"Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;
-Ναι.
Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:
-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κάψανε το σπίτι;
-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.
-Τότε, γιατί;
-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώσουν.
-Από τους Γερμανούς;
-Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…
-Τότε από ποιους;
-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».
-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;
-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».
-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;
-Όχι, για την ελευθερία.
-Ποια ελευθερία;
-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες είναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.
Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθάριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια για το μεσημέρι.
-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;
-Από την Αγγλία!
-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;
-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια και πέφτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.
-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;
-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καίνε τα ξένα και τα πολύ μακρινά σπίτια.
Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρίζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.
Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε… διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλιώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέσον» πανάκριβα.
Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.
Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη στη ματωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σε εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σε εγγλέζικα αεροπλάνα κι γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Πού και πού άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον… έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλιτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρόμιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυτές για πάντα. Μπορεί και να ’ναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.
Από τις δώδεκα ως τις δύο, το μεσημέρι, ήταν δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κι έπαιρνα τους δρόμους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον» κι ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σε έναν άνθρωπο.
-Τι ’ναι, βρε παιδιά;
-Κουκουές.
-Πιάστε τον!
Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λιντσάρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!
Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι του ’χάνε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απέξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κι έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κι εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…
Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο καμένο μου σπίτι, στάθηκα στην Πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθειες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σε άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ πιτσιρίκος, δεν είχα αποκτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τις σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμένες. Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τα’ αποκτήσω και μου ’χε μείνει ο καημός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…
Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.
-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; Του λέω.
-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.
Εκείνος, που το πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που έμοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπιθαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα εκείνη την εποχή.
Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλίτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.
Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κάποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε κάτι ν’ αρπάξουν, πεντέξι αποτυχημένοι ηθοποιοί κι ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αφτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-,του είπε ένα «ναι». Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.
-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.
-Προχώρα! Ήταν η απάντηση.
Είχε πάρει… γραμμή από τον υποβολέα και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς στο βάθος τούς μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα ώστε να καθίσω να το αναλύσω.
Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη, του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.
Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σε’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κι οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κι έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύρισε αλλού το κεφάλι της, μόλις με αντίκρισε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αφτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμόγελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σαν φίδι:
-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;
-Εσύ δεν φώναξες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»;
-Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μου αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.
-Εδώ, βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.
-Ο κύριος Αποστόλης;
-Μάλιστα!
-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.
-Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…
-Κατάλαβα…
-Πάρτε τον!
Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.
Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Αποστόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αφτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σε έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σε ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σε ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θα ’χε κουραστεί, φαίνεται, από τις… έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σαν βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σαν μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο αγριεμένος:
-Τι είναι αυτό;
-Ποιο;
-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντελόνι σου… Τι είναι; Ξαναβρυχήθηκε.
-Α, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!
-Αρχιφύλαξ!
-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη σημαία!
-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;
-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κι επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου για να δει και τα’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.
Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλλους. Ο Ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.
-Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;
Περίεργο! Όταν με έπιασε με τον Αποστόλη, ήταν άγριος σαν τον Μεγαλέξανδρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σαν λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο και οι σκύλοι, από μακριά με γαβγίζουνε κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.
-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις… πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά εκεί, στην οδό Καρνεάδου…"
Μίμης Φωτόπουλος | απόσπασμα απ’ το βιβλίο «ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ – Χρονικό» | εκδ. 24γράμματα | Ο αλησμόνητος «θείος μας Μίμης» έφυγε από κοντά μας μια μέρα σαν την αυριανή στις 29 Οκτώβρη του 1986




Δυστυχώς για τη χώρα μας, το τέλος της Κατοχής δεν έληξε ένδοξα για τη χώρα μας. Προσωπικά έχω την ακλόνητη πεποίθηση, ότι τα λάθη της εποχής εκείνης τα επωμίζονται και οι δύο πλευρές. Από τους ξένους, οι Άγγλοι, έπαιξαν βρώμικο παιχνίδι, έχοντας ήδη προγράψει την πορεία της χώρας μας. Και οι δικοί μας πολιτικοί και στρατάρχες, είτε δεξιοί είτε αριστεροί, δειλοί και μοιραίοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου, Μαρία!
Kαθόλου δεν θα συμφωνήσω μαζί σου, Βασίλη, σ' αυτό το τσουβάλιασμα. Ο ισαποστακισμός δεν με χαρακτηρίζει. Κι η δική μου πεποίθηση είναι ότι τους κατακτητές & τους ντόπιους συνεργάτες τους, γερμανοτσολιάδες, δωσίλογους και πάσης φύσεως κουμάσια, τους πολέμησε ο ΕΛΑΣ, οι απλοί άνθρωποι που πήραν ένα τουφέκι και βγήκαν στα βουνά, οι αντάρτες, ακόμα και οι ανένταχτοι πολιτικά που ήταν αντιμοναρχικοί. Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι για τις πεποιθήσεις τους απ' τον δικτάτορα Μεταξά στα μπουντρούμια της Ακροναπλίας, που παραδόθηκαν στους Γερμανούς με δελτίο αποστολής, σαν να ήταν εμπόρευμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη σ' έναν σπουδαίο άνθρωπο που δεν πρόδωσε ποτέ τα ιδανικά και τους αγώνες του. Είναι άτοπο νομίζω και άδικο για τον μεγάλο μας ηθοποιό, να σχολιάζουμε, εκ του ασφαλούς, συνθήκες που δεν τις βιώσαμε. Σε αντίθεση με εκείνον που έζησε στο πετσί του την... "αβροφροσύνη" των "πατριωτών" (με πολλά εισαγωγικά η λέξη πατριώτες).
Κοντολογίς, η δική μου επιλογή για την επέτειο της 28ης Οκτώβρη, ήταν αυτό το συγκλονιστικό κείμενο-μαρτυρία του Φωτόπουλου. Ουδεμία πρόθεση και διάθεση από πλευράς μου, να καταφύγω σε πολιτικούς σχολιασμούς για μια περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας που παραμένει ανεπούλωτο τραύμα.
Την καλημέρα μου, Βασίλη.
Δέχομαι την παρατήρησή σου Μαρία, περί του σκοπού της εγγραφής σου!
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Θαυμάζω και εμπνέομαι από ανθρώπους, που όσο και αν δυσκόλεψαν οι συνθήκες τους, δεν πρόδωσαν τις ιδέες, τα ιδανικά, τις αξίες τους. Αυτό μου μένει διαβάζοντας αυτό το κείμενο για τον Μίμη Φωτόπουλο. Αυτό νιώθω και για τους ήρωες μας στις εθνικές εορτές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι και εμείς, αν ποτέ βρεθούμε σε τέτοια θέση, να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων.
Καλή συνέχεια Μαρία μου.
Καλύτερα να μην βρεθούμε ποτέ σε τέτοια θέση, Μαρίνα μου.
ΔιαγραφήΔεν νομίζω ότι θα σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων, όπως δείχνει η τρέχουσα κοινωνικοπολιτική μας κατάσταση...
Σ' ευχαριστώ πολύ και εύχομαι ο νέος μήνας να σου φέρει ό,τι καλύτερο!
Δεν βρίσκω κανένα ηθοποιό, από όσους πέρασαν (την παλιά καλή εποχή του κινηματογράφου) πιο ειλικρινή, πιο αυθεντικό, πιο ¨μάγκα¨ όσο τον Μίμη Φωτόπουλο! Σπουδαίος Άνθρωπος, Υπέροχος χαρακτήρας, Φοβερό Χαρισματικό ταλέντο! Έμεινε στις καρδιές μας για τις στιγμές γέλιου που μας πρόσφερε, όσο και για την αξιοπρεπή πορεία της ζωής του!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαρία μου, σπουδαίο αφιέρωμα! Σ' ευχαριστούμε!
Ταυτίζομαι απόλυτα με όσα σχολιάζεις για τον αλησμόνητο Φωτόπουλο.
ΔιαγραφήΕγώ, σ' ευχαριστώ που πέρασες και σχολίασες, Αννίκα μου.
Καλό νέο μήνα να έχεις!
Πάντα απλοϊκός και περήφανος ήταν. Σπουδαίος ηθοποιός και θα ήθελα να τον γνώριζα ως άνθρωπο. Κράτησε τις αξίες του ψηλά. Και έμεινε στη μνήμη μας όχι μόνο για το γέλιο που μας χάριζε αλλά γι αυτές τις αξίες
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο αφιέρωμα Μαρία μου
Να σαι καλά
Όπως τα λες Αννούλα μου. Πανάξιος άνθρωπος και δραστήριος ως το τέλος της ζωής του. Οι πίνακες ζωγραφικής που έφτιαχνε με κολάζ από γραμματόσημα ήταν έργα τέχνης. Και πολλά άλλα που τα έμαθα απ' την κόρη του Άννα (που έφυγε πρόωρα απ' τη ζωή).
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ και εύχομαι καλό μήνα!
Οπωσδήποτε δεν ήταν καθόλου σύμπτωση Κανελλάκι μου να βάλεις αυτό το αφιέρωμα την συγκεκριμένη μέρα για τον πραγματικά εξαιρετικό και αξέχαστο ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο! Ενα χρονικό γεμάτο αλήθειες το τι γινόταν εκείνο τον καιρό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι πολύ καλά έκανες γιατί που θα τα μαθαίναμε εμείς όλο όσα περνούσε ο λαός τότε στην κατοχή και που νομίζω ότι πολλοί μέσα από το θέατρο έκαναν αντίσταση απέναντι στους κατακτητές και όχι μόνο. Οι παρατρεχάμενοι πάντα υπήρχαν Κανελλάκι μου και θα υπάρχουν.
Οσο για τον Μίμη Φωτόπουλο θα μείνει αξέχαστος στις καρδιές μας! Σ.Λ 🤗💖
Κι εγώ αγνοούσα πολλά για την περίοδο εκείνη, Ρούλα μου. Το βιβλίο με τις μαρτυρίες του για τις συνθήκες δίωξης των κομμουνιστών μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, έως και τη φυλάκισή του στο στρατόπεδο στην Αίγυπτο, είναι ένας μικρός θησαυρός με ιστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες. Υπέροχος και γενναιόδωρος άνθρωπος... Ένας γνήσιος μάγκας.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ, αγαπημένη μου 🧡
Συγκλονιστικό και πολύτιμο το απόσπασμα που επέλεξε, το οποίο φέρνει στο φως πικρές αλήθειες του τόπου μας, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Φωτόπουλος πάντα αξιοπρεπέστατος, γλυκύτατος, μια ήπια δύναμη με ένα ήσυχο μα καθηλωτικό χιούμορ για ευαίσθητες ψυχές και μόνο!
Πολύ χαίρομαι που το βρήκες και το παρέθεσες εδώ, μα και που θυμήθηκες τον πολυαγαπημένο ηθοποιό μας!
Μπράβο, Μαρία!
Αυτές τις αλήθειες που ακόμα και σήμερα τις κρύβουμε επιμελώς κάτω απ' το χαλάκι...
ΔιαγραφήΚι όταν ακούω το αφελές ερώτημα "μα πώς φτάσαμε ως εδώ;", διαπιστώνω πόσο αποκομμένοι είμαστε απ' την πρόσφατη ιστορία μας.
Τιμή στον Φωτόπουλο και σ' όλους τους αφανείς ήρωες που ο Μίμης τούς έδωσε φωνή και υπόσταση και ξεστραβωθήκαμε για το πόσο "σύμμαχοι" ήταν τελικά οι σύμμαχοί μας.
Καλό βράδυ Γλαύκη μου και καλό μήνα να έχεις!
Βιωματική αφήγηση που κόβει την ανάσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο υπέφερε ο λαός μας από τα ξένα και ντόπια κατακάθια μόνο και μόνο επειδή ονειρεύτηκε ένα δικαιότερο κόσμο.
Στα υπόψιν και το βιβλίο.
Σε ευχαριστούμε Μαρία.
Nα είσαι καλά, Ευρυτάνα & καλό μήνα να έχεις!
Διαγραφή