Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

«Ω ρε πού πάμε;»


Ο Κλέαρχος Ζουγκαλάς, ο κύριος Νεόκοσμος, ο δεσμοφύλακας Χαράλαμπος Μπαζούκας, 
ο Παυλάρας, ο Νικόλαος Σπανοβαγγελοδημήτρης / του Νικόλα ή Γύλος, 
ο Βαγγέλης Ταρνιάτης με την αδελφή Ευτυχία, ο Πότης της κυρίας Αμαλίας,  
ο Ζάχος στην "Ωραία των Αθηνών", πρόεδρος τους συλλόγου "Πνεύμα και Ηθική",
ο  Λουκάς, σωφέρ των Ζεμπερέων...
Ο Βασίλης μας!
Έφυγε στις 10 του Μάρτη, πριν 46 χρόνια.
Η καρδιά του τον πρόδωσε στα 66 του, στην αυλαία των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας  «H αριστοκράτισσα κι ο αλήτης».



Πορεία ζωής με σκαμπανεβάσματα, φτώχεια και σκληρό αγώνα. Από πιτσιρικάς μαζί με τον αδερφό του, σηκώνουν το πηλοφόρι της επιβίωσης. Εργατάκος, αχθοφόρος, μάστορας και μαραγκός στο θέατρο Έντεν του Θησείου. Φανταρηλίκι, έρωτες και ασίγαστο πάθος να κάνει τους άλλους να γελούν με τις μιμήσεις και τις γκριμάτσες του. Τους κουρασμένους απ’ το μόχθο της μέρας εργάτες και τους σκυφτούς απ’ τα βάσανα της ζωής συνανθρώπους του.



Ο σκηνογράφος του Έντεν που τον έχει στη δούλεψή του, τον σπρώχνει ένα βράδυ στη σκηνή, δίκην αστείου. Το θέατρο γεμάτο κόσμο που τον παρακολουθεί αμήχανα. Ο Αυλωνίτης δεν χάνει στιγμή την ψυχραιμία του. Αυτοσχεδιάζει και μιμείται ηθοποιούς του βωβού, κάνοντας γκριμάτσες και στημένες γκάφες. Παραλήρημα στην πλατεία. Τον χειροκροτούν ενθουσιασμένοι. Εκείνο το βράδυ έπεσε ένα αστέρι, που ήταν προορισμένο να μεγαλουργήσει και ν’ αφήσει ανεξίτηλα χνάρια στην πολιτιστική μας κληρονομιά.



1932: Αυλαία για  τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στην εξουσία. Οικονομική κρίση, δυσβάσταχτη φορολογία, πείνα και κήρυξη χρεοκοπίας (καλή ώρα)... 
Πολιτικοί και παρατρεχάμενοι που είναι μπλεγμένοι σε σκάνδαλα, είναι το πρώτο θέμα  των εφημερίδων, όσων δημοσιογράφων βέβαια τολμούν να τα βάλουν με το πανίσχυρο κατεστημένο.



Θέατρο Περοκέ:  Ανεβαίνει η «Κατεργάρα» κι ο κόσμος σπεύδει να απολαύσει τα νούμερα, που λόγω των ραγδαίων εξελίξεων, ανανεώνονται σχεδόν σε καθημερινή βάση και ξεμπροστιάζουν τους πολιτικάντηδες.
Ο 27χρονος Βασίλης Αυλωνίτης παίζει το νούμερο του: «Απ' τους πολιτικούς βγήκαν τα κολοκύθια». Καυτηριάζει τα σκάνδαλα, αναφέρει ονόματα, ξεμπροστιάζει τον τότε υπουργό Γαλόπουλο και το «σκάνδαλο της κινίνης». Στην πρώτη σειρά κάθονται τέσσερις Κοτζαμάνηδες, πληρωμένοι δολοφόνοι της εποχής.



Εισβάλλουν στη σκηνή ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας μαγκούρες και ρόπαλα. Ένα όπλο σημαδεύει το κεφάλι του Αυλωνίτη. Ο κόσμος χειροκροτεί, θεωρώντας πως είναι στο νούμερο. Ο 35χρονος τεχνικός Παναγιώτης Μωραΐτης, βγαίνει να δει τι γίνεται. Ο Αυλωνίτης σκύβει και η  σφαίρα βρίσκει τον άτυχο τεχνικό. Πέφτει νεκρός. Οι θεατές ουρλιάζοντας συνοστίζονται στην έξοδο. Ο Αυλωνίτης καταρρέει. «Χάθηκε μια ζωή και φταίω εγώ»,  θα μονολογεί για τα επόμενα χρόνια. Αρνείται να ξανανέβει στη σκηνή.



Συλλήψεις και δίκες κωλυσιεργούν συστηματικά.
Ο Παύλος Γυπάρης [γνωστός και απ’ την εμπλοκή του στη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη], θεωρείται ηθικός αυτουργός  και παρά το ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, δεν συλλαμβάνεται ποτέ. Εμφανίζεται όμως «αυθορμήτως» την ημέρα της δίκης. Τελικά στο εδώλιο, εκτός από τον Π. Γυπάρη, κάθονται οι Α. Δικώνυμος, Μ. Σταφυλαράκης, Π. Παπαδοπετράκης και Δ. Μπαδογιάννης. Η δίκη είναι περιπετειώδης. Απ’ το Κακουργοδικείο Πειραιώς συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στη Χαλκίδα «προς αποφυγήν επεισοδίων». Τον Δεκέμβριο του 1932 καταδικάζονται μόνον οι δύο από τους δράστες, οι Δικώνυμος και Σταφυλακαράκης σε 7ετή κάθειρξη.
Ως είθισται, αποφυλακίζονται νωρίτερα.



Για την ιστορία: Ο Αλέκος Σακελάριος που πίστευε πολύ στο ταλέντο του Αυλωνίτη και τον επέβαλλε στον Φίνο για το ρόλο του Παυλάρα στη "Λατέρνα", έλεγε πως ο Αυλωνίτης είχε ισοβίως τύψεις πως έγινε αιτία να σκοτωθεί ένας άνθρωπος. Η κορύφωση της αδικίας προήλθε απ’ τα πορίσματα της ανάκρισης, που  αποφάνθηκε πως υπαίτια ήταν η.... καυστική σάτιρα και όχι το χέρι του δολοφόνου.



Υστερογραφικά:  Με πρόφαση το αιματηρό αυτό επεισόδιο, καθιερώνεται ο περίφημος νόμος «Περί Τύπου», που ουσιαστικά ήταν η απαρχή της λογοκρισίας στη σάτιρα και την επιθεώρηση.



«Δεν θα ξαναβγει Αυλωνίτης!», μ’ αυτό το αξίωμα μεγάλωσα. Οι οικογενειακές συνάξεις για τις ελληνικές ταινίες τα σαββατόβραδα ή τα κυριακάτικα μεσημέρια, ήταν κανόνας απαράβατος. Τότε δεν καταλάβαινα τη σοφή διαπίστωση απ’ τα συγγενικά χείλη, αυτά που τρεμόπαιζαν από συγκίνηση στις σκηνές με τον Παυλάρα και τα δυσοίωνα όνειρα με τις τσιγγάνες. Η ζαλωμένη λατέρνα σηματοδοτούσε το φορτίο ζωής των ανθρώπων και το χερούλι που σκορπούσε μαγικές μελωδίες στα πανηγύρια, ήταν η προτροπή για σμιξίματα και κεράσματα ανθρωπιάς και φιλότιμου. Είναι σπουδαίο να υπάρχει, ακόμα και σαν τίτλος ιστορικής ταινίας, αυτή η μοναδική –γλωσσολογικά αλλά και ερμηνευτικά- ελληνική λέξη: «Φιλότιμο».



Τον είδα χτες βράδυ στο στενό πλαίσιο της τηλεόρασης. Πού να χωρέσει τόση λάμψη σ’ ένα κουτί; Όσες ίντσες και να βγάλουμε, αδύνατον να αποτυπώσει το μέγεθος, τη δυναμική και το εκτόπισμα του Βασίλη. Καθώς προχωρούσε κυρτωμένος απ’ το άχθος της λατέρνας στην πλάτη του, γύρισε στιγμιαία το κεφάλι του και μας κοίταξε ίσια στα μάτια.
«Ω ρε πού πάτε;»




[φωτογραφίες, βίντεο, δημοσιογραφικό υλικό και βιογραφικά στοιχεία, αντλήθηκαν από διάφορες πηγές στο διαδίκτυο & από προσωπικές αναγνώσεις σχετικών βιβλίων]

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

«Στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων»

΄΄Νίκος Μπελογιάννης΄΄


1η Μαρτίου του 1952, μία το μεσημέρι. Το διαρκές στρατοδικείο Αθηνών μετά από συνεδρίαση τρεισήμισι ωρών, ανακοινώνει την απόφαση. Οκτώ από τους κατηγορούμενους καταδικάζονται σε θάνατο. Οι υπόλοιποι 21 σε βαριές ποινές φυλάκισης. Οι κατηγορούμενοι που μέχρι τότε βρίσκονται στις φυλακές Καλλιθέας, μαθαίνουν τα νέα από την γραμματεία του στρατοδικείου.
 
Ξημέρωμα Κυριακής, 30 Μάρτη, 1952. Οι κρατούμενοι πέφτουν για ύπνο. Κοιμούνται με τα ρούχα συνήθως, αφού από στιγμή σε στιγμή αναμένουν το θάνατο. Όμως απόψε είναι Σάββατο και γνωρίζουν καλά ότι Κυριακή δεν γίνονται εκτελέσεις. Νόμος απαράβατος, ακόμα και για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.  Κατά τις 2:30 ξημέρωμα Κυριακής, το κρατητήριο φωτίζεται. Ο Μπελογιάννης πετιέται όρθιος. Ένας φύλακας του ανοίγει την πόρτα, ο Μπελογιάννης τον ρωτά: 

"Πάμε για καθαρό αέρα;"
"Ναι Νίκο, πάτε για εκτέλεση.."


Οι δήμιοι του Μπελογιάννη αποφάσισαν να τους εκτελέσουν Κυριακή, την ημέρα του Θεού που κανένας σε ολόκληρο τον κόσμο δεν επιτρέπεται να πεθάνει στο απόσπασμα. Ο λόγος ήταν ότι οι αρχές φοβόντουσαν τις κινητοποιήσεις. Πρώτος βγαίνει ο Μπελογιάννης, μετά ο Μπάτσης. Του Λαζαρίδη του είπαν: "Εσύ κάτσε". Από τους 8 καταδικασμένους σε θάνατο πήραν μόνο τους Νίκο Μπελογιάννη, Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο και τον Δημήτρη Μπάτση. Τον Λαζαρίδη τον άφησαν λόγω ηλικίας και την Έλλη Παππά, παρά το ότι είχε ζητήσει να μην εξαιρεθεί και να πεθάνει με τον Μπελογιάννη, την άφησαν λόγω της προχωρημένης της εγκυμοσύνης.

Στις 3:48, η κλούβα με την φάλαγγα αυτοκινήτων που μεταφέρει τους μελλοθάνατους, φθάνει στο Γουδί πίσω από το Σωτηρία. Στις 4 όλοι βρίσκονται στις θέσεις τους. Εικοσιτέσσερις κάννες σημαδεύουν τέσσερα κορμιά που μέσα τους χωρά όλη η δύναμη και η αξιοπρέπεια ενός λαού.
Στις 4:12, δίνεται η χαριστική βολή... 

Ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος τότε στον Αϊ – Στράτη, γράφει τον Άνθρωπο με το γαρύφαλλο:
«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει (…)».


Τέσσερις μόλις μέρες μετά την εκτέλεσή του Μπελογιάννη και ενώ η Ευρώπη παλλόταν απ' τις διαμαρτυρίες για την εκτέλεσή του, πραγματοποιήθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά καλλιστεία στην Πλατεία Συντάγματος. Με το αίμα των εκτελεσθέντων νωπό ακόμα, οι πολιτικοί και οι κοσμικοί της εποχής, φόρεσαν τα σμόκιν και τις τουαλέτες τους και έσπευσαν στην πασαρέλα του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετάνια. Μεταξύ των παρευρισκομένων, και ο νεαρός (τότε) βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, χειροκροτητής της διαγωνιζομένης εξαδέλφης του, Νταίζης Μαυράκη, που κέρδισε πανηγυρικά τον τίτλο, με το ψευδώνυμο Ακρωτήρι. Εκείνη τη βραδιά γνώρισε την Αθηναία Μαρίκα Γιαννούκου.


Παρουσιαστές του διαγωνισμού ήταν η Μέλινα Μερκούρη και ο Μίμης Φωτόπουλος. Παρόντες επίσης, ο Παπάγος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και άλλοι πολιτικοί. Το τραγούδι για την περίσταση έγραψε ο Μίμης Τραϊφόρος. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη. Εκείνη την εποχή οι αφορμές για κοσμικές βραδιές ήταν ελάχιστες και τα καλλιστεία ήταν ένας καινούριος και άφθαρτος θεσμός, που είχαν όλα τα δυτικά κράτη, στα οποία θέλαμε να μοιάσουμε. Άλλωστε τι να έκαναν οι άνθρωποι; Να τα έβαφαν μαύρα, επειδή πριν τέσσερις μέρες είχε εκτελεστεί, σχεδόν συνωμοτικά, μετά από στημένη δίκη και χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, ο Νίκος Μπελογιάννης, μαζί με τους συντρόφους του;


«...ο λαός υπόφερνε (...). Είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: "Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού" (...). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές - τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους - εκτελούσαν το ίδιο "εθνοφελές" έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις».

(Από το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη, «Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα»,εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»)

Πηγές πληροφοριών:
https://left.gr
http://www.mixanitouxronou.gr/

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Μια ευκαιρία για τον Παύλο!...

Αναδημοσίευση του κειμένου της Κατερίνας, απ' το μπλογκ KaPaWorld

Ο Βασίλης είναι ο μπαμπάς του Παύλου. Ο Βασίλης έχει νονά τη μαμά μου, οπότε είναι σαν να λέμε πνευματικός της γιος. Αυτό πάντα μας έκανε λίγο...συγγενείς. Όταν ήμασταν μικρά και πηγαίναμε στο χωριό ο Βασίλης που είναι λίγο μεγαλύτερος μου κρυβόταν στα σκοτάδια και όταν περνούσαμε με την ξαδέρφη μου μας κατατρόμαζε και ουρλιάζαμε σαν χαζές. Μεγάλο κάθαρμα ο Βασίλης που από μικρή με φώναζε κουμπάρα για να μου σπάσει τα νεύρα και πάντα τα κατάφερνε! Τελικά κατάφερε να με κάνει και κανονική του κουμπάρα μιας κι εγώ τελικά τον πάντρεψα!!!

Ο Βασίλης ήταν πάντα ένα χαρούμενο παιδί, έτσι τον θυμάμαι πάντα, μα τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει... Έχει τρεις γιους. Περήφανος για τον κάθε έναν από αυτούς, μα εδώ και δυο χρόνια ζει το αδιανόητο γιατί η οικογένεια του ζει το αδιανόητο! Θα σας συστήσω τον μεσαίο του γιο τον Παύλο. Ο Παύλος είναι δεκαεπτά χρονών, όμορφος σκέτο αστέρι αφού κατάφερε και πήρε τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά και των δυο γονιών του! Τρελαίνεται να παίζει μπάσκετ, να ζει έντονα, να βγαίνει με τους φίλους του...αγαπά τους υπολογιστές και τη μουσική...μα δεν μπορεί να χαρεί τίποτε από όλα αυτά γιατί τα τελευταία δύο χρόνια έγινε μαχητής της ζωής. Της δικής του ζωής.

Διαγνώστηκε με μια επιθετική Λευχαιμία τύπου Τ και παρόλο που ο αδερφός του είναι συμβατός δότης ο οργανισμός του δεν δέχθηκε την μεταμόσχευση μυελού των οστών...κι αυτό έφερε μια ακόμη ανατροπή, μια αγωνία και μάχη με το χρόνο...Ο Παύλος πρέπει άμεσα να φύγει στην Αμερική! Στην Βοστόνη. Στον τόπο των θαυμάτων.

Τα παιδιά ζουν σε ένα μικρό χωριό στον τόπο καταγωγής της μαμάς μου κι είναι εντυπωσιακό πως όλο το χωριό κινητοποιήθηκε κι άρχισε να διοργανώνει εράνους και μπαζάαρ και κάθε λογής διοργανώσεις με στόχο να μαζευτούν χρήματα και κατάφεραν πολλά, μα απέχουμε πολύ από το στόχο! Είναι εντυπωσιακό και συγκινητικό πολύ πως μια μικρή και φτωχική κοινότητα ανθρώπων οργανώνεται για να βοηθήσει μια οικογένεια που υποφέρει. Για να χαρίσει ελπίδα, σε ένα παιδί!

Είναι εντυπωσιακό πως ένα παιδί που κινδυνεύει γίνεται χωρίς δεύτερη σκέψη, παιδί μας! Με συγκίνησε αυτή η αυταπάρνηση, αυτή η τρομερή δύναμη των ανθρώπων...

Στο τηλέφωνο ο Βασίλης ήταν σκεπτικός. "Είναι πολλά τα χρήματα που χρειαζόμαστε" μου είπε...μα δεν γίνεται να απογοητευτούμε και να μην προσπαθήσουμε. Δεν γίνεται να μην δώσω στο παιδί μου αυτή την ελπίδα!" 


Δεν μιλούσα πια με το Βασίλη, τον φίλο, κουμπάρο, κολλητό από τα παλιά που κάναμε φάρσες και γελούσαμε. Μιλούσα με έναν πατέρα σε αγωνία. Σε φόβο...Πως είσαι; Τον ρώτησα. "Όσο ο Παύλος είναι καλά και δεν τα παρατάει είμαι καλά!" 

Συγκινήθηκα βαθιά... Πως είναι η ψυχολογία του παιδιού; τον ρώτησα ξανά. ''Αν τον δεις θα σκεφτείς πως φαίνεται λίγο ταλαιπωρημένος κι είναι αδυνατισμένος, κατά τα άλλα είναι θηρίο! Δίνει μεγάλο αγώνα, παλεύει ασταμάτητα δυο χρόνια τώρα! και δίνει σε όλους μας δύναμη." Μιλούσε με τόση περηφάνια για το γιο του... Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα... 

Το να κινδυνεύει η ζωή του παιδιού σου είναι κάτι το τρομερό. Ξέρω πως υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι που ζουν με αυτό το φόβο που εμείς δεν μπορούμε να διανοηθούμε...μα τώρα, αυτοί οι τρομαγμένοι γονείς είναι άνθρωποι κοντινοί. Άνθρωποι που αγαπάμε, άνθρωποι που νιώθουμε την αύρα του τρόμου τους... 

Αν μπορούμε όλοι εμείς οι άνθρωποι να τους χαρίσουμε μια ευκαιρία...Μια ευκαιρία για το πολυτιμότερο αγαθό. Την ίδια τη ζωή! Χρειάζονται πολλά χρήματα μα είμαστε κι εμείς πολλοί και το περίσσεμα μας λίγο, μα το περίσσεμα αγάπης πολύ! 

Είναι Παρασκευή κι ακολουθούν ημέρες ξεκούρασης αγαπημένοι και αν μπορούμε όλοι αυτό το Σαββατοκύριακο να στερήσουμε από τον εαυτό ή από τα παιδιά μας κάτι μικρό, ένα σακουλάκι πατατάκια, ένα παγωτό, ένα σινεμά, μια μπύρα, μια πίτσα...και να προσφέρουμε αυτά τα δυο, τρία, πέντε ευρώ για να χαρίσουμε ελπίδα στο αγόρι μας! 

Δεν σας το ζητώ αγαπημένοι, μα ελπίζω...ελπίζω πραγματικά στα θαύματα της ζωής κι εσείς με κάνατε να πιστεύω ακόμη περισσότερο στο θαύμα των ανθρώπων! Σας παραθέτω τον αριθμό μέσω του οποίου η οικογένεια προσπαθεί να συγκεντρώσει όσο πιο άμεσα γίνεται ένα αξιοσέβαστο και πολυπόθητο ποσό για να μπορέσει να μεταφερθεί ο Παύλος στη Βοστόνη.

ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΣΟΥΣΑΝΑ
ΑΡΙΘΜ.ΛΟΓ.428/537100-79 ΙΒΑΝ GR8101104280000042853710079
ΚΩΔ.SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ (BIC) ΕΤΗΝGRAA ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ



Δεν μένει να πω τίποτε άλλο παρά να στείλω τις ευχές μου εκεί έξω. Αγάπη αγαπημένοι. Αγάπη για όλους μα περισσότερη αγάπη για κάθε παιδί που μπορούμε να βοηθήσουμε, γιατί είμαστε δυνατοί μόνο αν είμαστε πολλοί! 

Ένα πελώριο ευχαριστώ σε όλους για την κατανόηση για αυτή την ανάρτηση και Παύλο, θα σου στείλω το στίχο που τραγουδάω συνέχεια στους γιους μου! "Για χατίρι σου ξημερώνει αγόρι μου...Για χατίρι σου ξημερώνει!!!" 
Κατερίνα 

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

25 λέξεις # 5 - [Συμμετοχή]


Το κλειδί είναι στο περβάζι.

Στρώσε το λευκό σεμεδάκι στον επάργυρο και βάλε καφέ να βράζει.

Φοράω το παιδικό μου φουστάνι κι έρχομαι να μου πεις το ντελβέ, μαμά μου…


Η Μαρία Νικολάου στο συλλογικό στέκι της ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, κερνάει φωτογραφίες της, προτρέπει να μπούμε μέσα τους, να τις βιώσουμε και να γράψουμε μια ευσύνοπτη έκθεση, μεγέθους μόλις 25 λέξεων. Δύσκολο το εγχείρημα, γιατί οι φωτογραφίες της είναι η θρυαλλίδα που εκτοξεύει τη φαντασία μας σε αμέτρητες εικόνες και συναισθήματα. Αν μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, σύμφωνα με το γνωστό ρητό, η ιδέα της Μαρίας είναι η αφορμή να εκτιμήσουμε την αξία της ολιγόλεκτης έκφρασης και να περιορίσουμε την αμετροέπεια στο λόγο μας. Προσωπικά τουλάχιστον, με βοήθησε πολύ να μάθω να μετράω τις λέξεις (και τα λόγια μου). 

Αξίζει μια επίσκεψη στα μέρη της και στις υπέροχες συμμετοχές του 5ου κύκλου. 

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

"Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

«…Μουά σκοτούρ, φουρτούν καφκάλ, ανακατοσίρ...»
«Ο Λογοθετίδης πέθανε!»… δεν το πίστεψα… ανέβηκα πάνω κι όταν το διαπίστωσα αυτό το πράγμα… ήταν πολύ θλιβερό… Η δε κηδεία του ήταν ένα πράγμα… τι να σου πω δηλαδή, όλη η Αθήνα τον ακολούθησε… τον αγαπούσανε πολύ, ήταν αξιαγάπητος… και τον ραίνανε με λουλούδια και, θα σου φανεί περίεργο, γελούσανε και χειροκροτούσανε! Λες κι είχε την τελευταία του πρεμιέρα».
[Σμάρω Στεφανίδου για τον Βασίλη Λογοθετίδη, που έφυγε τέτοια μέρα, πριν 56 χρόνια].

Κάτω στα δικά μας τώρα…

 Eνόσω η  πηδαλιούχος Άνγκελα καταβροχθίζει πατάτες τηγανητές στις Βρυξέλλες…


Με το πρόσωπο βουτηγμένο στο νερό το βρήκανε να επιπλέει.


 Με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χωρίς ζώνη ασφαλείας.
Στην κλειστή στροφή της λεωφόρου με τον ουρανό.
Πρεμιέρα στην πίστα του Παραδείσου.
Ο Παντελής και το ύστατο χειροκρότημα.
Η λαμαρίνα… η λαμαρίνα όλους τους σβήνει αγόρι μου.

 Ξυλοκοπήθηκε ο πρωτοθεματίτης ρεπόρτερ του νεκροτομείου, αλλά όχι οι υποψήφιοι αναγνώστες της φυλλάδας.
Οι ίδιοι που αγόρασαν το τεύχος με τον Παύλο.
Δώρο, γιγαντοαφίσα με τον ημιθανή ήρωα.
Ο Ρουπακιάς απασφαλίζεται και η δικαιοσύνη βομβαρδίζεται.
Παρήλθε το 18μηνο, άνοιξε το τριώδιο και ξεκίνησαν οι εκπτώσεις.

 Ρουπακιάς έξω – 10 μωρομάνες + 11 βρέφη [0-3 ετών] = μέσα
Υποσιτίζονται, κρυώνουν, δεν έχουν επαφή με τον έξω κόσμο.
Μόλις κλείσουν τα τρία τους χρόνια, θα αποχωριστούν τη μητέρα τους και θα πάρουν το δρόμο για κάποιο άλλο ευαγές ίδρυμα.

 Ο διπλωμάτης Γεωργιάδης, το δεξί χέρι του Μητσοτάκη, μεσοτοιχία με τον Χριστοφοράκο και κολιγιά με τον καλό σαμαρίτη Παπασταύρου, νωρίς σκατζάρισε με το διπλωματικό του διαβατήριο.
Στα ανήλικα θύματά του στη Μολδαβία, ισοβίως θα μυρίζει το ψαρόλαδό του.

 Οι πρόσφυγες επέζησαν απ’ τον πόλεμο, αλλά όχι απ’ τα συρματόπλεχτα τείχη της φιλόξενης Ευρώπης.
«Την ώρα που θα ξεψυχάτε, κοιτάξτε λίγο το φακό… να εδώ!»


Επίκληση: να περάσει επειγόντως το Κούρο Σίβο απ’ τη ρότα μας!


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Πικρές Αγγελίες


“Ζητείται συνοδηγός σχεδίας με επαγγελματικό δίπλωμα ,για ημερήσιες κρουαζιέρες στα αβαθή κανάλια ενός υπογείου. Ο υποψήφιος θα πρέπει να διαθέτει το προσωπικό του κουπί και έφεση στο τραγούδι, για πρίμο-σιγόντο στο 'έγια μόλα-έγια λέσα', κατά τη διάρκεια του ημερήσιου απόπλου. Προσφέρεται στέγη με φεγγίτη στα παράχθια της Ευφρονίου, τροφή μόνο για σκέψη και πακέτο συνομιλίας απεριορίστων ωρών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να περάσουν απ’ την προβλήτα της πολυκατοικίας, για γνωριμία και σύντομη καταβύθιση στην υποθαλάσσια -ημιυπόγεια κατά τον ιδιοκτήτη- καμπίνα μου”.

Εύπλοια τη βρήκε την ανήλιαγη χαμοκέλα μου ο Μάρκος. Η αγγελία του, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. “Προσφέρεται ανθρώπινο ναυάγιο, για πιθανή σύναψη σχέσης. Διαθέτω μοναξιά σε άριστη κατάσταση, άθικτη ευαισθησία και συναισθηματική ευρυχωρία. Χρόνια άνεργος αλλά όχι ανενεργός. Αποκλείονται διαδικτυακά αιτήματα φιλίας. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις εκ του σύνεγγυς. [Μάρκος]”.

~//~
Όση ώρα τακτοποιούσε τα τσαμασίρια του στον καπλαμά της ντουλάπας, στον αέρα στροβιλιζόταν το άρωμά του. Χειμώνας και φόβος. Αργά το βράδυ, υπό τους ήχους των κυμάτων που λυσσομανούσαν στο φινιστρίνι μας, κούρνιασε σα νεογέννητο κουτάβι στο στήθος μου, τραγουδώντας με συστολή: “έγια μόλα-έγια λέσα/κλείσε με στην αγκαλιά σου μέσα”. Τον έσφιξα τρυφερά και σαλπάραμε για το παρθενικό μας ταξίδι. “Έχω κυκλώσει κάτι αγγελίες στην εφημερίδα, ίσως αύριο να είμαστε τυχεροί…” τον καθησύχασα. Ένιωσα πως γνωριζόμασταν σ’ έναν άλλο χωροχρόνο κι ήρθε η στιγμή ν’ ανταμώσουμε πάλι και να πραγματώσουμε ό,τι είχε απομείνει ημιτελές. Εκείνο το βράδυ παραδόθηκα σ’ ένα βαθύ λήθαργο, λυτρωμένη απ’ τη χρόνια απουσία ύπνου που μου είχε τσακίσει το κορμί και τα νεύρα.

Κάθε πρωί ο Μάρκος, ευθυτενής σαν Βενετός γονδολιέρης, έλυνε τους κάβους της σχεδίας. Ξανοιγόμασταν στους κύκλους που είχαμε χαρτογραφήσει στις εφημερίδες. Με τα βιογραφικά υπό μάλης και με συγκρατημένη αισιοδοξία πως θα εντοπίσουμε μικρές νησίδες σωτηρίας, για να γυρίσουμε το βράδυ πίσω με καλά νέα.

Ζητείται σερβιτόρος [θα με ειδοποιήσουν]

Υπάλληλος γραφείου [μόνο αν υπογράψω δίμηνη σύμβαση πρακτικής, χωρίς αποδοχές]

Καθηγήτρια Αγγλικών για ιδιαίτερα [ζήτησαν προϋπηρεσία σε φροντιστήριο]

Ψήστης [είδαν το βιογραφικό και μου είπαν πως δεν κάνω για τέτοιες δουλειές]

Μπουφετζής [έχω ελπίδες, τους άρεσε το παρουσιαστικό και το πτυχίο μου]

Νεαρή εμφανίσιμη σερβιτόρα [καταγώγιο....αύριο πάω στην εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών, έμαθα πως ψάχνουν τηλεφωνήτριες ]

~//~
Τα βράδια τρυπώναμε σαν σύγχρονοι τρωγλοδύτες στο σκοτεινό υπογειάκι μας, μοιραζόμασταν τις τυρόπιτες που έφερνε τυλιγμένες σε λαδόκολλες ο Μάρκος απ’ το μπουγατσάδικο που τον πήραν δοκιμαστικά, κάναμε ένα παγωμένο μπάνιο και ξαπλώναμε κατάκοποι στο ημίδιπλο, στις παρυφές του φεγγίτη. Σ’ αυτή την υγρή γωνιά ξεχειμωνιάσαμε τις προσδοκίες και τις πίκρες μας. Γλυτώσαμε την απόλυτη ξεφτίλα που φέρνει στον άνθρωπο η ανεργία, γιατί παλέψαμε παρέα. Μπορεί να χάσαμε την επαγγελματική αποκατάσταση και την οικονομική μας ευρωστία, αλλά διατηρήσαμε ακέραιη τη συντροφικότητά μας.



«Αχ αγάπη μου, έβγαλες άσπρες τρίχες… να εδώ, στον κρόταφο…»
Ο Μάρκος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Κι όπως του χάιδευα το κεφάλι στο σκοτάδι, τα εναλλασσόμενα φεγγοβολήματα απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αντανακλούσαν δέσμες χρωμάτων πάνω μας. Εκεί μέτρησα τις νεόκτιστες ρυτίδες και τις πρώτες ασημένιες ανταύγειες στα μαλλιά του. Φίλησα τις χαρακιές στις παλάμες του και του ορκίστηκα πως θα είμαστε για πάντα μαζί.




Οι Πικρές Αγγελίες ταξίδεψαν στον 6ο κύκλο του “Παίζοντας με τις λέξεις”, που οργάνωσε για άλλη μια φορά με απόλυτη επιτυχία η Μαρία στο μπλογκ της Mytripsonblog. To παιχνίδι των λέξεων ήταν μια αρχική έμπνευση της Φλώρας, η οποία και το φιλοξενούσε αρχικά στο χώρο της Texnistories.
Κάθε παιχνίδι είναι κι ένας μικρός απόπλους, με εισιτήριο πέντε λέξεις και με πανιά τη φαντασία και τη συντροφικότητά μας. Κάθε ταξίδι είναι μοναδικό, γεμάτο εμπειρίες & πολύτιμες συμμετοχές, με μια παρέα που ολοένα απλώνεται και διαδίδεται.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους συνταξιδιώτες και κυρίως στην Μαρία μας, που είναι ακούραστος τιμονιέρης και βιγλάτορας!

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Tο χελιδόνι τρομοκράτης


Τις στιγμές που ένα σαπιοκάραβο βολόδερνε στα θηριώδη κύματα μιας θάλασσας, ακούστηκε το τρομαγμένο τιτίβισμα ενός μικρού αγοριού. Ακριβώς από πάνω τους σε παράλληλη ανεμοπορία, ένα νεαρό χελιδόνι συνοδευόμενο απ’ τη μητέρα, τον πατέρα και όλο το συγγενολόι τους, πετούσαν αναζητώντας μια ζεστή πατρίδα για να χτίσουν τη φωλιά τους. Λίγα μόλις μέτρα απ’ τη στεριά, το σαπιοκάραβο δεν άντεξε τη μανία του ανέμου και αναποδογύρισε. Δεκάδες ανθρώπινα σώματα βρέθηκαν στα αφρισμένα νερά, μικρές χρωματιστές κουκίδες στον υδάτινο όγκο, που πάλευαν με λύσσα να κρατηθούν στην επιφάνεια. Ο αέρας σήκωνε ψηλά τις οιμωγές και τους κλαυθμούς των ναυαγών, τις ανακάτευε με τα μουγκρητά των υδάτινων βουνών και τις μετέφερε ως τις ουράνιες συχνότητες.

Το μικρό αγόρι γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας του, χτύπησε πάνω στο σκουριασμένο σκαρί που το κατάπινε ολοένα η θάλασσα, τινάχτηκε στον αέρα κι έπεσε με δύναμη στα μανιασμένα νερά. Με ένα θεαματικό βολ-πλανέ, το μικρό χελιδόνι έκανε αεροδυναμική κάθοδο στο νερό, σα να ήθελε ν’ αρπάξει στον αέρα το ξέπνοο κορμάκι. Να το στηρίξει στο δυνατό ράμφος του και να το ταξιδέψει με ασφάλεια ως τη στεριά.

«Ο μικρός πάλι ταρζανιές κάνει... τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πουλί, μου λες;», προβληματισμένο τιτίβισμα του μπαμπά στη χελιδόνα του, που πετάριζαν παραπίσω.

«Καλό πτηνό, αλλά έχει μια σπάνια πάθηση» ήταν η διάγνωση του ερωδιού, που φημιζόταν για τα γιατροσόφια και τις συμβουλές του. «Νόσο των ανθρώπων τη λένε και θέλει συχνά πρωτεϊνικά γεύματα και όχι έντονες συγκινήσεις. Ο μικρός επηρεάζεται απ’ τα γήινα μαγνητικά πεδία και ταυτίζεται με τα συμπαθή δίποδα».



«Κι είναι σοβαρό αυτό;», αγωνιώδες τιτιβοερώτημα της χελιδονομαμάς που έκοψε λίγο ταχύτητα κι έμεινε πιο πίσω στο ιπτάμενο κομβόι για να πάρει τις συμβουλές του ερωδιού.

«Ίσα-ίσα, ο μικρός είναι ευφυέστατος, έχει ακριβέστατο προσανατολισμό και η ηλιακή του πυξίδα λειτουργεί στην εντέλεια», την καθησύχασε ο ερωδιός, τεντώνοντας τον σταχτόχρωμο λαιμό του για να ξεπιαστεί απ’ το πολύωρο ταξίδι.

Πιο ανάλαφρα πέταξε τώρα η χελιδονομαμά, ρίχνοντας κλεφτές αεροματιές και καμαρώνοντας το βλαστάρι της. Ο μικρός είχε κατάμαυρο τρίχωμα γυαλιστερό σαν ατόφιο μετάξι, με ολόλευκες βούλες στο λαιμό του, που από μακριά έμοιαζαν με σειρά μαργαριτάρια απ’ τις νότιες θάλασσες. Θυμήθηκε πως απ’ τα πρώτα του πετάγματα, φάνηκε πόσο δυναμικό και ατρόμητο ήταν. Διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα, πέταξε κόντρα σε μανιασμένες ανεμοθύελλες, αναμετρήθηκε με φουρτουνιασμένες θάλασσες και πάλεψε με αρπαχτικά πουλιά. Η μοναδική στιγμή που ρίγησε από φόβο, ήταν όταν βρέθηκε ανάμεσα στις εκτυφλωτικές λάμψεις απ’ τους πολέμους των ανθρώπων. Είχε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα όπως και τώρα. Που ήταν διαρκώς προσηλωμένο στη μακάβρια διαδρομή του παιδικού κορμιού πάνω στο μένος των κυμάτων.

Λίγη ώρα μετά, η θάλασσα ξέρασε το άψυχο σώμα του αγοριού στα βράχια μιας παραλίας. Το μικρό χελιδόνι προσγειώθηκε μ’ ένα δυνατό φτεροκόπημα, έσυρε απαλά την ουρά του πάνω απ’ το παιδικό κορμάκι και τίναξε με θόρυβο τα –πρόωρα για την ηλικία του- ανεπτυγμένα φτερά του. Πλησίασε στο ξέπνοο προσωπάκι. Έκανε μιαν απότομη κίνηση, σα να άρπαξε στον αέρα μια πεταλούδα, μια ψυχή, ή τις ύστατες ανάσες του αγοριού και διακτινίστηκε με ουρανομήκη φτερουγίσματα. Κανείς απ’ τους συγγενείς του που το περίμεναν όλη αυτή την ώρα πετώντας κυκλικά στον αέρα, δεν παρατήρησε ένα ζευγάρι υγρά μάτια να γυαλίζουν σαν σκούρες πορσελάνινες μινιατούρες.

«Νέο πολύνεκρο ναυάγιο στα παράλια της Φαρμακοχώρας», είπε με πένθιμο στόμφο ο δημοσιογράφος μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης. Μαζί του συμφώνησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι που είχαν μαζευτεί από ώρα για να παρακολουθήσουν κι αυτό το ναυάγιο. Κούνησαν δυο φορές το κεφάλι προς τα κάτω και ξαναγύρισαν σκυφτοί στη ρουτίνα της μέρας. Ένα λευκό σεντόνι σκέπασε τη μικροσκοπική μάζα που μέχρι χτες ήταν ένα χαμογελαστό αγόρι. Ίσως και να παρατηρούσε απ’ το περβάζι του δωματίου του το ιπτάμενο σμάρι των χελιδονιών, καθώς θα διέσχιζαν τον ουρανό της πατρίδας του. Θα ύψωνε με ενθουσιασμό τα χεράκια του για να τα χαιρετήσει και να τους ευχηθεί να είναι καλοτάξιδα.

Το μικρό χελιδόνι ξέκοψε απότομα απ’ το οικογενειακό σμήνος και με θορυβώδη φτερουγίσματα χάθηκε στην τροχιά του ουρανού. «Να προσέχεις μωρό μου!», ακούστηκε το μητρικό τιτίβισμα στις χελιδονοσυχνότητές του. Χρησιμοποιώντας τη μαγνητική του πυξίδα, πέταγε ασταμάτητα μέχρι να εντοπίσει την τροχιά του μικρού αγοριού. Με άφατη χαρά το εντόπισε σκαρφαλωμένο σ’ ένα μπαμπακένιο συννεφάκι. Απ’ αυτά που κρέμονται στον προθάλαμο του ουράνιου θόλου και οι άνθρωποι νομίζουν πως αν απλώσουν το χέρι τους, μπορεί και να τ’ αγγίξουν.

Προσγειώθηκε αθόρυβα κοντά του και προσηλώθηκε στο παιδικό πρόσωπο. Αν ήταν χελιδόνι θα ήταν συνομήλικοι. Βυζαντινά μάτια με ίριδες από φώσφορο, βλέφαρα παχιά σαν ατσαλόσυρμα, χέρια καλοζυγισμένα που θα πέταγαν ως τους εφτά ουρανούς και δέρμα να στραφταλίζει σαν φίλντισι. Το αγόρι σηκώθηκε όρθιο και πλησίασε με περιέργεια τον φτερωτό επισκέπτη του. Το περπάτημά του πάνω στο σύννεφο, σαν τα πρώτα φτερουγίσματα νεοσσού πριν φύγει ψηλά για τις ουράνιες πύλες.

Δεν χρειάστηκαν συστάσεις. Ο πόνος είναι κοινός κώδικας σ’ όλες τις λαλιές των έμβιων όντων. 

«Θα μου λείψει το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι φίλοι μου… Τι θ’ απογίνω τώρα μονάχος εδώ πάνω;»

«Κι αν σου πω πως θα’ρθω κι εγώ μαζί σου… και θα πετάξουμε παρέα ως τις πιο ψηλές χελιδονοφωλιές, εκεί που έχει τόση ησυχία που ακούγεται και το άνοιγμα του τριαντάφυλλου, εκεί που τα ρολόγια μετράνε μόνο τις ψυχές που είναι πολύτιμες και δίνουν εντολή σ’ ένα γέρο κούκο ν’ ανοίξει διάπλατα τις σμαραγδένιες πόρτες του παραδείσου για να τις κλείσουν μέσα για πάντα; Τι έχεις να πεις;»

«Ότι πετάς στα σύννεφα!».

«Μέσα έπεσες Μεγάλε!».

«Θα με μάθεις να πετάω;»

«Tι ερώτηση!... Μα τώρα παιδιά είμαστε;»


Ένα μελαχρινό αγόρι με φτερά ανοιχτά, σύγχρονος Χριστός πάνω στο σταυρό του, ωθείται απ’ τον δυνατό αέρα και απογειώνεται σαν άγριο πουλί. Ανάσταση. Έλευση. Σπόρος που φυτρώνει σε μια μήτρα και πολλαπλασιάζεται. Το σύνθημα για τη συνωμοσία της πιο ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης. Της φύσης. Την ίδια ακριβώς στιγμή, σμήνη χελιδονιών απογειώνονται ψηλά, σαν μια αόρατη δύναμη να τινάζει δυνατά το πολυκαιρισμένο σεντόνι της γης. Έκτακτη είδηση στα κανάλια του ουρανού και της θάλασσας. Απ’ τους γυπαετούς ως τις μέδουσες κι απ’ τα λιοντάρια ως τους ανθρώπους των πόλεων. Βραχυκύκλωμα. Σκοτάδι. Η οργή που βρίσκει μονοπάτια διαφυγής, το άδικο που μαζεύεται σε μαύρα σύννεφα, ένας Δίας που ακονίζει τους κεραυνούς του και μια λυτρωτική βροχή που δεν δείχνει έλεος σε επίγειους αυτοκράτορες. Ουρανοί καταρράκτες. Εξιλέωση. Τιμωρία. Δικαίωση.

Στις σελίδες της μελλοντικής ιστορίας, θα αναφερθεί σαν το τέλος του βιομηχανικού κόσμου. Στη σύγχρονη μυθολογία ωστόσο, θα υπάρχει ο θρύλος ενός χελιδονιού που ήταν συλλέκτης αδικοχαμένων ψυχών. Τις μάζευε σε ασημένιες κλωστές και τις μετέφερε σε μια ουράνια κρύπτη που τη φύλαγαν Κένταυροι και Νεράιδες. Όταν πέθανε, οι ψυχές δάκρυσαν, έγιναν ασημένια βροχή και πέφτοντας στη γη, έλιωσαν διαμιάς τους άψυχους, μεταλλικούς ανθρώπους.

Συμμετοχή στο "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!", που οργανώνει και συντονίζει η Αριστέα μας. 

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Να τυλιχτούμε όπως παλιά;


- Άργησες.
- Κίνηση.
- Θα φας;
- Τι έφτιαξες;
- Τ’ αγαπημένο σου.
- Λαγό στιφάδο;
- Λαχανοντολμάδες βρε!
- Aυτό είναι δικό σου αγαπημένο.
- Παλιά ήταν και δικό σου.
- Tότε που τους έφτιαχνε η μάνα μου, ήταν. Οι δικοί σου είναι ολίγη από λαχανόρυζο.
- Καιρός να το μάθεις λοιπόν! Η μανούλα σου χρησιμοποιούσε ντολμαδοτυλιχτή!
- Τι… τι είπες;
- Αμέ! Γι αυτό έβγαιναν ομοιόμορφοι, σαν οπλίτες σε στρατιωτική παρέλαση.
- Κι εσένα σου πήρα, αλλά βγαίνουν σαν το πατρινό καρναβάλι τα ντολμαδάκια σου.
- Η ουσία δεν είναι στο σχήμα, αλλά στο περιεχόμενο.
- Μμμμ… η ντολμαδοφιλόσοφος!
- Δικά σου λόγια είναι. Τα ξέχασες;
- Δεν αφορούσαν τα ντολμαδάκια τότε που στα έλεγα.
- Αλλά;
- Εσένα.
- Υπονοείς κάτι για το σχήμα μου;
- Ξεχνάς πως ήσουν σαν ντολμάς παραγεμισμένος;
- Σ’ άρεσα τότε. Μ’ έλεγες το “σαρμαδάκι” σου, θυμάσαι;
- Έχει ζεστό νερό;
- Δεν θα φας ε;
- Με πλήγωσε αυτό που είπες για τη μάνα μου… δηλαδή, γιαλαντζί ντολμάδες έτρωγα τόσα χρόνια;
- Έπρεπε να το μάθεις κάποτε… θα φας τελικά;
- Δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ. Μ’ άφησε να ζω σ’ ένα ψέμα. Εγώ… εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τους ντολμάδες της!
- Τόσα φαγητά και γλυκά σου έκανε… βρες κάτι άλλο για να’ σαι περήφανος.
- Κι εσύ παλιά με φώναζες “σουτζουκάκι” σου… θυμάσαι;
- Τότε… πώς ξεμείναμε έτσι από λαδερά μωρέ Θανάση;
- Κατακτήσαμε το τύλιγμα του ντολμά και ξετυλιχτήκαμε εμείς οι ίδιοι.
- Να τους βάλω στο ψυγείο;
- Να το βάλεις στα σκουπίδια!
- Το φαϊ;
- Το μαραφέτι αυτό… και μην ξανακούσω για ντολμαδοτυλιχτές! Κομμένα τα πάσης φύσεως βοηθήματα σ’ αυτό το σπίτι!
- Να ρίξω δυο αυγουλάκια στο τηγάνι να τελειώνουμε;
- Ναι… σαρμαδάκι μου!
- Κι ύστερα να ντολμαδοτυλιχτούμε όπως παλιά;
- Σουτζουκάκι δεν έχει;
- Στ’ αυγά το θες;
- Όχι μωρέ… να τ’ ακούω θέλω! Να λαδώσουμε λίγο τη μηχανή που λέγαμε…


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...


Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι  ποιητών;”

Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα   
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα…
 δεν γλυτώνω το υπογλώσσιο!”

Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι  σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει  σα μπαλάντα αστεριών.

Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.

Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.

 [ *Υπογραμμισμένες,  οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
 Πηγή φωτογραφίας: http://lupitovi.tumblr.com/Charlie Chaplin - The Kid

Ήταν η συμμετοχή μου στο επετειακό - 10ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας μας. Οι συμμετοχές αυτή τη φορά ξεπέρασαν  κάθε προσδοκία και έδωσαν εξαιρετικές δημιουργίες, μαζί με στιγμές συγκίνησης, συντροφικότητας, χαράς, αλλά κι ένα έμπρακτο δείγμα για το αποτέλεσμα που έχει μια συλλογική δουλειά.
Συμπτωματικά αυτές τις μέρες, χρειάστηκε να βρεθώ στο περιβάλλον ενός νοσοκομείου και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά αυτό που η Αριστέα μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τον τίτλο στο μπλογκ της αλλά και μέσα απ’ τις αναρτήσεις της: “Η ζωή είναι ωραία”. Εκεί που ο χρόνος έχει την υπέρτατη αξία και οι συναλλαγές γίνονται μόνο μαζί του. Να τον διεκδικήσεις, να τον κερδίσεις και να τον ημερέψεις απ’ το άλγος και τις αγωνίες. Εκεί που οι άνθρωποι παίρνουν τη σωστή τους διάσταση. Γίνονται ταπεινοί, συμπονετικοί, μοιράζονται κουβέντες, πίκρες και χαμόγελα.

Αν μπορούσα να χωρέσω σε μια εικόνα και σε μια φράση την κορύφωση της συγκίνησης και του ανθρώπινου μεγαλείου, θα ήταν μια μόνο στιγμή, ένα βλέμμα και λίγες λέξεις ενός νεαρού προς τη μάνα του. Όση ώρα ανεβαίναμε παρέα  στο ασανσέρ του νοσοκομείου, η ηλικιωμένη γυναίκα –εμφανώς ταλαιπωρημένη και υποβασταζόμενη απ’ τον γιο της- παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είχε την ώχρα της ρόμπας της, το χέρι της ήταν μελανιασμένο γύρω απ’ τον καθετήρα  που ήταν κολλημένος μ’ ένα τσιρότο πάνω στη φλέβα της και με δυσκολία ισορροπούσε πάνω στις χνουδωτές παντόφλες της.
“Τα χάλια μου”, μονολόγησε στον εαυτό της.
Ο γιος της, την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη κι έσφιξε πιο δυνατά τις παλάμες  του στα μπράτσα της:
“Τώρα που σηκώθηκες, μη σε νοιάζει τίποτα μάνα! Θα πάμε στις κομμώτριες, στις βιτρίνες, παντού. Μη σε νοιάζει...

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Πάμε γήπεδο;


Την ώρα του πέναλτι, εδώ σε θέλω φίλε μου. Όταν ιδρώνω απ’ την αγωνία, όταν λυγίζω απ’ το άχθος της ευθύνης, όταν καταστρώνω τη μικρή μου μάχη. Γηπεδούχος δεν είμαι, τα μόνα που έχω στην κατοχή μου είναι μια ξεφούσκωτη μπάλα και μια ακατανίκητη λαχτάρα για αγώνα. Χόρτασα αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα, το ξέρω πως ο αγώνας είναι πουλημένος, πως όλα είναι μάταια. Εγώ γουστάρω να προσπαθήσω. Να βρω νερό κάτω απ’ τα τσιμέντα, να σκάβω λαγούμια με τα νύχια μου, να τραβήξω πάνω τα κεμπέκια της ζωής μου, να βγω στον ήλιο, να αλαργέψω απ’ το γκρίζο βουρκάρι της πόλης.

Καλός ήταν ο χρόνος που έφυγε. Κι ας λέμε το αντίθετο. Μπήκε στη φλέβα μας το χαρμάνι με τα βάσανα. Πότισε το είναι μας. Άλλους μας έκανε απαθείς παρατηρητές, άλλους δυσκίνητους στοχαστές κι άλλους δυνατούς παίκτες. Σωπάσανε τα “Ζήτω” κι οι κολακείες, πάτησε επιτέλους γη το ποδάρι μας. Κι είμαστε στο σημείο μηδέν. Εδώ σε θέλω λοιπόν. Στη μοναξιά, στην άδεια κερκίδα, στο δυσοίωνο και στο μαύρο. Να σου απλώσω το χέρι στο σκοτάδι και να μοιραστούμε το φόβο μας. Στις δάφνες και στα σημαιοστολισμένα γήπεδα τι να σε κάνω; Τώρα θέλω την εγκαρδίωση και την επευφημία σου. Την πίστη και το κέρασμά σου. Έτσι ανθίζει πάλι. Γίνεται η πρόσθεση. Ο πολλαπλασιασμός. Ένας – δύο – ομάδα – μαζί. Αυτά είναι η αριθμητική και το αλφαβητάρι του ανθρώπου. Αυτό είναι το γήπεδό μας.

Αν διαλέγεις τη θέση του κριτή και του αυστηρού παρατηρητή, όσο αναμασάς για τον κόσμο το μπαμπέσικο και τον άδικο, τίποτα δεν θα γίνει. Κι αυτή η χρονιά το ίδιο θα κυλήσει. Με ανεκπλήρωτες προσδοκίες και φαρμακωμένες μέρες. Ποτέ δεν θα κατέβουμε παρέα για παιχνίδι. Ποτέ δεν θα γευτείς τη χαρά μιας μικρής νίκης ή την εμπειρία μιας ήττας. Ποτέ δεν θα ματώσεις τα γόνατα στις πέτρες, ποτέ δεν θα μοιραστείς κοινές πάσες, ποτέ δεν θα κάνεις ντρίπλες κι επιθέσεις στον αγωνιστικό χώρο. Γιατί δεν θα υπάρχει αγώνας. Άπνοια στη ζωή σου. Φαινομενικά ασφαλής, αλλά αβάσταχτα μάταιη και ηττοπαθής. Οι καναπεδάτες διαπιστώσεις και τα πληκτρολογημένα συμπεράσματα, δεν είναι όπλα. Είναι άμυνα και άτακτη φυγή απ’ το γήπεδο. Κι αν το φέρει η τύχη και γυρίσει το παιχνίδι σε νίκη, θα είσαι απ’ τους πρώτους που θα σπεύσει με τις ανθοδέσμες και τις μεγαλοστομίες. Στην αντίθετη, θα είσαι εκεί με κολλημένη τη βελόνα στο “Δεν γίνεται τίποτα, όλα είναι καταδικασμένα”.

Ξεκίνησε η νέα χρονιά, καλές μοιρασιές να έχουμε! Να ενθουσιαστούμε, να κάνουμε φασαρία, να φτιάξουμε συνθήματα, να σουτάρουμε, να φαλτσάρουμε, να αποτύχουμε, να ξανασηκωθούμε, να αγαπήσουμε τα λάθη μας, να διεκδικήσουμε ένα αξιοπρεπές σκορ, να κυλιστούμε στο χώμα, ένα ανθρώπινο κουβάρι να γίνουμε, επιθετικοί και τρελοί, ν’ απλώσουμε το χέρι στο συμπαίκτη που κουράστηκε, μα να είμαστε διαρκώς ομάδα. Στα δύσκολα. Εκεί κυρίως.

Καλή θα είναι η χρονιά. Μπορεί και καλύτερη απ’ όσο φανταζόμαστε!



Παραμονή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Κώστα, του Άλλου Ανθρώπου. Άλλος άνθρωπος γίνεσαι. Σοφή η επιλογή του τίτλου που επέλεξε για την κίνησή του. Ο Κώστας λοιπόν, είναι απ’ τους δυνατούς επιθετικούς του γηπέδου που λέγαμε. Για όσους γνωρίζουν την ιστορία του και πόσο δημιουργικά διαχειρίστηκε τη μελαγχολία απ’ την επαγγελματική του ήττα, υποκλίνεται στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού. Μέσα σε λίγα χρόνια έστησε ένα δυναμικό δίκτυο με εθελοντές- συμπαίκτες, που στήνουν κουζίνες και τραπεζώματα, φτιάχνουν συντροφιές, βγάζουν τους ανθρώπους στο δρόμο, κάνουν παιχνίδι και νικούν πανηγυρικά το φόβο και την εσωστρέφεια.

Όπως διαβάζω στο πρόγραμμά του, την ερχόμενη Κυριακή έχει τον εξής “αγώνα”:


«ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΣΤΙΣ 2 & ΣΤΙΣ 6 ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ 55 ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΟΒΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΖΟΥΜΕ ΔΩΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ!!!»

Πάμε λοιπόν γήπεδο;

Φωτογραφίες: Θάνος Τσάκαλος & Jessica Stewart

Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού