Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Τα τσιγκέλια της ιστορίας


ΑΛΤ! Αν προχωρήσεις, θα σε ναυαγήσουμε.
Αν γυρίσεις πίσω, θα σε βομβαρδίσουμε.
Αν ελπίζεις, θα σε τσακίσουμε και θα κρεμάσουμε το δέρμα σου στο τσιγκέλι.
Να μάθεις να πεθαίνεις φρόνιμα!

Συμμετείχε στον 11ο κύκλο των 25λεκτων, που φιλοξενείται στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου. Με αφορμή μια φωτογραφία της Μαρίας, ξετυλίγονται λεζάντες, μικρά κείμενα και συμπυκνωμένες σκέψεις. Την ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία της και τις αφορμές που μας δίνει, για έμπνευση, συντροφικότητα και δημιουργία.


Ένα μικρό οδοιπορικό στην πρόσφατη ιστορία μας, για να θυμόμαστε τους εγχώριους χασάπηδες και κυρίως τους τόπους που μαρτύρησαν οι ήρωες μας. Η Πρωτομαγιά -εκτός από εκθέσεις λουλουδιών και εκδρομές στο ύπαιθρο- έχει σημαδευτεί απ’ την εκτέλεση των διακοσίων ηρώων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Μια νέα κοπέλα από τη Χίο που ζούσε στο Μετς, η Σεμίραμις, υπέστη καρδιακό επεισόδιο την Πρωτομαγιά του 1944, όταν είδε το αίμα να ρέει από ένα φορτηγό των Γερμανών που μετέφερε στην καρότσα τα πτώματα των εκτελεσμένων από το σκοπευτήριο. Η νέα γυναίκα λιποθύμησε και το πρόβλημα στην καρδιά, την ταλαιπώρησε για όλη την υπόλοιπη, σύντομη ζωή της. Ήταν ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους δεν έγραψε ποτέ η ιστορία, αλλά βάραινε πάντα τη ψυχή της το αίμα 200 αθώων που είδε να κυλά από ένα γερμανικό καμιόνι.

Η εκτέλεση των 200 Ελλήνων πατριωτών είναι μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά των Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κρατούμενοι  κομμουνιστές, ήταν πολιτικοί εξόριστοι επί δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία, την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη. Παραδόθηκαν απ’ τους Ιταλούς, σαν ανθρώπινο εμπόρευμα, με «δελτίο αποστολής», στους Γερμανούς κατακτητές.


Τους εκτέλεσαν ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944. Οι εκτελεσθέντες κρατούνταν στο στρατόπεδο-κολαστήριο του Χαϊδαρίου. Νωρίς το πρωί μετά το προσκλητήριο, εκφωνήθηκε ο κατάλογος των μελλοθάνατων που είχε συνταχθεί στα γραφεία των Ες Ες και της Ειδικής Ασφάλειας στην οδό Μέρλιν. Οι 200 μεταφέρθηκαν στο σκοπευτήριο με δέκα φορτηγά και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έγραφαν σημειώματα και τα πετούσαν στο δρόμο. Παραλήπτες ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, οι αγαπημένοι τους άνθρωποι και οι συναγωνιστές τους. Οι περαστικοί, θα ήταν οι ταχυδρόμοι που θα μετέφεραν τα μαντάτα…... 

//Όταν τελικά, τους έστησαν ανά ομάδες και άρχισαν οι πυροβολισμοί, είχε βγει ο ήλιος. Ήταν μια φωτεινή ζεστή μέρα και ακούγονταν μόνο ο ήχος του πολυβόλου. Λες και είχαν παγώσει όλα. Δίπλα στους Γερμανούς μερικοί Ταγματασφαλίτες-που φυλούσαν για πιθανά χτυπήματα των ανταρτών που είχαν πληροφορηθεί το γεγονός-και δυο υπάλληλοι του δήμου που βοηθούσαν με τα πτώματα. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη που χρησιμοποιούσαν σαν διερμηνέα. Για πολλά βράδια με ξυπνούσε αυτή η σχεδόν μεταφυσική ηρεμία τους. Όλα τελείωσαν λίγο μετά τις 10. Οι Γερμανοί φόρτωσαν τα τελευταία πτώματα και τα μετέφεραν στο Γ’ Νεκροταφείο//
[μαρτυρία Τάκη Βάζου]

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του:
«Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…»
Στην αρραβωνιαστικιά του Χαρά: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου»

Τιμή και σεβασμό εμπνέει η στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον οποίον οι Γερμανοί προσέφεραν τη ζωή επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τον χρησιμοποιούσαν ως διερμηνέα. Έπρεπε όμως κάποιος άλλος να πάρει τη θέση του. Απάντησε ότι θα δεχόταν να ζήσει, μόνο εάν δεν πήγαινε κάποιος άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα, αντί για αυτόν. Οι Γερμανοί δεν συγκινήθηκαν: «200 λέει η εντολή, τόσοι θα εκτελεστούν. Ούτε ένας λιγότερος!»
«Τότε θα είμαι κι εγώ μέσα», δεν μπορώ να δεχτώ να πάρει άλλος Έλληνας την θέση μου», ήταν η απάντηση του Ναπολέοντα.

Σχεδόν οι 170 από τους 200 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Η μεταφορά στον τόπο της εκτέλεσης γίνονταν ανά 20 άτομα.Οι αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκαν, ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Ο Σουκατζίδης, αν και ήταν το νούμερο 71, μπήκε στην τελευταία εικοσάδα για να επιτελέσει τον ρόλο του μεταφραστή. Όταν οι πρώτοι 20 στήθηκαν στον τοίχο, ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε εάν είχαν κάτι να πουν. Οι μελλοθάνατοι φώναξαν «Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!»Τα πτώματά τους μετέφεραν στα φορτηγά, οι επόμενοι 20 που επρόκειτο να εκτελεσθούν στο σκοπευτήριο. Το εφιαλτικό δρομολόγιο επαναλαμβάνονταν μέχρι να δολοφονηθούν όλοι. Λίγο μετά τις 10 το πρωί, οι Γερμανοί “ήρωες”, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους, απέναντι σε αθώους πατριώτες, που ως κρατούμενοι από την εποχή του Μεταξά, δεν τους είχαν πολεμήσει ποτέ. 
Φωτογραφία απ’ τον χειμώνα του λιμού (1941-42)

Σημείωση: Από το 1942 μέχρι το 1944, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή 739 άνθρωποι απ’ όλη την Ελλάδα, ανάμεσά τους η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου και ο 14χρονος Ανδρέας Λυκουρίνος. Μόνο τον Μάιο του 1944, εκτελέστηκαν 309. Ο αριθμός είναι κατά προσέγγιση, αφού οι Γερμανοί άρχισαν να καίνε τα αρχεία τους από τον Αύγουστο του ΄44. Οι τελευταίοι συγγενείς των 200 έχουν φτιάξει τον Σύλλογο Εκτελεσθέντων της Ακροναυπλίας. Τα περισσότερα από τα μηνύματα που πέταξαν στο δρόμο οι κρατούμενοι δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια τους…
πηγές:


Οι χιτλερικοί έστησαν στον τοίχο την έφηβη Ηρώ -που δεν είχε καν δικαστεί- και τη «γάζωσαν» με 17 σφαίρες- όσα ήταν και τα χρόνια της -για «παραδειγματισμό», όπως είπαν. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ, έσκισε το φόρεμά της και φώναξε: «Χτυπάτε! Κτήνη».... 
«Με τους 50, που εκτελέστηκαν πέντε – πέντε στην Καισαριανή, στις 5-9-44, ήταν και το 12χρονο παιδάκι ο Σουλδίνος. Καθώς στάθηκε ανάμεσα στους τέσσαρες άνδρες, ο Γερμανός, που το είχε αναλάβει, κατάλαβε πως ήταν πολύ μικρό στο μπόι και τα βόλια δε θα το παίρνανε. Κατέβασε λοιπόν προς τα κάτω την κάννη του πολυβόλου του. Και τότε, κείνο το ηρωικό παιδάκι, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, για να φθάσει εις το ύψος της κάννης του δημίου του! Για να μη αργήσει στο ραντεβού του με το χάρο…».
Αντώνης Φλούντζης, γιατρός του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, απόσπασμα του βιβλίου του «Χαϊδάρι, κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης», (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986). 


Μαζί με τις ευχές μου για την αυριανή Πρωτομαγιά και μια πρόταση/προτροπή, να επισκεφτείτε το Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, στο χώρο του Σκοπευτηρίου. Εθελοντές-φίλοι του Μουσείου, έστησαν και λειτουργούν έναν υποδειγματικό χώρο τιμής και μνήμης, για τους αγώνες που σήκωσε η Καισαριανή μαζί με τις υπόλοιπες ανατολικές συνοικίες. Πλούσιο εκθεσιακό υλικό και σπάνια ντοκουμέντα (ανάμεσά τους, το δωμάτιο της Ηρούς Κωνσταντοπούλου), φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και τα πολυβόλα που θέριζαν εκείνη την περίοδο ανθρώπινες ζωές. 


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

«Κανένα ποίημα που γράφτηκε δεν λησμονήθηκε…» *


[στη μνήμη του Θάνου, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης]



Ξανάρθαν τα σύννεφα
μεγάλα σαν κύματα,
τα βράδια που κλάψαμε,
τις μνήμες που χάσαμε.

Τα όνειρα χάθηκαν,
τα μάτια σαν έκλεισαν,
το μέλλον προσπέρασαν,
τα λάθη μας έλαμψαν.

Και συ να λες πως δεν πειράζει,
θα ξανάρθουν οι πιο καλές μας οι στιγμές,
το φως θα αδράξουν.

Και συ να λες πως θα ξανάρθουν.

Μας έλειψε η εικόνα σου,
το πρώτο το γέλιο σου.
Θυμάμαι πως έφυγες,
σαν άστρο που κάηκε.

Τα όνειρα χάθηκαν,
τα μάτια σαν έκλεισαν,
το μέλλον προσπέρασαν,
τα λάθη μας έλαμψαν.

Και συ να λες δεν είναι αργά
για να ξεβάψει η καταχνιά
που τ' άσπρο δέρμα έχει βάψει.

Και συ να λες πως δεν πειράζει.

Και συ να λες πως δεν πειράζει,
οι πιο καλές μας οι στιγμές,
το φως θα αδράξουν,
κι οι πιο καλές μας οι στιγμές μας,
θα ξανάρθουν.

Και συ να λες πως θα ξανάρθουν...

Απ’ τον πρώτο προσωπικό δίσκο του Θάνου ''ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ'', που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2012, από την Inner Ear. Ο δίσκος κυκλοφόρησε σε cd και σε μορφή βινυλίου. Στο δίσκο αυτό έχει μελοποιήσει ένα ποίημα του Αρσένι Ταρκόφσκι, το ''Μα κάτι άλλο ζητώ'' και ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία το ''Γράμμα ενός αρρώστου''. Στην ηχογράφηση του δίσκου ''Ως το τέλος'' εκτός από τον Θάνο, συμμετείχαν επίσης ο Στάθης Ιωάννου και ο Μανώλης Αγγελάκης. Σε κάποια απ’ τα τραγούδια συμμετέχουν ο Γιάννης Δημητριάδης στο hammond organ, ο Νίκος Γιούσεφ στο μουσικό πριόνι, ο Γιώργος Τσαλκίδης στο κοντραμπάσο και  ο Μάριος Σαρακινός στο ντέφι. 

Ο ζωγραφικός πίνακας, είναι ένα απ’ τα έργα του Θάνου, δημοσιευμένα στο παλιό του ιστολόγιο «ΜΕ ΕΝΑ ΑΔΕΙΟ ΠΟΤΗΡΙ»:

*ο τίτλος της ανάρτησης είναι απόσπασμα απ’ το ποίημα του Θάνου «Σ’ ΑΓΑΠΩ»
ΤΟ ΄Σ ΑΓΑΠΩ' ΝΑ ΤΟ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΙΣ
ΜΟΥ ΛΕΓΕ
ΚΑΙ ΜΟΥ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ
'...ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΖΕΙΣ ΟΜΩΣ,
ΚΑΘΗΜΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΖΕΙΣ...'


Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Ο «Κατσαβιδάκιας» που έστησε το Χόλυγουντ της Αθήνας (*)

26 Ιανουαρίου 1977 - Τίτλοι τέλους για τον Φίνο 


Ο πατέρας του γιατρός κι απ’ τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες της εποχής, είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ο Φίνος το έχει συχνά σαν σημείο αναφοράς στα έργα του, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα του ερεθίσματα στην έβδομη τέχνη.

Το 1939 ξεκινά το ταξίδι στο όνειρο• πουλάει τα υπάρχοντά του και ιδρύει στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα με την ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού», με τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και  Λήδα Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Φθινόπωρο 1940. Τα σχέδια για τη δημιουργία κινηματογραφικού στούντιο στο παλιό τριώροφο της οδού Στουρνάρα, μαζί με την αγαπημένη του Τζέλλα, ναυαγούν απ’ την ιταλική εισβολή και την επερχόμενη γερμανική κατοχή.


Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη  σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και στα δημόσια κτίρια.

Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχωρούσαν από την απελευθερωμένη Αθήνα. Στους δρόμους είχαν βγει χιλιάδες Αθηναίοι, που πανηγύριζαν. Ανάμεσά τους ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος με τους συνεργάτες του, που κινηματογραφούσε τις πρωτόγνωρες στιγμές που ξετυλίγονταν μπροστά του. Το ’44, η ομάδα του Φίνου ετοίμαζε τη δεύτερη ταινία, «Η Βίλλα με τα Νούφαρα», που θα προβαλλόταν το 1945. Διέκοψε όμως τις προετοιμασίες, για να απαθανατίσει τις στιγμές της απελευθέρωσης. Κάποια στιγμή, ο Φίνος και οι συνεργάτες έφτασαν κάτω από την Ακρόπολη. Παρατήρησαν ότι η γερμανική σημαία με τη σβάστικα βρισκόταν ακόμα εκεί. Ο Φίνος γνώριζε ότι η κινηματογράφηση της υποστολής της γερμανικής σημαίας, θα αποτελούσε ντοκουμέντο τεράστιας ιστορικής αξίας. Άδραξε την ευκαιρία. Κρύφτηκε, έστησε την κάμερα και περίμενε. Τελικά, εμφανίστηκε ένας Γερμανός στρατιώτης που την κατέβασε και απομακρύνθηκε γρήγορα, με τη σημαία διπλωμένη στον ώμο. Το μοναδικό στιγμιότυπο συμπεριλήφθηκε σε ένα 11λεπτο βίντεο, στα πρώτα μετά την απελευθέρωση κινηματογραφικά Επίκαιρα. Στο βίντεο εκτός από την υποστολή της σβάστικας, εμφανίζονται εικόνες από τις τελευταίες ημέρες της γερμανικής κατοχής.

Στο φίλμ του Φίνου φαίνονται τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, οι οποίοι αποχωρώντας ανατίναξαν σημαντικά έργα υποδομής, όπως το αεροδρόμιο Τατοΐου, λιμάνια, πολλές γέφυρες και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Όταν επιχείρησαν να χτυπήσουν το εργοστάσιο ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι, υπήρξε σθεναρή αντίσταση από την ελληνική αντίσταση. Εκεί δόθηκε η φονική Μάχη της Ηλεκτρικής όπου οι Ελασίτες απέτρεψαν την ανατίναξη χτυπώντας τους σαμποτέρ της Βέρμαχτ. Δυστυχώς, ο Ισθμός της Κορίνθου και το λιμάνι του Πειραιά καταστράφηκαν.

Στην αιματοβαμμένη Καισαριανή του Φίνου, υπάρχουν πλάνα από την Καισαριανή, που υπήρξε προπύργιο του ΕΛΑΣ. Εκεί οι Γερμανοί, μια μέρα πριν αναχωρήσουν, επιτέθηκαν και εκτέλεσαν με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Στην Καισαριανή είχε εκτελεστεί και ο πατέρας του Φίνου, που καταδικάστηκε επειδή έστελνε σιτάρι και κριθάρι για τις ανάγκες της ανστίστασης, απ’ τα κτήματά του στην Κωπαΐδα. Μαζί τους καταδικάστηκε σε θάνατο και ο Φιλοποίμην. Ο πατέρας του όμως πρόλαβε να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη και τελικά αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο της «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Στο φιλμ μετά τις εικόνες από την Καισαριανή, εμφανίζονται πλάνα πανηγυρισμών. Διακρίνονται οι επίσημοι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και η παρέλαση, στην οποία πρωτοστατεί ένα γαϊδουράκι, απ’ το μέτωπο. Πάνω του κρέμεται μια πινακίδα που γράφει «ΧΙΤΛΕΡ»....

Το φιλμ δεν προβλήθηκε ποτέ στην Αθήνα και το υλικό χάθηκε. Το εντόπισε ο Ροβήρος Μανθούλης στην Αμερική, πολλά χρόνια αργότερα και το χρησιμοποίησε στο ντοκιμαντέρ του, με τίτλο «Βίοι Παράλληλοι». Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 και πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1977 σε ηλικία 69 ετών.

"Πάντα με συγκινούσε, γιατί είχε πάθος για την δουλειά του. Ποτέ δεν τον είχα δει να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, μα πάντα να μαστορεύει με τους βοηθούς του. Πολλές φορές σαν ήθελα να τον δω και μου λέγανε ότι βιδώνει ή ξεβιδώνει ένα μηχάνημα, έφευγα γιατί ήξερα πως για αυτόν ήταν ιερή στιγμή".
(Μάνος Χατζιδάκις)

"Δεν έκλαψε ποτέ γιατί δεν είχε χρήματα. Έκλαψε όμως όταν έπεσε μια μήχανη και έσπασε, ενώ ήξερε ότι μπορούσε να τη διορθώσει".
(Νίκος Καβουκίδης - Φωτογράφος)
«Στο Χόλυγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου, εκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά»
Η τελευταία του παραγωγή (1977), ήταν η ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται», με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να πρωταγωνιστεί και τον Γιάννη Δαλιανίδη στη σκηνοθεσία. Ήταν και η «ταφόπλακα» της ήδη χρεοκοπημένης «Φίνος Φιλμ»
"Δεν μένει πιά παρά να τον θυμόμαστε…"
 (Αλέκος Σακελλάριος)

(*) Το παρατσούκλι «Κατσαβιδάκιας» προέρχεται από ένα δώρο που είχε κάνει στον Φίνο ο Μίμης Πλέσσας (1965). Ήταν ένα χρυσό κατσαβιδάκι και συμβόλιζε τη μανία του να κυκλοφορεί μονίμως  με ένα κατσαβίδι, επιδιορθώνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του.

Αντλήθηκαν πληροφορίες και φωτογραφίες απ’ το διαδίκτυο
και το αρχείο της Finos Film


Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Για την Μαρία που μας ταξίδεψε στις πιο όμορφες θάλασσες

//Πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου γριά; Αν ζήσω, πιστεύω πως θα είμαι η ίδια. Σε ό,τι αφορά το πνεύμα μου, δεν την καταλαβαίνω την ηλικία να περνάει από πάνω μου. Τώρα, βιολογικά, όλο και με πιάνει κανένας πόνος όταν βρέχει...//

Πριν εννιά χρόνια –στις 6 Γενάρη του 2009- έσβησε η αγαπημένη φωνή της. Βιολογικά μόνο, γιατί μέσα απ’τα τραγούδια της θα συνεχίζει να ξεσηκώνει και να εμπνέει τις επόμενες γενιές. Αγέραστη, ασυμβίβαστη και συνεπής αγωνίστρια, έφυγε μετά από σκληρή μάχη με το "θηρίο", αφήνοντας τις μουσικές παρακαταθήκες της, την αντισυμβατική της αύρα και τις συγκλονιστικές της ερμηνείες στα επαναστατικά τραγούδια της αριστεράς, που υπηρέτησε με πάθος. Η σπουδαία ερμηνεύτρια που ταυτίστηκε με τον αντιφασιστικό ύμνο «Τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον!...» (στίχοι του Φώντα Λάδη), τραγούδησε επίσης αγαπημένους συνθέτες, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζηδάκι, Μαμαγκάκη, Γλέζο, Σαββόπουλο και Θάνο Μικρούτσικο. Απ’ το θρυλικό «Αναμπέλ» του Γιώργου Παπαστεφάνου, μέχρι τον ύμνο του ΕΑΜ σε στίχους του Βασίλη Ρώτα, η φωνή της Μαρίας θα αντηχεί για πάντα· πότε μελωδική και απείρως ερωτική κι άλλοτε αγωνιστική και ξεσηκωτική.

 Στην εντατική του Ευαγγελισμού, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 2009, έχει δίπλα της την Αφροδίτη Μάνου, τον Ανδρέα Μικρούτσικο και τον Στέργιο. Γνωρίζοντας ότι θα «φύγει», ζητάει απ’ τους αγαπημένους της να αποτεφρωθεί και να σκορπιστεί η στάχτη της στη θάλασσα.

Με τη δική της εξαιρετική φωνή τραγούδησε για «τους ανθρώπους που εξακολουθούν να έχουν οράματα. Που είναι ρομαντικοί, ιδεολόγοι, που πολεμάνε έστω για ένα ψίχουλο δικαιοσύνης, που κρατάνε σταθερές τις αρχές τους... Για όλους αυτούς, που τελικά είναι πολλοί...». Και παρότι αναγνώριζε πως «ο εχθρός αυτή τη στιγμή είναι πολύ δυνατός», μέσα στο τούνελ της σκοτεινιάς των καιρών μας, έβλεπε το ελπιδοφόρο φως: 

//Αν δεν το έβλεπα, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και μια δεκαετία. Ένα μικρό ξύπνημα χρειάζεται. Να καταλάβουμε ότι κάτι μπορεί να γίνει. Να καταλάβουν οι σεισμοπαθείς ότι είναι ακόμη στα κοντέινερς. Αυτοί που βγαίνουν το πρωί στην τηλεόραση και παραπονιούνται και το βράδυ τρέχουν να δουν τον Μπιγκ Μπράδερ και να κοιμηθούν στη δυστυχία τους. Πρέπει να καταλάβουν στην πραγματικότητα τι συμβαίνει. Για σκέψου να το καταλάβαιναν και να έλεγαν όλοι αυτοί που είναι στα κοντέινερς και στις σκηνές "εμείς φεύγουμε από εκεί! Μαζεύουμε τα συμπράγκαλά μας, πάμε στο Σύνταγμα και λέμε βάλτε μας σε σπίτια". Ο κόσμος όμως είναι αποχαυνωμένος, ακόμη και ο δυστυχής. Πρέπει να ξυπνήσουν οι δυστυχείς...//

[απόσπασμα συνέντευξης στον Ριζοσπάστη]


Το σίγουρο είναι ότι τα τραγούδια που ερμήνευσε με τον ξεχωριστό δικό της τρόπο θα εμπνέουν πάντα τους κομμουνιστές και θα τους συνοδεύουν στις πορείες και τις κινητοποιήσεις. 
Είτε τραγουδώντας για τους γερόντους της Μακρονήσου που «...δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη / ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη / κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους / που δε σηκώνει τ' άδικο...»,
είτε πως «το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είν' ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει»,είτε πως «έτσι κι αλλιώς η Γη θα γίνει κόκκινη...». 
 Καλή χρονιά να έχουμε, με τους σπουδαίους απόντες μας 
να φωτίζουν τους δρόμους και τις περπατησιές μας!


Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Άγιοι που δε θα γιορταστούν γιατί δε θα τους βρουν ημέρα που ταιριάζει (*)

Ένα μικρό θυμητάρι απ’ τους λόγους του.
Εν όψει των επερχόμενων εορτών και εμποροπανήγυρων, προτείνω να το υιοθετήσουμε σαν ευχή. 
Λέγε-λέγε,  μπορεί και να φυτρώσουν κάποιοι απ’ τους σπόρους του. 
Μήπως και σώσουμε τίποτα την τελευταία στιγμή. 
Να στρώσουμε λίγο το χωράφι για την επόμενη γενιά. Όπως το βρήκαμε κι εμείς στρωμένο απ’ τους παλιούς μας ήρωες.
Πέτρινα χρόνια-σκληρά.
Πιο σκληρά κι απ’ την πέτρα που έσπαγε με τη βαριά, μέχρι να γίνει χαλίκι.
Χαλίκι που έστρωνε για να γίνουν δρόμοι.

// Nα ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και ν’ αγαπάς. Ν’ αγαπάς!
Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις;
Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο…  Όλα τ’ άλλα…
Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα!
Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε, κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη//

Χρόνης Μίσσιος - συγγραφέας, αντιστασιακός, αγωνιστής της Aριστεράς και ίσως ο πρώτος ακτιβιστής στην Ελλάδα υπέρ της ολιστικής οικολογικής φιλοσοφίας.

Έφυγε πριν πέντε χρόνια, αφήνοντας πίσω του μιαν ανεκτίμητη κληρονομιά με τα βιβλία του και το ελεύθερο πνεύμα του, που σε πείσμα του συστήματος και των χουντικών εκφραστών του, αναπτύχθηκε, εξελίχθηκε και ορθώθηκε μέσα στις φυλακές και στις εξορίες. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!



Συνεντεύξεις, βιβλία και οπτικοακουστικό υλικό, στην ιστοσελίδα: https://chronismissios.wordpress.com/


(*απ' το τραγούδι "ΑΓΙΟΙ" του Θανάση Παπακωνσταντίνου)

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Η παρέλαση



//Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;

Ναι... Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν. Θα 'ναι καμιά εκατοστή... Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο... Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή... Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους...

Περίμενε... Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά... Ήσυχα - ήσυχα... Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο!... Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα...

Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους!... Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι... Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι... Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει...

Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία... Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο...//

Απόσπασμα απ’ το μονόπρακτο έργο “Παρέλαση” της Λούλας Αναγνωστάκη.
Ολόκληρη η τριλογία της “Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη” και “Η παρέλαση” πρωτοπαίχτηκε απ’ το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Όντας διαχρονικό και τραγικά επίκαιρο, παίζεται διαρκώς σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας και όχι μόνο. Μία εξ αυτών ήταν και η παράσταση του Ένκε Φεζολάρι, το χειμώνα του 2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Άραγε το είχε προβλέψει τότε ο ταλαντούχος (και αλβανικής καταγωγής) Ένκε, ότι θα έρθει η εποχή που τα εκκολαπτήρια του φασισμού και του συντηρητισμού θα αναβιώνουν χρόνο με το χρόνο;
Στο έργο της αξέχαστης Λούλας Αναγνωστάκη, πρωταγωνιστούν δυο αδέρφια, η Ζωή και ο Άρης. Ζουν σαν εξόριστοι στην  ασφάλεια του δωματίου τους και εντελώς απομονωμένοι απ’ τον έξω κόσμο. Η μόνη τους επαφή με την πόλη και τους ανθρώπους, είναι ένα “παράθυρο”. Η ιδέα της παρέλασης που γίνεται κάτω απ’ το σπίτι τους, μοιάζει σαν η μοναδική διέξοδος απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Απ’ το παράθυρο θα παρακολουθήσουν την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβαση της παρέλασης. Απ’ το μικρό αυτό φεγγίτη, θα εισβάλει ο έξω κόσμος που τόσο καιρό αποφεύγουν και θα τους συντρίψει. Στις αποχρώσεις της γαλανόλευκης σημαίας, θα προστεθεί το κόκκινο του αίματος, γιατί με αίμα είναι βαμμένη η ιστορία αυτού του τόπου. Κι εκεί θα μείνουν εγκλωβισμένοι και μετέωροι στην προσδοκία, τα όνειρα, τις μνήμες, το αβάσταχτο παρόν, το ζοφερό μέλλον, το φόβο... όλα αυτά που μας κρατούν ακόμα και σήμερα ακινητοποιημένους σ’ ένα ”παράθυρο”, θιασώτες μιας παρέλασης.  Και μένει αναπάντητο το ερώτημα, που και  η Αναγνωστάκη το αφήνει –σκόπιμα ίσως; - στο έργο της: θα βγουν επιτέλους στο προσκήνιο οι θεατές; Θα υπερβούν το φόβο τους για να παρέμβουν  στη μελλοντική ιστορία; Ή θα παραμείνουν αποστασιοποιημένοι κομπάρσοι και φοβισμένοι θεατές, ανακυκλώνοντας τα ανθρώπινα πάθη και λάθη τους στο διηνεκές;
Με την προσδοκία να γιορτάσουμε σύντομα την εθνική μας απελευθέρωση απ' το φόβο και τις αγκυλώσεις. Δίχως τυμπανοκρουσίες και στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά μόνο με επίγνωση του ρόλου και της ευθύνης μας να διαμορφώσουμε την ιστορική συγκυρία που ανήκουμε. 

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Τα παγκάκια έχουν τη δική τους ιστορία

O Στέφαν Τσβάιχ (*) γράφει γιατί ανακουφίστηκε όταν έμαθε πως πέθανε η μητέρα του:
«Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά μας- δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δεν μπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα:  ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον κόσμο».
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου” (εκδόσεις Printa)

«Koυράστηκα...» η ξέπνοη φράση του κυρ-Στέφανου, μετά τη βίαιη έξωσή του απ’ το αυτοσχέδιο καταφύγιό του, ένα παγκάκι στην οδό Μαρασλή, στη μάντρα του Ευαγγελισμού. Σωτήριον έτος 2013, φθινόπωρο, λίγο πριν ο μέγας άρχων της πόλης παραμορφώσει (“αναπλάσει” στο πιο σικ του...) την πλατεία Κλαυθμώνος, ξηλώνοντας τα παγκάκια και ντύνοντας με μοχέρ πουλόβερ τους κορμούς των δέντρων. Στο πρόσωπο του αξιοπρεπέστατου κυρ-Στέφανου, που υπήρξε υποδειγματικός στην ευταξία και την καθαριότητα του πάγκου και του περιβάλλοντος χώρου που τον φιλοξένησε, εξαντλήθηκε η υποκρισία, η δολιότητα και ο σαδισμός των φυλάρχων. Εισαγγελική εντολή (ας είχαν τόσο γρήγορα αντανακλαστικά και στους επαγγελματίες νταβατζήδες της δημόσιας γης), αστυνομικές και δημοτικές αρχές σε αγαστή συνεργασία, προκειμένου να ξηλώσουν τον ανεπιθύμητο γέροντα, το παγκάκι, τα μπιμπελό και τις κουβέρτες του, τα λιγοστά του υπάρχοντα μαζί και την αξιοπρέπεια, την καρδιά του και την υπάρξη του ολόκληρη. Λες και η ταξιανθία του Κολωνακίου υπονομευόταν απ’ τα πλαστικά λουλούδια που είχε στολίσει το υποτιθέμενο μπαλκονάκι του...

Το ξήλωμα του κυρ-Στέφανου, δεν ήταν παρά ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα προς τους επίδοξους καταληψίες πάγκων:
«Μην τρέφετε αυταπάτες για διαθέσιμα παγκάκια σ’ όσους είναι κατώτεροι ταξικά!»
Ή όπως ακούστηκε πρόσφατα στη ΔΕΘ:
«Η κοινωνική ισότητα είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Ή ακόμα πιο ποιητικά, απ’ τον μετρ της διανόησης και του έλλογου [παρα]λόγου του. Το λες και «Βούλωσέ το φίλτατε!»...

Φίλτατε, μη λες ότι είσαι άστεγος.
Στη χώρα αυτή
κανείς δεν είναι άστεγος
Κάτω από το γαλανό μας ουρανό
στη σκιά της Ακρόπολης
στον ψίθυρο της Ιστορίας,
είτε μένουμε σε βίλα,
είτε μένετε σε παγκάκι
όλους μας σκέπει η Αθηνά η Παλλάδα
κι η Παναγιά η γλυκυτάτη μητέρα μας.

«Εσωτερικός διάλογος με έναν άστεγο»
Απ’ την ποιητική συλλογή του Άδωνη Γεωργιάδη:  “Κλειούς παραφερνάλια”

Ηθικόν δίδαγμα: Η Παναγιά να μας κόβει παγκάκια και να τους δίνει βίλες...

(*) O Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη στις 28 Νοεμβρίου 1881. Ως το 1935 -αν εξαιρέσουμε το πολυάριθμα ταξίδια του στο εξωτερικό- ζει στην Αυστρία (Βιέννη και Σάλτσμπουργκ). Μεταφράζει Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Βεράρεν, δημοσιεύει ποίηση ("Ασημένιες χορδές", "Τα πρώτα στεφάνια"), νουβέλες ("Φόβος", "Αμόκ", "Σύγχυση των αισθήσεων" κ.ά.), θεατρικά ("Βολπόνε"), δοκίμια, καθώς και τα περισσότερα έργα μια μεγάλης σειράς βιογραφικών μελετών και λογοτεχνικών πορτρέτων για μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος ("Τρεις δάσκαλοι: Μπαλζάκ-Ντίκενς-Ντοστογιέφσκι", "Ρομαίν Ρολάν", "Μαρία Αντουανέτα", "Μαρία Στιούαρτ", "Θρίαμβος και τραγωδία του Εράσμου του Ρότερνταμ" κ.ά.). Το 1933, με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές στη γειτονική Γερμανία, τα βιβλία του Τσβάιχ γίνονται στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας. Το 1935 εγκαταλείπει οριστικά την Αυστρία, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και το 1940 αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1941 φεύγει για τις ΗΠΑ και από κει για τη Βραζιλία. Πικραμένος από τα πολιτικά γεγονότα και από το τέλος της εποχής που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο "Ο χθεσινός κόσμος", αυτοκτονεί μαζί με τη γυναίκα του στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στην Πετρόπολη, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]


* όπως με ενημέρωσε καλός φίλος, η ποιητική συλλογή του ΑΔόνειδος "Κλειούς παραφερνάλια", είναι τρολιά. Πολύ πετυχημένη πάντως, αφού θα μπορούσε άνετα να είχε γραφεί απ' τον ίδιο.

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Τραγούδι παρακαλώ!...

Η  αναμνηστική πληροφορία του μήνα: το Απάγκιο κλείνει αισίως τα τέσσερα χρόνια του. Έτσι, για να κρατάμε ένα μπούσουλα του χρόνου και του χάρτη που διασχίζουμε παρέα.  Αν μπορούσα να κάνω μια πρόποση παρέα με τους φίλους που απαγκιάζουμε συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια, θα ήταν να συνεχίσουμε να μετράμε χειμώνες και καλοκαίρια όλοι μαζί, με τις χαρές και τις στεναχώριες μας, με τις συγκινήσεις και τις απογοητεύσεις μας… Σε πείσμα της εποχής των «κλεμμένων ονείρων», ν’ αφήνουμε τις πόρτες μας ξεκλείδωτες και να στήνουμε κάθε βράδυ τα μικρά μας πηγαδάκια, με κουβέντες ουσίας, ή και άνευ… Σας ευχαριστώ ολόψυχα για τη συντροφιά σας κι όλα όσα μοιραζόμαστε τόσα χρόνια· στη σοβαρότητα που απαιτούν οι ρημάδες οι περιστάσεις, μια φευγαλέα βόλτα με φίλους είναι λυτρωτική! Και ανέξοδη ε; Όσο κοστίζει ένα μαλλί της γριάς…

 Χεράκι και φύγαμε για τις ουσίες. Σ’ ένα μπαρ που ναυάγησε η αυγουστιάτικη σελήνη μας. Στην παγκόσμια ημέρα της γάτας ανήμερα –όσο να πεις, ήταν μια σατανική σύμπτωση- πήρε αγκαλιά  την κιθάρα της και μας είπε «Και πάλι χαίρετε»… Στο ομώνυμο διπλό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2009, η Αρλέτα σ’ ένα ρεσιτάλ χιούμορ και αυτοσαρκασμού έγραφε:

//Αν δεν είναι του γούστου σας, πετάξτε το γρήγορα στα περιστέρια. Αν είναι, θα χαρώ χαρά μεγάλη η νεκραναστημένη. Βγήκα από τα πέτρινα χρόνια μου με χρέη προς όλους όσους στάθηκαν δίπλα μου και τους ευχαριστώ από καρδιάς, ως τον τελευταίο που έστειλε e-mail ή έκανε μια προσευχή όταν την χρειαζόμουνα τόσο. Και ήταν πολλοί, πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι μπορούσα να φανταστώ. Ζητώ συγνώμη, δεν το ήξερα. Ελπίζω κάτι να τους προσφέρω και τώρα. Και πάλι χαίρετε, φίλοι μου. Ευχαριστώ από καρδιάς!... //

Δεν είναι πως αιφνιδιαστήκαμε. Είναι που χάσαμε έναν δικό μας άνθρωπο που κράταγε γερά τόσα χρόνια, που μέσα απ’ τις οδύνες της αρρώστιας, μας μεθούσε με τις μελωδίες της και ξεσκέπαζε τις ανασφάλειες και τα πάθη μας. Σαν να στοιχηματίζαμε κάθε φορά όλοι μας πως κι αυτή τη μάχη με τον «Κύριο εκεί πάνω» θα τη νικήσει, πως η αγάπη μας την κάνει άτρωτη και πως θα ξαναβγεί με την κιθάρα της σε μια συναυλία να νανουρίσει τα ανήσυχα βράδια μας. Να μας καθησυχάσει, πως πάει… πέρασε κι αυτός ο εφιάλτης:

Σώπα ησύχασε πια
έχεις περάσει πολλά
Νάνι και όνειρα γλυκά χρωματιστά
όνειρα ζαχαρωτά
ήταν όνειρο κακό εφιαλτικό
μα πέρασε κι αυτό
κάπνισε μια ρουφηξιά,
πιες μια γουλιά νεράκι δροσερό…

Είναι μια παλιά της συνέντευξη στην ΕΤ1 που θα ήθελα πολύ να μοιραστώ μαζί σας, έτσι σαν κέρασμα για τη γιορτή μου. Όχι πως της ταιριάζουν μνημόσυνα και δακρύβρεχτα κειμενάκια. Πείτε πως πίνουμε παρέα μια batida de coco και ξαναπιάνουμε απ’ την αρχή της ζωής της το νήμα· τα ξεδιπλώνει όλα ήρεμα, μελωδικά, με καταπληκτικό λόγο, αφοπλιστική ειλικρίνεια και αξεπέραστο χιούμορ. Αχ Μπέμπα… 
Εύχομαι ολόψυχα Καλή Παναγιά να έχουμε!
Κι αντί για πανηγύρια και μπερδέματα, ας πετάξουμε ό,τι μας βαραίνει, να ξαλαφρώσει λίγο η ψυχή «σαν το φτεράκι μιας μέλισσας»…