήθησε να λύσω το γρίφο.

«Ναι εδώ τον έχουμε το φάκελλο σας μαντάμ... Ααααα, έχω κι άλλα δικά σας... είναι κι αυτή η βροχή, δε το βλέπω να παραδοθούν σήμερα... Να σας πω, έχετε αυτοκίνητο μήπως;… έχετε; Ε, δεν πετάγεστε ως εδώ να τα πάρετε όλα... κοντά είμαστε... με την ευκαιρία να σας δώσω και την αλληλογραφία της πολυκατοικίας;... Μια που θα μπείτε στον κόπο... Ξέρετε ο ταχυδρόμος απολύθηκε και
δεν έχει αντικατασταθεί ακόμα... από βδομάδα ίσως έρθει ο καινούργιος... Άντε, ελάτε να τα πούμε από κοντά...».
Μαγικές στιγμές! Φεύγοντας απ’ το σκοτεινό κτίριο, ένιωθα σαν τον Άη Βασίλη με το σάκο στον ώμο. Το βράδυ θα μοιράσω τους φακέλλους στους γείτονες και θα τους ευχηθώ αίσιον και ευτυχές το νέον έτος!

Το μυστικό μου ταίρι, δεν είναι άλλη απ’ την Pink Angel, που με κατασυγκίνησε γιατί κατασκεύασε και έστειλε εις διπλούν, την πανέμορφη καρτούλα με τις ευχές της.
Την ευχαριστώ πολύ, γιατί δίχως να το ξέρει -εκτός απ’ τη συγκίνηση και τη χαρά που μου πρόσφερε -  έγινε η αιτία να βρω μια ντάνα ξεχασμένους φακέλλους.
Το δώρο της Αρχηγού της Οργάνωσης, της Μαριλένας μας 
* Την καρτούλα, τις ευχές της ένα χριστουγεννιάτικο χειροποίητο     στολίδι κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, που τα λάτρεψα!
* Το ληγμένο λογαριασμό του τηλεφώνου
* Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του αυτοκινήτου
* Μια ευχετήρια κάρτα από Αμερική
* Όλη την αλληλογραφία των γειτόνων μου!...

Σύσσωμη η πολυκατοικία κι εγώ ιδιαιτέρως, αναφωνούμε μ’ ένα στόμα, μια φωνή:
EYXAΡΙΣΤΟΥΜΕ PINK ANGEL!

Αγγελένια μου ροζ ύπαρξη, σ’ ευχαριστώ ειλικρινά γιατί έβαλες χρώμα στα φετινά μου Χριστούγεννα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι κάρτες σου έχουν πάνω τους τη μυρωδιά και την αγάπη σου και το ότι έφτιαξες δεύτερη κάρτα με το ελατάκι ένθετο στη μέση, το μπαμπάκι και τους χιονάνθρωπους, με ενθουσίασε! Ίσως γιατί δεν θυμάμαι να έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου χειροποίητες κάρτες, που έχουν δουλευτεί με τόση φροντίδα και υπομονή!



Μαριλένα μου σ’ ευχαριστώ πολύ για το «μαγικό» σου φάκελλο! Και για όλη την υπομονή και την πίστη σου πως στο τέλος θα βρεθούν οι αγνοούμενοι φάκελλοι...


Εύχομαι ολόψυχα η χρονιά που έρχεται, να φέρει σε όλους αργοπορημένα «δώρα», ξεχασμένα όνειρα, πολλές εκπλήξεις και αναπάντεχες ανατροπές!


Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Παραμονή Χριστουγέννων (Tάσος Λειβαδίτης)


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ' εκείνο κρυώνει
καθώς μάς πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες πού ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας - ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
πού σε λίγο θα τα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόϊ του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει-αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.

Ξεκινάνε τα φορτηγά.

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη τής αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδι ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

Ελάτε, λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της
ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.

Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Τού κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά-καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος
δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα, ξαφνικά, και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο
έχω έναν σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα-όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς προχωράς.

Η ασετυλίνη πού σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.

Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
-Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα τού πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αγέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά τής χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, Καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.

Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Μακρόνησος 1950
Από τη συλλογή "Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο" 

1956, Εκδόσεις Κέδρος



Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Τα ζωντανά ρολόγια


Σε μια μικρή κουκίδα στο χάρτη της πρωτεύουσας…
Ανάμεσα σε δαιδαλώδη εμπορικά κέντρα, φωτεινές ταμπέλες  και εκτυφλωτικούς προβολείς πολυκαταστημάτων…
Την ώρα που τα ρολόγια της πόλης διαγράφουν τη συμβατική πορεία τους…
Μια ομάδα ζωντανών ρολογιών σχηματίζουν αλυσίδα αγάπης.
Το ένα πλάι στο άλλο…
Υλικά που μέχρι χτες ήταν άψυχα,  ξαφνικά ζωντανεύουν και αποκτούν χαρακτήρα και υπόσταση…
Ανακυκλωμένο χαρτί, ζωγραφισμένες επιφάνειες, χειροποίητα πλεκτά, βινύλια, παλιά σιντί,  θαλασσόξυλα, ρετρό τεχνοτροπίες και γλυπτές γάτες-ρολόγια, όλα σμιλεμένα από έμπειρα χέρια.

Η ιδέα κυοφορήθηκε από μια ομάδα εθελοντριών. Με σεβασμό και εγκράτεια, συγκεντρώνουν καιρό τώρα, τα απόβλητα της πολιτισμένης ζωής μας. Εκτιμούν την αξία τους, τα συνθέτουν και παράγουν Αγάπη. Πιστές στο δόγμα πως ακόμα και οι πιο αντίθετες δυνάμεις, μπορούν να ενωθούν αρμονικά και να δημιουργήσουν μικρά θαύματα. Με βασικά εργαλεία τη μακροθυμία και την κατανόηση πως ακόμα και τα μεγαλύτερα δεινά, μπορούν να γίνουν διαχειρίσιμα υλικά, αντί να εκβάλλουν τις τοξικές ουσίες τους στην καθημερινότητά μας.

Συμπιεσμένη μιζέρια, ανακυκλώνεται σε δράση.
Χωματερές αδράνειας και δυσπιστίας, μεταβάλλονται σε αγαθότητα.
Επεξεργασμένος θυμός, μεταποιείται σε πραότητα.
Και πεταμένες αξίες ανασύρονται απ’ τα σκουπίδια, διαχωρίζονται προσεκτικά απ’ τις ανθρώπινες αδυναμίες  και μετατρέπονται σε καλοσύνη.

Σε κάποιο ανταλλακτήριο ονείρων ή σ’ ένα μικρό μεταποιητικό εργαστήρι, ακούραστες γυναίκες δουλεύουν πάνω σε πάγκους ευτελή υλικά και τα μεταμορφώνουν σε ευφάνταστες μηχανές μέτρησης του χρόνου. Ο χρόνος στην πεζή μας αντίληψη, καθορίζεται αυστηρά απ’ την κίνηση των λεπτοδεικτών. Ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. Απαρέγκλιτη αξία.
Πώς να χωρέσει μια ανθρώπινη αύρα, στο αυστηρό πλαίσιο ενός ρολογιού;
Πώς να διακρίνεις ένα ανεπαίσθητο δαχτυλικό αποτύπωμα, που από ένα ευλογημένο λάθος ξέμεινε σα μικρή σφραγίδα αγάπης;
Σαν την υπογραφή του ζωγράφου πάνω στο έργο του. Σε μια μικρή γωνιά. Στο σημείο που το άγγιζε, λίγο πριν το κρεμάσει στην λευκή επιφάνεια του εκθετηρίου.

Τα ζωντανά ρολόγια εμπνεύστηκαν και κατασκευάστηκαν από μια ομάδα γυναικών, διασκορπισμένων σ’ όλη την επικράτεια.  Στη συνέχεια τυλίχτηκαν προσεκτικά και ταξίδεψαν στην Αθήνα. Τα έσοδα απ’ τις πωλήσεις τους, θα καλύψουν λίγες απ’ τις ανάγκες ενός ορφανοτροφείου. Τα πραγματικά έσοδα απ’ την κίνηση αυτή, είναι  η ταύτιση και η ώθηση ν’ ακολουθήσουμε την τροχιά τους. Να μετράμε το χρόνο με τις ανατροπές μας. Να αντιδράμε με δράση. Να αναμετριόμαστε μόνο με το καλύτερο.

Το βράδυ που θα κλείσουν οι πόρτες του κτιρίου, τα ζωντανά ρολόγια θα ξεκρεμαστούν για λίγο απ’ τα καρφιά, θα τεντώσουν τους μουδιασμένους λεπτοδείκτες τους και θα στήσουν κουβέντα στο σκοτάδι. Ο κούκος, οι γάτες,  η κουκουβάγια, το καράβι, ο παλιός δίσκος , το ροζ τάβλι, οι δαντέλες, τα πλεχτά, το δέντρο και τα λουλούδια… Θα θυμηθούν πως όταν πήραν την τελική τους μορφή, κάποια μάτια άστραφταν από αγάπη και θαυμασμό. Και θα παραδεχτούν πως η ζωή θα ήταν λιγότερο ωραία, δίχως την ανακύκλωση των ανθρώπινων σκουπιδιών.

Στα δωμάτια που θα φιλοξενήσουν τα ακούραστα τικ-τακ τους, θα χτυπάει επίμονα μια υπενθύμιση. Πως ο χρόνος είναι χρήμα. Ο καλός χρόνος όμως, είναι αξία. 


H συμμετοχή μου στο 4ο παιχνίδι του 2ου κύκλου «Παίζοντας με τις λέξεις”, της Φλώρας.
Φιλοξενούμενο αυτή τη φορά, στο ζεστό στέκι της Αριστέας.
Με υποχρεωτικές, πέντε λέξεις-δυναμίτες, σημαδεμένες με κόκκινο χρώμα.
Εξαιρετικά αφιερωμένο στις γυναίκες που έφτιαξαν ένα όνειρο, το υποστήριξαν με την ψυχή τους και το έκαναν πραγματικότητα.
Για την ιστορία, η έκθεση χειροποίητων ρολογιών, πραγματοποιήθηκε στο Δημαρχείο Χαϊδαρίου, στα τέλη Νοέμβρη. Τα έσοδα απ’ τις πωλήσεις, προσφέρθηκαν στο Χριστοδούλειο Ίδρυμα Προστασίας Παιδιών.

Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου όλους τους φίλους και τις φίλες που συμμετείχαν στο Παιχνίδι και πιο πολύ τις Γυναίκες-Ωρολογοποιούς που με έμαθαν πως ο χρόνος, έχει τη διάσταση που εμείς του δίνουμε.



Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Η Ανάκριση

Δεν θα τολμούσα να κάνω πρόταση για θέατρο. Αν δεν είχα περάσει μια ζόρικη θεατρική εμπειρία, που χάραξε την ψυχή και τη μνήμη μου. Οριστικά και αμετάκλητα. Θέατρο Τζένη Καρέζη, με τον Καζάκο να ανεβάζει το επίκαιρο έργο "Η Ανάκριση" (Die Ermittlung, 1965) ένα ορατόριο σε 11 ωδές,του Γερμανού συγγραφέα Πέτερ Βάις.

Ένα αποκαλυπτικό και σκληρό κατηγορητήριο κατά του ναζισμού, βασισμένο στα πρακτικά της δίκης βασικών στελεχών του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης του Άουσβιτς. Ένα έργο που αναφέρεται στο σήμερα, με αδιαμφισβήτητα στοιχεία του χθες. Ένα πολύ κοντινό μας χθες, που έγραψε τις πιο σκοτεινές και απάνθρωπες σελίδες της ιστορίας. Το έργο αφυπνίζει και προειδοποιεί για τον κίνδυνο να επαναληφθούν και σήμερα, πανομοιότυπα ρατσιστικά και φασιστικά φαινόμενα. Γιατί πέρα απ’ τον κοινωνικό χαρακτήρα του θέματος, καταδεικνύεται μια ολόκληρη βιομηχανία πολέμου, με μεγάλες εταιρείες που πλούτισαν απ’ τις στρατιές των δωρεάν εργατικών χεριών. Και εξελίχθηκαν σε κολοσσούς, που μονοπωλούν σήμερα την παγκόσμια αγορά. Αφού χρηματοδότησαν και υποστήριξαν τη χιτλερική μηχανή.

Ο Γερμανός συγγραφέας Πέτερ Βάις, παρουσίασε το έργο "Η Ανάκριση", αφού παρακολούθησε τη δίκη της Φρανκφούρτης για το Άουσβιτς. Ήταν η πρώτη μεγάλη δίκη που πραγματοποιήθηκε από τη γερμανική δικαιοσύνη εναντίον των ναζιστών εγκληματιών και στην οποία κατέθεσαν 359 μάρτυρες, εκ των οποίων 248 επιζήσαντες του στρατοπέδου. Ο Βάις βασιζόμενος σε αυτή τη δίκη, έδωσε μορφή σ’ ένα θεατρικό κείμενο, που μας αναγκάζει να ακολουθήσουμε ολόκληρη τη μαρτυρική πορεία: να φτάσουμε με τα τρένα στην αποβάθρα, να μπούμε στο στρατόπεδο από την αποκρουστική πύλη που είχε την επιγραφή “Η Εργασία Απελευθερώνει”, να είμαστε παρόντες στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις στο “Μαύρο Τοίχο” και να φτάσουμε μπροστά στους φούρνους των κρεματορίων, όπου αποτεφρώθηκαν, μόνο στο συγκρότημα στρατοπέδων του Άουσβιτς, περίπου 1.500.000 άνθρωποι, απ' όλες τις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Πλήθος Εβραίων - ανάμεσά τους και 55 έως 60.000 Έλληνες Εβραίοι -, ένα πλήθος κομμουνιστών και προοδευτικών διανοούμενων, ένας τεράστιος αριθμός Σοβιετικών αιχμάλωτων πολέμου, από το Ανατολικό Μέτωπο, Αντιστασιακοί, Τσιγγάνοι, Ομοφυλόφιλοι και άλλες ομάδες πολιτών που “νόθευαν” το αίμα της Άριας φυλής.


Οι πτυχές της γενοκτονίας αναφέρονται χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης από την πλευρά του συγγραφέα. Το σκηνικό είναι μια ψυχρή αίθουσα δικαστηρίου. Με την υποστήριξη οπτικοακουστικού υλικού, που παρουσιάζει ιστορικές φωτογραφίες. Κορυφαία στιγμή, η συμμετοχή του δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου στην παράσταση. Δεν θα αποκαλύψω ποιος είναι ο ρόλος του -είναι καταλυτικός- αλλά η παρουσία του Νίκου Μπογιόπουλου φωνάζει «Μην ξεχνάς!»…



Αξίζει την προσοχή μας.
Παίζεται στο θέατρο ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
Ακαδημίας 3, τηλ. 210 363 6144

Παίζουν: Παύλος Ορκόπουλος, Τζένη Κόλλια, Θόδωρος Γράμψας, Γιάννης Γούνας, Μαρία Τζάνη, Εύα Κοταμανίδου (συγκλονιστική), Δημήτρης Καλατζής, Σπύρος Τσεκούρας, Κωνσταντίνος Καζάκος, Κώστας Μπάρας, Ευθύμης Ξυπολυτάς