Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Επί τη ονομαστική του εορτή


«Χρόνια πολλά κυρ-Λευτέρη!» ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του καφετζή απ’ το μικρό κουζινάκι που έψηνε τον πρώτο καφέ της μέρας. Ένα υποτονικό «Να’σαι καλά ρε φίλε...» ακούστηκε μέσα απ’ τα κιτρινισμένα δόντια του εορταζόμενου, καθώς  έσερνε την καρέκλα του ανάποδα για να βλέπει έξω. Καθάρισε με το μανίκι το νοτισμένο απ’ την υγρασία του απόβροχου τζάμι, για να ξεχωρίζει καλύτερα τις φιγούρες στο δρόμο. Την ώρα αυτή ξεκινούσε η  ιεροτελεστία του «βαρύ γλυκού μετά δημοσίων θεαμάτων» όπως χαριτολογούσε στους πρωινούς θαμώνες. Χάζευε τα περαστικά παιδιά που πήγαιναν σχολείο, παρατηρούσε τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα, μάντευε τις έγνοιες των περαστικών μανάδων που έσερναν βαρύθυμα  καρότσια με μωρά και σακούλες με ψώνια κρεμασμένες στα πλαϊνά χερούλια, τους μαγαζάτορες  που σήκωναν τα ρολά των εμπορικών τους, τον παλαίμαχο κουλουρά με τα ζεστά σταφιδόψωμα και τα ολόφρεσκα θεσσαλονικιώτικα κι όπως τον έβλεπε να στέκει ορθός στο  πρωινό αγιάζι με το ζαβό του πόδι να κρέμεται στον αέρα, παρακάλαγε να ξεπουλήσει γρήγορα την πραμάτεια του και να γυρίσει στη ζέστα του σπιτιού του. Κι έτσι γινόταν, δεν έφτανε η μέρα στη μέση της κι ο ηλικιωμένος κουλουράς τάιζε ήδη τα περιστέρια με τα σουσάμια που είχαν απομείνει στην τάβλα του.

Δεν το άλλαζε με τίποτα τούτο το πρωινό αντέτι, ήταν η μόνη διαφυγή απ’ τις μοναχικές ώρες που ακολουθούσαν στους μουχλιασμένους τοίχους του δωματίου του. Δωμάτιο καθ’ υπερβολήν, ένα πρώην πλυσταριό ήταν στην ταράτσα μιας μαθουσάλειας διπλοκατοικίας, που η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του το νοίκιαζε μ’ ένα πενιχρό ποσόν για να συμπληρώνει τη σύνταξή της. Στο λιλιπούτειο δωματιάκι του,  ο κυρ-Λευτέρης είχε νοικοκυρέψει τα λιγοστά του έπιπλα και ζούσε παρέα με τις αναμνήσεις  και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες των αγαπημένων του, μοναδικά στολίδια στους ξεφλουδισμένους  τοίχους.  Η γιορτή του σηματοδοτούσε χρόνια τώρα την απαρχή του εφιάλτη του. Τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν, η μοναξιά γινόταν ανήμερο θηρίο, τα βράδια ξαγρυπνούσε πλάι στη φωτογραφία της κυρά-Θάλειας που η κακή της μοίρα την πήρε μακριά του πριν λίγα χρόνια, τα παιδιά ξενιτεμένα σε κάτι θειούς στον Καναδά, απ’ τις φωτογραφίες που έστελναν μ’ ένα μικρό χαρτζιλίκι «για τα φάρμακα και να βάλεις πετρέλαιο στη σόμπα», γνώρισε τις οικογένειες τους, καμάρωνε τα εγγόνια του και προσευχόταν να τους έχει ο Θεός καλά.

Είχε μεσημεριάσει πια, μακρινές αστραπές φωσφόριζαν στο σκοτεινιασμένο ουρανό, σμήνη πουλιών πετάριζαν  προς τις δεντροφωλιές τους, ο καφετζής μάζευε βιαστικά το μαγαζί,  μόνο ο κυρ-Λευτέρης είχε απομείνει  μαραζωμένος που οι λιγοστοί του φίλοι δεν ήρθαν να τους κεράσει, μα τέτοια γιορτάρα μέρα λίγοι αφήνουν τις οικογένειές τους για να τρέχουν στους καφενέδες.

 Λίγο πριν σουρουπώσει, τρόμαξε απ’ τα  ποδοβολητά στη σπειροειδή σκάλα που οδηγούσε στο ταρατσάκι του. Το επόμενο λεπτό, είχε  ανοίξει απότομα  η πόρτα  κι η παρέα των καφενόβιων φίλων είχε μπουκάρει στο δωματιάκι. Ο Μανώλης μ’  ένα ασκί μαρουβά και καλτσούνια με τυροζούλι,  ο Παντελής με καβρουμάδες και λουκάνικα, ο Χιώτης με κουρμάδες και μαστέλα κι ο Αναστάσης ο χόλμπας μ’ ένα τσουκάλι αχνιστά  γιαπράκια «πεσκέσι απ’ την κυρά για τη γιορτή σου». Προς επίρρωση όλων, ο καφετζής με το καλό του κουστούμι  κι ένα ταψί ζεστό ρεβανί:  «Να πάν’οι πίκρες κάτω ρε Λευτέρη!»

 Η ιστορία του κυρ-Λευτέρη φιλοξενήθηκε με άλλες είκοσι μία υπέροχες συμμετοχές,  
στον 10ο κύκλο του ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, στο χώρο της Μαρίας μας (mytripsonblog). 
Ο ήρωας της ιστορίας εκπροσωπεί όλους τους μοναχικούς-απόμαχους της ζωής που θα περάσουν και φέτος τις γιορτινές μέρες πίσω απ’ τα παχνισμένα τζάμια ενός καφενείου, γύρω από μια αναμμένη σόμπα θα ζεστάνουν τα ροζιασμένα χέρια τους για να έρθει κοντά η μία ψυχή με την άλλη.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

25 λέξεις # 10 [στολίζουμε τα δέντρα μα δεν τα προστατεύουμε]

Δήμιοι δέντρων μ’ αλυσοπρίονα
εμποδίζουν λέει τη διέλευση οχημάτων στο ορυχείο•
να’ξερες κυρ-χρυσοθήρα
πώς καραδοκούν οι κάργιες
όταν οι ψυχές τους αναλύονται απ’ τις κουφάλες,
στοιχειώνοντας τις νεκρές σας πόλεις.


 Συμμετείχε στα 25λεκτα, στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου


Αφιερωμένο στους επενδυτές και νομοθέτες που βαφτίζουν ως «νομιμότητα» το έγκλημα στις Σκουριές. Ό,τι είναι νόμιμο βέβαια, δεν είναι απαραίτητα και ηθικό, δίκαιο και αποδεκτό. Όσοι αντιστάθηκαν, ένιωσαν τη βία και την καταστολή στο πετσί τους, επιβεβαιώνοντας το «χρυσό κανόνα» πως τα ιδιωτικά συμφέροντα είναι πάνω απ’ τους νόμους και τα κοινωνικά αγαθά.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

«Ο Άι-Βασίλης Αστροναύτης»

[κι άλλες απανωτές δωρο-εκτοξεύσεις]



 Κι εκεί απάνω που έλεγα με σιγουριά πως… ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ! [σωτηρία κι Άι-Βασίλης], σκάει μύτη ειδοποίηση ταχυδρομείου να παραλάβω συστημένο.
Με σηκωμένο φρύδι και ύφος Εμπειρογνώμονα-Kαταστροφολόγου με διδακτορικό στη Mιζερολογία, ξεκίνησα το μονόλογο: “Σιγά μην είναι για καλό... κάνα μπουγιουρντί θα’ναι πάλι χρονιάρες μέρες... την τύχη μου μέσα!”
Η πρώτη δωρο-εκτόξευση απ’ το κοσμοδρόμιο της Αριστέας, με αποστόμωσε. Μου το παραδίδει η ευγενική υπάλληλος στο γκισέ και για να με αποτελειώσει, μου πετάει στα μούτρα κι ένα: “Καλές γιορτές να έχετε”.

Αναπτήρες με ρομαντικό ντεκουπάζ σε παλ χρώματα (small, medium)
Ταμπακιέρα ασορτί (το λες και ντε-πιες)
Σαπούνι  & σελιδοδείκτης ντεκουπάζ  (κάθε φορά και καλύτερα)
Κι όλα τα αξεσουάρ αγάπης (αποξηραμένα πορτοκάλια με κανέλλα και χειροποίητη καρτούλα λουλουδοστολισμένη και απαστράπτουσα)

[σημείωση: οι χάρτινοι κύλινδροι είναι μέρος του αμπαλάζ· στη διάνοιξη του πακέτου πήρα τη βοήθεια φίλου πυροτεχνουργού]

 “Έπαθα Χαρά!”, έβαλα την παλάμη μου στο μέτωπο μην έχω δέκατα... “δε μπορεί, τυχαίο θα ήταν… αύριο θα ξαναείναι όλα χάλια”.
Ο ταχυδρόμος χτύπησε δεύτερη φορά κι η επόμενη μέρα διέψευσε πανηγυρικά τις  δυσοίωνες προβλέψεις μου. Αυτή τη φορά, η Σμαραγδο-εκτόξευση έγινε απ’ την ηρωική μεγαλόνησο. Πάλι ταχυδρομείο, η υπάλληλος ήταν παραπάνω ευγενική μαζί μου, έπαθα πάλι “Χαρά”, ίσως να είχα και δέκατα συγκίνησης, γιατί έτρεμα και δε με βαστούσαν τα πόδια μου.

 Μια υπέροχη δαντελοστολισμένη κάρτα κι ένα πλεχτό ελατάκι απ’ τα χεράκια της , ένα βιβλίο και μπόλικες δόσεις φροντίδας  και αγάπης. Απ’ τη  λατρεμένη και πολυτάλαντη Ρούλα μας.

Τρίτη συνεχόμενη μέρα, κι ο ταχυδρόμος χτυπάει ξανά κουδούνι. Αν ξανάρθει κι αύριο, σκέφτηκα να καλέσω την οικογένεια του να πιούμε όλοι μαζί ένα κρασάκι.
Αυτή τη φορά, η σούπερ-έκπληξη κατέφτασε απ’ τον πλανήτη Άσωτος Γιος. Ο εσωκλειόμενος αστροναύτης με ενημέρωσε πως ήταν ο μυστικός μου ταίρης στη λίστα της μυστικής χριστουγεννιάτικης ανταλλαγής της Μαριλένας μας

Λάτρεψα την πανέξυπνη χειροποίητη κάρτα του με κολλάζ απ’ τα μπλογκ μας και ενσωματωμένο ημερολόγιο. Τα “Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα” του Παπαδιαμάντη, ήταν ένα βιβλίο που δεν το είχα διαβάσει παρά μόνο αποσπασματικά στο διαδίκτυο και πάντα ήθελα να το αποκτήσω.  Ένα ξύλινο γούρι συμπλήρωνε το υπέροχο γιορτινό πακέτο του που μ’ ενθουσίασε.

Άσωτε, πώς το λέτε εσείς στη ΝΑΣΑ; Εμείς εδώ το λέμε 
«Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω!!!»

Αριστέα, Ρούλα, Άσωτε, Μαριλένα, σας ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου για το παιχνίδι, την έμπνευση, τη χαρά και τη συγκίνηση που μοιραστήκαμε!!! 

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Η πύλη της άμμου (*)

Το περσινό φθινόπωρο στο θέατρο βράχων του Βύρωνα, ο Γιώργης Ξυλούρης έστησε ένα πρωτοποριακό στη σύλληψη και απόλυτα πετυχημένο μουσικό σμίξιμο όλων των μουσικών ρευμάτων της Κρήτης, με λύρες, βιολιά, λαούτα, μαντολίνα, ασκομπαντούρες, θιαμπόλια και αγαπημένους δημιουργούς. Απ’ τους λυράρηδες της Σητείας και τους ερασιτέχνες μαντιναδόρους των Ανωγείων, μέχρι τον Ψαραντώνη και τον Ross Daly. Ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο παράδοση, ιστορία, περηφάνια και ελπίδα.


Σ’ ένα ασφυχτικά γεμάτο θέατρο που η συγκίνηση και η κατάνυξη επικρατούσε σ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που κράτησε η συναυλία, θυμάμαι έντονα τα λόγια του Γιώργη στην εισαγωγή αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Ήταν μια μυσταγωγία, ένα κάλεσμα σ’ αυτούς που είχαν φύγει απ’ τη ζωή, αλλά που η παρουσία τους ήταν εκεί, ανάμεσά μας, γιατί η μουσική έχει αυτά τα κρυφά μονοπάτια, ξεγλιστρά και φτάνει ως τα μεϊντάνια τ’ ουρανού κι ενώνει ζωντανούς κι αγγέλους.

 Με την υπόσχεση πως αυτό το σμίξιμο θα έχει συνέχεια, ο Γιώργης μας αποχαιρέτησε εκείνο το βράδυ πολύ συγκινημένος και περήφανος για την καταγωγή και τους προγόνους του. Μόλις δυο μήνες μετά, τέτοιες μέρες ήταν, όταν πέταξε ξαφνικά μακριά μας από καρδιακή ανακοπή ενώ οδηγούσε τη μηχανή του. Ο Θεός είναι αλάνθαστος στο σημάδι κι οι βασιλιάδες της γενιάς μας όσο πάνε και λιγοστεύουν.

 Τις ίδιες μέρες του Νοέμβρη, έφυγε πριν δεκαοχτώ χρόνια ο μεγάλος μας ποιητής και ζωγράφος, Μιχάλης Κατσαρός, αφήνοντας πίσω του την πολύτιμη Διαθήκη του.

 Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.


Εκεί που τελειώνει η θάλασσα κι αρχινάει η γραμμή τ’ ουρανού,  στην πύλη της άμμου του Λουδοβίκου, στο φαράγγι των νεκρών στο Ζάκρο, στις χαραυγές του Φραγκοκάστελου παρέα με τους Δροσουλίτες, στα γκρέμια του Ψηλορείτη συντροφιά με τους Κουρήτες που φυλάνε ακόμα τα περάσματα των θεών ως το ξωκλήσι της Παναγιάς στην αετοφωλιά του Μέρωνα, εκεί που δραπετεύουν οι θνητοί αφήνοντας πίσω τις πολύτιμες κληρονομιές τους. Ένα κερί αναμμένο στη μνήμη τους να σιγοκαίει την προσδοκία μας. Πως θα μυρίζουν βασιλικό και μαντζουράνα οι χειμώνες μας, πως θ’ ακούγονται τα βήματά τους στα κεφαλόσκαλα,  πως τα λόγια τους θ’ ανθίζουν στους χωματένιους δρόμους, θα βγάζουν αγριοφράουλες και δυόσμους και θα καθόμαστε αντάμα στα γιορτινά τραπέζια, να υψώνουμε ποτήρια και να καλοπιάνουμε τα σύννεφα στ’ Αστερούσια, να παραμερίζουν για λίγο τα περάσματά τους, να κοινωνούμε μαζί τους το πρώτο κρασί του βαρελιού και τα καζανέματα και τα γλέντια στις απάνω γειτονιές.


(*) Ο τίτλος της ανάρτησης είναι δανεισμένος απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Γιώργου Δραμουντάνη ή Λουδοβίκου των Ανωγείων. Στο σημείωμα του δίσκου του γράφει: 
"Η Πύλη της Άμμου είναι η πόρτα που βγάζει στο αβέβαιο,στο δύσκολο,στο τίποτε. Είναι μια πύλη όπου ο άνεμος ραπίζει και ο χρόνος φορεί κουρελιασμένη πέτρα. Πάνω στην άμμο είμαστε αδιάβαστοι στο περπάτημα, ούτε αφήνουμε ούτε βρίσκουμε καθαρά ίχνη. Όλοι κάποτε διαβαίνουμε την ωραία Πύλη της Άμμου και είναι σαν να ξαναμπαίνουμε στην κολυμπήθρα..."