Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Iστορίες της νύχτας: Τα μπλουζ του Μάρτη


-       Καλώς ορίσατε!... κοπιάστε παρακαλώ... από δω, στο σαλονάκι μας.... βολευτείτε κοντά στο τζάκι... ρίχνω ένα κούτσουρο στη φωτιά, βάζω και δυο ποτήρια κρασί κι έρχομαι.
-       Προτιμώ τη θέα απ’ το ημιυπαίθριο. Έχει πανσέληνο απόψε... κοιτάχτε μια ομορφιά “έξω”!
-       Να καθήσω δίπλα σας; Δεν έχω κι άλλη επιλογή δηλαδή. Θα θέλατε ν’ αγκαλιαστούμε σαν τρυφεροί εραστές;
-       Αχ ναι, ας ξεγελάσουμε τη νύχτα για να’ ναι ζεστή μαζί μας! 
-       Μπορείτε να με σφίξετε κι άλλο πάνω σας; Κρυώνω πολύ. Δεν έχουμε θέρμανση το τελευταίο διάστημα. Εσείς;
-       Μπα... κι εμείς άνευ θέρμανσης είμαστε. Είχαμε μια πρόταση βέβαια για τοποθέτηση υπαίθριων θερμοσυσσωρευτών κατά μήκος του πεζοδρομίου, αλλά την απορρίψαμε παμψηφεί.
-       Μα γιατί;
-       Εεε ζαμέ!... δεν ταίριαζε το ντιζάϊν τους με το διάκοσμο. Πολύ πασέ...
-       Μ’ αρέσει όταν γελάτε. Κρυώνω λιγότερο.  Θέλετε να περάσουμε μαζί αυτή τη νύχτα;
-       Άκου λέει!... Μόνο, να πεταχτώ  μια στιγμούλα σπίτι, γιατί άφησα ανοιχτό το θερμοσίφωνο. Το κλείνω κι έρχομαι!
-       Κι εγώ στο μεταξύ θα φουρνίσω κάτι σκορδόψωμα που έχω ετοιμάσει για να συνοδεύσουμε το κρασάκι μας. Πώς τα προτιμάτε; Με παρμεζάνα ή πέστο βασιλικού;
-       Θα πρότεινα μοτσαρέλα αντί παρμεζάνας. Τι λέτε;
-       Ω μα φυσικά! Πόσο δίκιο έχετε!.. Έχει πιο βελούδινη γεύση η μοτσαρέλα.
-       Αγνοείστε τις φωνές έξω... Περνούν κάθε βράδυ και κάνουν περιπολίες για τυχόν παρανόμους. Εμείς είμαστε ασφαλείς εδώ στο σπιτάκι μας. Ας πούμε ότι καθόμαστε στο ντιβάνι μας και τους χαζεύουμε πίσω απ’ τα σηκωμένα στόρια. Πως αυτή η κούτα είναι η τραπεζαρία μας...  κι η σακούλα με τ’ αποφάγια του ταχυφαγείου, είναι το βραδυνό μας δείπνο.  Ας τσουγκρίσουμε τα πλαστικά μας κολωνάτα... «Ν’ αντέξουμε!» θα σας πω και θα σας φιλήσω στο στόμα. Να μην την πάρει την ευχή μου ο αέρας.
-       Θέλετε να χορέψουμε αυτό το μπλουζ;
-       Μα ναι!... είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Το βουητό της πόλης.
-       Αχ σφίξτε με πάνω σας... Δεν πειράζει που δεν ξέρετε να χορεύετε, μαζί θα βρούμε τα βήματά μας... αφεθείτε μόνο στην ορχήστρα των βασάνων. Στα πνευστά, οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών. Στα κρουστά, οι καρδιές που χτυπούν κάτω απ’ τις κουβέρτες των πεζοδρομίων. Στα έγχορδα, οι πλανόδιοι βιολιστές που στηρίζουν τις παρτιτούρες των ονείρων τους, σ’ ένα τσίγκινο δοχείο για ψιλά.
-       Τι ωραία που μιλάτε!... παραλίγο να πιστέψω πως καθόμαστε στην προβλήτα του φεγγαριού και ξεκινάμε για βαρκάδα στον ουρανό... Να σας σκεπάσω μ’ αυτό το παιδικό κουβερλί;  Έχει πολλή υγρασία... Κρατείστε το αν θέλετε... θα το χρειαστείτε όταν ξαναγεννηθείτε.
-       Κλείνω τα παντζούρια κι έρχομαι να σας κοιμήσω στην αγκαλιά μου.
Αύριο θα μας περιμένει ένα φλιτζάνι ζεστός καφές και φρέσκο ψωμί. Ένα στρωμένο τραπεζομάντηλο, καθαρά πιάτα, κατάλευκες κουρτίνες και ζεστό νερό για να πλύνω τις πληγές σας.
Ένα ταρατσάκι για ν’ απλώσω τις λερωμένες δαντέλες σας και καθαρά πατώματα και παραθυρόφυλλα και αυλές με λουλούδια και  φωνές παιδιών. Και αφράτα μαξιλάρια, απ’ αυτά που κάνουν καλοτάξιδα όνειρα… Και μια μήτρα ετοιμόγεννη… να μας γεννήσει εκεί που έχει μόνο ζεστές βραδιές...
-       Αποκοιμηθήκατε; Δεν πρόλαβα να σας πω πως απόψε έχω τα γενέθλια μου.
Καλή σας νύχτα...



“Κοιμάστε κύριε;”
“Είναι παγωμένος, δεν τον βλέπεις;”
“Τον ξέρεις;”
“Είχε την καβάτζα του απέναντι απ’ το περίπτερο. Κάθε βράδυ παραμιλούσε. Έστηνε δυο πλαστικά ποτήρια στο πεζούλι, έβγαζε από μια πλαστική σακούλα κάτι αποφάγια κι έπιανε κουβέντα με τον εαυτό του. Ώρες ολόκληρες... Κι ύστερα αγκάλιαζε μια παιδική κουβερτούλα και τη νανούριζε σαν να ήταν μωρό. Πονεμένη ιστορία. Άντε, πάρε το εκατό να’ρθουν να τον μαζέψουν”...



(*) Οι ιστορίες της νύχτας είναι μια φωτεινή ιδέα της Αριστέας και αποτελούν μια ενότητα προσωπικών αφηγήσεων, σχετικά με τη ... νύχτα. Έτσι όπως την εννοεί ο καθένας μας...
Η συγκεκριμένη ιστορία, αφιερώνεται ολόψυχα στον Γιώργο, στον Λεό, στον Ρόνυ, στον Σπύρο, στον Πέτρο και σ' όλους όσους φώτισαν κάποιες νυχτερινές διαδρομές μου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι έχουν φύγει απ' την περιοχή. Κάποιοι άλλοι, κι απ' τη ζωή. 


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Οι Εκατόμβες


Πόσο κόλαση πρέπει να είναι η φάση στην πόλη σου για να καβαλήσεις μια βάρκα χωρίς ελπίδα; Τόσο!

Στο βίντεο αυτό, ένα τανκ των αντιφρονούντων κάνει επιδρομή σε μια πόλη με μια κάμερα GoPro στον πυργίσκο του και μας δίνει την ευκαιρία να δούμε το ανατριχιαστικό ρημαδιό που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή (αυτή τη στιγμή που διαβάζεις) οι κάτοικοι της Συρίας, σε φουλ ρεαλισμό.




Αναδημοσίευση από το εβδομαδιαίο περιοδικό πολιτισμού



Αλί : Ερχόταν απ΄τη Συρία. Κουβαλούσε μαζί του τη φωτογραφία της νεογέννητης κόρης του. Στο πίσω μέρος της ένα γραμμένο τηλέφωνο και μια διεύθυνση. Ο Αλί θα ταφεί ήσυχα, χριστιανικά σ΄ένα μικρό νεκροταφείο με θέα το Αιγαίο που ποτέ δεν διέσχισε.

Κεμάλ: Λευκό, μικρό σκεύος για τον Κεμάλ που χάθηκε έξω απ΄τη Μυτιλήνη, την ώρα που γέμιζε το φεγγάρι. Προτού χαθεί έδειχνε τα δελφίνια στη μητέρα του, γνέφοντας στη ζωή που τρεμόπαιζε στα νερά.

Κατερίνα: Η μικρή χριστιανή απ΄την Ερυθρά φορούσε έναν ξύλινο, αυτοσχέδιο σταυρό. Η Κατερίνα είναι πια ένα όμορφο βότσαλο στους βυθούς, μαζί με τους ρυθμούς και τους ναούς και τ΄άλλα ναυάγια.

Χασάν: Κανείς δεν γνώριζε γι΄αυτόν. Όσοι σώθηκαν είπαν πως τις ήμερες ώρες, ακουγόταν απ΄την πλώρη η φυσαρμόνικα και κάποιος είπε, ο Χασάν απόψε κλαίει. Ερχόταν απ΄τη Λιβύη.

Φεντιγέ: Ταξίδευε μαζί με τα τρία, έφηβα αγόρια της. Είχε αφήσει τη Συρία και έναν νεκρό άντρα για μια άλλη ευκαιρία. Κανείς τους δεν σώθηκε, κανείς.

Ελυζέ: Καταγόταν απ΄την Κένυα. Είχε ωραία, κρυστάλλινα μάτια, αιθέρια χέρια. Ήταν ευγενική, λένε όσοι ταξίδεψαν μαζί της. Όμως οι καιροί είναι επικίνδυνοι για μια τέτοια ομορφιά. Και έτσι η Ελυζέ βιάστηκε απ΄τους δουλέμπορους στ΄ανοιχτά της Ρόδου και έπειτα πνιγμένη ομόρφυνε τα ήσυχα νερά.

Ομάρ: Θύμιζε κάτι απ΄τα πορτραίτα Φαγιούμ, έτσι λυπημένος που πέθαινε ετούτο το πρωί πάνω στους βράχους. Ίσως κάτι απομείνει απ΄την όψη του πάνω στις πέτρες. Για τους ερευνητές του μέλλοντος, ίσως κάτι ν΄αποκαλύψει η τόση του απελπισία.

Κεϋλάν: Γεννήθηκε στα νερά την πρώτη νύχτα του ταξιδιού. Ύστερα, αφού ζεστάθηκε στην αγκαλιά της μάνας του έφυγε χαμογελώντας για τα πολύ μεγάλα βάθη. Η έφηβη μητέρα του σπάραζε, σπάραζε, σπάραζε. Πριν φέξει είχε κιόλας πεθάνει απ΄την πίκρα της. Λένε πως ερχόταν απ΄τις ανοιξιάτικες γειτονιές του Λιβάνου. Λένε πολλά, όμως έτσι ξέρεις, φτιάχνονται οι μύθοι.

Φεριζέ: Κανείς δεν γνωρίζει γι΄αυτήν. Μονάχα πως γνώριζε καλά την τέχνη του νερού και έτσι, μόνη μες στην τρικυμία, ολότελα ελεύθερη πήρε να χάνεται καθώς μάκραινε προς μια ακτή πέρα για πέρα φανταστική.

Σεντιφέ: Αυτή ήταν μια ανεπανάληπτη καλλονή. Στο κατάστρωμα μας χόρεψε, όπως τότε που τραβούσαν οι άνδρες στις μακριές εκστρατείες, όπως τότε. Ξαφνικά, σώπασε, γονάτισε όπως κάνουν όσοι προσεύχονται. Ορκιστείτε, είπε, αν χαθώ μην λησμονήσετε να στείλετε μια λέξη, ένα γράμμα στους δικούς μου στην Παλαιστίνη. Η Σεντιφέ είχε πρόσωπο κεραμεικό, αρχαιοπρεπές. Θα μπορούσε να αποτελέσει τη φυσική συνέχεια των αλεξανδρινών κοριτσιών.

Αλί: Ετών δώδεκα, ολόκληρος, γελαστός ήλιος. Στ΄ανοιχτά της Λήμνου μας μίσησε για πάντα, κοίταξε πίσω κατά την πατρίδα του και χύμηξε στα νερά. Εμείς φωνάζαμε, χτυπιόμαστε, γύρνα πίσω λέγαμε. Οι δουλέμποροι ετοίμαζαν να βυθίσουν το πλοίο, όταν ο Αλί εκτέλεσε ένα παράτολμο ακροβατικό, σχίζοντας τα σκοτεινά νερά. Κάτι νησιά εκεί κοντά, τα ονομάσαμε Αλί. Κάπου διάβασα θυμάμαι, πως σε τέτοια μέρη οι ναυτικοί φυτεύουν ανθούς ελιάς. Ολόκληρο το Αιγαίο, μια κάποια ώρα, έχει απλωμένο ένα βαθύ, λαδί χρωματισμό.

Αγνώστων Στοιχείων: Τίποτε δεν γνωρίζαμε γι΄αυτόν. Τον μαζέψαν πνιγμένο, με κατασπαραγμένα απ΄τα κήτη τα χέρια του. Είχε πέτρινα μάτια, μύριζε θάλασσα και φόβο.

Αλέξανδρος: ήταν ο τελευταίος από μια μεγάλη οικογένεια εμπόρων. Οι γονείς του και τα δυο, μικρά του αδέρφια ζούσαν εδώ και δυο καλοκαίρια πέρα στην Αθήνα. Εκείνος ονειρευόταν όμως την Γαλλία και τη Λεωφόρο των Κυριών. Ποτέ δεν έφτασε. Τον θάψαν στον Άι Στράτη, διαβάζοντας μια σύντομη προσευχή. Τώρα, μ΄Ελπήνορες και σκλάβους παλιών, ρωμαϊκών σκαριών ανάβει φωτιές τις νύχτες, συντελώντας στα παράδοξα της θαλάσσης φαινόμενα.

Φερδινάνδος: Είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Με μια μικρή σύνοψη των ευαγγελίων ετάφη. Τρόπος του λέγειν βεβαίως, καθώς η ταφή τίποτε περισσότερο δεν ήταν απ΄την καταβύθισή του στην αγκαλιά των Πελασγών. Ο Φερδινάνδος τώρα περπατεί δρόμους ηφαιστειογενείς της Ατλαντίδος.

Ισά: Πες μου, πόσο όμορφα είναι στην Αθήνα; Θα μου δείξεις τη μεγάλη αγορά, έτσι δεν είναι; Εκεί ξέρω, παζαρεύουν το χρυσό, τ΄ασήμι και τα κιονόκρανα. Θ΄αποκτήσω και εγώ ένα απλό, όνομα ελληνικό, όπως Άρης, Δημήτρης, Γιώργης. Στα βαθιά μου γηρατειά θα λένε, κοιτάξτε τον σοφό οιωνοσκόπο. Γνωρίζει σε βάθος όλων των σύννεφων τα σχήματα. Μα ποτέ του δεν μιλεί, γιατί την πατρίδα που αγάπησε την έχασε για πάντα. Μιλούσε σ΄όλο το ταξίδι.Μετρούσε είκοσι μονάχα καλοκαίρια.

Πέτρος: Τον σκοτώσαν στις ακτές της Ερυθραίας. Μια διαφορά στα χρήματα, τον είπαν κλέφτη, απείλησαν πως δεν θα σαλπάρουν εκείνη τη νύχτα. Οι άντρες τον κατέβασαν ξανά στην αμμουδιά. Άλλοι γύρευαν να σωθούν, κολυμπώντας προς το φεγγάρι. Τον Πέτρο τον χτυπούσαν μ΄όλη τους τη δύναμη οι εργάτες. Κάποιος στο τέλος πυροβόλησε μ΄ένα περίστροφο. Εδώ, λοιπόν μάνα, σκοτώθηκε το παιδί σου. Τον λήστεψαν οι άλλοι που έρχονταν καραβάνια από τα σύνορα. Χάθηκε γυμνός. Τον αποτέλειωσαν.

Χαλίλ: Σαν τ΄όνομα εκείνου του σπουδαίου ποιητή. Χαμογελούσε την ώρα που βυθιζόμαστε, αχ θε μου πώς χαμογελούσε, αφήνοντας μας για πάντα μόνους σ΄αυτό το τρομερό πέλαγο. Μετά από χρόνια τον αντίκρισα κάπου στον Πειραιά. Εμπορευόταν καπνό, περπατούσε καχύποπτος. Τον φώναξα, είπα τ΄όνομα εκείνου του πλοιαρίου. Δημήτρη, τώρα με φωνάζουν Δημήτρη και έκλαιγε, έκλαιγε, για όλους εκείνους τους πνιγμένους.

Αράγια

Αλί

Αλισσέ

Καντριγιέ




Είναι πολλά τα ονόματα. Όσο και αν προσπάθησα να βρω και άλλα στάθηκε αδύνατο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια δισύλλαβη ταυτότητα και τίποτε. Λένε πως σκοπός της τέχνης είναι να μας κάνει ευτυχισμένους. Και όμως, υπάρχουν στιγμές που ο λόγος και το συναίσθημά μας στρατεύονται στον πιο ευγενικό και αθώο αγώνα. Αυτόν του ανθρώπου προσπαθεί να ζήσει. Ετούτη τη φορά, οφείλουμε να λυπηθούμε βαθιά μέσα μας, όπως όταν χάνουμε κάτι πολύ δικό μας. Αυτές οι ξεκληρισμένες φάρμες, αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες που χάνονται μαζί με τα παιδιά τους συνιστούν μια υπόμνηση των καιρών. Ένα μέγεθος καθοριστικό της εποχής μας. Οι καιροί μας μυρίζουν θάνατο. Στα παγωμένα μονοπάτια της Μεσογείου θάβονται τα όνειρα όλων αυτών των παιδιών. Από το Νίγηρα, το Κονγκό, το Σουδάν, το Λίβανο, την Συρία, τις πάλαι ποτέ θρυλικές κοιτίδες του αραβικού κόσμου. Η άνοιξη των περασμένων ετών δεν κράτησε πολύ. Άλλωστε ήταν ο δικός μας Οδυσσέας που είπε πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Αυτοί οι σημερινοί θάνατοι δεν αποτελούν παρά την κληρονομιά του αυριανού κόσμου, την εικονογραφία ενός σκληρού, στην εκκίνησή του αιώνα. Οι εμπόλεμες συρράξεις στο νότο της Μεσογείου, τα καθεστώρα, οι τριγμοί στην ανθρωπιά συνθέτουν μερικά μόνο απ΄τα χαρακτηριστικά εκείνα που κινητοποιούν τα κοπάδια των βασανισμένων ανθρώπων. Όσο εμείς θα αναζητούμε λύσεις σε συνόδους κορυφής και επιτροπές και όσο η Ευρώπη θα πορεύεται στην επίπλαστη ευτυχία του περιχαρακωμένου της κόσμου, όσο ο κόσμος και η ευκαιρία να ζήσει κανείς θα μικραίνει, εσείς μην λογαριάσετε πως ετούτοι οι σκισμένοι χάρτες και τα ονόματα και οι ιστορίες είναι μονάχα λογοτεχνία. Είναι μονάχα ένα δείγμα από τα χρόνια της εξάντλησης που μαίνονται, είναι τ΄απόφωνα της προδομένης ελπίδας που επαληθεύονται μέρα τη μέρα. Τα ήθη, η μνήμη, η προϊστορία και οι λαμπρές σελίδες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η μόδα της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού καλά κρατούν. Όμως δεν πρόκειται παρά για κώδικες φτωχούς, γι΄απατηλά αλφάβητα και χρώματα χαμένα. Οι άνθρωποι των συνόρων που ταξιδεύουν και που πεθαίνουν κάθε μέρα στις θαλάσσιες οδούς συνιστούν την καινούρια τάξη. Ο Γιάννης Σκαρίμπας το΄γραψε πριν από δεκαετίες. Υπάρχουν άνθρωποι, είπε, φτιαγμένοι για νεκροί. Υπάρχουν εναλλαγές της ιστορίας που χαλούν τα μονοπάτια, που βεβηλώνουν τη χόβολη των σπιτικών. Όμως τίποτε σαν τα εννιακόσια πενήντα σώματα, -έτσι ολογράφως, να καταλαμβάνουν το χώρο που δικαιούνται-, που ανασύρονται πνιγμένα, καθώς ο Νικηφόρος Βρεττάκος επισημαίνει τη λογική της απελπισίας που είναι παράδοξη, μα έντιμη, προσδίδοντας μια προστιθέμενη αξία σ΄όσα καίγονται τα βράδια, στ΄ανοιχτά της Μεσογείου. Εμπρός στα μάτια μας που πάψαν για την έννοια τούτου του κόσμου να μιλούν.

Καληνύχτα σας.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Θαλασσάκια μου



Ξέρεις τι νοστάλγησα;
Κάτι παλιά δελτία ειδήσεων. Τότε που όλα ήταν συμβατικά κι επαναλαμβανόμενα.
Δεν άκουγες τα νέα.
Χάζευες μόνο το Montblanc της Έλλης, την ατίθαση φράντζα του Ευαγγελάτου και τις πάσης φύσεως Ελεονώρες. Τότε που μάχονταν για τη δημοσιογραφία κι όχι για το χρόνο. Στήθος, μύτη, σαγόνι και χείλι, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Άντε ένα πιστολάκι να έρθει να φουσκώσει η κουπ κι όξω στην κάμερα.

Τότε που “οι πολύνεκρες τραγωδίες”, αφορούσαν -αποκλειστικά- τους νεκρούς της ασφάλτου.
Τότε που η τροχαία έπαιρνε έκτακτα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των εκδρομέων στα σπίτια τους.
Και σ’ όσους έχαναν τη ζωή τους σε κάποιαν εθνική οδό, τους αναλογούσε τουλάχιστον ένα ολιγόλεπτο ρεπορτάζ στο “τραγικό σημείο” του ατυχήματος.
Ολιγόλεπτος φόρος τιμής στις ψυχούλες που ξέφυγαν απ’ την πορεία και το σώμα που τις φιλοξενούσε και καρφώθηκαν σε κάποιο σύννεφο.



Άτιμο πράγμα το μπότοξ. Απαγορεύει τη ρυτίδα έκφρασης και τη –μηδαμινή έστω- πιθανότητα, να συγκινηθεί ο εκφωνητής. Ανάμεσα σ’ ένα σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα και στ' αθλητικά, άκουσα πως χτες το πρωί οι ψαράδες στην Ρόδο έβγαλαν ανθρώπινα κουφάρια απ’ τη θάλασσα. Ένα απ’ αυτά, ανήκε σ’ ένα εξάχρονο παιδί. Προσφυγάκι απ’ την Συρία. Μαζί του, άλλες εκατόν πενήντα ψυχές.

Κι όσο συνηθίζω στο ανέκφραστο λουκ, φοβάμαι τη μέρα που θ’ ακούω απαθής και αμέριμνη απ’ τον δέκτη μου, πως η θάλασσα μπαζώνεται από ανθρώπινα σώματα και δημιουργείται ένα φυσικό φράγμα γύρω απ’ την Μεσόγειο.
Κι αφού με καληνυχτίσει ο εκφωνητής βάρδιας, θα πάω ήσυχη για ύπνο.
Το τέλειο έγκλημα δεν έχει καμία πιθανότητα να διαλευκανθεί.



Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Συμπόσιο Ποίησης: “Ερωτικό πρελούδιο με σουβλάκι“


“Τι μαγείρεψες μωρό μου; Δεν σε βλέπω απ’ την πείνα”
“Ριπές στην πόρτα.
Εαρινός επισκέπτης.
Άκου, τα σέπαλα της δαμασκηνιάς
πέφτουν.
Ξημερώνει άνοιξη αγάπη μου!...”
“Κατάλαβα. Με ντελίβερι τη βγάζουμε κι απόψε;”
“Τι πεζός! Το μυαλό σου είναι μονίμως στην κουζίνα”.
“Παραγγέλνω τα σουβλάκια, μια σαλάτα μόνο κόψε”.

“Τ’ ήταν αυτό που διάβαζες;… πιάσε μου το αλάτι!”
“Χαϊκού “
“Xαϊ…τι;”
“Ποίηση ρε Απόστολε! Σύντομη στιχουργία.
Έξω μυρίζει άνοιξη, οι κήποι λουλουδάτοι
μ’ έπιασε το παράπονο και μια μελαγχολία”.

“Είσ’ αχάριστη ρε Βάσω! Εγώ σκίζομαι για σένα!
Τι γαρδούμπες, τι κοψίδια, τι γλυκά σου κουβαλάω!
Δεν σου πήρα τις προάλλες και λευκόχρυση καδένα;
Δεν σε πήγα Πουπουλένιο και ακόμα το βαράω;”
“Ποιο;”
“Το κεφάλι μου!”

“Όσα λες είναι σωστά και παράπονο δεν έχω.
Μα εκτός απ’ το στομάχι και το πνεύμα μας πεινά”.
“Τι να κάνω εγώ ρε Βάσω;”
“Να μου γράφεις χαϊκού, να μου απαγγέλεις Τσέχωφ.
Να περνάμε τις βραδιές μας με Ταρκόφσκι και Γκοντάρ”.
“Πολλοί δεν μαζευόμαστε;”

“Ευτελίζεις την κουβέντα! Δεν τη νιώθεις στον αέρα;
Μια λανθάνουσα φθορά που στη σχέση υποβόσκει;”
“Εγώ νιώθω μόνο αγάπη να φουντώνει με το έαρ! 
Τι γουστάρει το μωρό μου; Τριλογία του Κισλόφσκι;"


"Γιατί η αγάπη Βάσω μου θέλει ντέρτι και στραπάτσο.
Να βλέπω απ’ τα μάτια σου τους Αδερφούς Κοέν,
να κόβεται η ανάσα μας σε έναν Καραβάτζιο,
να κάνουμε φασίνα με μπαλάντες του Σοπέν,
κι ύστερα να δακρύζουμε με το Έ-ντε-λα-μαγκέν!”
“Αχ Απόστολε, είσαι μεγάλος ποιητής!
Πιάσε μου ένα καλαμάκι!”


Η Βάσω κι ο Απόστολος έφαγαν σουβλάκι στο στέκι της Αριστέας μας.
Το 7ο Συμπόσιο Ποίησης ολοκληρώθηκε  σήμερα και ανέδειξε υπέροχες δημιουργίες που αξίζει τον κόπο και το χρόνο, όσων δεν το έχουν κάνει ακόμα,  για μια ανάγνωση.
Το Έαρ είχε την πανηγυρική του και η Αριστέα υπήρξε για άλλη μια φορά υποδειγματική οικοδέσποινα και εμπνεύστρια του Συμποσίου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ομοτράπεζους συμποσιούχους και σ' όλους όσους συντρόφευσαν με τα σχόλια και τις αξιολογήσεις τους αυτό το μικρό ταξίδι.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

φοβούνται ωρέ τα παλικάρια;


Το δρομολόγιο Βηθλεέμ-Γολγοθάς έφτασε αισίως και φέτος στο τέρμα του. Του χρόνου πάλι. Να είμαστε καλά να στολιστούμε και να Τον ξανασταυρώσουμε. Στο μεταξύ, για να σπάσει η μονοτονία του αστόλιστου, μπορούμε να ελπίζουμε σε αιφνίδιες γιορτές με κομφετί και στην ευχάριστη διαπίστωση πως μερτικό στον τρόμο, έχουν ακόμα κι οι άτεγκτοι τραπεζίτες . Στριγκάκι - Ντράγκι: 1- 0


Λέγεται πως μετά το σοκ που υπέστη ο Άϊρον-μαν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έτρεξε κάθιδρος στο καμαρίνι του, άλλαξε εσώρουχο και πήρε τηλέφωνο τη μαμά του: “Μαμά ο Μάριο είμαι… ήρθε εδώ η Πέπη και απείλησε να με σκοτώσει… Απ’ του χάρου τα δόντια γλύτωσα… Ναι καλέ μαμά, μη φωνάζεις! Της είπα όσα με είπες, αλλά με είπε χαλβά και πολύ στεναχωρήθηκα… Μαμά, να με φτιάξεις κιοφτέδες, πολλούς κιοφτέδες και κομματάκι χαλβά”…


Γιατί τελικά, στους χαλβάδες της πολιτικής σκηνής που αυτοπροσδιορίζονται ως σοβαροί οικονομολόγοι και διασώστες της παγκόσμιας οικονομίας, όσους γορίλες κι αν έχουν για προπέτασμα, φτάνει ένα πασχαλινό κανονάκι που εκτοξεύει κομφετί, για να τους αποκαθηλώσει απ’ το βάθρο τους.  



 Η 20χρονη ακτιβίστρια Ζοζεφίν Βιτ, κατάφερε να παρεισφρήσει στα άδυτα της ΕΚΤ, δηλώνοντας ότι είναι δημοσιογράφος του δικτύου Vice. Εδώ, τη στιγμή της “σύλληψής” της απ’ τους φρούραρχους. Η γλώσσα του σώματος (ευτυχώς) δεν επιδέχεται μεταγλώττισης. Γι αυτό και θεωρείται η πιο αξιόπιστη. 
Χέρια που σχηματίζουν το σήμα της νίκης - Χέρια αρπακτικών: 1-0

Αναστήσαμε Αγησίλαε!...


Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Σήμερον ξανακρεμάται επί ξύλου


Ο ηλικιωμένος νεωκόρος πετάγεται φουρκισμένος στο προαύλιο της εκκλησίας και διώχνει με “χριστιανικές ψαλμωδίες”  ένα σκουρόχρωμο κορίτσι που πουλάει κεριά και χρωματιστά φαναράκια πάνω σ’ ένα πλαστικό καφάσι. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του ναού ο ιερέας διαβάζει: Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Η κυρία με το φριζαρισμένο μαλλί που είναι βάρδια στο τεράστιο μανουάλι-σκάμμα, σβήνει τα κεριά με κινήσεις έμπειρου ζογκλέρ στο τσίρκο. Με φαστ-τρακ διαδικασίες, αρπάζει αρμαθιές αναμμένων κεριών  και τα βουτάει σ’ ένα τσίγκινο δοχείο με σκουρόχρωμο υγρό. Τα λεπτά κεράκια αφήνουν ένα πένθιμο τσιτσίρισμα καθώς σβήνουν στα χέρια της και μετά πετιούνται σ’ έναν τενεκέ. Φαντάζομαι με τρόμο πως η φλόγα της ελπίδας που συμβόλιζε το κάθε άναμμα, καταπνίγεται σε λίγα δευτερόλεπτα μέσα στο αυτοσχέδιο χωνευτήρι κεριών.

Την ώρα που βάφω τα αυγά, η τηλεόραση δείχνει ειδήσεις. Το αιμάτινο σκηνικό απ’ τα θύματα μιας σφαγής, με βάζουν στον πειρασμό να συγκρίνω τις αποχρώσεις του κόκκινου. Παραδέχομαι πως και φέτος δεν κατάφερα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ξεθωριασμένο ζουμί της κατσαρόλας, δεν πλησιάζει καν το πορφυρό-κατακόκκινο υγρό που αναβλύζει από ένα διάτρητο ανθρώπινο σώμα. Θα μπορούσαν άραγε οι βιομηχανίες να εκμεταλλεύονται τους τόννους αίματος που παράγονται καθημερινά στα εργοτάξια πολέμου; Ίσως και να γίνεται ήδη.



Μου έλεγε μια φίλη που είναι άνεργη εδώ και δυο χρόνια και μεγαλώνει μονάχη της δυο μικρά αγόρια, πως η Μεγάλη Βδομάδα είναι γι αυτήν χαρμόσυνη. Το δράμα της ξεκινάει το βράδυ της Ανάστασης και κορυφώνεται το Πάσχα. “Δικαιολογώ δίχως ενοχές, την υποχρεωτική νηστεία που κάνουμε –ούτως ή άλλως- ολοχρονίς. Τουλάχιστον αυτές τις μέρες, παρηγοριέμαι πως κι άλλοι υποσιτίζονται και κοιμούνται με το στομάχι τους αδειανό. Κι ας ξέρω πως αυτό είναι από επιλογή κι όχι από καταδίκη”. Την φίλη μου δεν τη λένε Βίκυ, ούτε Ελένη, ούτε καν Μαριάννα. Έχει ένα αναξιοπρεπές όνομα και κάθε μέρα που περνάει, βουλιάζει ολοένα στην προσωπική της χρεωκοπία. Δεν ελπίζει σε καμμιά κασκαντερική απόδραση απ’ το κελί ενός τρελλάδικου, γιατί έχει τη μπέσα ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες της και να τρελλαίνεται, αφού πρώτα τις ξεχρεώσει.

Την ώρα που οι καλοβαλμένες κυρίες της ενορίας στολίζουν με κατάνυξη τον Επιτάφιο, η φίλη μου κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις με τα ισχνά της έσοδα και δίνει τιτάνιες μάχες για ένα έκτακτο έξοδο. Δυο λαμπάδες για τα παιδιά, ένα σοκολατένιο αυγό –“στη μέση για να μάθετε να μοιράζεστε”- κι ένα μεγάλο κερί που -από έθιμο- το ανάβει κάθε χρόνο στην περιφορά. Αντί για μνημόσυνα και τρισάγια, μνημονεύει μ’ αυτό το κερί τους νεκρούς της. Κι αντί για τάματα και μετάνοιες,  προσηλώνεται για ώρα στην αναμμένη φλόγα του και προσεύχεται για ένα θαύμα.



Το βράδυ της Ανάστασης θ’ αναζητήσω το Άγιο Φως στην αντανάκλαση  των κεριών μέσα στα υγρά της μάτια. Θα είναι και φέτος στημένη στο προαύλιο της εκκλησίας, με δυο αγόρια να κρέμονται σαν αδύναμα κλαράκια απ’ τα χέρια της και με το φωτοστέφανο μιας Μαντόνας να διαγράφει το περίγραμμα του κεφαλιού της. Την ώρα που οι οικογένειες θα στριμώχνονται στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και θα φεύγουν μαρσάροντας για τα σπίτια τους, εκείνη θα χαθεί στο σκοτεινό δρόμο, με τα παιδιά κολλημένα σφιχτά πάνω της. Τρία κεράκια που αχνοφέγγουν σαν φάροι μεσοπέλαγα. Τρεις άνθρωποι θα φαντάζουν από μακριά, σαν το σταυρό που σέρνεται μαρτυρικά στο σύγχρονο Γολγοθά της πόλης.

Το κερί της θα μείνει αναμμένο σ’ όλη τη διαδρομή κι ίσως ν’ ανάψει το κερί κάποιου κοριτσιού που δεν είχε λαμπάδα, αλλά πούλαγε κεριά κάτω από μια κολώνα της ΔΕΗ, λίγο παράμερα απ’ τον φωταγωγημένο ναό. Και καθώς η παιδική χούφτα θα αγκαλιάζει προστατευτικά τη φλόγα για να μην τη σβήσει ο αέρας, θα αποκαλυφτεί  το σημάδι από ένα νωπό τραύμα.

Σαν απομεινάρι από ένα πρόσφατα αποκαθηλωμένο καρφί. 


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ & ΑΝΑΤΑΣΗ ΨΥΧΗΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

150 shades of Vangelis


Με κάτι πρόχειρες μετρήσεις, οι συνολικές αποχρώσεις του Βαγγέλη είναι 150. Κάλτσες, σώβρακα και φανέλες, από 50 χρώματα η κάθε ντάνα.
Οι 45 κατασκευαστές πλυντηρίων, σήκωσαν τα χέρια ψηλά.

Να το κάνω βιβλίο τώρα αυτό;  “150 shades of  Vangelis”.
Ότι γυρίζει απ’ τo συνεργείο ψόφιος στην κούραση κι εγώ ερεθίζομαι απ’ τη λιγδιασμένη φανέλα του και τον καλώ σε ανομολόγητα ερωτικά παιχνίδια. Στο μεταξύ έχω κάνει φασίνα, έχω μαγειρέψει, έχω φέρει τα παιδιά απ’ το σχολείο, τα έχω διαβάσει κι έχω σιδερώσει και μια στοίβα ρούχα. Αλλά η λίμπιντος ανεπηρέαστη. Κι αντί να ταβλιαστώ  να ισιώσει το κορμάκι μου απ’ την κούραση,  κοτσάρω ζαρτιέρες, σιθρού κομπινεζόν και το τιγρέ βρακάκι που μου είχε πάρει ο Βαγγέλης απ’ το τζάμπο. Αρπάζω κι ένα πλαστικό μαστίγιο απ’ τις απόκριες που είχα ντύσει τη μικρή αμαζόνα και στήνομαι στο μπάνιο, να περιμένω με λαχτάρα το κορμί του Βαγγέλη.

«Ρε πας καλά;» μου λέει για να με ξενερώσει. Τα πήρε κρανίο γιατί είχα γεμίσει την μπανιέρα αφρούς και φύλλα βιολέτας.
«150 σκάσαμε στην ΕΥΔΑΠ προχτές... και πας και χαλάς τόσο νερό; Κι η γλάστρα τι σου’φταιξε και τη μάδησες
Βγήκε έξαλλος απ’ το κόκκινο δωμάτιο (τον καμπινέ εννοώ, αλλά στο βιβλίο θα το λέω έτσι). Εγώ είχα φτάσει στην κορύφωση της έξαψης. Τον ήθελα κολασμένα. Ξαναγύρισε ανεμίζοντας τη σφουγγαρίστρα. «Μαστίγωσέ με!» τον διέταξα. «Θέλω να νιώσω τις υδρόφιλες λωρίδες της βιλέντα  στην πλάτη μου!... Να χώσεις τα κρόσσια της στον περιστρεφόμενο κουβά και να μου ραπίσεις με το κοντάρι τον πισινό...».

Ελάχιστα θυμάμαι μετά τη σφαλιάρα που έφαγα.
Όταν είδα το χέρι του να υψώνεται απειλητικά, νόμιζα πως συμμετείχε στα ερωτικά μου καλέσματα.  Έτρωγα ξύλο αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να φχαριστιέμαι ή ν’ ανησυχώ για την υγεία μου.
Παρασυρμένη απ’ την ταινία, του φώναζα το βούρλο: “Χτύπα με!... Κάνε με σκλάβα σου!”...
Και μ΄έκανε μπλε μαρέν ο Βαγγέλης, αλλά οργασμούς δεν ένιωσα. Ούτε καν μια τοσοδούλα απόχρωση ευχαρίστησης... Μη σου πω πως ντράπηκα, γιατί μέχρι χτες γκάριζα στους συλλόγους και στις παρέες, για την ενδοοικογενειακή βία.
Κι έκανα κηρύγματα στη μικρή ν’ αγαπάει το σώμα της και να μην ανεχτεί ποτέ κανέναν ν’ ασκήσει βία πάνω της.
Και κυρίως, γιατί τη χειρότερη βία την άσκησα εγώ στον Βαγγέλη. Τον υποβίβασα σε σαδιστή - επιβήτορα και την αγάπη μας σ’ ένα παρακμιακό αρχέτυπο σχέσης: ο ζάμπλουτος - πανέμορφος πρίγκιπας και η υποταγμένη παρθένα-σταχτοπούτα.

Κοιτάζω στο μπαλκόνι την ολάνθιστη βιολέτα και χαμογελάω.  Σούρουπο έξω. Τα παιδιά τιτιβίζουν στο δωμάτιό τους.  Ο Βαγγέλης έρχεται σε λίγο. Ετοίμασα το αγαπημένο του φαγητό. Στρώνω τραπέζι και περιμένω να ζήσω το όνειρο. Της Ελληνίδας νοικοκυράς που ίσως και να είναι μίλια μπροστά απ’ τα μικροαστικά πρότυπα που μας σερβίρονται ως προχωρημένα μοντέλα ζωής.

Ο Βαγγέλης έρχεται καβάλα στο σαραβαλάκι του.
Δεν πιλοτάρει, δεν φοράει  μεταξωτή γραβάτα και θέλει τα χέρια μου αλυσοδεμένα στο κορμί του κι όχι σε χειροπέδες.
Οι μέρες μας  έχουν τις γήινες αποχρώσεις της καθημερινότητας.
Κι οι νύχτες μας  κατακόκκινους  παραδοσιακούς οργασμούς, δίχως βοηθήματα.
Στη δική μας φαντασίωση, η γενετήσια πράξη έχει τις αποχρώσεις του έρωτα.


O Βαγγέλης και οι αποχρώσεις του, συμμετείχαν στο Παιχνίδι Λέξεων που οργάνωσε η Μαρία μας, στο μπλογκ της mytripsblog. To Παιχνιδόλεξο εμπνεύστηκε και ξεκίνησε τη θητεία του στα μέρη της Φλώρας μας: TEXNIS STORIES. Φιλοξένησε υπέροχες ιστορίες και ποιήματα, μας έκανε μια μεγάλη παρέα και αγαπήθηκε απ’ όλους μας.
Σας ευχαριστώ πολύ που αγαπήσατε την πολυχρωμία του Βαγγέλη και εύχομαι λιγότερο γκρι στη ζωή μας!

Υ.Γ. Για τους λάτρεις των αποχρώσεων, ο ιδανικός προορισμός είναι ο φωτογραφικός χρωματόκοσμος της Μαρίας.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Γιατί... έτσι!

“Δεν παραδίδω το γραφείο στη Βουλή”
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης Vs Ζωής Κωνσταντοπούλου

Ελάτε να το πάρετεεε!...

“Μπαντ νιουζ ντάντη. Η Ζωή σε διώχνει”.
“Τρολάρετε ρε; Εγώ δεν αποθαίνω πείτε της... έχω διαρκείας”.
Η Κωνσταντοπούλου ρε πατέρα... Θέλει να της δώσεις πίσω το παιδικό σου δωμάτιο”.
Μπουχαχαχα.... καλό! Τραβάτε πείτε της πως δεν το κουνάω απ’ επαέ, αν δεν μου πέμψουνε τ’ απολυτήριο απ’ το τάγμα!”
“Μήπως να την κάνουμε σιγά-σιγά ρε πατέρα; Καλά φάγαμε μέχρι τώρα. Μην είμαστε και πλεονέκτες”...
“Ντόρα, αυτός δεν είναι δικό μου παιδί”...
“Δεν είναι της παρούσης αυτό. Πληζ ντάντη, ας μην ανοίγουμε θεσμικά προβλήματα”.
“Μα είμαι συναισθηματικά δεμένος με το δωμάτιο αυτό. Δεν το καταλαβαίνει αυτή η δαμάλα;”
“Είναι λέει κανονισμός της βουλής”.
“Μπα; Κι ο Αντρέας γιατί έχει δωμάτιο; Γι αυτόν δεν ισχύει ο κανονισμός;”
“Αχ ντάντη, μας άφησε χρόνους ο Αντρέας!”
“Πέθανε ο Ζαϊμης; Μα τι μου λέτε; Πότε, πώς;”
E, του' ρθε το απολυτήριο απ’ το τάγμα! Χοχοχο!...”.


"Σατ-απ μπράδερ Κυριάκος! Αυτά που κάνεις είναι μονομερείς ενέργειες και δεν υπηρετούν το συμφέρον του ντάντη!"
Είναι ανφέρ! … ούτε ογδόντα χρόνια δεν το έχω…“
“Ντάντη-κουλ! Όταν θα έρθουμε πάλι στα πράγματα, η πρώτη προτεραιότητα θα είναι να αποκαταστήσω τις κοινωνικές αδικίες που έγιναν εις βάρος σου. Δεν πάει άλλο! Έχουμε διαβεί τον Ρουβίκωνα προς το γκρεμό!..."


“Βρε δε πα να λέει αυτό το νιάνιαρο! Εγώ Ντόρα μου θα σε κάμω βασίλισσα κι ύστερα θ’ αποχωρήσω. Ξέρετε τι τράβηξα εγώ στα νιάτα μου; Με ανάλατες φασολάδες μεγάλωσα. Από τρεις μεριές έτρωγα. Στα συσσίτια των φοιτητών, των φαντάρων  και των δικηγόρων! Αμέ!... Με το κουτάλι στη τσέπη πέρναγα τις γερμανικές φάλαγγες. Και δόξα τω Θεώ, και βουλευτιλίκια έζησα, και πρωθυπουργιλίκια και φτιάξαμε κι ολάκερη  περιουσία. Άντε γιατί άμα τα πάρω, θα της αρχίσω τις … ευχές και θα την δείτε την Ζωούλα να σερβίρει νερό στη βουλή!

Κι έπειτα τι νομίζετε;  Σε δέκα χρόνια θα το έχει ξεχάσει…”

Σκίτσο εποχής του Κ. Μητρόπουλου


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Ο Βαγγέλης κι ο Μανώλης


Η ευθύνη είναι λίγα μέτρα απ’ την πόρτα μας. Δεν θα τη ανακαλύψει κανείς  εξ ημών, γιατί βαυκαλιζόμαστε πως είναι σε δύσβατη περιοχή. Αν και βρίσκεται σε προχωρημένη σήψη, καμία υποψία οσμής δεν ενοχλεί τα ρουθούνια μας. Η Νικολούλη έκλεισε το φάκελλο, οι δύτες μάζεψαν το φουσκωτό απ’ τη λίμνη, η σχολή θα επιστρέψει στους γαλακτοκομικούς της ρυθμούς και η βδομάδα θα έχει συνεχείς πτώσεις δακρύων. Τα μαυρομάνικα “μαχαίρια” θα ξαναμπούν στα θηκάρια τους, τα στόματα θα κεντηθούν με παραδοσιακή σταυροβελονιά, οι καθηγητές θα συνεχίσουν να προσποιούνται τους παιδαγωγούς (άραγε έχουν παιδιά;) και οι συμφοιτητές θα καταθέτουν λουλούδια, αλλά όχι αλήθειες. Μαζί με το σώμα του Βαγγέλη, θάβουμε οριστικά και την ανθρωπιά μας.

Επίσης οι κατασκευαστές μαχαιριών, θα συνεχίσουν να χαράζουν στις λεπίδες τους πατριωτικά στιχάκια:

“ Είναι μαχαίρι κρητικό όπλο τιμής κι ανδρείας, 
μα είμαι και ενθύμιο ειλικρινούς φιλίας “

Κι αν το κρητικό μαχαίρι συγχέει τη λεβεντιά με τον κοινωνικό κανιβαλισμό, ακυρώνει και την ιστορία που κουβαλάει.
Αν θεωρείται αντριλίκι να τα βάζει μια αγέλη μ’ έναν σπουδαστή κι ύστερα να κάνουν τις “κότες”, ακυρώνουν το φύλο και κυρίως την καταγωγή τους.
Κι αν η τοπική κοινωνία δεν βρει την παλληκαριά να σπάσει το απόστημα που τη μολύνει, θα συνεχίσουμε να θρηνούμε άδικους θανάτους.



Πριν από εφτά χρόνια, στις 16 Μαϊου του 2008, ο 21χρονος φοιτητής Μανώλης Χορευτάκης δολοφονείται από το Ζαχαρία Λαγουδάκη, στο Ενετικό Λιμάνι του Ρεθύμνου. Η αφορμή… ένα σουβλάκι. Ο Μυλοποταμίτης Ζαχαρίας Λαγουδάκης επιτέθηκε στον φοιτητή, κραυγάζοντας του “Θα σε φάω!”. Toν “έφαγε” με δύο μαχαιριές. Μία στο χέρι και άλλη μία κατευθείαν στην καρδιά. Για όσους δεν θυμούνται το παρασκήνιο αυτού του άγριου φονικού, ο 33χρονος δράστης είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία και εξέτιε την ποινή του στις φυλακές Αλικαρνασσού. Την υπεράσπισή του είχε αναλάβει ο Χρ. Μαρκογιαννάκης, ο οποίος είχε βαφτίσει και το παιδί του. Πριν ολοκληρωθεί η ποινή του, αποφυλακίζεται με σκανδαλώδη τρόπο το Γενάρη του 2008 και λίγους μήνες αργότερα, δολοφονεί το Μανώλη Χορευτάκη.

Μεταξύ μας τώρα.
Σου μιλάω σαν Πιλάτος σε Πιλάτο.
Ρίξε πάνω απ’ το χιτώνα σου το μαύρο πουκάμισο γιατί έπιασε ψύχρα.
Ο Χριστός ξανασταυρώθηκε, στα Γιάννενα αυτή τη φορά.
Άντε να κάνουμε ταμείο τώρα.
Ας μετρήσουμε το νταηλίκι μας.
Ποιος το έχει μεγαλύτερο;
Εμείς ή Αυτός;
“Άντρας θα πει να μη δειλιάς όπου κι αν δώσεις μάχη,
Να ξεψυχάς κι όμως να λες: θάνατος δεν υπάρχει”

Κι αν κάτω απ’ τα στιβάνια και τις μουστάκες σου υπάρχει ίχνος φιλότιμου, τράβα παραδώσου.
Ακόμα και το έγκλημα, έχει τους νόμους του.
Υπάρχουν κι “έντιμοι φονιάδες”.
Όσοι έχουν τη μαγκιά της αυτοτιμωρίας τους.
Αλλιώς … ξα σου!



Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Είναι η Άνοιξη κύριε Βόλφανγκ μου…


Οκέϊ το κατάλαβα. Το εμπέδωσα καλά πως “η κατάσταση είναι κρίσιμη, ο κίνδυνος εξόδου απ’ την ευρωζώνη ορατός, οι κυβερνητικοί χειρισμοί ανώριμοι έως κι επικίνδυνοι”...

Τελειώνουν τα αποθέματα ρευστότητας, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα έχουν χρήματα για τις συντάξεις, το τραπεζικό σύστημα καταρρέει, οι διαπραγματεύσεις ναυαγούν”...

Πάει, ως εδώ ήταν. Όσα με κόπο οικοδομήθηκαν απ’ τους προηγούμενους γραβατωμένους μετόχους/κυβερνήτες, τώρα μηδενίζονται και πάνε στράφι.



Το ξέρω πως όταν μου κουνάς το τσιγκελωτό δαχτυλάκι σου, εγώ οφείλω να τρέμω. Και να τρέχω.

Τι θα φάει σήμερα ο καλός μας κύριος Βόλφανγκ; Α!.. έχω φιλέτο εδαφάκι, με γαρνιτούρα παραλιούλες και πέστο από κορφοβούνια. Για επιδόρπιο, συνταξούλες πετσο-καραμελωμένες κι ανθρωπάκια φλαμπέ”!


Κοντολογίς.
Ορκίζομαι πίστη και υποταγή στα δελτία ειδήσεων!
Ο Μπάμπης κορώνα στο κεφάλι μου!
Το ηθικό μου καταβαραθρωμένο!
Μαζί τα φάγαμε!
Ο λαός μας είναι τεμπέλης και διεφθαρμένος ως το μεδούλι!
H πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι το Βερολίνο!
Αι κομμουνισταί προελαύνουν και αποδομούν το απόλυτα επιτυχημένο κοινωνικό μοντέλο που είχε μέχρι πρότινος η χώρα. Φόβοι για τα γυναικόπαιδα!
Μπουμμμμ! Τα τρενάκια συγκρούονται.

- Και τι γίνεται μετά μπαμπά;
- Κι ύστερα ήρθε το Συνέδριο Νικόλα μου...

Ηχούν οι σειρήνες, αρχίζουν οι βομβαρδισμοί, αλυχτούν τα φερέφωνα, ανταριάζουν τα μικρόφωνα!
Οι πολεμικοί ανταποκριτές μας, ξεχύθηκαν με τις ξιφολόγχες τους στις ορεινές συχνότητες και μας κρατούν καλά εξημερωμένους.
Πάρε κόσμε φόβο!”. Το πλέον εισαγόμενο προϊόν απ’ τη γερμανική αυτοκρατορία, κατευθείαν στα ράφια των σούπερ-καναλιών μας.



Επειδή στη γελοιότητα που μας περιβάλλει, η Άνοιξη μας βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα και μπουκάρει στη ζωή μας...

Κι επειδή ζέστανε ο καιρός, μεγάλωσε η μέρα, σκάνε μύτη κάτι αγριολούλουδα στο διπλανό οικόπεδο κι ο γείτονας άρχισε να χαμογελάει ξαφνικά και να μου λέει “Καλημέρα”…

Να με συμπαθάτε κιόλας... αλλά εγώ την κάνω με ελαφρά απ’ την αίθουσα προβολής.



Λέω να διαπραγματευτώ με την ανθισμένη αμυγδαλιά που συνεδριάζει έξω απ’ το παραθύρι μου. Να της εμπιστευτώ τα ελλείμματα μου. Να κάνουμε έναν βιώσιμο διακανονισμό. Εγώ σου δίνω καρπούς, εσύ μου δίνεις φροντίδα. Απλή και αλάνθαστη συνταγή. Χρόνια τώρα.

Κι έπειτα, εσείς θα το ξέρετε καλύτερα απ’ όλους. Άμα σου μέλλει να επιζήσεις από μια δοκιμασία, είναι για δύο λόγους.

Έχεις ανεπίδοτα κέρδη.
Ή ανεξόφλητα χρέη.

Αουφίντερζεν “κύριε” Βόλφανγκ μου!


“Ποιος σκάει ο κόσμος κι αν χαλάει
αυτή η βρωμοάνοιξη σαν σβούρα με γυρνάει 
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο σε κατηφόρα πάει… 

…Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει
ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει 
η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει” (Αγγελάκας)