Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Με το ζερβό


"Δεν ΞΕΧΝΩ" ή... "Δεν ΞΥΠΝΩ";
 Ψηφίζεις και παίρνεις...


Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα
με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,
ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές
στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.

Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,
όμως μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.
Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ' του δασκάλου το ξύλο
που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.

Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,
ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.
Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια
γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.

Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη
ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη
που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια
ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ' αστέρια.

Είναι όλα εδώ παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,
πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.
Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο
κι έτσι το χώμα που έχεις μπει δεν είναι γόνιμο.

Κάνε με σου 'χα πει μεγάλη μπόρα
να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα,
σου 'πα να με κάνεις δράκο
να σας φυλάω απ' τους φασίστες, μονάχα εγώ.
Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι
να φοράω με της "Αυγής" τα φύλλα.
Παππού, μάθε με, σου 'λεγα για να τους τη σπάω,
να γράφω με το ζερβό.

Είναι όλα ίδια, μάστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι,
ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.
Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα,
ο χρόνος ράβει μ' ίδια λόγια τα στριφώματα.

Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,
ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.
Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου,
θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.

Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,
δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.
Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες
από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.

Ίδια όπως τ' άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,
ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.
Μάτια στραμμένα σ' αποκλίνοντες κυκλώνες,
σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.

Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα
κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα
-δήθεν καπάτσα- τη βλέπω, και την είδες από παιδί
ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη…

Με το ζερβό - Active Member



Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Πανάκριβα παπούτσια

Musa Shep, 2 χρονών. Περπάτησε με την οικογένειά του για 20 μέρες μέχρι να φτάσουν στο νότιο Σουδάν
Η τύχη των κατόχων τους αγνοείται. Μαζί με την ανθρωπιά των "πεφωτισμένων" ηγετών του πλανήτη που αλλάζουν τα σύνορα του παγκόσμιου χάρτη, λες και πρόκειται για επιτραπέζιο παιχνίδι με πιόνια.

Makka Kalfar, 7 χρονών

Μαζί με τη γενικευμένη αποχαύνωση όλων μας, που ομφαλοσκοπούμε ασυστόλως και παριστάνουμε τους βαθιά προβληματισμένους. Σαν τον “Σκεπτόμενο” του Ροντέν, καθόμαστε ακινητοποιημένοι στις πύλες της κόλασης, με την αφελή ψευδαίσθηση πως  τα δικά μας παπούτσια θα είναι  πάντα λουστραρισμένα και γερά.  Και καταναλώνοντας το ενδιαφέρον μας στα “χρυσά πόδια” του Μέσι και του Ρονάλντο.
Ας διαλέξουμε λοιπόν τους προσωπικούς μας ήρωες  και ας μπούμε, αν αντέχουμε, στα παπούτσια τους.
Makka Bala, 30 χρονών
 Για όλους εμάς που θεωρούμε πως η φρίκη είναι μακριά μας και δεν μας αφορά, που δυσανασχετούμε με την αλλοιωμένη αισθητική του νησιού ή της πλατείας, που σχολιάζουμε τα ακριβά κινητά των προσφύγων κι όχι τον βίαιο εκτοπισμό απ’ τα σπίτια τους, ας αναλογιστούμε αν τα πόδια μας θα άντεχαν σε τέτοιες περπατησιές θανάτου. Γιατί τελικά, από κει κρίνεται το μπόϊ του ανθρώπου. Απ’ τη γενναιότητα και το πείσμα του να επιβιώσει.

Muhammed Hajana, 30 χρονών
 Η Shannon Jensen φωτογράφισε τα κουρελιασμένα παπούτσια των Σουδανών προσφύγων. Οι φωτογραφίες του έργου της “A Long Walk”, είναι η πιο κραυγαλέα μαρτυρία για τις απάνθρωπες συνθήκες της  ομαδικής φυγής, στην οποία χιλιάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν, για να ξεφύγουν απ’ τη φρίκη του πολέμου.


Jamun Mam, 70 χρονών

Mussah Abdullai, 6 χρονών

Tahiya Ibrahim, 30 χρονών

Ajuk Ido, 70 χρονών

Aradia Sheikh, 6 χρονών 

Αποθανατίζοντας τη διαδρομή τους σε μια εικόνα, η Jensen μας μεταφέρει κυριολεκτικά στην αγωνιώδη πορεία των προσφύγων, στη διαρκή τους αναζήτηση για ένα ασφαλές καταφύγιο, αλλά και την αποφασιστικότητα τους να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Gasim Issa, 50 χρονών

Περισσότερο υλικό στον επίσημο ιστότοπο: 



Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Γίναμε 2


Το Απάγκιο κλείνει αισίως τα δύο του χρόνια. Απ’ το αποκαλόκαιρο του 2013 που άνοιξε δειλά τις πόρτες του, αξιώθηκε να ζήσει γνωριμίες και φιλίες που υπήρξαν πολύτιμες και δυναμωτικές. Μοιραστήκαμε ιδέες, ανάγκες, συναισθήματα, ελπίδες, αξίες, το χρόνο μας, τις απογοητεύσεις αλλά και τις μικρές χαρές μας. Κι όσο αγριεύουν οι καιροί, όσο οι τοίχοι υψώνονται γύρω μας και μας απομονώνουν, βάζουμε πλάτη ο ένας με τον άλλο, για να κρατηθούμε όρθιοι και να προχωράμε χεράκι-χεράκι στις κακοτοπιές της εποχής. Γιατί το ζητούμενο των καιρών είναι να κρατηθούμε με τεντωμένο το σώμα και να χτίζουμε  καθημερινά, μυστικές ατραπούς και γεφύρια.


Σας ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για τα ανεκτίμητα "δώρα" σας! 
Κι ας φαίνεται πως σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου, εν τούτοις είναι καλά ριζωμένα στο μνημονικό μου. Από κει αντλώ δύναμη κι ελπίδα και είναι αυτά που με κάνουν να νιώθω τη χαρά και τον ενθουσιασμό που έχουν τα παιδιά όταν βγαίνουν για παιχνίδι με τους φίλους τους. Κι ας μην είμαστε στην ίδια γειτονιά, έχουμε βρει τη μυστική μας πυξίδα, που συγχρονίζει το βηματισμό μας και μας κρατάει προσηλωμένους σε κοινές αξίες και προορισμούς. Κι αν είμαστε μεγάλοι πια για να ματώνουμε τα γόνατά μας στο παιχνίδι, αντέχουμε ωστόσο να ματώνουμε στις λέξεις και στα νοήματα που εμείς τους δίνουμε. 

Εξαιρετικά αφιερωμένο με όλη μου την αγάπη!


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Τα ντολμαδάκια της γιαγιάς και ο ντουνιάς που ήρθε ανάποδα


Ο μπαμπάς συνέχεια γκρινιάζει πως του ήρθαν όλα ανάποδα. Η μαμά γκρινιάζει στον μπαμπά πως διαρκώς γκρινιάζει. Ο Σωτήρης μας θα φύγει λέει για τον Καναδά, να βρει τον θείο Αλέκο, που του ήρθαν όλα απ’ την καλή κι έκανε την τύχη του. Γιατί εδώ όλα είναι ανάποδα λέει, και δεν θα δούμε ποτέ άσπρη μέρα. Η γιαγιά Ιουλία κουνάει το κεφάλι της κοροϊδευτικά κάθε φορά που τον ακούει. «Μεγάλη προκοπή είδε κι ο θειος σου ο αναπαραδιάρης στα ξένα. Ούτε τα ναύλα του να’ ρθει στην πατρίδα, να δει τα γονεϊκά του δεν έχει». Και τότε ο αδερφός μου αγριεύει και της λέει πως είναι αναποδιασμένη και καλά θα κάνει να σωπαίνει γιατί δεν ξέρει από ανεργία. «Εγώ βρε δεν ξέρω; Αχ τζιέρι μου και να μη σου κληρώσει ποτές να ζήσεις  τις αληθινές αναποδιές της  ζωής!»... του απαντάει με παράπονο η γιαγιά και ευθύς πάει και χώνεται στο κουζινάκι της. Τάχα πως πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, μα εγώ την βλέπω να σκουπίζει κρυφά με την άκρη της ποδιάς τα μάτια της, να ρουφάει τη μύτη της κι ύστερα να ισιώνει τη φουρκέτα στον κότσο της και να επιστρέφει ευθυτενής στο τραπέζι. Λίγο πιο ψηλή κάθε φορά, λίγο πιο περήφανη και με τα μάτια της υγρά, σα μολυβένιες βαθιές λίμνες, που φυλάνε στο βυθό τους ανείπωτα μυστικά και καημούς. Όσες ιστορίες κι αν μας έχει διηγηθεί για  κείνα τα μαύρα χρόνια του ξεριζωμού τους απ’ τα βάθη της Καππαδοκίας, δεν θα γαληνέψουν ποτέ αυτά τα μάτια.

Τρία παιδιά και τον άντρα της έχασε σε μια μέρα. Τους σφάξανε όλους σα τραγιά μπροστά στα μάτια της οι Τσέτες, πριν βάλουν φωτιά στο πατρικό σπίτι και ρημάξουνε το βιος τους. Ίσα που πρόλαβε να τους ξεφύγει, όση ώρα κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι. Κι ύστερα ήρθε το μεγάλο ταξίδι προς τον Πειραιά μ’ ένα εγγλέζικο σαπιοκάραβο. Μόνο τη μάνα μου κατάφερε να γλυτώσει. Κι αυτό από ένα θαύμα, όπως μας έχει πει πολλές φορές «Ό,τι το είχα γεννήσει, μια σταλίτσα μωρό ήταν, σαν κατσιασμένο γατί. Στην απελπισιά μου απάνω, την άρπαξα απ’ την κούνια της και  την έκρυψα κάτω απ’ τα φουστάνια μου. Όλο το βράδυ περπατούσαμε ίσαμε τον σιδηρόδρομο, που θα μας πήγαινε στο λιμάνι της Μερσίνας. Δεν κοιτάγαμε πίσω μας, μόνο μας έπνιγε η  κάπνα απ’ τις φωτιές στο χωριό. Διασχίσαμε βουβοί και εξουθενωμένοι το βουνό, ενώ ακούγαμε έντρομοι τις οπλές των αλόγων, άλλοτε να πλησιάζουν προς το ανθρώπινο κομβόι μας κι άλλοτε να απομακρύνονται με τη φορά του αέρα. Και παρακαλούσα την Παναγιά την Γαλακτοτροφούσα ν’ αντέξουμε την πεζοπορία, να μη μου κλάψει και προδοθούμε στους άπιστους…. Άχνα δεν έβγαλε το γιαβρί μ’».

Κι ύστερα η μάνα μου της χαϊδεύει το κεφάλι συγκινημένη και της λέει πως οι καιροί γυρίσανε πάλι ανάποδα και θα’ ναι καλύτερα να φύγει ο Σωτήρης μας για τον Καναδά.
-         Κι εκεί δηλαδή, είναι απ’ την καλή τους τη μεριά οι καιροί; την ρωτάει κάθε φορά η γιαγιά.
-         Ξέρω κι εγώ ρε μάνα; Πάντως καλύτερα από δω. Θα βρει μια δουλίτσα, θα κάνει το κουμάντο του και θα στρώσει τη ζωή του. Εδώ τι προκοπή θα κάνει;
-         Εγώ γιαβρί μου ένα ξέρω. Βάϊ-βάϊ… προσφυγάκι θα γίνει κι ο Σωτήρης μας. Όπου και να ριζώσει, και στον πιο πλούσιο μαχαλά του ντουνιά να βρεθεί, πάντα θα κουβαλά το φορτίο του ξεριζωμού του. Σαν τους μπόγους που κουβαλούσαν οι ξεκληρισμένοι μας στο λιμάνι της Σμύρνης. Μήπως κι αποσώσουν κάτι απ’ τις περιουσίες τους. Κι ήρθαν τα συμμαχικά καράβια κι εκεί που αναθαρρήσαμε και κάναμε την προσευχή μας ότι σωθήκαμε, γέμισε η θάλασσα κομμένα χέρια και πνιγμένους. Κι οι μπόγοι επιπλέανε στα νερά, πλάι στα κουφάρια των κατόχων τους. Κι όσοι αποσώσαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα, πάντα με τη ρετσινιά του Τουρκόσπορου πορευτήκαμε. Ξένοι εκεί και ολότελα ξένοι εδώ…
-         Πάνε αυτά ρε μάνα… Αλλάξανε τα πράγματα από τότε, ο κόσμος προόδευσε. Τι δηλαδή; Θες να δεις τον εγγονό σου να μαραζώνει;
-         Μαράζι είναι μόνο ένα κόρη μου. Να γυρίζεις την πλάτη σου και ν’ αποχαιρετάς τα χώματά σου. Μόνο αυτή είναι η αναποδιά. Κι όσο κι αν προόδευσε όπως λες ο κόσμος, πάλι οι θάλασσες γεμίζουν ανθρώπους ξεσπιτωμένους και παιδιά που πνίγονται στις αγκαλιές των μανάδων τους. Κι αντί για Τσέτες, έχουμε τους διακινητές και τους δουλεμπόρους. Μεγάλη αλλαγή αυτή Παναϊα μου!...
-         Και τι να γίνει τώρα ρε μάνα; Να κλωτσήσει μια βολεμένη ζωή ο Σωτήρης μας και να μείνει εδώ να βολοδέρνει για ένα μεροκάματο;
-         Όχι γιαβρί μ’, ας πάει στην ευχή της Παναγιάς ο Σωτηράκης μας. Αλήθεια, έχει στον Καναδά ντολμαδάκια που του αρέσουν;
-         Πού να βρεθούν αμπελόφυλλα στον Καναδά βρε μάνα;
-         Θα του στέλνω πεσκέσι κάθε μήνα, έναν τέντζερη γεμάτο ντολμαδάκια γιαλαντζί να με θυμάται. Να μυρίζει τα βοτάνια και τα μυριστικά μας και να τρέχει ο νους του στο κουζινάκι μας. Τότε που ήταν μικρό και με βοήθαγε να ξεχωρίζουμε τα φύλλα. Κι έβανε τη ζάχαρη με τα χεράκια του για να γλυκάνει το ρύζι.
-         Κι ακούγαμε την Μπέλλου να τραγουδάει το αγαπημένο σου, ε μάνα; “Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά”…
-         Ναι γιαβρί μ’… γιατί οι καιροί δεν είναι ανάποδοι. Εμείς δεν είμαστε μαθημένοι να τους φέρνουμε στα ίσα τους… Χάνουμε στο ζύγι την ανθρωπιά μας κι αλάφρυνε ο κόσμος μας. Κι όλο ανάποδα θα τον βλέπουμε.